12.11.22

ΟΥΡΑΝΙΑΣ ΜΠΑΓΓΟΥ: Ο Στάθης

 

Η κυρία Αγνή σηκώθηκε από την θέση της και πήγε σε μια πιο κοντινή του. Είχε άπλα στο λεωφορείο γιατί κρατούσαν τις αποστάσεις λόγω covid. Της είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον και τώρα αντάλλασσαν πληροφορίες, αλλά η όλη κατάσταση ήταν σα να του έπαιρνε συνέντευξη. Της είπε για το χωριό του και για την πόλη που έμενε στην Γερμανία. Έμενε εκεί ένα εξάμηνο κάθε χρόνο και έπρεπε να περνάει από γιατρούς. 

Άνοιξε περισσότερο τα μάτια της και τον ρώτησε τι πρόβλημα είχε. Πολλά της είπε και της έδειξε ένα σημάδι πίσω από το αυτί και ένα λίγο πιο κάτω από το αριστερό γόνατο. Από τα σημεία αυτά μπήκαν οι σφαίρες, είπε. Τι λες βρε παιδί μου, πως σε βρήκαν οι σφαίρες; απόρησε εκείνη ακόμα περισσότερο και όλοι γύρω έκαναν ησυχία για να ακούσουν την συνέχεια. Να, εκεί στην δουλειά μου, στο νεκροταφείο, είχαν στήσει ενέδρα κάποιοι Τούρκοι σε μια παρέα Κούρδων που δούλευαν κι αυτοί μαζί μου. Και βρέθηκα, είπε, ανάμεσα στα πυρά, δεν ήξερα από που να ξεφύγω. Οι Κούρδοι, βέβαια, φίλοι μου ήταν, αλλά όχι και να φάω εγώ τις σφαίρες αντί για αυτούς! Και τελικά δεν το γλίτωσα, τις έφαγα, μία στο κεφάλι, μια στο πόδι. Κι ακόμα έχω τη μια σφαίρα μέσα. 
Μάλλον αυτή στο κεφάλι συμπλήρωσε ένας κοντινός συνεπιβάτης λίγο περιπαιχτικά. Όχι, όχι! απάντησε, από αυτήν στο πόδι έμεινε ένα κομμάτι. Αλλά και με το κεφάλι έκανα ότι έχω πρόβλημα. Μια έκανα ότι λιποθυμούσα και μια ότι ζαλιζόμουν στο νοσοκομείο που με πήγαν. Και με πίστεψαν οι Γερμαναράδες, χίλια εκατό ευρώ παίρνω σύνταξη και κάνω όλο ταξίδια. 

-Βρε τον μπαγάσα σχολίασε κάποιος διπλανός, έξυπνος είναι και δεν του φαίνεται. Το ατύχημα το γύρισε υπέρ του, έπιασε την ευκαιρία από τα μαλλιά! Κι όλοι γέλασαν με κάποιου είδους εθνική υπερηφάνεια για το αίσιο τέλος αυτής της αιματηρής περιπέτειας σε μια ξένη χώρα.  
Τι να έκανα, συνέχισε, αλλιώς θα με έβαζαν σε μια χαζή δουλειά να φτιάχνω χαρτοκούτια. Γιατί; τον ρώτησε η Aγνή, η δουλειά σου στο νεκροταφείο καλύτερη ήταν; βεβαίως καλύτερη απάντησε. 
Στην αρχή με βάζανε να σκάβω μόνο τους τάφους, αλλά έπειτα εξελίχτηκα. Λίγο είναι να περιποιείσαι τους νεκρούς, να τους ντύνεις, να τους χτενίζεις να τους βάφεις, για να είναι κάπως ευπαρουσίαστοι στους  ζωντανούς;
Και δεν έχουν ιδιοτροπίες οι νεκροί, τους φροντίζεις όπως θέλεις εσύ. Και δεν σ'έπιανε ανατριχίλα; τον ρώτησε η Μπέλα. Κρύο πράγμα ο θάνατος. Γέλασε με κάποια περηφάνια. Μικρά παιδιά είμαστε; είπε, από τους νεκρούς ποτέ κανείς δεν έπαθε τίποτα, με τους ζωντανούς την πατάς. Και σε αυτό όλοι συναίνεσαν. 

Κι ύστερα συνέχισε να περιγράφει την οικογενειακή του κατάσταση. Τρία αδέρφια ήτανε, όλα αγόρια κι αυτός ο μικρότερος. Οι δύο μεγαλύτεροι ήταν παντρεμένοι με παιδιά. Και συ δεν παντρεύτηκες; τον ρώτησε η Αγνή. Δεν έτυχε είπε. Αλλά και γιατί να παντρευτώ; είδα και των αδερφών μου τα χαΐρια! Όλο μαλώνουν. Εγώ μια χαρά είμαι, όπου θέλω πάω. Κι έσφιξε ύστερα τα στενά του, σαν πουλιού, χείλη. Ήταν σα να έβαζε σε όλα, όσα είπε, τελεία με το στόμα. 
Μα κι εκείνη δεν το έβαλε κάτω, συνέχισε να του εξυμνεί τα καλά της παντρειάς. Και είχε ακόμα καιρό να το σκεφτεί του είπε και κοίταξε την Μπέλα απέναντι. Έκαναν μια στάση και κατέβηκαν από το λεωφορείο. Αυτός πήρε το κατόπι την Μπέλα και όλο κάτι της έλεγε και χειρονομούσε. Μερικοί χαμογέλασαν με κάποια ευχαρίστηση. Λες να έβρισκε κι αυτός το τυχερό του σ' αυτό το ταξίδι; ακόμα και ο οδηγός τους κοίταξε με ενδιαφέρον. Ήπιαν τους καφέδες τους τσίμπησαν κάτι και ξανανέβηκαν.  

Η κατάσταση μέσα στο λεωφορείο είχε ηρεμήσει και οι περισσότεροι πήραν κι από έναν υπνάκο. Το απογευματάκι θα έφταναν στο Πόρτο Χέλι και θα έκαναν το πρώτο τους μπάνιο. Και οι ώρες περνούσαν, τίποτα κακό δεν προμηνυόταν. Μέχρι την άλλη μέρα το πρωί. 
Όλοι τότε είδαν τον Στάθη πολύ αλαφιασμένο με τα μαλλιά του μπερδεμένα και τον οδηγό κι αρχηγό της εκδρομής ιδιαίτερα ενοχλημένο. Ο Στάθης κοντά στο ξημέρωμα έπεσε στο μπάνιο και όπως πιάστηκε άτσαλα και με το μεγάλο του βάρος από την μπανιέρα, την έσπασε. 
Από εκείνη την στιγμή η Μπέλα κράτησε κάποιες αποστάσεις απέναντί του και κρύωσε το πράγμα. Και οι υπόλοιποι ήταν λίγο μουδιασμένοι.  Μόνο τα παιδιά δεν άλλαξαν στάση. 
Βγήκαν το βραδάκι παρέα με τον Στάθη, τους αγόρασε παιχνίδια και ήταν μέσα στην καλή χαρά.

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 14 Απριλίου 2022, αρ. φύλλου 1120.



1 σχόλιο:

  1. Ανώνυμος12/11/22

    Θέλω απλά να επισημάνω, ότι το διήγημα δημιουργεί λάθος εντυπώσεις για τη ζωή στην Γερμανία. Χίλια εκατό ευρώ σύνταξη δεν φθάνουν για να ζήσει κάποιος, όχι για να κάνει συνέχεια ταξίδια.
    Είναι βέβαια ένα διήγημα, αλλά υπάρχουν άνθρωποι που διαβάζοντας κάτι τέτοιο, μεταναστεύουν στην Γερμανία και πιστεύουν, ότι με 1100 Ευρώ ζεις στην Γερμανία ζωή χαρισάμενη, χωρίς να γνωρίζουν ότι για ένα διαμέρισμα 30 τετραγωνικών μέτρων τα 700 Ευρώ ενοίκιο το μήνα θεωρούνται πολύ χαμηλή τιμή.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ