30.6.14

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ-ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Εποχιακός διανομέας, του Ν. Τσίγκα

Ακριβώς τις μέρες που τα παιδιά λαβαίνουν τ’ αγιοβασιλιάτικα δώρα τους για να χαρούν για λίγες μέρες, ακριβώς τότε έλαβα κι εγώ ένα δώρο ξεχωριστό. Ήταν ένα μικρό καλαίσθητο βιβλίο, με εξώφυλλο σε γλυκό πρασινωπό χρώμα-το χρώμα της ελπίδας. Στη μέση της ελπίδας η επεξεργασμένη ζωγραφιά του συμπατριώτη μου από Φλώρινα Κωστάκη Λούστα: βιολί που χορεύει ανάλαφρα αλλάζοντας θέσεις κι από κάθε θέση έχει το χάρισμα να τέρπει και να ταξιδεύει τον τυχερό ακροατή του.
Από τις ημέρες εκείνες τις χρονιάρες το βιβλίο του Νώντα έπιασε θέση κοντά στο προσκεφάλι μου, μαζί με τα άλλα «προσεχώς» μου· αυτά τα «προσεχώς», που πιότερο πολλαπλασιάζονται και ελάχιστα λιγοστεύουν, καθώς τα βιοτικά έχουν σχεδόν πάντα τον χαρακτήρα του επείγοντος. Οπότε τα «προσεχώς» περιμένουν…

Κι άλλη φορά ο Νώντας είχε ευχηθεί με βιβλία αντί για κάρτα. Αυτήν τη φορά όμως μας ευχήθηκε με το δικό του βιβλίο· τόσο καλοφτιαγμένο και μικροκαμωμένο, που «εγκόλπιο» το αποκάλεσα μόλις το κράτησα και, αμέσως μετά, το «γκόλφι» που κάπου είχα διαβάσει, σε κάποιο ποιητικό κείμενο, μου θύμιζε πάντα κι έτσι το αποκαλούσα τρυφερά.
Ε, λοιπόν, εδέησεν ο Κύριος, όπως λέμε, και μόλις σήμερα μου περίσσεψε λίγος χρόνος, που τον επένδυσα σ’ αυτό το βιβλίο, που πολύ υπομονετικά, είναι αλήθεια, περίμενε τη σειρά του να διαβαστεί. Εδώ, λοιπόν, βρήκα όλα τα χαρακτηριστικά του συγγραφέα του, του Νώντα, συμπυκνωμένα. Δεν ξέρω πώς θα τα απέδιδαν οι κριτικοί της λογοτεχνίας, εγώ όμως, ως μια απλή απλούστατη αναγνώστρια, θα τα πω όπως τα νιώθω:

Θα μιλήσω λοιπόν πρώτα πρώτα για τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας περιγράφει τις παλιές φωτογραφίες. Θα τον έχετε προσέξει και σεις, είμαι σίγουρη. Τον φαντάζομαι να τις κρατάει στα χέρια του με πολλή και τρυφερή αγάπη και να τις μελετάει σχολαστικά. Όχι όμως με τον τρόπο του σχολαστικού παρατηρητή που επιστρατεύει μονάχα το νου του, μα με τον τρόπο αυτού που αγαπάει και δουλεύει και με την καρδιά-προπαντός μ’ αυτήν. Έτσι, δε στέκεται μόνο στο πού, αλλά διεισδύει και στον έσω κόσμο του κάθε προσώπου της φωτογραφίας και τον απλώνει μπροστά μας όχι με αδιακρισία, αλλά με πολλή διάκριση. Βοηθιέται σ’ αυτό κι από την πολλή αγάπη που έχει στα πρόσωπα που συνάντησε στη ζωή του. Βοηθιέται όμως κι από την ιδιαίτερη αγάπη που έχει στους απλούς ανθρώπους που συνιστούν τους δικούς του ανθρώπους. Και τους χαρίζει και σ’ εμάς, για να πλουτιστούν κι οι δικές μας ζωές κι οι ψυχές μας.

Ο Νώντας, λοιπόν, με αυτήν του την καλή εμμονή παίρνει μία φωτογραφία και την μετατρέπει σε ολόκληρη κινηματογραφική ταινία. Κι αυτό είναι σπουδαίο. Έτσι μας σεργιανάει στα μέρη που τα πρόσωπα των φωτογραφιών του περπάτησαν, μας σεργιανάει και στις ζωές τους. Και μας σεργιανάει στο παρελθόν κι έχει και βοηθούς σ’ αυτό, που δεν είναι άλλοι από τις λέξεις τις παλιές. Όμως ο Νώντας, έχοντας μεγαλώσει μες σε τούτες τις λέξεις, τις χρησιμοποιεί τόσο αβίαστα και ταιριαστά συνάμα που τις κάνει όχι μόνο πολύ γοητευτικές, μα και τελείως σημερινές. Θα μπορούσαμε άνετα να τις χρησιμοποιούμε και τώρα-και γιατί άραγε δεν το κάνουμε, τόσο φυσικές που θα φαίνονταν και στα δικά μας χείλη, τα σύγχρονα, αναρωτιέμαι και δεν έχω τι ν’ απαντήσω.

Κι έπειτα είναι κι όλα τ’ άλλα χαρακτηριστικά του συγγραφέα: οι εικόνες που φέρνει από την λίγο παλιότερη Ελλάδα, εικόνες που προλάβαμε να χαρούμε εμείς οι σημερινοί πενηντάρηδες και μας γεμίζει νοσταλγία κάθε επαναφορά τους στη μνήμη και στην καρδιά- εικόνες σαν αυτήν με την ηλικιωμένη γυναίκα με το πλατύγυρο ψαθάκι που μαζεύει το χαμομήλι και το απλώνει σε αλουμινένιο ταψάκι για να στεγνώσει στον ήλιο…
Κι είναι κι η άλλη του αγάπη που φανερώνεται περίτρανα: η βαθιά του αγάπη στη μουσική και στη φωνή. Έτσι ο Αγαθοκλής μένει για πάντα ζωντανός, καθώς η φωνή του έχει ηχογραφηθεί και, ακούγοντάς τον από τον δίσκο, είναι σαν να είναι δίπλα μας και να μας χαρίζει τις μουσικές που αγαπούσε να τραγουδάει κι αγαπάει ακόμα…

Όμως…
Είναι δύο οι στιγμές που περιγράφει στο βιβλίο του που προσωπικά με γέμισαν περισσότερο απ’ όλες τις άλλες με νοσταλγία· αυτή όπου πρωταγωνιστεί εκείνο το μπλε χρώμα των σχολικών μας χρόνων-το μπλε της ποδιάς μας, το μπλε στα παράθυρα με κάποιο σπασμένο τζάμι, αλλά και το μπλε των τετραδίων μας, μια μπλε θάλασσα αναμνήσεων, όπου τι κι αν έπεφτε και καμιά ξυλιά από τον δάσκαλό μας!... Εμείς κρύβαμε μέσα μας τη δύναμη να τους αγαπάμε όλους για τις καλές στιγμές τους και για το γεγονός ότι αυτοί μας μάθανε γράμματα.

Αυτή είναι η μία από τις δύο πιο νοσταλγικές για μένα εικόνες του βιβλίου. Θα την ονόμαζα «ο θρίαμβος του σχολικού μπλε στον κόσμο των αναμνήσεών μας». Η άλλη είναι αυτή που έδωσε τον τίτλο στο βιβλίο: «Εποχιακός διανομέας», νοσταλγική κι αυτή κι ας εξακολουθούν να υπάρχουν ταχυδρόμοι. Όμως οι σημερινοί είναι σαν να ‘ναι κρυμμένοι. Δεν είναι τόσο εμφανείς όσο εκείνοι οι παλιοί ταχυδρόμοι που οι νεότεροι τους γνωρίζουν μέσ’ από τις ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες. Προσωπικά δεν τον έχω ξεπεράσει καθόλου αυτόν τον έρωτα με τις επιστολές που πηγαινοέρχονται, προκαλώντας τα συναισθήματα της προσμονής και της χαράς μες στις καρδιές των παραληπτών και των αποστολέων. Σήμερα διδάσκουμε ακόμα στα σχολεία τον τρόπο που γράφεται ένα γράμμα, αλλά φοβάμαι πως τον διδάσκουμε μάταια, αφού τα παιδιά μας επικοινωνούν με μηνύματα στο κινητό και στο Διαδίκτυο και ούτε από τα γραμματόσημα γοητεύονται πια-πώς να γοητευτούν από πράγματα που τους είναι ξένα;-ούτε από τις κόλλες αλληλογραφίας που κάποτε αγοράζαμε για να φιλοξενούνται εκεί τα πολύτιμα γραφόμενά μας…

Και, καθώς ο συγγραφέας έχει την αδυναμία του στους ξενιτεμένους, σας εξομολογούμαι πως δεν ξεχνάω ποτέ την καημένη τη γιαγιά μου, τη συνονόματή μου, που, έχοντας την κόρη της στη μακρινή Αυστραλία, ήθελε πάντα ν’ απαντάει την ίδια στιγμή που λάβαινε το γράμμα της. Αλλά, επειδή ήταν αγράμματη κι εξαρτιόταν από τους γραμματισμένους οικείους της, έπρεπε να περιμένει κάποια από τις δυο νύφες της να ξελαφρώσει από τις δουλειές του σπιτιού και να κάτσει να γράψει την υπαγορευόμενη από τη γιαγιά επιστολή. Αυτή η καθυστέρηση στις απαντήσεις ήταν που στενοχωρούσε τόσο πολύ την καημένη τη μάνα που έλεγε με παράπονο πως θα έπαιρνε μια κόλλα χαρτί , θα έβαζε εκεί το αποτύπωμα του δαχτύλου της με μελάνι και θα το ‘στελνε στην ξενιτεμένη κόρη ως μόνη απάντηση και σημάδι πως είναι καλά, έστω αυτό…

Και καθώς με αυτά τα περί ταχυδρομείου και τα περί ταχυδρόμων κλείνει η αναφορά μου στο βιβλίο του Νώντα Τσίγκα «Εποχιακός διανομέας», θα αφιερώσω και στον ίδιο, αλλά και σε όλους τους νοσταλγούς της εποχής που περιγράφονται μες στο βιβλίο δύο στροφές από ένα παιδικό τραγούδι του τότε που έχει χαραχτεί έντονα στη μνήμη μα και στην καρδιά μου. Είναι δύο στροφές από το διαχρονικό κι όχι εποχιακό «ταχυδρομείο» του Χριστόδουλου Χάλαρη, που έντυσε με τις έξοχες κι ολοζώντανες μουσικές του την παιδική μας ηλικία και την έκανε όχι μόνο να φαίνεται μα και να είναι χρυσαφένια:

Βροχούλα το φθινόπωρο
και τον χειμώνα κρύο
 ο ταχυδρόμος έφυγε
απ’ το ταχυδρομείο.

Θα σου στείλω, θα σου στείλω
δυο χρωματιστά λογάκια
και θα τα ταχυδρομήσω 
μέσα σε δυο φακελάκια…


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 20 Μαρτίου 2014, αρ. φύλλου 732


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ