20.4.11

ΝΩΝΤΑ ΤΣΙΓΚΑ: Σημαία σε τιμή ευκαιρίας


Στον Νίκο Δήμου (που είδε νωρίς)


Μέλη της Χρυσής Αυγής προπηλάκισαν μετανάστες που πουλούσαν σημαίες λίγη ώρα πριν ξεκινήσει η στρατιωτική παρέλαση για την επέτειο της 25ης Μαρτίου. Οι μετανάστες κυνηγήθηκαν και χτυπήθηκαν σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες από δύο ομάδες μελών της Χρυσής Αυγής, αλλά δεν έγινε γνωστό αν υπάρχουν τραυματίες ούτε αν έχουν γίνει προσαγωγές ή συλλήψεις (…)
-Οι εφημερίδες


(...) Και κει, Τζίμη, μέτρησα το προφητικό μεγαλείο του Εθνικού μας Ποιητή. Χαίρε ώ χαίρ’ ελευθεριά. Ανθρωπινό κρέας μυρίζει. 
-Μιμίκα Κρανάκη, Φιλέλληνες


Ο εύζωνος πήγαινε στητός όλο νεανική περηφάνια κρατώντας το λάβαρο με τα χρυσά κορδόνια να σείονται, με τις χρυσές φούντες στις άκρες τους να αιωρούνται χαρούμενες σαν τις καμπάνες της Αγια Σοφιάς που δεν υπάρχουν πια... Η ελληνική σημαία κυμάτιζε τα κρόσσια της και τις άσπρο-μπλε λωρίδες της όμορφη. Μια ολάκερη αμμουδιά του Αιγαίου κρατούσε στα χέρια του ο νέος γαληνεμένη, κι εκείνη αφήνονταν στην αγκαλιά του να παρελάσουν μαζί σαν ερωτευμένοι. Μικρά κύματα στα γαλανά νερά και με τους λευκούς αφρούς τους δαντελλωτούς, να ξεσπούνε την πνοή τους στα πόδια της ηλιοφώτιστης γης. Κι από πάνω ουρανός ατελείωτος με τα λουλακιά του χυμένα πλούσια. Ο ένας εύζωνος, της πάλαι ποτέ Ανακτορικής -και νυν Προεδρικής- φρουράς, έκανε παρέλαση και η θωριά του πέρασε σαν γρήγορο κινηματογραφικό καρέ πάνω στο τζάμι της βιτρίνας.



Πίσω της εκείνος ο made in Taiwan -τάχα και καλά χειροποίητος- έμενε σκονισμένος. Πλαστικό το μουτράκι του και κοίταζε σαστισμένα απ’ έξω να διέρχονται, να παρελαύνουν να χειροκροτούνε ντυμένοι τα καλά τους οι άλλοι. Εμπορικό τον ξεφόρτωσε αυτόν στην αποβάθρα και από κει, μετά το τελωνείο, βρέθηκε στις αποθήκες της μεγάλης εισαγωγικής εταιρείας. Κι έπειτα βρέθηκε στη βιτρίνα ετούτη με τα χιλιάδες τουριστικά ειδώλια, αντίγραφα θησαυρών των μουσείων, αρχαιοπρεπείς απομιμήσεις, κακόγουστες κουκλίτσες με εθνικές φορεσιές, χαλκώματα και κεντητά της μηχανής. Μέσα από καρτ ποστάλ της ευκλεούς επικράτειας και των ενδόξων αναμνήσεων της αυτός ο καλοσιδερωμένος κι ατσαλάκωτος εύζωνος με το ανέκφραστο πρόσωπο, όπου δεσπόζει ένα στριφτό καραμπογιά μουστάκι, και με το γαλάζιο ριγμένο γιλέκο στους ώμους, ζωσμένος τις πιστόλες στην παλάσκα και το σπαθί να κρέμεται στη μέση, περιμένει τη στιγμή της πώλησής του... Πωλείται ο κινέζος εύζωνος. Και κοιτά τους άλλους που περνάνε καμαρωτοί και περήφανοι στην παρέλαση. Κι ανέκφραστος αντικρίζει τον ζωντανόνεκρο ξένο.

Από ώρα έχει στηθεί μπροστά του ο ξερακιανός Πακιστανός με τις νάυλον ελληνικές σημαίες αγκαλιά. Παρά δίπλα στέκουν κι άλλοι. Κινέζοι, μαροκινοί, μπαγκλαντεσιάνοι. Κάθε καρυδιάς καρύδι άθλιο χρωματιστό ασκέρι. Κρατούνε σωρό στην αγκαλιά τις σημαίες σαν δεμάτια θερισμένα στάχια...

«Σημαία από νάυλον υψώνουμε, σημαία πλαστική
Ο κόσμος δεν έχει τίποτε να χάσει και τίποτε να δει...»
1.

Ξύλινη βάρκα χωρίς πανιά, σχεδόν τρύπια ψαροκασέλα, τον ξεφόρτωσε αυτόν μαζί με άλλους και τον απόθεσε στα κύματα του Αιγαίου, νύχτα σε αγριεμένο καιρό. Χωρίς χαρτιά, βρεγμένο μέχρι το κόκκαλο και μισοπεθαμένο τον έβγαλε στο έρημο περιγιάλι, με τα βράχια να ακονίζουν ώρες τα δόντια τους επάνω του, σε μια ερωτοαπόγνωση ζω ή πεθαίνω, βγαίνω δε βγαίνω, έρχομαι και φεύγω, φτάνω και δεν φτάνω. Βγήκε!

Νύχτα ανήμερα «Ανεμποδίστου, Ακινδύνου , Ελπιδοφόρου»2, περιπατητής των κυμάτων αυτός, φλούδι της ζωής πάνω στο μαύρο θάνατο πορευόμενο, που επέπλευσε κι επέζησε πέρα από τα φυσιολογικά προγνωστικά. Επέζησε των κρατητηρίων και των σταθμών περισυλλογής, της πείνας, των ύβρεων, της ανοχής με προσδοκίες εκδούλευσης, της ανθρώπινης συμπόνιας ,του ελέους, της αδιαφορίας, του μίσους. Και να τον τώρα εδώ: «Πάρε κόσμε πέντε με ένα ευρώ». Ελληνικές σημαίες σε τιμή ευκαιρίας. Προχθές πουλούσε Παναθηναϊκό, τις προάλλες Ολυμπιακό, την παρά άλλη ΟΦΗ. Όλα τα εθνικά σύμβολα τα άγγιξαν και τα μαγάρισαν τα γκριζομέλανά του χέρια, ώρες παιδεύτηκε μα μοσχοπούλησε στο τέλος, δέκα ευρώ το βδομαδιάτικο έχει και γι’ αυτόν ο Θεός. Χαζεύει ολόγυρα και χάνεται στην ανάμνηση της χώρας που γεννήθηκε. Που δεν τον άφησε ποτέ ν’ ανασάνει κι ούτε στιγμή να ελπίσει παρά μονάχα την ώρα που την εγκατέλειπε. Άραγε πατρίδα τι είναι; Ο τόπος που μας επιτρέπει να ελπίζουμε. Αυτό μάλλον... Kαι που μας αφήνει να πουλάμε νάυλον παρδαλές σημαίες. Ίσως...

Κι έβλεπε ο νεκροζώντανος το πλήθος που απλώνονταν μπροστά του. Κι έντονα, σαν ενοχλητική αποφορά, ήρθε στο νου του η δική του πατρίδα. Γιατί του μύρισε ξανά χνώτο του λαού χωρίς ελπίδα ο κόσμος που περνούσε εμπρός του. Διέκρινε και πάλι το χρώμα της απόγνωσης, την κίνηση φυγής, την απελπισία. Είδε τα παιδιά ν’ αφήνουν τις στέρεες άλλοτε χειρολαβές των γονιών, σχεδιάζοντας έναν διαρκέστερο αποχωρισμό πια, μια μονιμότερη αναχώρηση, φυγή, εγκατάλειψη. Μετανάστες στην ίδια τη χώρα τους κι εκείνοι τώρα πια. Έτοιμοι να επιβιβαστούν στην ψαροκασέλα. Αυτά τα σημάδια γνώρισε... Άλλοτε κραταιοί νοικοκυραίοι. Κι άλλοτε σχεδόν θρασείς με το έχειν τους. Μα πάντοτε κορδωμένοι από εθνική περηφάνια έρχονταν εδώ. Για τα κατορθώματα των άλλων, των παλαιών ημερών το κλέος να γιορτάσουν. Πρόγονοι έχυσαν το αίμα τους για όλη αυτή τη σύγχρονη ντροπή, το λαμογιοτατισμό, το αθεράπευτο και δύσκαμπτο δημοσιοϋπαλληλίκι, την αργομισθία, την παντού και πάντοτε πισίνα και το αδιαπραγμάτευτο νομιμο-αυθαίρετο σε βουνό σε θάλασσα σε κάμπο. Τι είναι πατρίδα… Παντού είναι πατρίδα, παντού είναι οικόπεδο προς καταπάτηση, τεμαχισμό, πώληση και μεζονετοποίηση.

Και έμεναν να αποθαυμάζουν και να αυτοθαυμάζονται όλοι αυτοί για χρόνια στην Ελλάδα των θαυμάτων του εικοστού αιώνα και των αρχών του εικοστού πρώτου. Σε άγιες και λαμπρές τελετές, σε πανηγυρικούς δεκάρικους και παρελάσεις, σε εγκαίνια, σε γήπεδα, σε μέγαρα μεγαλο- πρεπή. Τώρα όμως όλα μοιάζει να ’χουν καταρρεύσει. Οι εθνικές διεκδικήσεις ορίζονται πλέον με τραπεζικά επιτόκια, spreads, αλληλοδιάδοχες υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας, της φερεγγυότητας, τις αναθεώρησης προς τα πάνω ή προς τα κάτω των πιθανοτήτων πτώχευσης, με διεκδικήσεις επιμηκύνσεων αποπληρωμής. Σύντομων αναπνοών πριν το τέλος. Όλοι μπροστά στο φαντασιακό γκισέ μιας τράπεζας με άδειες τσέπες και σε οικτρή αδυναμία να ξεπληρώσουν το «Εθνικό Χρέος»…

Δεν ήταν λοιπόν θεατές σε παρέλαση εκείνοι οι άνθρωποι. Στη λιτανεία του εθνικού πτώματος βάδιζαν σιωπηλοί. Την πατρίδα τους κήδευαν ανήμερα της μνήμης μιας άλλοτε εθνεγερσίας. Πώς άλλαξαν τα χρόνια… Δίχως χειροκροτήματα, με τους επισήμους να κρύβονται, να φυλάγονται από παντού. Τι δημόσιοι άνδρες είναι αυτοί που φοβούνται πέτρες, γιαούρτια και προπηλακισμούς; Πού πάνε τα αλλοτινά μεγαλεία και οι χαιρετούρες, οι πρόθυμες δηλώσεις όλο έπαρση μπροστά στις κάμερες των τηλεοπτικών μέσων;

Κι εκεί ήταν που ξύπνησε το θηρίον της Αποκαλύψεως. Σβέρκο ταύρου. Ψυχή λέοντος βρυχωμένου. Κορμός ζώου προϊστορικού. Σκέψη αρχέγονη, πρωτόγονη, ενστικτώδης. Φωνή κεραυνός, βλέμμα χαμένο στην πίσσα της ψυχής. Χαραγμένα σύμβολα στο δέρμα, σημάδια ανεξίτηλα από το πέρασμα του Αδόλφου του μεγάλου εκείνου ιερουργού του μίσους. Μάτι θολό, χέρι με δείκτη υψωμένο, να δείχνει πρόσωπα, να δείχνει ανθρώπους, να δείχνει ενόχους. Χέρι σφιγμένο σε γροθιά βαρούλκο και ο νόμος του Λύντς υψώνεται. Να νικήσει, να επιβληθεί, να διεκδικήσει αυτό που ο μέσα κόσμος δεν μπορεί να βάλει σε τάξη. Θεωρεί βεβήλωση την πράξη του μετανάστη που τολμά στην θριαμβική αυτή παρέλαση των εξαθλιωμένων οραμάτων, των νεκρών ψυχών, να συνεισφέρει δια της αυτού αθλιότητος. Και να! ξεσπά στην πλάτη το καδρόνι, και να! πλαταγίζει η κλωτσιά στα πλευρά του ανθρώπου που βρέθηκε στο λάθος μέρος τη λάθος ώρα...

Μπράτσα φουσκωμένα, σαπισμένα μυαλά, στήθια γεμάτα εκδίκηση και εθνική περηφάνια συνέχισαν να ατενίζουν τα ωραία κορμιά των στρατιωτικών αγημάτων, μέχρι το τέλος της πομπής, αφού απομάκρυναν κλωτσηδόν τη χρωματιστή ολόγυρα αθλιότητα και σκόρπισαν καταγής τριγύρω τις πλαστικές ελληνικές σημαίες. Ένας λαμπρός ήλιος τώρα χρύσιζε τα φαλακρά κεφάλια των παιδιών που παρακολουθούσαν ολομόναχα πια την θλιβερή παρέλαση...

«Τι κακεντρεχή πρόσωπα!»
 Εδώ μια μέρα θα πεθάνω,
μ’ αφρό στο στόμα»3.


Αναφορές
1. «Σημαία από νάυλον», Διονύσης Σαββόπουλος
2. Από «Τα ελεγεία της οξώπετρας», Οδ. Ελύτη
3. «Το εκκρεμές», Νίκος Φωκάς


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ