23.11.12

ΟΔΟΣ: Ως νεκρή φύση


ΟΔΟΣ 26 Ιουλίου 2012 | 652

Αγαπητή ΟΔΟΣ

Σου γράφω με αφορμή το άρθρο-παρέμβαση του κ. Αναστάση Πηχιών, - δωρητή του ομώνυμου αρχοντικού στην πλατεία Αδελφών Εμμανουήλ, που στεγάζει το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα στην Καστοριά. Δημοσιεύτηκε στο 643 φύλλο σου του περασμένου Μαΐου, ενώ πρόσφατα αναρτήθηκε στο blog της ΟΔΟΥ, στο Internet. Αλλά και με αφορμή μερικά από τα σχόλια αναγνωστών του blog με τα οποία εκφράζουν την αντίθεση, μερικά δε απ’ αυτά και ενόχληση στα γραφόμενα του κ. Πηχιών. Ιδιαίτερα για την επίδραση που είχε στην κοινωνία της Καστοριάς η διαμόρφωση μιας πλειοψηφίας νέων κατοίκων. Με ετερόκλητες καταγωγές και παραδόσεις, που δεν μπόρεσαν να σφυρηλατήσουν μια νέα συνείδηση. Διαβάζω βέβαια και σχόλια που συμφωνούν με τις απόψεις του κ. Πηχιών, όμως ιδιαίτερη εντύπωση μου προκαλούν ορισμένα σχόλια για το δηκτικό περιεχόμενό τους, και όχι φυσικά για την διαφωνία.

Το άρθρο του σημαντικού αυτού ευπατρίδη, αν και βαρυσήμαντο με πολλούς αποδέκτες, δυστυχώς σε μια μερίδα συμπολιτών για μια ακόμη φορά δεν στάθηκε δυνατό να γίνει κατανοητό. Να πληροφορήσει για το -κατά την γνώμη του κ. Πηχιών- πραγματικό παρελθόν της πόλης, αλλά και να προβληματίσει για το παρόν και το μέλλον της.

Παρά ταύτα δίκαια μπορεί να θεωρηθεί μια από τις σοβαρότερες παρεμβάσεις των τελευταίων ετών. Γιατί υπογράφει ένας αληθινά διακεκριμένος συμπολίτης, και μάλιστα με την νηφαλιότητα του αποστασιοποιημένου από τα μικροσυμφέροντα της καθημερινότητας.
Καθ’ όσον κατοικεί από δεκαετίες στην Αθήνα και επομένως μπορεί να διαθέτει το πλεονέκτημα της συγκριτικής ανάλυσης. Με γνώμονες τον τόπο και τον χρόνο. Χωρίς να λογοδοτεί σε μικροσκοπιμότητες.

Ωστόσο, και αυτό, όπως σχεδόν κάθε παρέμβαση που γίνεται για την παρουσίαση (ούτε καν για την διάσωση) της ιστορικής φυσιογνωμίας της πόλης και των παλιών κατοίκων της, αντιμετωπίστηκε σε μερικές περιπτώσεις σχολιαστών με ειρωνείες και τις γνωστές ρετσινιές περί σωβινισμού και αναχρονισμού. Κι’ όλα αυτά, έστω κι’ αν ο αρθογράφος, δεν έκρινε κανένα, δεν μίλησε για ανώτερους ή κατώτερους. Παρά μόνο προέβη σε διαπιστώσεις που εξηγούν κατά την γνώμη του το έλλειμμα κοινωνικής συνοχής και συνείδησης στην Καστοριά, σήμερα.

Μπορεί ασφαλώς οι αιτίες που παρουσιάζει στο άρθρο του ο κ. Αν. Πηχιών να μην είναι οι μοναδικοί λόγοι διολίσθησης της Καστοριάς. Προφανώς υπάρχουν και λόγοι, για τους οποίους την αποκλειστική ευθύνη φέρουν οι ίδιοι οι γνήσιοι Καστοριανοί του παρελθόντος. Όπως η εσωστρέφεια, και η επικράτηση της ιδιώτευσης απέναντι στην κοινωνικότητα, που σχετίζεται άμεσα με την ακμή της γουνεμπορίας, δηλαδή την κερδοφορία και την μετανάστευση. Αλλά και η απουσία κάθε στοιχείου περιορισμού των κάθε φορά νέων κατοίκων της πόλης, ήδη από την εποχή του μεσοπολέμου.

Διότι στην πραγματικότητα, από τότε κιόλας αφέθηκε η Καστοριά (και ορθά ίσως) στην δύναμη της Ιστορίας, χωρίς αποκλεισμούς ή προνόμια σε πρόσωπα, δείγμα της έμπρακτης προοδευτικότητας των παλιών της κατοίκων. Απόδειξη για όλα αυτά αποτελούν οι εκλεγμένοι, δήμαρχοι και βουλευτές του τόπου, διαχρονικά μέχρι το 2006, αφού στις εκλογές του 2010 έπαψε πια να υπάρχει Καστοριά με την έννοια «μια πόλη ένας Δήμος». Όπως και αυτοί που διέπρεψαν και διαπρέπουν στις επιστήμες τους αλλά πρωτίστως στο γουνεμπόριο. Ξεκινώντας από ανειδίκευτοι εργάτες και βοηθοί, χάρη στις ικανότητές τους ασφαλώς, αλλά και στην ελευθερία δράσης που τους εξασφάλιζε η πόλη, κατόρθωσαν να διακριθούν και εν πολλοίς να ταυτισθούν αυτοί με την παλιά Καστοριά. Ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι ακριβώς έτσι.

Για να φθάσουμε σήμερα στο σημείο, να μην αποτολμά κάποιος, να μιλήσει ελεύθερα για την Καστοριά, όπως στην περίπτωση του κ. Αναστασίου Πηχιών, ο οποίος έλκει την καταγωγή του (από την πλευρά του μακεδονομάχου πατέρα του) από το Μοναστήρι. Επομένως διαθέτει (και) για τον λόγο αυτό τεκμήρια αμεροληψίας και αντικειμενικότητας στην άποψή και τις αναμνήσεις του για την Καστοριά και τους Καστοριανούς. Διότι προφανώς δεν απέμεινε τίποτε πια από την αλλοτινή Καστοριά, παρά μερικές εκατοντάδες κατοίκων, οι οποίοι συχνά αντιμετωπίζονται με δυσπιστία ή και εχθρότητα. Ενώ, δεν είναι λίγες οι φορές που ακούγονται ακόμη και ύβρεις για τους παλιούς Καστοριανούς. Δεν πρέπει κανείς να κρύβεται πίσω από το δάκτυλό του.

Αγαπητή ΟΔΟΣ,

Τις μέρες αυτές του (κάθε) καλοκαιριού που διοργανώνονται χοροί και πανηγύρια, με αφορμή θρησκευτικές γιορτές αλλά και αισθήματα αλυτρωτισμού ή μνήμης, από κάθε πληθυσμιακή κατηγορία της Καστοριάς, πραγματικά δεν μπορώ να αντιληφθώ τι είναι αυτό που τόσο ενοχλεί να γράφει κάποιος για την Καστοριά, την άποψή του. Έστω κι’ αν απ’ αυτήν δεν απέμειναν, παρά μόνο οι κεράστρες, με τις παραδοσιακές καστοριανές στολές που πλαισίωσαν τους «επισήμους», κατά την επίσκεψη του Οικουμενικού Πατριάρχη πριν μερικές εβδομάδες.

Για να είμαι ειλικρινής, ακόμη και στην θέα τους, αισθάνθηκα έκπληξη και απορία, για το πώς τελικά γλύτωσαν μέχρι τώρα και ξέφυγαν από μερικούς, που καθώς φαίνεται θέλουν να τελειώνουν μια για πάντα από την πόλη. Γι’ αυτό και δεν έχουν εκφραστεί σχεδόν ποτέ θετικά γι’ αυτή. Διότι φαντάζομαι ότι κανείς δεν θα διαφωνήσει, ότι τα τελευταία μερικά έως πολλά χρόνια, δεν γίνεται καμιά μελέτη, ανάλυση, διάσωση ή παρουσίαση της πατροπαράδοτης Καστοριάς, παρά μόνο ως άφωνο ντεκόρ. Ως νεκρή φύση.

Το αντίθετο μάλιστα: Η Καστοριά καπελώνεται συστηματικά και με ρυθμούς που οδηγούν σε ολοκληρωτική λήθη. Το γεγονός ότι μόλις μίλησε -υπερασπίστηκε την δική του αλήθεια ο κ. Αναστάσιος Πηχιών, πολλοί είναι αυτοί που αντέδρασαν με προσβολές και ρετσινιές, είναι ένα σύμπτωμα και μόνο της γενικευμένης αποδόμησης της Καστοριάς. Η οποία είναι εν τέλει η κατάληξη των αιτιών που υποστηρίζει στην επιστολή του ο κ. Πηχιών.

Αυτές τις μέρες λοιπόν, που σε όλα τα χωριά, αλλά και την ίδια την Καστοριά, διοργανώνονται μουσικοχορευτικές εκδηλώσεις -βαφτίζονται όλες «πολιτιστικές», για την διάσωση και την έξαρση των πολιτιστικών στοιχείων καταγωγής και εθίμων, κατοίκων από το Κεφαλάρι έως την Φλώρινα, και όχι μόνο, με τα χάλκινα και τα δικά τους «μακεδονικά» «ηχοχρώματα», Ποντίων που υποστηρίζουν μαχητικά την πολιτιστική ετερότητα και ταυτότητά τους, όπως και την ιστορία τους. Βλάχων που ανταμώνουν και επαναλαμβάνουν αενάως τον γάμο τους, Σαρακατσαναίων που υπερήφανα ιστορούν την Πίνδο, συμπολιτών (και των απανταχού) που σπεύδουν στην όμορφη και αρχαία Απολλωνιάδα της Μικράς Ασίας -μιας Καστοριάς σε μικρογραφία- να λειτουργήσουν στην άλλοτε νέα ενορία του Αγίου Παντελεήμονα, 90 ολόκληρα χρόνια μετά τον τελευταίο εκείνο Εσπερινό.

Ώστε, τελικά δεν μπορώ να αντιληφθώ, γιατί είναι σωβινιστής να γράφει κάποιος για την Καστοριά, όπως ο ίδιος την έζησε και την αναλύει. Και δεν είναι όσοι θέλουν να διασώσουν αλλά, και να υποστηρίξουν την μοναδικότητα της καταγωγής τους, έστω κι’ αν οι εστίες των προγόνων τους, βρίσκονται πια στην εθνική ουτοπία και στο ιστορικό παρελθόν.

Παράξενα πράγματα. Μυστήριες καταστάσεις. Που αν δεν επιβεβαιώνουν, τουλάχιστον εξηγούν την παρέμβαση του κ. Αν. Πηχιών. Ο οποίος δεν μίλησε ούτε για ανωτερότητες, ούτε για υπεροχές. Μακάρι να μπορούσαν να μιλήσουν γι’ αυτά και μερικοί ακόμη. Ίσως -ποιος ξέρει- στο τέλος να διοργανώνονταν και για την Καστοριά ένα φεστιβάλ. Επιπέδου ουτοπίας και άνω φυσικά. Σε μια πόλη, που ούτως ή άλλως, υποφέρει από τον σωβινισμό. Των άλλων πρωτίστως. Και δυστυχώς, αυτών που περιφέρουν την περιφρόνησή τους στην πόλη, που τόσο ένθερμα διεκδικούν.

Ένας απλά γνήσιος αναγνώστης



Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 26 Ιουλίου 2012, αρ. φύλλου 652


Σχετικά κείμενα






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ