3.11.12

ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΤΡΩΝΟΥ ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ: Τα πέρατα του κόσμου



Ένα δέμα ακόμη και φεύγουμε... Το έλεγε και το ξανάλεγε η μικρή Γίτσα, κάθε φορά που ανταμώναμε. Που σημαίνει, δέκα φορές την ημέρα. Το δέμα θαρχόταν από τα πέρατα του κόσμου, από τον Καναδά. Δεν ήταν εύκολο να μετρήσουμε τα "πέρατα του κόσμου", ένας χάρτης όμως, θα μπορούσε να μας βοηθήσει αρκετά, θα βρίσκαμε τουλάχιστον τον Καναδά. Το βάλαμε στόχο, λοιπόν, να ψάξουμε για χάρτη. Τα σχολεία κλειστά βέβαια, κατακαλόκαιρο. Να ψάξουμε ίσως στη δημοτική βιβλιοθήκη; Αλλά πως να ξεπεράσουμε τον σκόπελο του σοβαρού βιβλιοθηκάριου; Τι θα έλεγε, όταν έβλεπε δύο πιτσιρίκες να του ζητούν έναν χάρτη του Καναδά; Αν ξέραμε τουλάχιστον, πώς να τον χρησιμοποιήσουμε... Οι μέρες περνούσαν, το δέμα όπου νάταν θα έφτανε, και η Γίτσα θα έφευγε για τα πέρατα του κόσμου, χωρίς να έχουμε εντοπίσει το σημείο τους.

Εκείνο το πρωινό έπιασε μια δυνατή μπόρα. Βροντές, αστραπές, χαλασμός Κυρίου, κι εμείς κρυμμένες κάτω από ένα σκέπαστρο μιας αποθήκης να ψάχνουμε ακόμη για τη λύση του προβλήματος, ώσπου μας ήρθε η φαεινή ιδέα, να πλησιάσουμε σιγά-σιγά στη βιβλιοθήκη και να παρακαλέσουμε να μας αφήσουν να περιμένουμε μέσα, μέχρι να κοπάσει η καταιγίδα. Αμ’ έπος αμ’ έργον. Το πρώτο στάδιο είχε πλήρη επιτυχία. Ο σοβαρός κύριος, όχι μόνον μας έδωσε την άδεια να περάσουμε στο βασίλειό του, αλλά άρχισε και να μας ρωτάει για τους δικούς μας, το σχολείο και τα παρόμοια. Έτσι, κουβέντα στην κουβέντα, καταφέραμε να τον ρωτήσουμε με την σειρά μας, αν διέθετε και κάποιον χάρτη του Καναδά. Τον έφερε και τον άνοιξε επάνω στο τραπέζι, μας βοήθησε μάλιστα να ψάξουμε και να βρούμε αυτό που θέλαμε. Της Βόρειας Αμερικής όλης ήταν, όχι και τόσο απλό για δύο εννιάχρονα κοριτσάκια να εντοπίσουν το Τορόντο. Μια κουκκίδα μόνο, κάπως μεγαλύτερη από πολλές άλλες, έδειχνε το ακριβές σημείο της πόλης αυτής. Σκέτη απογοήτευση. Ούτε σπίτια, ούτε δρόμοι, ούτε άνθρωποι στην κουκκίδα. Φύγαμε καταστενοχωρημένες. Δεν μάθαμε τίποτα..

Το δέμα αργούσε νάρθει και η αγωνία μας όλο και μεγάλωνε. Η Γίτσα βιαζόταν τόσο να πάει σ` αυτόν τον ευλογημένο τόπο, κι εγώ παρακαλούσα να αργήσει πολύ το δέμα για να μην χάσω τη φίλη μου. Πόλεμος ήταν, τα χρόνια του εμφύλιου, και πολλά φορτηγά έπεφταν στα χέρια των "ανταρτών" και το εμπόρευμα εξαφανιζόταν. Αν έπιαναν κι αυτό το φορτηγό, δέμα δεν θα έφτανε και η Γίτσα θα έμενε εδώ. Φίλη για πάντα. Και συνεχίζαμε την κουβέντα όλη την ώρα, πώς να ήταν άραγε σ` αυτό το Τορόντο, τι δρόμους νάχε, τι σπίτια, τι ανθρώπους...Σ` εμάς ρημαγμένα τα πάντα, φτώχεια μαύρη και ανέχεια, μα δεν νοιαζόμασταν και πολύ. Το παιγνίδι και τα όνειρά μας, τι άλλο να μας ενδιέφερε;
 Τα όνειρα όμως διακόπηκαν ένα απομεσήμερο, όταν η Γίτσα ήρθε να με βρει λαχανιασμένη και να μου αναγγείλει ότι θα έφευγαν πολύ σύντομα, κι ας μην είχε έρθει το δέμα. Έμεινα άφωνη, κοκάλωσα ολόκληρη. Όχι κι έτσι! Χωρίς δέμα, απροειδοποίητα, από τη μια στιγμή στην άλλη, να μείνω μόνη μου; Τόσο ήταν το σοκ που έπεσα στο κρεβάτι με πυρετό. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες έτρεμα σύγκορμη, δεν ήξεραν τι έχω και τι να μου δώσουν. Μέσα στο παραμιλητό μου ανέφερα συνέχεια κάτι για τα πέρατα του κόσμου, μα κανείς δεν καταλάβαινε για ποιο πράγμα μιλούσα.

Ώσπου ήρθε πράγματι η μέρα της αναχώρησης. Υποσχέσεις πως θα ξαναβρεθούμε σύντομα, πως θα μου στέλνει γράμματα και δέματα, και αν ήθελα, και πρόσκληση για να πάω κι εγώ εκεί. Από τον Πειραιά θα μπαρκάρανε για το Χάλιφαξ. Δυο με τρεις μέρες δρόμο με το λεωφορείο και το τρένο και έναν μήνα στη θάλασσα, στον ωκεανό.

Το μάθαμε την μεθεπόμενη μέρα.. Το λεωφορείο ανατράπηκε κι έπεσε κάπου σε μια χαράδρα, αρκετοί άνθρωποι σκοτώθηκαν. Η Γίτσα βρέθηκε κατ’  ευθείαν στα "πέρατα του κόσμου". Ούτε σε τρένο μπήκε, ούτε τον ωκεανό χρειάστηκε να διασχίσει..


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 19 Ιουλίου 2012, αρ. φύλλου 651
Φωτογραφία: Amy Stein


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ