5.5.14

ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΛΥΚΟΓΙΑΝΝΗ: Ευρωπαϊκή Ένωση και ελληνικό κράτος




ΣΗΜΕΡΑ η Ελλάδα διανύει το τριακοστό τέταρτο έτος από την ένταξή της στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ). Αν και η αίτηση σύνδεσης αρχικώς εξυπηρετούσε στόχους «τόσο γεωπολιτικούς όσο και οικονομικούς», η ελληνική επιλογή μακροπρόθεσμα κατά κύριο λόγο είχε «διάσταση εκσυγχρονιστική» καθώς εκείνη συνιστούσε ένα «πρότυπο αναφοράς» για το ριζικό μετασχηματισμό των αναχρονιστικών πολιτικών και οικονομικών δομών της χώρας (1).  Η αυξανόμενη συμμετοχή συνεπώς σε ένα πολυεπίπεδο σύστημα διακυβέρνησης και η αναζήτηση μιας συσσωματικής δυναμικής που ουσιαστικά υπερβαίνει το κράτος-έθνος, αποτέλεσε όχι απλώς μια κρίσιμη καμπή στη σύγχρονη ελληνική ιστορία που ενέταξε οριστικά την Ελλάδα στο δυτικό σύστημα σχέσεων και θεσμών αλλά και μια ισχυρή πρόκληση πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής προσαρμογής.

ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ της ελληνικής ευρωπαϊκής πολιτικής εντοπίζονται κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου και πιο συγκεκριμένα τη δεκαετία του 1920, όταν στον ευρωπαϊκό χώρο παρουσιάσθηκαν ολοκληρωμένες προτάσεις ως προς τον χαρακτήρα της επιδιωκόμενης ένωσης της Ευρώπης (2).  Το Σεπτέμβριο του 1929 η προοπτική μιας πολιτικά και οικονομικά ενοποιημένης Ευρώπης, σε ομοσπονδιακή βάση, υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών (Σχέδιο Μπριάν), έτυχε ιδιαίτερα θετικής υποδοχής στην Ελλάδα. Πολιτικοί ηγέτες της εποχής, ιδίως από την πλευρά των Φιλελευθέρων, τάχθηκαν υπέρ του σχεδίου ενοποίησης της γηραιάς ηπείρου και οραματίσθηκαν την Ελλάδα ως «αναπόσπαστο τμήμα του ευρωπαϊκού συνόλου» (3).  Η προώθηση και η θεσμική δρομολόγηση της ευρωπαϊκής ιδέας ωστόσο ναυάγησε: τόσο η παγκόσμια οικονομική κρίση των ετών 1929-31 όσο και η επικράτηση ολοκληρωτικών καθεστώτων σε Ιταλία και Γερμανία ανέστειλαν κάθε σχετική πρόοδο.

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ιδέα αναδύθηκε «ιδιαιτέρως ενισχυμένη» μέσα από τα ερείπια που άφησε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ως η μόνη ρεαλιστική λύση για τη γηραιά ήπειρο (4).  Η γέννηση της κοινοτικής Ευρώπης έγινε πραγματικότητα τον Απρίλιο του 1951, όταν υπεγράφη στο Παρίσι η συνθήκη με την οποία εγκαθιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) από τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ολλανδία, την Ιταλία, το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο. Η συνθήκη μιας γενικευμένης κοινής αγοράς που θα βασιζόταν στην ελεύθερη διακίνηση προϊόντων, υπηρεσιών και εργαζομένων οριστικοποιήθηκε στο Καπιτώλιο της Ρώμης το Μάρτιο του 1957, με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (ΕΚΑΕ), περισσότερο γνωστή ως ΕΥΡΑΤΟΜ, και της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ) που έκτοτε αποτέλεσε τον κύριο πόλο γύρω από τον οποίο οργανώθηκε η ευρωπαϊκή οικοδόμηση: η ιδρυτική συνθήκη προέβλεπε την εξάλειψη των δασμών και των ποσοτικών περιορισμών, την υιοθέτηση ενός κοινού εξωτερικού δασμολογίου και τη δημιουργία μιας κοινής αγροτικής πολιτικής.

Η ΕΜΒΑΘΥΝΣΗ της Κοινότητας, όπως προσδιορίσθηκε στη Διάσκεψη της Χάγης το Δεκέμβριο του 1969, αρθρώθηκε στην επιδίωξη δύο στόχων: τη δημιουργία της οικονομικής και νομισματικής ένωσης και την προώθηση της πλήρους πολιτικής ολοκλήρωσης. Παρά τα ασταθή βήματα της συνεργασίας των κοινοτικών χωρών στο πεδίο της νομισματικής πολιτικής κατά τη δεκαετία του 1970, οι σχεδιασμοί και οι πρωτοβουλίες που θα επιτάχυναν τη συσσωματική διαδικασία ωστόσο συνεχίσθηκαν. Η τελευταία φάση του αναθεωρητικού εγχειρήματος των αρχικών ιδρυτικών συνθηκών διαδραματίσθηκε στο Μάαστριχτ το Δεκέμβριο του 1991, όπου και υπεγράφη η «Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση»· η νέα συνθήκη, μεταξύ άλλων, προέβλεπε την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς με την καθιέρωση ενός ενιαίου νομίσματος και την ίδρυση κοινής κεντρικής τράπεζας –την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ)– που θα αναλάμβανε μεταξύ άλλων τον καθορισμό και την εφαρμογή της ενιαίας νομισματικής πολιτικής, αφήνοντας τη δημοσιονομική πολιτική στη δικαιοδοσία των εθνικών κυβερνήσεων. Τον Οκτώβριο του 1997 η Συνθήκη του Άμστερνταμ απλοποίησε τις καταστατικές συνθήκες που καθόριζαν το κοινοτικό θεσμικό σύστημα, ενώ η Συνθήκη της Νίκαιας, το Φεβρουάριο του 2003, αντιμετώπισε ζητήματα άμεσα συναρτώμενα με την αποτελεσματική λειτουργία μιας διευρυμένης ΕΕ, η οποία το 2007 αριθμούσε πλέον 27 κράτη-μέλη. Το σχέδιο για τη θέσπιση ενός ευρωπαϊκού συντάγματος υιοθετήθηκε, τον Οκτώβριο του 2004, στη Ρώμη, από όλα τα κράτη-μέλη, στη συνέχεια όμως δεν επικυρώθηκε ποτέ πλήρως.

YΠΟ ΤΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ συνθήκες που επικρατούσαν στην Ευρώπη του ψυχρού πολέμου και του αμερικανοσοβιετικού ανταγωνισμού, και ιδίως στα μικρά της κράτη, όπως η Ελλάδα, με τις ιδεολογικές φορτίσεις που ο εμφύλιος πόλεμος είχε κληροδοτήσει, η ιδέα μιας πολιτικά και οικονομικά ενοποιημένης Ευρώπης φάνταζε ιδιαιτέρως ελκυστική (5).  Τον Ιούνιο του 1959, περίπου δύο έτη μετά την ίδρυση της ΕΟΚ, η ελληνική κυβέρνηση υπέβαλε αίτηση σύνδεσης. Το Νοέμβριο του 1962, η Ελλάδα αποτελούσε το πρώτο ευρωπαϊκό κράτος που τα Έξι ιδρυτικά κράτη-μέλη υποδέχθηκαν στους κόλπους της Κοινότητας, με την ιδιοτυπία της μη προσχώρησης ως πλήρους μέλους. Αν και η Συμφωνία Σύνδεσης προέβλεπε τη σταδιακή προσέγγιση των οικονομιών των δύο μερών, «ουδέποτε εφαρμόσθηκε πλήρως και ομαλά». Μπορεί μεν οι αμοιβαίες υποχρεώσεις, όσον αφορά τη μείωση των δασμών και τη σταδιακή κατάργηση των εισαγωγικών ελέγχων, να τηρήθηκαν, ωστόσο η προστασία των ελληνικών αγροτικών προϊόντων προωθήθηκε ελάχιστα. Μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1967, η ΕΟΚ πάγωσε το σύνολο των διατάξεων της Συμφωνίας Σύνδεσης και κατά συνέπεια η εφαρμογή της περιορίσθηκε στη λεγόμενη «τρέχουσα διαχείριση» (τελωνειακή ένωση): η Ελλάδα πλέον δεν είχε καμιά δυνατότητα για άσκηση πίεσης στην Κοινότητα. Έτσι, το ελληνικό κράτος απώλεσε την κοινοτική χρηματοδοτική ενίσχυση, ενώ χάθηκε η δυνατότητα εναρμόνισης της ελληνικής αγροτικής πολιτικής με την αντίστοιχη της ΕΟΚ (6).

ΤΟΝ ΙΟΥΛΙΟ του 1974, η αποκατάσταση των δημοκρατικών θεσμών σήμανε το άνοιγμα ενός νέου κεφαλαίου στις σχέσεις της Ελλάδας με την ΕΟΚ. Η επαναδραστηριοποίηση της Συμφωνίας Σύνδεσης, όμως, ακυρώθηκε από τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις, οι οποίες είχαν αρχίσει επίσημα τον Ιούλιο του 1976. Η Πράξη Προσχώρησης υπεγράφη στην Αθήνα από όλα τα κράτη-μέλη το Μάιο του 1979 και τέθηκε σε ισχύ τον Ιανουάριο του 1981 (7).  Με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, οι σχέσεις της Ελλάδας με την Κοινότητα πέρασαν περίοδο έντασης και αβεβαιότητας, με συνέπεια η Αθήνα να αποτελέσει παράγοντα απόκλισης στο εσωτερικό της ταχύτατα εξελισσόμενης ευρωπαϊκής σκηνής: η περίπτωση του αποκαλούμενου ως «σκάνδαλο του καλαμποκιού» στα τέλη της δεκαετίας του 1980 είναι χαρακτηριστική του κλίματος που επικρατούσε την εποχή αυτή. Αν και οι καθυστερήσεις που παρατηρήθηκαν στην ενσωμάτωση της κοινοτικής νομοθεσίας, πυροδότησαν σειρά συγκρούσεων με την Κοινότητα και συχνή παραπομπή της Ελλάδας στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η υπεσχημένη διενέργεια δημοψηφίσματος για την παραμονή της χώρας στην ΕΟΚ, ωστόσο, δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, όπως άλλωστε ούτε και η αποχώρηση από αυτή. Την αδυναμία προσαρμογής σε ένα καθεστώς λειτουργίας που επέβαλε εκ των πραγμάτων η συμμετοχή στους κοινοτικούς θεσμούς, συνακολουθούσε έντονη αντιδυτική ρητορεία σε μια σειρά θεμάτων εξωτερικής πολιτικής στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής πολιτικής συνεργασίας. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ο εγκλωβισμός της Ελλάδας στη βαλκανική κρίση υπονόμευσε περαιτέρω τη θέση της χώρας στην ευρωπαϊκή οικογένεια (8).

Η ΠΡΟΤΑΞΗ της ελληνικής ιδιαιτερότητας αποτυπώθηκε για πρώτη φορά στο Μνημόνιο που υποβλήθηκε το 1982 από τη νεοεκλεγείσα σοσιαλιστική κυβέρνηση, με το οποίο ζητήθηκε η επαναδιαπραγμάτευση της συνθήκης προσχώρησης. Εν ολίγοις, το κέντρο βάρους των ελληνικών διεκδικήσεων περιορίσθηκε σε ζητήματα ελληνοκεντρικού χαρακτήρα δηλ. διεκδίκησης πόρων από τα κοινοτικά ταμεία. Σε μια εποχή που ευρύτατες ανακατατάξεις σημειώνονταν στο ευρωπαϊκό τοπίο, με το υπό εξέλιξη εγχείρημα αναθεώρησης της Συνθήκης της Ρώμης και την υπογραφή της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης (ΕΕΠ) το Φεβρουάριο του 1986, η ιδεολογική μεταστροφή του ΠΑΣΟΚ υπέρ της συμμετοχής στην εμβάθυνση της ενοποιητικής διαδικασίας και των θεσμών της Κοινότητας εκδηλώθηκε σταδιακά, κυρίως κατόπιν της ικανοποίησης μέρους των ελληνικών αιτημάτων, με την υιοθέτηση των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων (ΜΟΠ) το 1985 και την πρώτη και δεύτερη δέσμη Ντελόρ το 1988 και το 1992 αντίστοιχα μέσω των οποίων υλοποιήθηκαν το Α΄ και το Β΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης (ΚΠΣ) (9).  Η επιδίωξη της γεφύρωσης του χάσματος εμπιστοσύνης ανάμεσα στην Ελλάδα και την ΕΕ συνεχίσθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 στο πλαίσιο της ενιαίας εσωτερικής αγοράς και του προγράμματος ονομαστικής σύγκλισης της ΟΝΕ. Η Ελλάδα ωστόσο εξακολούθησε να αποτελεί πεδίο έντονων και συνεχών συγκρούσεων με την ΕΕ καθώς παρουσίασε μια από τις χειρότερες επιδόσεις στην ενσωμάτωση των κανόνων για την ενιαία αγορά, αναβάλλοντας αναγκαίες αποφάσεις για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της γήρανσης του πληθυσμού και την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της μακροοικονομικής πολιτικής (10).

ΒΑΣΙΚΑ μεταρρυθμιστικά ζητήματα –όπως αυτά των αγορών εργασίας και προϊόντων, των δημοσίων οικονομικών, της κοινωνικής ασφάλισης, της υγείας, της δημόσιας διοίκησης, των μεγάλων ιδιωτικοποιήσεων και της απελευθέρωσης των κρατικών μονοπωλίων– παρέμειναν εν πολλοίς ανέγγιχτα, με αποτέλεσμα να τίθεται εν αμφιβόλω η δυνατότητα της Ελλάδας να παραμείνει στον πυρήνα της ΕΕ. Αν και τα δύο κόμματα εξουσίας (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ) ενσωμάτωσαν σε επίπεδο προγραμματικού λόγου την ευρωπαϊκή ρητορική, οι μεταρρυθμίσεις που έγιναν έφεραν περιορισμένα αποτελέσματα. Οι πιο ριζοσπαστικές προσπάθειες είτε συρρικνώθηκαν (ασφαλιστικό, μετοχοποιήσεις) είτε ματαιώθηκαν (ΕΣΥ) ενώ άλλες συνδυάσθηκαν με πολυτελείς αποζημιώσεις στους θιγομένους (ΟΤΕ, Ολυμπιακή Αεροπορία, ΟΛΠ) υπό το βάρος λυσσαλέων συντεχνιακών και αντιπολιτευτικών αντιδράσεων. Η αναποτελεσματικότητα της διακυβέρνησης στους συγκεκριμένους τομείς δεν ήταν εξαιρέσεις. Τη στιγμή που ο ρυθμός υλοποίησης του Γ΄ ΚΠΣ (2000-2006) ήταν ιδιαίτερα βραδύς, παρόμοια τύχη είχαν η απελευθέρωση των ενεργειακών αγορών, η αναδιάρθρωση της τοπικής αυτοδιοίκησης και της περιφερειακής δομής της χώρας, το χωροταξικό, το εθνικό κτηματολόγιο και η περιβαλλοντική νομοθεσία (11).

ΑΝ ΚΑΙ ΤΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΑ κονδύλια που εισέρευσαν στη χώρα συνέβαλαν στην ενίσχυση του εισοδήματος και της ανάπτυξης, πολλά από αυτά σπαταλήθηκαν και εν γένει ενέτειναν την κομματικοποίηση του κράτους και των θεσμών, με συνέπεια στην πράξη να αποτελέσουν τροχοπέδη στις αναγκαίες εσωτερικές θεσμικές και διαρθρωτικές αλλαγές (12).  Από την ένταξη στην Κοινότητα, το 1981, η πρακτική αυτή παρέμεινε αναλλοίωτη. Ακόμη και μετά την υιοθέτηση του κοινού νομίσματος, δεν ήταν πολλοί αυτοί που ενδιαφέρονταν για τα προϊόντα που παρήγε η ελληνική ύπαιθρος και την ποιότητά τους. Για τους έλληνες πολιτικούς, η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) εκλαμβάνονταν κυρίως ως εργαλείο στήριξης του εισοδήματος των ελλήνων αγροτών, και δευτερευόντως, ως εργαλείο ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Έτσι, παρά τις γενικότερες ωφέλειες που έφεραν οι κοινοτικές επιδοτήσεις, σημαντικά ποσά πήγαν στην κατανάλωση και όχι στη βελτίωση των δομών του πρωτογενή τομέα. Δεν είναι τυχαίο, για παράδειγμα, ότι ο αριθμός των αγροτικών εκμεταλλεύσεων ούτε μειώθηκε αξιόλογα ούτε αυξήθηκε αισθητά το μέσο μέγεθος αυτών. Σε κάθε περίπτωση, λίγοι άδραξαν τις ευκαιρίες που προσέφερε η ενιαία εσωτερική αγορά είτε μέσω των άμεσων ενισχύσεων είτε μέσω των προγραμμάτων αγροτικής ανάπτυξης (13).

ΕΝ ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΙ, παρά τις έντονες πιέσεις που οι ευρωπαϊκές δομές διακυβέρνησης και τα ευρωπαϊκά κανονιστικά πλαίσια άσκησαν στις εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις, το ελληνικό πολιτικοκοινωνικό μόρφωμα δεν κατάφερε να επωφεληθεί ουσιαστικά από την ενεργητική του παρουσία σε ένα σταθερό περιβάλλον, μακριά από συναλλαγματικούς κινδύνους. Αν και η Ελλάδα έδινε την εντύπωση μιας ευημερούσας από πλευράς κατανάλωσης οικονομίας, η χαλαρότητα που τα δύο κόμματα εξουσίας (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ) επέδειξαν στο διαρθρωτικό και το δημοσιονομικό τομέα, είχε ως αποτέλεσμα η Ελλάδα να τεθεί δύο φορές στη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος αφού δεν τήρησαν τους δημοσιονομικούς κανόνες που επέβαλε το ΣΣΑ (14), δηλ. την επίτευξη ισοσκελισμένων ή πλεονασματικών προϋπολογισμών και ελλείμματα που δεν υπερέβαιναν το 3% του ΑΕΠ (15).  Αναντίλεκτα, παρά το μείζον επίτευγμα της επιτυχούς ένταξης στη ζώνη του ευρώ και τις σημαντικές προόδους σε διάφορους άλλους τομείς, η πορεία της Ελλάδας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς ήταν μια ιστορία αποτυχίας, με κατάληξη τη δημοσιονομική κατάρρευση, την υπερχρέωση και το Μνημόνιο (16).



1. Π.Κ. Ιωακειμίδης, Ευρωπαϊκή Ένωση και Ελληνικό Κράτος: Οι Επιπτώσεις από τη Συμμετοχή στην Ενοποιητική Διαδικασία. Αθήνα: Εκδόσεις Θεμέλιο, 1998, σ. 45-49. Γ. Ανδρέου και Ν. Μαραβέγιας, «Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση της ελληνικής οικονομίας: Από τη σύνδεση στην ΕΟΚ στη συμμετοχή στην ΟΝΕ», στο Α. Μωυσίδης και Α. Σακελλαρόπουλος (επιμ.), Η Ελλάδα στον 19ο & 20ο Αιώνα: Εισαγωγή στην Ελληνική Κοινωνία. Αθήνα: Εκδόσεις Τόπος, 2010, σ. 404.
2. Θ.Α. Χριστοδουλίδης, Από την Ευρωπαϊκή Ιδέα στην Ευρωπαϊκή Ένωση: Η Ιστορική Διάσταση του Ευρωπαϊκού Εγχειρήματος 1923-2004. Αθήνα: Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, 2004, σ. 29-34.
3. Π.Κ. Ιωακειμίδης, «Βενιζέλος και Παπαναστασίου οι πρώτοι που τάχθηκαν υπέρ της ΕΟΚ», Οικονομικός Ταχυδρόμος, 43(1277), 26/10/1978· του ίδιου, «Η Ευρωπαϊκή πολιτική της Ελλάδας από Βενιζέλο και Παπαναστασίου έως σήμερα», Οικονομικός Ταχυδρόμος, 9(1765), 3/3/1988. Κ. Σβολόπουλος, «Η ελληνική στάση απέναντι στο Σχέδιο Μπριάν για την ‘ομοσπονδιακή ένωση της Ευρώπης’», Ελληνική Επιθεώρηση Ευρωπαϊκού Δικαίου, 3, 1982, σ. 519-30.
4. Γ.Λ. Κοντογεώργης, Η Ευρωπαϊκή Ιδέα, η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ελλάδα. Αθήνα: Ι. Σιδέρης, 1995, σ. 61-75.
5. Φ. Τομαή Κωνσταντοπούλου, «Ιστορική Εισαγωγή», στο Φ. Τομαή Κωνσταντοπούλου (επιμ.), Η Συμμετοχή της Ελλάδας στην Πορεία προς την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση. Αθήνα: Υπουργείο Εξωτερικών, 2003, τόμ. α΄, σ. 14-22. Βλ. και I.D. Stefanidis, «The Greek pro-European movement (1947-1967)», Hellenic Review of International Relations, 5-6, 1985-86, σ. 243-70.
6. Ιωακειμίδης, ό.π., 1998, σ. 47. Π. Καζάκος, Ανάμεσα σε Κράτος και Αγορά: Οικονομία και Οικονομική Πολιτική στη Μεταπολεμική Ελλάδα, 1944-2000. Αθήνα, 2001, σ. 231-46. Σ.Ι. Χαρίτος, Ελλάδα-ΕΟΚ 1959-1979: Από τη Σύνδεση στην Ένταξη. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση, 1981, τόμ. α΄, σ. 89-94. Π.Κ. Ιωακειμίδης, «Πως έγινε η Ελλάδα το 10ο μέλος της ΕΟΚ», Οικονομικός Ταχυδρόμος, 6(1396), 5/2/1981.
7. Ακολουθώντας το παράδειγμα της Ελλάδας, η Ισπανία και η Πορτογαλία, μετά την επάνοδο της δημοκρατίας, ζήτησαν την ένταξή τους στην Κοινότητα το 1977. Οι συμφωνίες ένταξης των δύο χωρών υπεγράφησαν τον Ιούνιο του 1985 και τέθηκαν σε ισχύ τον Ιανουάριο του 1986.
8. Ιωακειμίδης, ό.π., 1981· του ίδιου, ό.π., 1998, σ. 65-68, 72-77. Σ. Μπλαβούκος και Γ. Παγουλάτος, «Η Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Ένωση: Το κεκτημένο του εξευρωπαϊσμού», στο Ν. Μαραβέγιας και Θ. Σακελλαρόπουλος (επιμ.), Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση και Ελλάδα: Οικονομία, Κοινωνία, Πολιτικές. Αθήνα: Εκδόσεις Διόνικος, 2006, σ. 51-52. Ν. Διαμαντούρος, Πολιτισμικός Δυϊσμός και Πολιτική Αλλαγή στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης. Αθήνα: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2000, σ. 104.
9. Σύμφωνα με επικριτικά σχόλια του διεθνούς τύπου, η Ελλάδα συμμετείχε στην Κοινότητα «μόνο για τα χρήματα», με το «ένα πόδι εντός» και το «άλλο εκτός»: εκτίμηση που τελικά οδήγησε και σε εισηγήσεις για την «αποβολή» της από την Κοινότητα. Ιωακειμίδης, ό.π., 1981, σ. 74.
10. Κ. Featherstone και Δ. Παπαδημητρίου, Τα Όρια του Εξευρωπαϊσμού: Δημόσια Πολιτική και Μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα. Αθήνα: Εκδόσεις Οκτώ, 2010, σ. 32.
11. Π. Καζάκος, Από τον Ατελή Εκσυγχρονισμό στην Κρίση: Μεταρρυθμίσεις, Χρέη και Αδράνειες στην Ελλάδα 1993-2010. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη, 2010, σ. 108.
12. Στο ίδιο, σ. 33, 93. Καζάκος, ό.π., 2001, σ. 366-74
13. Κ. Στεφάνου, «Ελλάδα-Ευρωπαϊκή Ένωση: Η ατελής συσσωμάτωση», Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική, 21-22, 2001, σ. 143. Μωϋσίδης, «Το αγροτικό ζήτημα κατά τον 20ο αιώνα», στο Α. Μωυσίδης και Α. Σακελλαρόπουλος (επιμ.), Η Ελλάδα στον 19ο & 20ο Αιώνα: Εισαγωγή στην Ελληνική Κοινωνία. Αθήνα: Εκδόσεις Τόπος, 2010, σ. 307, 309.
14. Σε περίπτωση που ένα κράτος-μέλος υπερβεί το ανώτατο αυτό όριο, η ΕΕ κινεί τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. Η διαδικασία αυτή περιλαμβάνει διάφορα στάδια και το ενδεχόμενο επιβολής κυρώσεων με στόχο να παρακινηθούν τα κράτη-μέλη να λάβουν διορθωτικά μέτρα.
15. Γ. Οικονόμου, «Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών: Τα συμπεράσματα της ανάλυσης και προτάσεις πολιτικής», στο Γ. Οικονόμου, Ι. Σαμπεθάι και Γ. Συμιγιάννης (επιμ.), Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών της Ελλάδος: Αιτίες Ανισορροπιών και Προτάσεις Πολιτικής. Αθήνα: Τράπεζα της Ελλάδος, 2010, σ. 7-8. Γ. Προβόπουλος, «Η παραμονή μας στο ευρώ μονόδρομος», Το Βήμα, 1/1/2012. Καζάκος, ό.π., 2010, σ. 58-59.
16. Βλ. και Καζάκος, ό.π., 2010, σ. 15.

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 23 Ιανουαρίου 2014, αρ. φύλλου 724


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ