21.6.14

ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΤΡΩΝΟΥ ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ: Υπόγειος κόσμος


ΟΔΟΣ 20.3.2014 | 732

Όλος ο κόσμος μέσα από το παράθυρο του υπόγειου διαμερίσματος, όπου μεγάλωνα, περνούσε. Φυσικά, ο κόσμος που είτε πηγαινοερχόταν στις δουλειές του, ή τύχαινε να τον φέρει ο δρόμος προς τα εκεί.
Εγώ, πάντως, απ’ αυτόν τον κόσμο δημιούργησα τις πρώτες μου “εντυπώσεις” για τους ανθρώπους και τη συμπεριφορά τους. Και για να ακριβολογώ, για τον τρόπο που βάδιζαν ή σταματούσαν, που έτρεχαν ή προχωρούσαν κούτσα-κούτσα. Ανάλογα με την ηλικία τους και την εποχή του χρόνου.
Εκεί, δίπλα σ’ αυτό το παράθυρο με έβαζε η γιαγιά μου, στην αρχή ξαπλωμένο στο καροτσάκι, αργότερα, όταν μπορούσα να στηρίξω το κορμάκι μου, στο καρεκλάκι, και όταν άρχισα να στέκομαι όρθιος, στο πάρκο με το διχτυωτό πλέγμα.
Απέναντι εκείνη, μπροστά σε μια ραπτομηχανή, δούλευε ασταμάτητα και τραγουδούσε συγχρόνως. Παιδικά τραγούδια, εννοείται.
Το παράθυρο ήταν ακριβώς στο ύψος του πεζοδρομίου, σε έναν μάλλον κεντρικό σημείο της πρωτεύουσας, αν και ο δρόμος μας δεν ήταν πολυσύχναστος. Μάλλον πέρασμα για τους περισσότερους. Από κει κατέβαιναν για να βγουν στη λεωφόρο και να παν για ψώνια ή για την στάση του λεωφορείου.
Πέρα από τη γιαγιά, αλισβερίσια δεν είχα με κανέναν άλλο. Οι γονείς μου είχαν σκοτωθεί σε τροχαίο, όταν ήμουν μόλις τεσσάρων μηνών. Με τη μηχανή πήγαιναν να με παρουσιάσουν στους “ευγενείς” γονείς του πατέρα μου, στα βόρεια προάστια. Όχι πως το είχε σίγουρο ότι θα του άνοιγαν την πόρτα, μετά από αυτό που έκανε. Να ερωτευτεί δηλαδή την κόρη μιας μοδιστρούλας, χωρίς πατέρα, συμφοιτήτριά του, και να κάνει μαζί της... παιδί! Αποφάσισε, παρόλα αυτά, να το αποτολμήσει. Φαίνεται πως στη διαδρομή λογομάχησε με τη μητέρα μου, η οποία είχε έντονες αντιρρήσεις για την επίσκεψη αυτή, ξέφυγε από το δρόμο και τιναχτήκαμε και οι τρεις στο απέναντι πεζοδρόμιο. Μόνο εγώ γλίτωσα, χωρίς την παραμικρή μάλιστα αμυχή.
Η “γνωριμία” με το άλλο στρατόπεδο δεν έγινε ποτέ. Η γιαγιά λοιπόν, και εγώ. Και τα πόδια των περαστικών έξω από το παράθυρο. Από το σημείο που καθόμουν, μόνο ένα σκυλάκι είχα δει ολόκληρο. Περνούσε με την κυρά του για την καθημερινή του βόλτα, κατέβαινε στο πεζούλι που χώριζε το παράθυρο από το δρόμο και ακουμπούσε τη μουσούδα του στο τζάμι. Μόλις το έβλεπα, κουνούσα όλο χαρά χέρια και πόδια και έβγαζα ενθουσιώδεις κραυγές! Άρχιζε τότε αυτό να γαβγίζει, φωνές εγώ, κουνούσε εκείνο καταχαρούμενο την ουρά του, σωστό πανηγύρι!
Η κυρά του δεν βιαζόταν να απομακρυνθεί. Πρέπει να καθόταν μάλλον και να κάπνιζε στο παρακείμενο παγκάκι, γιατί έβλεπα τα πόδια της αλλά και ένα χέρι με τσιγάρο να τινάζει κάθε λίγο και λιγάκι τις στάχτες.
Τα άλλα δύο δωμάτια του διαμερίσματος έβλεπαν στον ακάλυπτο χώρο. Πολύ πιο φωτεινά, και κάπως πιο ψηλά από το έδαφος. Ο ακάλυπτος πολύ περιποιημένος. Μέχρι και δέντρα είχαν φυτέψει οι ένοικοι του τετραγώνου. Εκεί ήταν τα υπνοδωμάτια. Τα χτυπούσε ο πρωινός ήλιος, -Είναι υγεία- έλεγε η γιαγιά. Εκεί με έβγαζε και από το παράθυρο, πράγμα όμως που σπάνια γινόταν, γιατί δούλευε όλη μέρα στη μηχανή.
Η αλήθεια είναι, ότι η έξοδος στον “φωτεινό, ηλιόλουστο” κόσμο, δεν με συγκινούσε καθόλου. Όταν πια μεγάλωσα αρκετά, ώστε να κυκλοφορώ μόνος μέσα στο σπίτι, περνούσα όλη την ώρα μπροστά στο παράθυρο του εργαστηρίου, χαζεύοντας τα πόδια των περαστικών. Κοίταζα με τις ώρες, ποιοι περπατούσαν βιαστικά, πόσοι ήταν οι διστακτικοί πεζοπόροι, ποιων το βάδισμα ήταν ασταθές... Έφτασα μάλιστα στο σημείο να λέω στη γιαγιά: “Να μια ωραία κοπέλα!” Και δεν έβλεπα παρά μόνον τα πόδια από τα γόνατα και κάτω... Χαμογελούσε εκείνη κάθε φορά που σχολίαζα με σχεδόν επιστημονικό τρόπο το ειδικό περπάτημα του καθενός. Αυτός είναι κακός, ο άλλος στεναχωρημένος, η τρίτη βιάζεται να προφτάσει το λεωφορείο...
Και γεγονός επίσης αναμφισβήτητο, πως πολύ σπάνια έπεφτα έξω στις εκτιμήσεις μου, τόσο για την εμφάνιση, όσο και για τα συναισθήματα των περαστικών. Μεγάλωσα βέβαια, πήγα σχολείο, άρχισα να έχω επαφή με “ολόκληρους” ανθρώπους, μικρούς και μεγάλους. Η πρώτη μου ματιά εξακολουθούσε να κατευθύνεται στα πόδια, στον τρόπο βηματισμού όλων, όσους συναντούσα. Για τη μελέτη μου είχα στήσει ένα μικρό γραφείο ακριβώς μπροστά στο παράθυρο. Ο ήχος των βημάτων με βοηθούσε να συγκεντρωθώ στις σχολικές μου εργασίες.
Με τα γράμματα είχα πολύ καλές σχέσεις. Προόδευα, και όλοι οι δάσκαλοι και καθηγητές ήταν ενθουσιασμένοι με τις επιδόσεις και το κοφτερό μου μυαλό. Η δε σωστή κρίση μου για τους άλλους, παροιμιώδης.
Ιατρική σπούδασα, όπως και οι γονείς μου. Αποφάσισα να ακολουθήσω την ειδικότητα της Ψυχιατρικής. Ελπίζω να τα καταφέρω στην επαφή μου με τους ασθενείς. Δεν το κρύβω ωστόσο, ότι ακόμη και σήμερα η πρώτη μου ματιά πέφτει στα πόδια του καθενός, από τα γόνατα και κάτω. Από κει ξεκινούν τα πρώτα μου συμπεράσματα, τόσο για τον συναισθηματικό κόσμο, όσο και για την ψυχική υγεία τους…
Ένα σκυλάκι είναι ο μόνιμος σύντροφός μου. Μ’ αυτό σχολιάζω πρώτα τις παρατηρήσεις για τους ανθρώπους. Ο τρόπος που γαβγίζει μετά από κάθε σκέψη που εξωτερικεύω, είναι για μένα επιδοκιμασία ή απόρριψη των συλλογισμών μου. Ως αυτή την ώρα, παρόλα αυτά, δεν κατάφερα να καταλήξω πουθενά, ως προς τον δικό μου ρυθμό βηματισμού. Απροσδιόριστος εντελώς και απρόβλεπτος!... Σ’ αυτό ούτε ο σκύλος δεν με βοηθά..

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 20 Μαρτίου 2014, αρ. φύλλου 732


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ