28.4.11

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Στον πατέρα μου. Ένα χρόνο μετά...

ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΝ ΔΕ ΡΩΣΣΗ

Του πατέρα σου, όταν έλθης
Δε θα ιδής παρά τον τάφο∙
Είμαι ομπρός του, και σου γράφω,
Μέρα πρώτη του Μαϊού.



Θα σκορπήσουμε το Μάη
Πάνου στ’ άκακα τα στήθη,
Γιατί απόψε αποκοιμήθη
Εις τον ύπνο του Χριστού.


Ήταν ήσυχος κι ακίνητος
Ως την ύστερη την ώρα,
Καθώς φαίνεται και τώρα
Που τον άφησε η ψυχή.


Μόνον, μία στιγμή πριν φύγη
Τ’ Ουρανού κατά τα μέρη,
Αργοκίνησε το χέρι,
Ίσως για να σ’ ευχηθή.
Διονύσιος Σολωμός

Στο βιβλίο-ύμνο στην πατρική αγάπη «Ο αυτοκράτορας της Πορτογαλίας» της βραβευμένης με Νόμπελ Σουηδής συγγραφέως Σέλμα Λάγκερλεφ (εκδ. Ακρίτας) και στο σημείο όπου περιγράφονται οι σχολικές εξετάσεις ενώπιον των γονέων των εξεταζόμενων μαθητών διαβάζουμε:

«...Τη μέρα που πήγε ο Γιαν απ’ τη Σκρου-Λίκα για τις σχολικές εξετάσεις, βάδισε χέρι με χέρι με τη μικρή Κλάρα Γκούλα, όπως πάντα συνήθιζαν, όλο το δρόμο, σαν καλοί φίλοι και σύντροφοι. Όταν, όμως, η Κλάρα Γκούλα πλησίασε στο σχολείο και είδε τα παιδιά που έστεκαν έξω, τράβηξε το χέρι της από το χέρι του Γιαν και προχώρησε μοναχή της. Και, μόλις έφτασαν στο σχλείο, τον εγκατέλειψε κι έτρεξε να προσκολληθεί σε μία παρέα παιδιών.
Κατά την εξέταση καθόταν ο Γιαν από τη Σκρου-Λίκα σε μία καρέκλα πολύ κοντά στην έδρα του δασκάλου, ανάμεσα στα αφεντικά και στα μέλη της σχολικής εφορείας. Ήταν αναγκασμένος να πιάσει αυτή τη θέση, γιατί αλλιώς δε θα μπορούσε να δει τίποτε άλλο εκτός από το σβέρκο της Κλάρα Γκούλα, που καθόταν στα μπροστινά θρανία, στη δεξιά μεριά της έδρας, όπου ήταν καθισμένα τα μικρά παιδιά. Δε θα είχε καθίσει ποτέ παλιότερα τόσο ψηλά, τώρα, όμως, αυτός που ήταν πατέρας μιας τέτοιας κοπελιάς σαν την Κλάρα Γκούλα δεν έπρεπε να θεωρεί τον εαυτό του κατώτερο από οποιονδήποτε άλλο.
Ήταν αδύνατο να μην είχε δει η Κλάρα Γκούλα τον πατέρα της από εκεί που καθόταν, αλλά δεν του έριχνε ούτε ένα βλέμμα.
Ήταν σαν να μην υπήρχε για κείνη. Αντίθετα το βλέμμα της Κλάρα Γκούλα ήταν καρφωμένο στο δάσκαλο. Αυτός εξέταζε τα μεγάλα παιδιά που κάθονταν στην αριστερή μεριά της έδρας.
Εκείνα διάβαζαν απ’ το βιβλίο, έδειχναν πόλεις και χώρες στο χάρτη, έγραφαν αριθμητική στο μαυροπίνακα, κι ο δάσκαλος δεν είχε καιρό να δει τα μικρά παιδιά στα δεξιά του. Δε θα είχε λοιπόν και τόσο μεγάλη σημασία αν η Κλάρα Γκούλα έριχνε έστω κι ένα πλάγιο βλέμμα στον πατέρα της, αλλά αυτή ούτε που γύριζε το κεφάλι της προς το μέρος της.
Μία μικρή παρηγοριά, βέβαια, ήταν πως όλα τα παιδάκια έκαναν το ίδιο. Κάθονταν όλα με τα μικρά, φωτεινά ματάκια τους γυρισμένα προς το δάσκαλο. Και τα μικρά εκείνα θηριάκια έκαναν πως καταλάβαιναν, αν αυτός έλεγε κανένα αστείο, γιατί τότε χτυπούσαν το ένα το άλλο με τον αγκώνα τους και γελούσαν.
Ήταν βέβαια έκπληξη για τους γονείς να βλέπουν τα παιδιά να φέρονται τόσο επιτήδεια στις εξετάσεις μα ο οργανίστας Σβάρτλινγκ ήταν άνθρωπος σπουδαίος. Μπορούσε να τα οδηγήσει όπου ήθελε.
Ο Γιαν απ’ τη Σκρου-Λίκα άρχισε να νιώθει αμηχανία και αγωνία. Δεν ήξερε πια αν ήταν δικό του το κοριτσάκι αυτό που καθόταν εκεί ή αν ήταν κανένα άλλο παιδί. Ξαφνικά σηκώθηκε από τη θέση του ανάμεσα στα μέλη της σχολικής εφορείας και πήγε πιο κοντά στην πόρτα.
Η εξέταση των μεγάλων παιδιών τελείωσε και τώρα ήρθε η σειρά των μικρών, που μόλις είχαν μάθει να διαβάζουν δυνατά και καθαρά. Δεν είχαν πολλές γνώσεις, αλλά έπρεπε και σ’ αυτά να απευθυνθούν μερικές ερωτήσεις. Θα εξετάζονταν και στην ιστορία της Δημιουργίας.
Πρώτα πρώτα έπρεπε να απαντήσουν στην ερώτηση ποιος δημιούργησε τον κόσμο. Στην ερώτηση αυτή μπόρεσαν να απαντήσουν, μα ύστερα τα πράγματα δυσκόλεψαν, γιατί ο δάσκαλος ρώτησε αν ήξεραν καμία άλλη ονομασία του Θεού.
Τότε απέμειναν βουβά όλα τα μικρά μαθητούδια της αλφαβήτας. Αναψοκοκκίνιζαν τα μαγουλάκια τους, ζάρωνε το μετωπάκι τους, μα τους ήταν αδύνατο να σκεφτούν απάντηση σε μία τέτοια θεωρητική απάντηση.
Απ’ τα θρανία όπου κάθονταν τα μεγάλα παιδιά, γίνονταν νοήματα με τα χέρια κι ακούγονταν ψίθυροι και πνιχτά γέλια. Οι οχτώ, όμως, πρωτάρηδες είχαν σφίξει τα χείλη τους και δεν έβγαζαν λέξη, ούτε η Κλάρα Γκούλα ούτε και κανένα από τα άλλα παιδιά.
-Συνηθίζουμε να λέμε μία προσευχή κάθε μέρα, είπε ο δάσκαλος. Πώς ονομάζουμε το Θεό εκεί;
Τώρα το βρήκε η Κλάρα Γκούλα∙ κατάλαβε πως ο δάσκαλος ήθελε να απαντήσουν ότι ονόμαζαν το Θεό «Πατέρα». Σήκωσε το χεράκι της.
-Πώς ονομάζουμε το Θεό, Κλάρα Γκούλα; Ρώτησε ο δάσκαλος.
Η Κλάρα Γκούλα σηκώθηκε στο θρανίο, με ξαναμμένα μαγουλάκια και τη μικρή πλεξούδα των μαλλιών της σαν να στεκόταν στο σβέρκο της, και απάντησε με καθαρή και δυνατή φωνή.
-Τον λέμε Γιαν!
Αμέσως ακούστηκε ένα πνιχτό γέλιο στην αίθουσα. Στα πρόσωπα των αφεντικών, των μελών της σχολικής εφορείας, των γονιών καθώς και των μαθητών διαγραφόταν το γέλιο. Ακόμα και ο δάσκαλος φαινόταν να διασκεδάζει με την απάντηση.
Η Κλάρα Γκούλα κοκκίνισε και τα μάτια της βούρκωσαν, αλλά ο δάσκαλος χτύπησε με τη βέργα του το πάτωμα και φώναξε: «Σιωπή». Έπειτα είπε μερικά λόγια για να εξηγήσει το ζήτημα.
-Η Κλάρα Γκούλα ήθελε βέβαια να πει πατέρας, εξήγησε. Γι’ αυτό είπε αντί για πατέρας, Γιαν, γιατί ο πατέρας της λέγεται Γιαν. Αλλά δεν πρέπει να απορείτε τόσο πολύ για το μικρό αυτό κοριτσάκι, γιατί δεν ξέρω αν υπάρχει άλλο παιδί στο σχολείο που να έχει τόσο καλό πατέρα όπως αυτή. Τον έχω δει να στέκει έξω απ’ το σχολείο και να την περιμένει με βροχή και κακοκαιρία∙ και τον έχω δει να την κουβαλάει στη ράχη, όταν έχουμε χιονοθύελλα και ο δρόμος είναι γεμάτος χιόνι. Δεν πρέπει λοιπόν να απορούμε γιατί λέει Γιαν, όταν θέλει να δώσει ένα όνομα στο πιο καλό πράγμα που ξέρει.
Ο δάσκαλος χάιδεψε ελαφρά το κεφαλάκι του κοριτσιού κι όλοι γελούσαν κατασυγκινημένοι.
Η Κλάρα Γκούλα κάθισε και κοίταξε κάτω και δεν ήξερε πώς να φερθεί, αλλά ο Γιαν από τη Σκρου-Λίκα ήταν χαρούμενος σαν βασιλιάς, γιατί ξαφνικά ξεκαθαρίστηκε μέσα του πως το κοριτσάκι θα ήταν πάντα δικό του και κανενός άλλου».

Στη μνήμη του πατέρα μου, που, φεύγοντας από κοντά μου, έχει μετακομίσει εντός μου…
Σόνια Ευθυμιάδου-Παπασταύρου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ