1.6.14

ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΛΥΚΟΓΙΑΝΝΗ: Κρατικός παρεμβατισμός και ελληνική οικονομία


ΟΔΟΣ 13.3.2014 | 731

ΠΕΡΙ ΤΑ ΤΕΛΗ του 19ου αιώνα οι θεσμικές συνθήκες που επικρατούσαν στην ελληνική αγορά, στηρίζονταν στην αρχή της ελευθερίας των διεθνών συναλλαγών. Το εξωτερικό εμπόριο ασκείτο χωρίς περιορισμούς, ενώ η αγορά και η πώληση χρυσού, αργύρου και άλλων πολύτιμων μετάλλων, καθώς και ξένων νομισμάτων, χαρτονομισμάτων και τραπεζογραμματίων, ήταν επίσης απολύτως ελεύθερη, όπως η διακίνηση κεφαλαίων από και προς την Ελλάδα (1).  Το νεογέννητο έθνος-κράτος εισήλθε στον 20ο αιώνα με μια παράδοση laissez faire που ποτέ δεν αμφισβητήθηκε σοβαρά από το πολιτικό του κατεστημένο. Μολονότι το παράδειγμα της Ευρώπης, το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, συχνά ωθούσε τις κυβερνήσεις προς τον προστατευτισμό και τον κρατικό παρεμβατισμό, στην Ελλάδα ο οικονομικός φιλελευθερισμός συνέχισε να αντιπροσωπεύει την κυρίαρχη ιδεολογία. Έτσι, η δασμολογική πολιτική που επέβαλε ο Καποδίστριας το 1830 και εφαρμόσθηκε σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια της βασιλείας του Όθωνα, «υπάκουε» σε ταμιευτικά κυρίως κίνητρα, δηλαδή την ενίσχυση των εσόδων του κράτους. Το νέο τελωνειακό δασμολόγιο που εισήγαγε ο Χαρίλαος Τρικούπης το 1884, «δεν διέρρηξε το κυρίαρχο πλαίσιο». Έκτοτε, όσες μεταβολές έγιναν, παρά την όποια μεταστροφή υπέρ των ιδεών του προστατευτισμού, ιδίως με το νέο δασμολόγιο του 1923 (που όμως τελικά επιβλήθηκε το 1926), χαρακτηρίζονταν από παρόμοια ταμιευτική λογική (2).  Το laissez faire εγκαταλείφθηκε ως το επικρατούν δόγμα από το Μεταξικό καθεστώς τον Αύγουστο του 1936. Η κήρυξη της δικτατορίας συνδέθηκε τότε με το νέο αυξημένο ρόλο του κράτους στην οικονομία και τη μεγαλύτερη έμφαση που δόθηκε στη βιομηχανία στο πλαίσιο της επιδίωξης της οικονομικής αυτάρκειας. Με την ενίσχυση του κρατικού ελέγχου στην αγορά εργασίας τα «κλειστά» επαγγέλματα επεκτάθηκαν περαιτέρω, ενώ οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας συστηματοποιήθηκαν. Τα γενικότερα επιτεύγματα του καθεστώτος, ωστόσο, δεν ήταν ανάλογα της ρητορικής των υμνητών του. Αν και οι διεθνείς εξελίξεις τερμάτισαν πρόωρα τις πρωτοβουλίες του Μεταξά, το καθεστώς παρουσίαζε μια τάση αναντιστοιχίας «λόγων και έργων» (3).

ΚΑΤΑ την περίοδο που αρχίζει μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ελληνική οικονομία διατήρησε τα βασικά χαρακτηριστικά μιας οικονομίας της ελεύθερης αγοράς σε όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων. Προς την κατεύθυνση αυτή, σε ένα ιδιαίτερα ασταθές πολιτικό σκηνικό, συνέβαλε και η συμμαχική επιρροή. Παρά τις βαθύτατες αμφιβολίες των συμμάχων για την αποτελεσματικότητα μιας κατά βάση μεταπρατικής ελληνικής ηγεσίας, ένα σύστημα κρατικής παρεμβατικής πολιτικής μεταφυτεύθηκε στην ελληνική πραγματικότητα αργά αλλά σταθερά (4).  Νέες πολιτικές και νέοι θεσμοί που σχεδιάσθηκαν αρχικά από τους βρετανούς συμμάχους, αρχής γενομένης με το «Πείραμα» Βαρβαρέσου το καλοκαίρι του 1945 και τη σύσταση της Νομισματικής Επιτροπής (ΝΕ) τον Ιανουάριο του 1946, όχι μόνο δεν απέδωσαν αλλά και συχνά εγκλωβίσθηκαν στα όρια που έθεσαν κυρίαρχες νοοτροπίες και συμπεριφορές που εμπεδώθηκαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής, όπως η κερδοσκοπία, η χρυσοφιλία και ο μαυραγοριτισμός. Ως ένα βαθμό λοιπόν, ασχέτως αν το κράτος είχε ρόλο αυξημένο, νέοι θεσμοί, όπως η ΝΕ, σπάνια άσκησαν πλήρως την εξουσία τους αφού –κατά κανόνα– είτε αγνοήθηκαν συστηματικά είτε παρακάμφθηκαν επιτήδεια με ποικίλα τεχνάσματα και σοφίσματα από τις εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις: την απόκρυψη στοιχείων και πληροφοριών και τη δημιουργία εναλλακτικών διαύλων για τη χρηματοδότηση επιπρόσθετων δημόσιων δαπανών (5).

ΠΑΡΑ τις εγγενείς αδυναμίες, τους περιορισμούς της ελληνικής διοίκησης και τη γενικότερη στάση των ελλήνων πολιτικών, στις αρχές της δεκαετίας του 1950 το κρατικό παρεμβατικό πλέγμα πλέον περιλάμβανε ποικιλία διοικητικών και υποχρεωτικών ρυθμίσεων στις αγορές κεφαλαίου, εργασίας και προϊόντων, όπως ποσοτικούς απαγορευτικούς περιορισμούς και υψηλούς εισαγωγικούς δασμούς στο εξωτερικό εμπόριο, πάγωμα των ενοικίων και κανόνες στην κατανομή των χρηματικών πόρων. Στην αγορά χρήματος ίσχυαν διοικητικά καθοριζόμενα επιτόκια, ενώ στο πεδίο της εισοδηματικής πολιτικής το κράτος, μέσω της υποχρεωτικής διαιτησίας, καθόριζε τους όρους αμοιβής και απασχόλησης των εργαζομένων σε εθνικό επίπεδο. Η πολιτική αυτή συμπληρώθηκε από αγορανομικούς ελέγχους και ένα πολύπλοκο σύστημα που ρύθμιζε τις τιμές και τα περιθώρια κέρδους στα διάφορα αγαθά. Ειδικά, μάλιστα, για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης και τον έλεγχο των χρηματικών πόρων κρατικοποιήθηκε το σύνολο σχεδόν του τραπεζικού συστήματος (6).

ΚΑΘΩΣ οι ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης επιταχύνονταν, σιγά-σιγά οικοδομούνταν ένα πολυδαίδαλο κράτος που στόχευε στην ανάπτυξη του παραγωγικού συστήματος της χώρας αντισταθμίζοντας τις ανεπάρκειες της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας ή τις ελλείψεις της αγοράς. Παράλληλα, τονίζονταν το αίτημα μιας οικονομίας που εντόπιζε στην εκβιομηχάνιση το δρόμο για την ανάπτυξη, με τη δημιουργία βασικών και άλλων μεγάλων βιομηχανικών μονάδων, πολλαπλά εξαρτωμένων από το κράτος, με μονοπωλιακή θέση στην αγορά (7).  Περί τα τέλη της δεκαετίας του 1950, το 34% του συνόλου των παγίων κεφαλαίων των βιομηχανικών επιχειρήσεων ανήκε στο ελληνικό δημόσιο (8).  Η διευρυνόμενη συμμετοχή του κράτους συνέχισε να επιταχύνεται καθ’ όλη τη δεκαετία του 1960 θέτοντας υπό τον έλεγχό του, είτε άμεσα είτε έμμεσα, ένα μεγάλο μέρος της οικονομικής δραστηριότητας. Κατά τη δεκαετία του 1970 η αυξανόμενη αυτή κρατική επέκταση δεν κάλυπτε μόνο επιχειρήσεις στη μεταποίηση και στις υπηρεσίες αλλά και στους τομείς της ενέργειας, της ύδρευσης, των συγκοινωνιών, των επικοινωνιών και των τραπεζών. Τελευταία πράξη, μεταξύ άλλων, η κρατικοποίηση της Ολυμπιακής Αεροπορίας και του συγκροτήματος της Εμπορικής Τράπεζας, μέσω της οποίας πολλές βιομηχανικές θυγατρικές επιχειρήσεις τέθηκαν υπό κρατικό έλεγχο. Συνολικά, το ελληνικό δημόσιο είχε αναπτύξει περισσότερες από 38 μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις, μη συμπεριλαμβανομένων των εμπορικών τραπεζών και των ΝΠΔΔ που αυτό ήλεγχε (9).

ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ που η Ελλάδα προσχωρούσε ως πλήρες μέλος στην ΕOΚ, το κράτος εθεωρείτο «ο μεγαλύτερος εργοδότης και συγχρόνως ο μεγαλύτερος επιχειρηματίας». Το 1979, 46 δημόσιες επιχειρήσεις απασχολούσαν 130.000 άτομα ή το 8,6% των συνολικά απασχολουμένων στο μη αγροτικό τομέα της οικονομίας καθώς και 21.000 άτομα επιπλέον στα πιστωτικά εκείνα ιδρύματα και συγγενείς οργανισμούς (συμπεριλαμβανομένης και της κεντρικής τράπεζας) που ήταν υπό τον έμμεσο έλεγχο του κράτους (10).  Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, οι υπό δημόσιο έλεγχο, άμεσα ή έμμεσα, επιχειρήσεις απασχολούσαν αθροιστικά 267.000 εργαζομένους (11).  Το 1992, ο αριθμός των απασχολουμένων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα πλέον άγγιζε τις 616.000 άτομα, μέγεθος που αντιπροσώπευε το 17% του ενεργού πληθυσμού της χώρας (3.632.438 άτομα έναντι 351.000 το 1981). Κατά συνέπεια, ένας στους έξι έλληνες, ή ένας στους τρεις που απασχολείτο στον τριτογενή τομέα της οικονομίας, εργαζόταν ή μισθοδοτείτο από το κράτος (12).  Με βάση πρόσφατη έρευνα του υπουργείου εσωτερικών, ο αριθμός των απογραφέντων δημοσίων υπαλλήλων είχε ανέλθει στους 770.000 το 2010: στον αριθμό αυτό, όμως, δεν συμπεριλαμβάνονταν οι υπηρετούντες στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και στις ΔΕΚΟ (Δημόσιες Επιχειρήσεις Κοινής Ωφέλειας) (13).

Η ΣΗΜΑΣΙΑ  του κράτους και των δημοσίων επιχειρήσεων για την απασχόληση και την εθνική οικονομία γενικότερα αντανακλάται στην εξέλιξη του μεριδίου των δημοσίων δαπανών ως ποσοστό στο ΑΕΠ, ενός εκ των δύο μεγεθών που συνδιαμορφώνουν ουσιαστικά το έλλειμμα στον κρατικό προϋπολογισμό. Με βάση τις δαπάνες της γενικής κυβέρνησης, η αύξηση του μεγέθους του δημοσίου τομέα ήταν ιδιαίτερα μεγάλη, αφού από 20% που βρισκόταν στις αρχές της δεκαετίας του 1960, έφθασε το 50% στα τέλη της δεκαετίας του 1990 (14).  Αν και το ελληνικό δημόσιο τελικά δεν υποκατέστησε πλήρως την ιδιωτική πρωτοβουλία στην παραγωγική διαδικασία, οι υφιστάμενες σχέσεις κράτους και αγοράς θα μετασχηματίζονταν καθ’ όλη τη μεταπολεμική περίοδο, με την ελληνική οικονομία να προσλαμβάνει ολοένα και περισσότερο τα χαρακτηριστικά μιας μικτής οικονομίας σε συνθήκες αυξανόμενων προσδοκιών αλλά και πολιτικής πατρωνείας. Έτσι, παρά την ίδρυση νέων κρατικών επιχειρήσεων, θεσμών ή οργανισμών με σαφή αναπτυξιακή φιλοσοφία, οι πολυδαίδαλες διασυνδέσεις κράτους και κόμματος στη βάση πελατειακών πολιτικών επιλογών και κριτηρίων συχνά θα διαπλέκονταν και με πάσης φύσεως «ατομικά ή οικογενειακά, καμιά φορά και συντεχνιακά συμφέροντα» που νόθευαν τους κανόνες του υγιούς ανταγωνισμού, με αποτέλεσμα την «αδιαφανή εξάρτηση» από το κράτος και συνεπώς τη δημιουργία πολλών προβληματικών επιχειρήσεων στην ελληνική βιομηχανία (κρατικοδίαιτες επιχειρήσεις) (15).

ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ  της δεκαετίας του 1980, όταν ένας μεγάλος αριθμός προβληματικών (υπερχρεωμένων) επιχειρήσεων απειλούνταν πλέον με κλείσιμο, η άμεση παρέμβαση του κράτους πρόβαλε και πάλι ως η «μοναδική διέξοδος» στις οικονομικές και κοινωνικές προκλήσεις που η χώρα αντιμετώπιζε. Κύριος σκοπός του νέου κύματος κρατικοποιήσεων ήταν τότε η εξασφάλιση της απασχόλησης. Η πρώτη προσπάθεια εκδηλώθηκε περί τα μέσα του 1982 και αφορούσε στην εξυγίανση της βιομηχανίας πυρομαχικών (ΠΥΡΚΑΛ). Συνολικά, από τον Αύγουστο του 1983 έως το Μάρτιο του 1985, 43 υπερχρεωμένες επιχειρήσεις που απασχολούσαν περίπου 30.000 εργαζομένους, μεταξύ των οποίων και οι μεγαλύτερες της ελληνικής βιομηχανίας, περιήλθαν στο ελληνικό δημόσιο μέσω της ίδρυσης ενός κεντρικού φορέα εξυγίανσης, τον Οργανισμό Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων (ΟΑΕ). Αν και ο ΟΑΕ αποτέλεσε αντικείμενο ισχυρών αντιπαραθέσεων κράτους και κοινωνίας, λύση στο αδιέξοδο δεν εδόθη, με συνέπεια ο πακτωλός χρημάτων που διοχετεύθηκε σε αυτές να μην έχει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, δηλ. την επανένταξή τους στην παραγωγική διαδικασία ως βιώσιμων επιχειρήσεων, μετακυλίοντας αναπόφευκτα σημαντικούς πόρους από υψηλής σε χαμηλής παραγωγικότητας δραστηριότητες. Σε κάθε περίπτωση, ο ΟΑΕ δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ο εγγυητής ενός ευρέος φάσματος ειδικών συμφερόντων μεταξύ συνδικάτων, κράτους και κόμματος (16).

ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ  πολιτική τάξη δέσμια μιας οικονομίας με υπερβολικούς διοικητικούς περιορισμούς, εκτεταμένες ρυθμιστικές παρεμβάσεις και έλλειψη υψηλού ανταγωνισμού, η αντίληψη περί δημοσίου συμφέροντος άρχισε να αλλάζει αργά, αρχής γενομένης με την προσχώρηση της χώρας ως πλήρες μέλος στην ΕΟΚ το 1981 και την επιστροφή της ΝΔ στην εξουσία τον Απρίλιο του 1990. Αν και η πολιτική που ακολούθησε το ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του 1980 σημαδεύθηκε από μία «εξόφθαλμη εχθρότητα» κατά του ανταγωνισμού, της αγοράς και της ανεξάρτητης ιδιωτικής πρωτοβουλίας, το «νέο παράδειγμα» που αναδύθηκε τη δεκαετία του 1990 περιλάμβανε ποικιλία πρωτοβουλιών για την απελευθέρωση των αγορών από διοικητικές και άλλες ρυθμίσεις στο χρηματοπιστωτικό τομέα, στις δημόσιες προμήθειες και στις αγορές προϊόντων. Τα μέτρα αυτά, παρά τις σκληρές πολιτικές αντιπαραθέσεις εντός και εκτός κυβέρνησης, τις ισχυρές συντεχνιακές αντιδράσεις και τις εσωκομματικές πιέσεις, συνδυάσθηκαν με ένα πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων ευρείας κλίμακας, από κοινού με μια μεγάλη στροφή της οικονομικής πολιτικής προς ορθόδοξες πολιτικές αποπληθωρισμού και μείωσης του δημοσίου ελλείμματος. Ανάλογες εξελίξεις σημειώνονταν στην αγορά εργασίας με την κατάργηση της πρωτοκαθεδρίας της υποχρεωτικής διαιτησίας και τη μετάθεση του βάρους των εργασιακών σχέσεων στους κοινωνικούς εταίρους με ελεύθερη διαπραγμάτευση ή μεσολάβηση, και τη συγκρότηση σώματος μεσολαβητών διαιτητών για τη διευθέτηση των συλλογικών διαφορών (Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας). Στο πλαίσιο αυτό επίσης δραστηριοποιήθηκε η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΟΚΕ) με έτος ίδρυσης το 1994 (17).

Η ΕΠΑΝΟΔΟΣ  του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το 1993 «οριστικοποίησε», αν και αρχικώς «διστακτικά», την εγκατάλειψη των ανορθόδοξων πολιτικών της δεκαετίας του 1980, όπως επέβαλε άλλωστε το σχέδιο της ΕΕ για την ενιαία εσωτερική αγορά και την ΟΝΕ. Παρά το ότι οι λεγόμενες προβληματικές επιχειρήσεις τελικά εκκαθαρίσθηκαν, οι αποκρατικοποιήσεις (είτε αυτές πραγματοποιήθηκαν με ιδιωτικοποιήσεις είτε με μετοχοποιήσεις δημοσίων επιχειρήσεων) παρουσίασαν μικρή επιτυχία καθ’ όλη τη δεκαετία του 1990. Αντίθετα, οι ιδιωτικοποιήσεις στον τραπεζικό τομέα αναδείχθηκαν οι «πλέον μεγαλεπήβολες», με σημαντικές επιπτώσεις στο σύνολο της οικονομίας (18).  Ανεξάρτητα από τις σημαντικές αλλαγές που έλαβαν χώρα στον τομέα του ανταγωνισμού και της απελευθέρωσης των αγορών, την αυγή του 21ου αιώνα το ελληνικό κράτος συνέχισε να ελέγχει ένα μεγάλο αριθμό φορέων και υπηρεσιών ανά υπουργείο και φυσικά ένα σπουδαίο μέρος του μετοχικού κεφαλαίου αρκετών –κατά κανόνα κερδοφόρων– δημοσίων επιχειρήσεων, εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών, αλλά και πολλών μη εισηγμένων, με αυξανόμενα ελλείμματα (19).  Η δυσανάλογη επιρροή που ασκούσε το ελληνικό κράτος στο χώρο της οικονομίας «πουθενά αλλού» δεν φανερώθηκε «εντονότερα» όσο στον τρόπο λειτουργίας της Ολυμπιακής Αεροπορίας (ΟΑ) και στις αλλεπάλληλες προσπάθειες για την ιδιωτικοποίησή της (20).  Όπως και να έχει, η συνεχιζόμενη μη ορθολογική λειτουργία του ελληνικού κράτους καθιστούσε το διοικητικό βάρος που επιβάλλεται στις επιχειρήσεις το υψηλότερο στην ΕΕ, το οποίο για το 2003 είχε εκτιμηθεί μεταξύ 5,4% και 6,8% του ΑΕΠ (21).  Μάλιστα, με βάση στοιχεία του ΟΟΣΑ (2001, 2005), η Ελλάδα ήταν τρίτη στην κατάταξη ως προς τα εμπόδια που έθετε στο εμπόριο και στις επενδύσεις και δεύτερη στην έκταση του κρατικού ελέγχου στις αγορές αγαθών (22).



* * *


1. Γ. Δερτιλής, Ιστορία του Ελληνικού Κράτους 1830-1920. Αθήνα: Εστία, 2005, τόμ. β΄, σ. 538-40, 561.
2. Στο ίδιο, σ. 688. Θ. Σακελλαρόπουλος, «Ένα περίγραμμα για την κατανόηση της οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας της Ελλάδας του 19ου αιώνα», στο Α. Μωυσίδης και Α. Σακελλαρόπουλος (επιμ.), Η Ελλάδα στον 19ο & 20ο Αιώνα: Εισαγωγή στην Ελληνική Κοινωνία. Αθήνα: Εκδόσεις Τόπος, 2010, σ. 82. Πρβλ. Θ. Σακελλαρόπουλος, Κείμενα Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας. Αθήνα: Εκδόσεις Διόνικος, 2003, σ. 218.
3. Χ. Χατζηιωσήφ, «Το προσφυγικό σοκ, οι σταθερές και οι μεταβολές της ελληνικής οικονομίας», στο Ιστορία της Ελλάδας του 20ου Αιώνα: Ο Μεσοπόλεμος 1922-1940. Αθήνα: Βιβλιόραμα, 2002, τόμ. β1΄, σ. 54-56. Α. Λιάκος, Εργασία και Πολιτική στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου. Αθήνα: Ίδρυμα Έρευνας και Παιδείας της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, 1993, σ. 529, 537-38. J. V. Kofas, Authoritarianism in Greece: The Metaxas Regime, New York: Boulder, 1983, σ. 64-76. Close, D.H. The character of the Metaxas dictatorship: An international perspective. London: Centre of Contemporary Greek Studies, King’s College London, Occasional Paper 3, 1990, σ. 5.
4. Ε. Χατζηβασιλείου, Ελληνικός Φιλελευθερισμός: Το Ριζοσπαστικό Ρεύμα, 1932-1979. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη, 2010, σ. 212-19, 240-41. G. Pagoulatos, Greece’s New Political Economy: State, Finance, and Growth from Postwar to EMU. Basingstoke: Palgrave Macmillan, 2003, σ. 24.
5. Για μια λεπτομερή ανάλυση του «Πειράματος» Βαρβαρέσου και της ΝΕ, βλ. Α. Lykogiannis, Britain and the Greek Economic Crisis 1944-1947: From Liberation to the Truman Doctrine, Columbia, MO, University of Missouri Press, 2002, κεφ. 4 και 5.
6. Π. Καζάκος, Π. Ανάμεσα σε Κράτος και Αγορά: Οικονομία και Οικονομική Πολιτική στη Μεταπολεμική Ελλάδα, 1944-2000. Αθήνα, 2001, κεφ. 1, 2, σποράδην. Γ. Προβόπουλος, Οι Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμοί: Οικονομική Θεωρία και Ελληνική Πραγματικότητα. Αθήνα: ΙΟΒΕ, 1982, σ. 28-29.
7. Καζάκος, ό.π., 2001, κεφ. 1, 2, σποράδην.
8. Α. Λυμπεράκη, Ευέλικτη Εξειδίκευση; Κρίση και Αναδιάρθρωση στη Μικρή Βιομηχανία. Αθήνα: Gutenberg, 1991, σ. 122.
9. Κ. Κόλμερ, «Η ελληνική οικονομία σε κρίσιμο σταυροδρόμι. Πολιτική πραγματικότητα και κοινωνικές προσδοκίες», στο Νέος Φιλελευθερισμός: Το Μέλλον των μη Κολεκτιβιστικών Θεσμών στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Αθήνα: ΚΠΕΕ, 1981, σ. 298.
10. Στο ίδιο, σ. 300. Προβόπουλος, ό.π., 1982, σ. 61.
11. Γ.Α. Προβόπουλος, Ο Δημόσιος Τομέας στην Ελληνική Οικονομία: Πρόσφατες Τάσεις και Οικονομικές Επιπτώσεις. Αθήνα: ΙΟΒΕ (Επίκαιρα Θέματα), 1985.
12. Α. Μακρυδημήτρης και Π. Λιβεράκος, «Πόσοι είναι οι δημόσιοι υπάλληλοι;», Οικονομικός Ταχυδρόμος, 9/5/1996, σ. 26.
13. «Συνολικά 768.009 οι απογραφέντες δημόσιοι υπάλληλοι», Το Βήμα, 30/7/2010.
14. Β. Ράπανος, «Μέγεθος και εύρος δραστηριοτήτων του δημόσιου τομέα», Αθήνα: ΙΟΒΕ (Κείμενα Εργασίας), 2009, σ. 41-44.
15. Καζάκος, ό.π., 2001, σ. 32, 43,145, 163-85, 210-16, 468-69. Π. Καζάκος, «Οικονομική πολιτική και πολιτική παράδοση: 1955-1963», στο Κ.Ε. Μπότσιου, Κ. Σβολόπουλος και Ε. Χατζηβασιλείου (επιμ.), Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στον Εικοστό Αιώνα. Αθήνα: Ίδρυμα Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής, 2008, τόμ. α΄, σ. 107-108. Π.Κ. Ιωακειμίδης, Ευρωπαϊκή Ένωση και Ελληνικό Κράτος: Οι Επιπτώσεις από τη Συμμετοχή στην Ενοποιητική Διαδικασία. Αθήνα: Εκδόσεις Θεμέλιο, 1998, σ. 64.
16. Καζάκος, ό.π., 2001, σ. 361-63. Θ. Σακελλαρόπουλος, Προβληματικές Επιχειρήσεις: Κράτος και Κοινωνικά Συμφέροντα τη Δεκαετία του ’80. Αθήνα: Εκδόσεις Κριτική, 1992, σ. 54, 66-67, 120, 132-34. Ν. Χριστοδουλάκης, Το Νέο Τοπίο της Ανάπτυξης. Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη, 1998, σ. 33, 38.
17. Π. Καζάκος, «Ο ρυθμιστικός ρόλος του κράτους στην οικονομία: Προβλήματα και προοπτικές της πολιτικής αποκρατικοποιήσεων στην Ελλάδα», στο Λ. Τσούκαλης (επιμ.), Η Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα: Η Πρόκληση της Προσαρμογής. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση, 1993, σ. 129-71. G. Burtless, «Η ελληνική αγορά εργασίας», στο R.C. Bryant, Ν.Χ. Γκαργκάνας και Γ.Σ. Ταβλάς (επιμ.), Οικονομικές Επιδόσεις και Προοπτικές της Ελλάδος. Αθήνα: Τράπεζα της Ελλάδος, 2002, σ. 548-51. Π. Καζάκος, Από τον Ατελή Εκσυγχρονισμό στην Κρίση: Μεταρρυθμίσεις, Χρέη και Αδράνειες στην Ελλάδα 1993-2010. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη, 2010, σ. 40. Κ. Αθανασούλη κ.ά., Αγορά Εργασίας: Εξελίξεις και Αρχές Πολιτικής. Αθήνα: ΚΕΠΕ, 2010, σ. 33.
18. Καζάκος, ό.π., 2010, σ. 42-43. Γ. Παγουλάτος, «Η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων: Επαναχαράσσοντας τα όρια δημοσίου-ιδιωτικού», στο K. Featherstone (επιμ.), Πολιτική στην Ελλάδα: Η Πρόκληση του Εκσυγχρονισμού. Αθήνα: Εκδόσεις Οκτώ, 2006, σ. 223.
19. Για τη χρηματοοικονομική κατάσταση εκείνων των ΔΕΚΟ που δεν είναι εισηγμένες στο ΧΑΑ και το δημόσιο είναι ο κύριος μέτοχος, βλ. Ε. Κασιμάτη, «Η χρηματοοικονομική κατάσταση των δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών στην Ελλάδα κατά την περίοδο της κρίσης», Οικονομικές Εξελίξεις (ΚΕΠΕ), 15, 2011, σ. 80-88.
20. K. Featherstone και Δ. Παπαδημητρίου, Τα Όρια του Εξευρωπαϊσμού: Δημόσια Πολιτική και Μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα. Αθήνα: Εκδόσεις Οκτώ, 2010, σ. 225-26.
21. Ράπανος, ό.π., 2009, σ. 53. «Επανίδρυση του κράτους: Ο πέμπτος άθλος του Ηρακλή», Οικονομικό Δελτίο (Alpha Bank), 2010, σ. 24-29.
22. Σ. Σάββα Μπαλφούσια, «Η πρόοδος των διαρθρωτικών αλλαγών και οι προκλήσεις του νέου οικονομικού περιβάλλοντος», Οικονομικές Εξελίξεις (ΚΕΠΕ), 9, 2005, σ. 41.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 13 Μαρτίου 2014, αρ. φύλλου 731


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ