20.3.13

Ο ελληνικός Άγιο-Βασίλης

Επιμέλεια: Σόνιας Ευθυμιάδου-Παπασταύρου.

Από το βιβλίο του Δημ. Σ. Λουκάτου
«Χριστουγεννιάτικα και των γιορτών»,
εκδ. Φιλιππότης, Αθήνα 1979

Όταν ακόμα στην Ελλάδα τα Χριστούγεννα γιορτάζονταν με λατρευτική αυτοτέλεια, χωρίς ν’ ανακατεύονται με τα γενικότερα έθιμα του Νέου Χρόνου, ο αϊ-Βασίλης ήταν ένας καθαρά πρωτοχρονιάτικος άγιος, κάτι ανάμεσα στον πραγματικό Ιεράρχη της Καισάρειας και σ’ ένα πρόσωπο συμβολικό του Ελληνισμού, που ξεκινούσε από τα βάθη της ελληνικής Ασίας κι έφτανε την ίδια μέρα σ’ όλα τα πλάτη, από τον Πόντο ως την Επτάνησο κι από την Ήπειρο ως την Κύπρο.
Ξεκινούσε σαν μεσαιωνικός πεζοπόρος, αμέσως ύστερ’ από τα Χριστούγεννα, με το ραβδί στο χέρι, και περνούσε απ’ τους διάφορους τόπους, καλόβολος πάντα και κουβεντιαστής με όσους συναντούσε. Δεν κρατούσε κοφίνι στην πλάτη του ούτε σακί φορτωμένο με δώρα. Εκείνο που έφερνε στους ανθρώπους ήταν περισσότερο συμβολικό: η καλή τύχη ιδιαίτερα κι η ιερατική ευλογία του. Το μόνο κάπως συγκεκριμένο ήταν το μαγικό ραβδί του, απ’ όπου με θαυμαστόν τρόπο βλάσταιναν ή ζωντάνευαν κλαδιά και πέρδικες, σύμβολα των αντίστοιχων δώρων που θα μπορούσε να μοιράσει στους ευνοουμένους του.
Ήταν πάντα περίεργη η περίπτωση του αγίου αυτού, που, παρ’ όλη την άξια και ανώτερη θέση του στην Ορθοδοξία, έμεινε στη λαϊκή αντίληψη ένας ανθρώπινος άγιος, καθόλου συναξαρικός, που περπατεί ανάμεσά μας, και ζει σαν ταξιδιάρης ή σαν γεωργός με τ’ αλέτρι του, σαν επισκέπτης με καλό ποδαρικό ή σαν μάντης και κουβαλητής της Τύχης. Λες και δεν πέθανε ποτέ ή κι αν πέθανε ξανάρχεται από τον πέρα κόσμο, απαραίτητος πάντα για να βάλει σε κίνηση τον καινούριο χρόνο. Κι ακόμα είναι παράξενη κι αντιφατική η περίπτωσή του, που ενώ ζώντας δεν έπαψε να μιλεί και να γράφει «κατά αστρολογίας, ειμαρμένης, οιωνών, δεισιδαιμονιών, κληδόνων, ονειρομαντείας, μαγγανειών, φίλτρων, κυβείας κ.λ.π.», όλα αυτά γίνονται ίσα ίσα σε μεγαλύτερο βαθμό την ημέρα της γιορτής του, τουλάχιστο στις δικές μας ορθόδοξες χώρες. Το μόνο που βρίσκεται σε συμφωνία με τη βιογραφία και τη φιλόπτωχη δράση του είναι η φιλαλληλία των ανθρώπων, την ημέρα αυτή, και τα δώρα που γίνονται στα παιδιά και στους εργαζόμενους για το Νέο έτος. Όλα όμως είναι συμπτωματικά κι είναι γεγονός ότι, αν ο Ιεράρχης Βασίλειος δεν πέθαινε την 1η Ιανουαρίου (του 379), κάποιος άλλος άγιος θα είχε πάρει τη θέση του, που θ’ ακουόταν, όπως π.χ. ο άγιος Σίλβεστρος στους Καθολικούς.
Εδώ δεν μας ενδιαφέρει τόσο η γενική δοξασιακή θέση του πρωτοχρονιάτικου αγίου όσο η ειδικότερη μορφή και εμφάνισή του, σαν ελληνική προσωποποίηση του Καινούριου Χρόνου, που μας χρειάζεται να την αντιπαραθέσουμε στον καλοθρεμμένο Pere Noel ή τον Saint Nicolas και τον Santa Claus των ξένων.
Τα ελληνικά κάλαντα μας δίνουν μ’ επιγραμματικούς στίχους τη μορφή και την παρουσία του δικού μας αϊ-Βασίλη κι είναι περίεργο ότι κανένας ως τώρα ζωγράφος ή σχεδιαστής δεν μας έδωσε μια μελετημένη σύνθεση, που θα τη χρησιμοποιούσαμε σαν σύμβολο της ελληνικής πρωτοχρονιάς και που θα ήταν συγκινητική για την αλήθεια της παράδοσής της.
Τ’ αγιοβασιλιάτικα κάλαντα παρουσιάζουν και διαφορές στην περιγραφή του αγίου που εγκωμιάζουν. Φαίνεται ότι στα βυζαντινά χρόνια ήταν περισσότερο θρησκευτικά κι επαινούσαν τον άγιο Βασίλη σαν πραγματικό Ιεράρχη, εξιστορώντας την αντίστασή του τότε στις αξιώσεις του παραβάτη Ιουλιανού. Ύστερα πέρασαν στη γνωστή σκηνή του γραμματισμένου αϊ-Βασίλη, που έρχεται από την Καισάρεια, και στο τέλος ξέχασαν την ιδιότητα και την πατρίδα του και τον έκαμαν απλό ζευγολάτη, που τον συνάντησε στη Γη ο Χριστός, όταν κατέβηκε για ευλογητική περιοδεία…
Εμείς θα σταθούμε στη δεύτερη περίπτωση, που είναι η περισσότερο γνωστή κι η πιο κλασική. Στα κάλαντα που ακούμε συνήθως τώρα, «ο άγιος Βασίλης έρχεται από μακρινή πορεία, από την Καισάρεια, κρατώντας στο χέρι του κάποιο χειρόγραφο και μαζί πένα και καλαμάρι. Ο κόσμος με φιλόξενη διάθεση τον ερωτά από πού έρχεται και πού πηγαίνει. Κι εκείνος απαντά με παιδική αφέλεια πως έρχεται από το σπίτι του και πηγαίνει στο σχολειό. (Να κάτι ακόμα που συμφωνεί με τη βιογραφία και τις σπουδές του αγίου.) Τον καλούν σε φαγοπότι και σε γλέντι και του ζητούν να τους τραγουδήσει. Ο σεμνός πεζοπόρος τους απαντά ότι δεν ξέρει τραγούδια (αυτό δεν θα εταίριαζε για την ιεροσύνη), αλλά μόνο γράμματα. Εκείνοι του προτείνουν να τους πει τ’ αλφαβητάρι (ένα έμμετρο κείμενο με αλφαβητική ακροστιχίδα και μ’ ευχές, τυλιγμένο ίσως στο ραβδί). Κι ο ταξιδευτής αϊ-Βασίλης, σαν να είναι κι αυτός ένας καλαντιστής, τους το απαγγέλνει. Στο σημείο αυτό γίνεται το θαύμα. Καθώς ο άγιος ακούμπησε στο ραβδί του για να διαβάσει το χαρτί, εκείνο ξαφνικά έβγαλε κλωνάρια και πάνω τους βρέθηκαν πέρδικες και περιστέρια κι άλλα πουλιά, που κελαηδούσαν κι έλεγαν χίλια καλά για τους ακροατές»
Ας θυμίσουμε όμως το κείμενο, όπως ακούεται συνήθως σε μέση παραλλαγή:
Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία,
βαστάει πένα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι,
το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί εμίλιε.
-Βασίλη, πούθεν έρχεσαι και πούθεν κατεβαίνεις;
-Από της μάνας μ’ έρχομαι
και στο σκολειό πηγαίνω.
-Κάτσε να φας, κάτσε να πιεις,
κάτσε να τραγουδήσεις.
-Εγώ γράμματα μάθαινα, τραγούδια δεν ηξέρω.
-Και σαν ηξέρεις γράμματα,
πες μας την αλφαβήτα.
Και στο ραβδί του ακούμπησε,
να πει την αλφαβήτα.
 Και το ραβδί ήτανε ξερό, χλωρά βλαστάρια επέτα,
κι απάνω στα κλωνάρια του
πέρδικες κελαηδούσαν…
(Στους πανελλήνιους αυτούς στίχους συνηθίζουν οι καλαντιστές των Αθηνών, από αιγαιοπελαγίτικη επίδραση, να παρεμβάλλουν ημίστιχα τσακίσματα (άρχοντες τον κατέχετε, συ ‘σ’ αρχόντισσα κυρία, ζαχαροκαντιο-ζυμωτή, άσπρε μου, χρυσέ μου ήλιε, δες κι εμέ το παλικάρι κτλ.), που είναι βιαστικές εκκλήσεις και παινέματα για το φιλοδώρημα.)
Με τέτοια λοιπόν εμφάνιση και παρουσία γνώριζαν τον πρωτοχρονιάτικο αϊ-Βασίλη οι ελληνικές γενεές. Κάθε φορά που έφτανε, γονείς και συγγενείς έδιναν στα παιδιά τους μπουναμάδες ή και μεταξύ τους τα δώρα. Δεν έφερνε τίποτα ο άγιος Βασίλης. Αντίθετα λες και ζητούσαν την ευλογία του, με το να μοιράζουν από δική τους πρόθεση οι άνθρωποι δώρα και λεφτά.
Μα ήρθαν κάποτε οι ξένες επιδράσεις, με την πρωτοβουλία ιδιαίτερα των αστικών τάξεων. (Όταν θα μελετηθεί η σύνθεση της νεότερης εθιμολογίας μας, θα βρούμε ότι δύο τάξεις πλουτίζουν, σαν πρώτες πηγές, τη λαογραφική μας ζωή: η λαϊκή του χωριού κι η πλουσιότερη των αρχόντων ή ταξιδεμένων. Η μέση κοινωνία ζει με ό,τι θυμάται ή με ό,τι της δείχνουν…) Ήρθε λοιπόν από την Ευρώπη ο Pere Noel με τα κόκκινα βασιλικά ρούχα και την ερμίνα του, με τις μπότες του καλοβολεμένου νοικοκύρη, πεζός με το κοφίνι στην πλάτη ή ξαπλωμένος σε έλκηθρο, με χιόνια και με γένια κάτασπρα. Τον πήραμε κι εμείς οι νότιοι, χωρίς να του αλλάξουμε τη μορφή, και τον είπαμε «Αϊ-Βασίλη». Τον στήνουν τα μεγάλα καταστήματα πάνω στις στέγες, πολύ πριν φτάσουν τα Χριστούγεννα, τον σχεδιάζουν σε πλήθος μορφές και στάσεις οι σκιτσογράφοι κι οι διαφημιστές, τον φτιάχνουν με τη γούνα και τ’ άσπρα γένια του οι μικροπωλητές, κι εμείς τον βλέπουμε και φωνάζουμε: «Ο άγιος Βασίλης!». Κι όμως ο άγιος της Καισάρειας ήταν Μικρασιάτης μελαψός και πέθανε μόλις 50 χρόνων.
Δεν μπορούσε βέβαια να γίνει αλλιώς. Χρειαζόταν τις μέρες αυτές ένα σύμβολο, ένα χρονιάτικο Ον, που να προσωποποιεί τον Καινούριο Χρόνο. Αν δεν είχαμε έναν άγιο, θα τον αναζητούσαμε, για να προσωποποιήσει τη Γιορτή (όπως οι ξένοι).
Ήρθε όμως, καθώς είπαμε, πολύ ταιριαστός ο μεγάλος αυτός άγιος της Χριστιανοσύνης, που εύκολα έγινε και λαϊκός άγιος του Ελληνισμού. Με τη δεύτερη αυτή ιδιότητά του και με την παραδοσιακή αντοχή του στους αιώνες του πρωτοχρονιάτικου αντικρίσματος, αν ήμουν ζωγράφος ή αν ήξερα να τον σχεδιάσω, θα έδινα τη συμπαθητική μορφή του, να πορεύεται μέσ’ από τους αιώνες της δύσκολης ελληνικής ζωής και να φτάνει κάθε Πρωτοχρονιά κοντά μας, όχι χοντρομάγουλος και προκλητικός, αλλά κάπως αδύνατος, μα καλόβολος και γελαστός. Θα ήταν ντυμένος σαν βυζαντινός πεζοπόρος, μ’ ένα σκουφί ίσως και με πέδιλα, με γένια πιο πολύ μαύρα και με φρύδια καμαρωτά. Θα είχε στη ζώση του το καλαμάρι του λόγιου, θα είχε κάπου το χαρτί και την πένα του, αλλά προπάντων θα κρατούσε στο χέρι ένα ραβδί στιβαρό. Αυτό το ραβδί θα ήταν το σύμβολο της δύναμης και της μαγικής του ενέργειας. Με αυτό ο αϊ-Βασίλης θα σκορπούσε θαυματουργικά στους ανθρώπους θαλερότητα και ζωή (τα φύλλα και τα πουλιά που θα τον συνόδευαν), δώρα και χρήματα κι ό,τι άλλο προσθέσει η φαντασία. Ο αϊ-Βασίλης αυτός δεν είναι καλικάντζαρος, για να μπαίνει στα σπίτια από τις καμινάδες! Είναι άνθρωπος της ελληνικής ιστορίας, στρατοκόπος που προχωρεί θαρρετά προς τις πόρτες, για να κάμει χαρίσματα και να φιλοξενηθεί.
Οι καλλιτέχνες μας μπορούν να δώσουν καλύτερη ή αλλιώτικη τη μορφή του απ’ ό,τι σκέφτομαι. Τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα κι η παράδοση μένουν πάντα για όλους μια ελεύθερη πηγή. (Έχουν κατά καιρούς σχεδιαστεί, σε επίκαιρα δημοσιεύματα, τύποι ελληνικού Αϊ-Βασίλη. Δεν βρήκα όμως ακόμη την τέλεια έμπνευση.)


Αφιερώνεται εξαιρετικά στον καστοριανό όμιλο «Μύησις», που τα κατάφερε κι έκλεισε ένα αληθινό πανηγύρι φωνών και χαράς μες στο υπέροχο διπλό cd και το συνοδευτικό του λεύκωμα, καθώς και σε όλους τους συντελεστές αυτής της πολύ πετυχημένης έκδοσης. Με τα θερμά συγχαρητήρια και τις ακόμα πιο θερμές ευχαριστίες όλων μας για το διαχρονικότατο δώρο που έκανε όχι μονάχα στην Καστοριά, μα και σ’ ολόκληρη την ελληνική μουσική παράδοση.
Αφιερώνεται επίσης στις ψυχές εκείνων που χόρευαν χαρούμενα κάπου ψηλά μαζί με τις ψυχές των θεατών της κατάμεστης αίθουσας όπου έγινε η παρουσίαση αυτής της έξοχης δουλειάς.

Σ.Ευθυμιάδου-Παπασταύρου


Δημοσιεύθηκε στις 20 Δεκεμβρίου 2012, αρ. φύλλου 671

2 σχόλια:

  1. Ανώνυμος20/3/13

    Αγαπητή ΟΔΟΣ,
    Εξ αρχής θέλω να σας βεβαιώσω ότι εκτιμώ συνολικά το έργο σας στον Τύπο και αυτό που γράφω σήμερα ως σχόλιο δεν είναι προϊόν εμπάθειας.
    Στη συγκεκριμένη δημοσίευση διέλαθε της προσοχής σας κάτι από τη σχετική δεοντολογία. Το κείμενο δεν δημοσιεύθηκε στο έντυπο φύλλο όπως τα άλλα, δηλ. με το όνομα του συγγραφέα με έντονα γράμματα σε εμφανές σημείο (σε γενική πτώση), αλλά με το όνομα της Σόνιας Ευθυμιάδου-Παπασταύρου, έστω και με τον όρο «επιμέλεια», έστω και με αναφορά του βιβλίου ως πηγής.
    Υπενθυμίζω ότι αυτό γίνεται στις περιπτώσεις όπου υπάρχει και προσωπικό κείμενο ενός άλλου προσώπου, όπως ανάλυση, σχολιασμός κ.λπ. Σε αυτήν την περίπτωση όμως το δημοσίευμα ο λ ό κ λ η ρ ο είναι α υ τ ο ύ σ ι ο και αποκλειστικά του Δημητρίου Λουκάτου !
    Το ατόπημα έγκειται στο ότι δεν προοριζόταν για σχολική γιορτή -κάτι που δικαιολογεί τέτοιες ενέργειες για εκπαιδευτικούς λόγους- αλλά για δημοσίευση στον Τύπο. Όσο κι αν εκτιμώ το έργο της κ. Παπασταύρου, έχει γενική ισχύ ο κανόνας ότι δεν δικαιούται κανείς να βάζει το όνομά του πάνω από το κείμενο κάποιου άλλου, πολύ δε περισσότερο να το αφιερώνει, αφού το δώρο δεν δωρίζεται.
    Δεν θεωρώ ότι έγινε εκ του πονηρού, αλλά μια αβλεψία υπήρξε. Ειλικρινά δεν έχω καμία πρόθεση να θίξω ούτε τον Εκδότη ούτε τη συνεργάτιδά του και τόλμησα αυτό μου το σχόλιο γιατί είναι διαπιστωμένο ότι και οι δύο είναι δεκτικοί σε σχόλια που συμβάλλουν στο σωστό.
    Ευχαριστώ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ανώνυμος24/3/13

    Δεν ξέρω τι λέτε εσείς αλλά εκείνο που ξέρω είναι ότι ο Αη Βασίλης ήταν Πόντιος! Αλήθεια, η πατρίδα του η Νεοκαισάρεια είναι στον Πόντο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ