28.6.14

ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΛΥΚΟΓΙΑΝΝΗ: Από το φοίνικα και τη δραχμή στο ευρώ



Το 1829 ο Ιωάννης Καποδίστριας καθόρισε το Φοίνικα ως την πρώτη νομισματική μονάδα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.


Την περίοδο της επανάστασης του 1821, οι χρηματικές συναλλαγές διεξάγονταν κατά κύριο λόγο με τουρκικά νομίσματα, καθώς και άλλα, όπως το ισπανικό δίστηλο. Το ζήτημα της κοπής νομίσματος απασχόλησε τους έλληνες ήδη από τα πρώτα μετεπαναστατικά έτη προκειμένου να εξαλειφθεί η νομισματική αταξία που επικρατούσε έως τότε. Το 1829, ο Ιωάννης Καποδίστριας καθόρισε το Φοίνικα ως την πρώτη νομισματική μονάδα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Ο Φοίνικας βασιζόταν στο νομισματικό κανόνα του αργύρου και επεκράτησε έως τη δολοφονία του κυβερνήτη το 1832. Η ανάθεση της βασιλικής εξουσίας στον Όθωνα από τις προστάτιδες δυνάμεις αποτέλεσε την αφετηρία για την κυκλοφορία νέας νομισματικής μονάδας, της Δραχμής, και την εισαγωγή του διμεταλλισμού ως νέου νομισματικού κανόνα το 1833. Στην πράξη, όμως, ελάχιστα χρυσά νομίσματα είχαν κοπεί. Μολονότι τα ξένα νομίσματα συνέχισαν να κυκλοφορούν ανεμπόδιστα, υποσκάπτοντας έτσι τη φερεγγυότητα του οθωνικού νομισματικού συστήματος, η δραχμή κατάφερε σταδιακά να επιβληθεί στις εγχώριες συναλλαγές, κυρίως με την ίδρυση της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΕΤΕ) το 1841 και την παραχώρηση σε αυτή του εκδοτικού προνομίου(1).

Το νομισματικό σύστημα του διμεταλλισμού ίσχυσε για πολλά έτη. Συχνά, ωστόσο, εκδηλώνονταν παύσεις της μεταλλικής μετατρεψιμότητας της δραχμής και συνεπώς παραμονή της χώρας για μεγάλα χρονικά διαστήματα σε κανόνα χαρτονομίσματος (1848, 1868-1870, 1877-1884, 1885-1909), κάτι που επέτρεπε την πληθωριστική χρηματοδότηση των ελλειμμάτων του κράτους με την έκδοση ακάλυπτου χαρτονομίσματος εις βάρος της νομισματικής και της συναλλαγματικής ισορροπίας. Σε γενικές γραμμές, οι νομισματικές αρρυθμίες του ελληνικού κράτους αντανακλούσαν τις διαταραχές του παγκόσμιου νομισματικού συστήματος, αν και συνήθως τις ταμειακές αδυναμίες του προκαλούσαν ενδογενείς αιτίες, όπως οι δαπάνες εξυπηρέτησης των εξωτερικών εθνικών χρεών, οι αμυντικοί εξοπλισμοί, και οι πολεμικές προετοιμασίες και συγκρούσεις. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που χαρακτήρισε το ελληνικό κράτος κατά τη μακρά διάρκεια της ύπαρξής του, ήταν η αναζήτηση ενσωμάτωσης του αδύναμου εθνικού νομίσματος σε υπερεθνικά νομισματικά συστήματα που θα διασφάλιζαν την πιστοληπτική αξιοπιστία της χώρας στις διεθνείς κεφαλαιαγορές – αρχικά στον κανόνα αργύρου και κατόπιν στο διμεταλλισμό και τον κανόνα χρυσού που ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1870 είχε πλέον επικρατήσει διεθνώς, και έπειτα στη Λατινική Νομισματική Ένωση (ΛΝΕ) στην οποία η Ελλάδα συμμετείχε από το 1868, στο σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών του Bretton Woods μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τέλος, κατά τη δύση του 20ου αιώνα, στο φιλόδοξο εγχείρημα στα νομισματικά τεκταινόμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης: την Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ)(2).

Μετά τους βαλκανικούς πολέμους, η ενσωμάτωση των Νέων Χωρών στο ελληνικό κράτος διεύρυνε την εμβέλεια της δραχμής, ενώ η έμμεση σύνδεσή της με το χρυσό το Μάρτιο του 1910 καθόρισε τις βάσεις της νομισματικής πολιτικής έως το 1928. Αν και τα δημόσια οικονομικά βγήκαν σχετικά αλώβητα από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το υψηλό κόστος των πολεμικών επιχειρήσεων με την είσοσο της χώρας στο πλευρό των δυνάμεων της Entente και, κυρίως, το άνοιγμα του μικρασιατικού μετώπου, οδήγησαν σε επάλληλες αυξήσεις της νομισματικής κυκλοφορίας δίχως να υπάρχει κάλυμμα σε συνάλλαγμα ή χρυσό. Η πραγματική καμπή εντοπίζεται το Νοέμβριο του 1920, όταν οι σύμμαχοι, δυσανασχετώντας με την επιστροφή του φιλογερμανού βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄ στην Αθήνα, ακύρωσαν πιστώσεις που είχαν υποσχεθεί προς την Ελλάδα δύο έτη νωρίτερα. Για να καλύψει τα τρέχοντα ελλείμματα, η ελληνική κυβέρνηση έθεσε απλώς σε λειτουργία τη μηχανή έκδοσης χρήματος. Κατά συνέπεια, από το 1919 έως το 1923, η νομισματική κυκλοφορία υπερτριπλασιάστηκε και η δραχμή έχασε πάνω από το 90% της αξίας της έναντι της στερλίνας. Τα έντονα πληθωριστικά φαινόμενα έπληξαν ευρέα στρώματα του πληθυσμού, το σύστημα δε που συνέδεε έμμεσα τη δραχμή με το χρυσό τελικά καταλύθηκε με τη σύναψη δύο αναγκαστικών δανείων το 1922 και το 1926(3).

Το καλοκαίρι του 1927, όταν η Ελλάδα βρέθηκε στην ανάγκη να καταφύγει και πάλι σε δανεισμό από το εξωτερικό προκειμένου να αντιμετωπίσει τα έκτακτα έξοδα από την προσφυγική εγκατάσταση, οι πιστώτριες χώρες έθεσαν ως προϋπόθεση της συνεργασίας τους τη σταθεροποίηση της δραχμής, κάτι που συνδυάσθηκε με την ίδρυση μιας ανεξάρτητης κεντρικής τράπεζας, την επαναλειτουργία στην Ελλάδα του κανόνα χρυσού-συναλλάγματος, και τον καθορισμό της στερλίνας ως ξένου συνάλλαγματος χρυσής βάσης (με σταθερή ισοτιμία τις 375 δρχ.). Τα πράγματα έβαιναν καλώς έως την ημέρα που η διεθνής οικονομική κρίση του 1929 έπληξε τη στερλίνα. Παρά τη γενικευμένη αμφισβήτηση του χρυσού κανόνα, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που είχε επανέλθει θριαμβευτικά στην εξουσία το 1928, αρχικά επέμεινε στη σύνδεση της δραχμής με τη στερλίνα. Η πρώτη κρίση εκδηλώθηκε με την υποτίμηση της στερλίνας το Σεπτέμβριο του 1931 που είχε ως συνέπεια η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) να χάσει μεγάλο μέρος των συναλλαγματικών της διαθεσίμων. Με την αποδέσμευση της στερλίνας από το χρυσό τον ίδιο μήνα, ο Βενιζέλος συνέδεσε τη δραχμή με το δολάριο, το οποίο συνέχισε να έχει σταθερή σχέση με το χρυσό. Η μάταιη «μάχη της δραχμής» εγκαταλείφθηκε τον Απρίλιο του 1932. Η σύνδεση με τον κανόνα χρυσού-συναλλάγματος καταλύθηκε και η Ελλάδα επανήλθε στο καθεστώς αναγκαστικής κυκλοφορίας(4).

Το Μάρτιο του 1933, μετά την αποδέσμευση του δολαρίου από το χρυσό, η ελληνική κυβέρνηση δεν απέσυρε την εμπιστοσύνή της προς την ομάδα των χωρών που συνέχισαν να είναι πιστές στο μέταλλο αυτό, και η δραχμή συνδέθηκε με το ελβετικό φράγκο, νόμισμα χρυσής βάσης. Ο Συνασπισμός Χρυσού (Gold Block) διαλύθηκε το Σεπτέμβριο του 1936 και το ελληνικό νόμισμα επανασυνδέθηκε με τη ζώνη επιρροής της στερλίνας. Έως τις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η δραχμή παρέμεινε σταθερή έναντι της στερλίνας, παρουσιάζοντας ελάχιστες διακυμάνσεις, ενώ ο πληθωρισμός διατηρήθηκε σε χαμηλά επίπεδα(5).  Η ελληνική εμπλοκή στην παγκόσμια σύρραξη τον Οκτώβριο του 1940 σηματοδότησε την απαρχή μιας διαδικασίας που θα οδηγούσε τη δραχμή σε πλήρη απαξίωση. Το φθινόπωρο του 1944, η αύξηση του πληθωρισμού ήταν πλέον εκτός ελέγχου και ένα μεγάλο μέρος των συναλλαγών διεξαγόταν με το σύστημα του αντιπραγματισμού. Η χρυσή λίρα απέβη ο κύριος ρυθμιστής της αξίας του εθνικού νομίσματος και αντικατέστησε σχεδόν εξ ολοκλήρου τη δραχμή ως μέσο αποταμίευσης(6).

Κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια οι προσπάθειες νομισματικής σταθεροποίησης δεν είχαν ευνοϊκά αποτελέσματα και το κοινό άρχισε πάλι να στρέφεται προς τη χρυσή λίρα. Στα τέλη του 1947, η νέα δραχμή που κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 1944 είχε χάσει το μεγαλύτερο μέρος της αρχικής της αξίας(7).  Την άνοιξη του 1949 η ζήτηση χρυσών λιρών περιορίσθηκε σε μεγέθη «απολύτως διαχειρίσιμα». Αν και ο εθισμός στη χρυσή λίρα αυξήθηκε εν μέρει λόγω του πολέμου της Κορέας (1951-52), το ήρεμο πολιτικό σκηνικό και η περιοριστική κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής τόνωσαν περαιτέρω την εμπιστοσύνη του κοινού στο εθνικό νόμισμα. Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στη δραχμή ενισχύθηκε από την ταχεία πτώση του πληθωρισμού μετά την αναπροσαρμογή της αξίας της κατά 50% έναντι του αμερικανικού δολαρίου και των άλλων νομισμάτων τον Απρίλιο του 1953. Ταυτόχρονα, η δραχμή συνδέθηκε με το δολάριο στο πλαίσιο του διεθνούς νομισματικού συστήματος σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών του Bretton Woods, το οποίο αποτέλεσε εγγύηση σταθερότητας για την εσωτερική και την εξωτερική αξία της επί δύο δεκαετίες περίπου(8).  Έτσι, καθ’ όλο το διάστημα (1953-71) που η δραχμή παρέμεινε προσδεδεμένη στην σταθερή ισοτιμία των 30 δραχμών ανά δολάριο (ΗΠΑ), o πληθωρισμός διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο κάτω από το 4%(9).

Παρόλο που η χρυσή λίρα είχε πλέον παύσει να είναι ευρέως χρησιμοποιούμενο μέσο πληρωμών, η δραχμή συνέχισε να αποτελεί αντικείμενο κερδοσκοπικών επιθέσεων. Το φαινόμενο της ζήτησης χρυσών λιρών έλαβε μονιμότερο χαρακτήρα στα τέλη του 1963, ιδίως δε κατά την προεκλογική εκστρατεία του 1964(10).  Η εικόνα άλλαξε άρδην το Δεκέμβριο του 1965 με την κατάργηση της ελεύθερης αγοράς και τη γενίκευση της διαδικασίας αγοραπωλησιών χρυσών λιρών με δηλώσεις στην ελεγχόμενη αγορά του Χρηματιστηρίου Αθηνών μέσω επισήμων χρηματιστών, ή των κατά τόπους αντιπροσώπων των.

Παράλληλα, η ΤτΕ καθιερώθηκε ως ο μοναδικός αγοραστής χρυσών λιρών ανώνυμα και χωρίς διατυπώσεις. Η ευνοϊκή στροφή δεν αποτυπώθηκε μόνο στην αντιστροφή του ρεύματος έναντι της χρυσής λίρας αλλά και στο ρυθμό αύξησης της νομισματικής κυκλοφορίας και των ιδιωτικών καταθέσεων: το 1966 ο όγκος των αποθησαυρισμένων χρυσών λιρών που επανεισέρρευσε στα θησαυροφυλάκια της ΤτΕ ανήλθε σε 9.374.600, ποσό λίγο κατώτερο από αυτό που είχε πωληθεί τα προηγούμενα τρία έτη(11).

Η μεγαλύτερη σε διάρκεια περίοδος νομισματικής σταθερότητας που γνώρισε η χώρα έφθασε στο τέλος της τον Αύγουστο του 1971, όταν η κατάρρευση του συστήματος σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών του Bretton Woods σήμανε τη στροφή της παγκόσμιας οικονομίας προς τις κυμαινόμενες ισοτιμίες. Έως το φθινόπωρο του 1973, η ελληνική κυβέρνηση διατήρησε αμετάβλητη την ισοτιμία της δραχμής με το δολάριο παρά τις διαδοχικές υποτιμήσεις του, με αποτέλεσμα την υποτίμησή της έναντι των άλλων ευρωπαϊκών νομισμάτων. Ο ρυθμός αύξησης του πληθωρισμού ωστόσο, σε συνδυασμό με τη μεγάλη άνοδο στις τιμές του πετρελαίου και των πρώτων υλών, και του κόστους των εισαγωγών, άρχισε να παίρνει ανησυχητικές διαστάσεις (από 4,4% το 1972 σε 30% και πλέον το 1973), όπως και η απόκρυψη αγαθών. Η δραχμή πλέον διολίσθαινε διαρκώς. Tον Οκτώβριο του 1973 τελικά αποφασίσθηκε η αποδέσμευσή της από το αμερικανικό δολάριο και από το Μάρτιο του 1975 ακολούθησε καθεστώς διακύμανσης που βασιζόταν στο μέσο όρο των τιμών μιας δέσμης νομισμάτων, μεταξύ των οποίων και το δολάριο.

Η συμμετοχή στο σύστημα κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών συνδέθηκε με χαμηλούς ρυθμούς οικονομικής επίδοσης, ενώ ο πληθωρισμός διαμορφώθηκε σε υψηλά επίπεδα ως προς το μέσο κοινοτικό (περίπου 12%) κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970, για να κινηθεί σε ακόμη υψηλότερα επίπεδα καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, συνεπικουρούμενος από τον επεκτατικό χαρακτήρα της εισοδηματικής, της δημοσιονομικής και της νομισματικής πολιτικής. Αν και η εφαρμογή ενός διετούς προγράμματος σταθεροποίησης το διάστημα 1985-87 πέτυχε πρόσκαιρα την τιθάσευση του πληθωρισμού, καθώς ο ρυθμός του υποχώρησε από 25% το Δεκέμβριο του 1985 στο 16% το Δεκέμβριο του 1987, στη συνέχεια αφού επιταχύνθηκε το 1989, υποχώρησε και πάλι σε επίπεδα γύρω στο 20% το 1990(12).


Η δραχμή υποτιμήθηκε κατά 16% στις αρχές του 1983 και κατά 15% τον Οκτώβριο του 1985. Η συναλλαγματική πολιτική των ελεύθερων διολισθήσεων προκειμένου να εξισορροπηθεί η απώλεια διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας διατηρήθηκε τουλάχιστον έως και το 1987, όταν η προοπτική δημιουργίας της ΟΝΕ σηματοδότησε την απαρχή συντονισμένων προσπαθειών για το μελλοντικό ευρωπαϊκό νομισματικό διακανονισμό. Έτσι, κατά την περίοδο 1991-94, με την υιοθέτηση από τα δύο κόμματα εξουσίας (ΠΑΣΟΚ και ΝΔ) της ονομαστικής σύγκλισης ως στόχου και την αποδοχή των κριτηρίων του Μάαστριχτ (ως προς το δημοσιονομικό έλλειμμα, το δημόσιο χρέος, τα τραπεζικά επιτόκια, τον πληθωρισμό και τη σταθερότητα του νομίσματος) για την είσοδο στο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα (ΕΝΣ)(13)  και, επακόλουθα, στο ενιαίο νόμισμα, η εγκατάλειψη της ταχείας διολίσθησης της ισοτιμίας της δραχμής –ως μέσου για τη στήριξη της ανταγωνιστικότητας– υπέρ ενός ρυθμού υποτίμησης που δεν αντιστάθμιζε πλήρως τη διαφορά πληθωρισμού μεταξύ της Ελλάδας και των κοινοτικών εταίρων, συνέβαλε (όπως και ο συνδυασμός περιοριστικής κατεύθυνσης στην εισοδηματική και νομισματική πολιτική) στη δραστική μείωση του πληθωρισμού. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, για πρώτη φορά μετά από είκοσι και πλέον έτη, διαμορφώθηκε σε μονοψήφιο αριθμό (8,9%)(14).

Μετά από μια παρατεταμένη κρίση εμπιστοσύνης, η οποία κορυφώθηκε προς το τέλος του 1997 και στις αρχές του 1998, με αφορμή εν μέρει τη χρηματοοικονομική κρίση που ξέσπασε στη νοτιοανατολική Ασία και σε άλλες αναδυόμενες αγορές, και έθεσε τη δραχμή υπό νέα δοκιμασία, ο μηχανισμός συναλλαγματικών ισοτιμιών (ΜΣΙ) του ΕΝΣ αποτέλεσε το πλαίσιο μέσα στο οποίο ολοκληρώθηκε η διαδικασία της αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού και της ονομαστικής σύγκλισης. Η ένταξη της δραχμής στο ΜΣΙ το Μάρτιο του 1998 και η ταυτόχρονη υποτίμησή της κατά 12,3% έναντι της ευρωπαϊκής νομισματικής μονάδας (ECU) δεν πυροδότησε νέες κερδοσκοπικές πιέσεις. Το δίλημμα, ωστόσο, της πτώσης του πληθωρισμού σε επίπεδα πλησίον του 2%, προκειμένου η Ελλάδα να συμμετάσχει στη ζώνη του ευρώ, παρέμεινε υπαρκτό. Η μείωση του πληθωρισμού συνεχίσθηκε με ικανοποιητικούς ρυθμούς, για να προσεγγίσει στα τέλη της δεκαετίας του 1990 το επίπεδο των άλλων κρατών-μελών της ΕΕ: ο ρυθμός αύξησης των τιμών σε ετήσια βάση υποχώρησε από 20,4% το 1990 σε 2,1% το 1999. Στους μήνες που ακολούθησαν, η ανατίμηση της κεντρικής ισοτιμίας της δραχμής ως προς το ευρώ στις 340,75 δρχ. τον Ιανουάριο του 2000, σε συνδυασμό με μια περαιτέρω σύσφιξη της δημοσιονομικής πολιτικής και μια σειρά θεσμικών μέτρων που αύξησαν την αποτελεσματικότητα και την αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής γενικότερα, προετοίμασαν το έδαφος για την ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ ως δωδέκατο μέλος, με εναρκτήρια ημερομηνία την 1η Ιανουαρίου 2001(15).

Το ευρώ κυκλοφόρησε σε φυσική μορφή τον Ιανουάριο του 2002. Tον επόμενο μήνα τα τραπεζογραμμάτια και τα κέρματα δραχμών έπαψαν να αποτελούν το νομίμως κυκλοφορούν χρήμα. Η υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος έφερε οφέλη και πλεονεκτήματα, μεταξύ άλλων χαμηλά επιτόκια και αυξημένη αξιοπιστία. Η παγίωση συνθηκών νομισματικής και συναλλαγματικής σταθερότητας συνέβαλε στην ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας και του ρυθμού ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας έως το 2007. Ωστόσο, παρά τη σταθεροποίηση του πληθωρισμού και την εξάλειψη του συναλλαγματικού κινδύνου στις συναλλαγές με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ, η τόνωση της εγχώριας ζήτησης για κατανάλωση και επενδύσεις σε τομείς (κατοικίες και δημόσιος τομέας) που δεν συνεισέφεραν άμεσα στην παραγωγή εμπορεύσιμων αγαθών και αντίστοιχες μεταβολές στην παραγωγικότητα, ενίσχυσε τόσο τις πληθωριστικές πιέσεις όσο και τη διεύρυνση των ελλειμμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, οδηγώντας σε άνοδο την πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία(16).  Έτσι, αν και ο πληθωρισμός αρχικώς μειώθηκε σημαντικά, παρέμεινε σταθερά υψηλότερος έναντι του μέσου όρου όλων των άλλων κρατών-μελών της ζώνης του ευρώ (17).

1.   Γ. Αλογοσκούφης και Σ. Λαζαρέτου, Η Δραχμή από το Φοίνικα στο Ευρώ. Αθήνα: Εκδοτικός οίκος Α.Α. Λιβάνη, 2002, σ. 17-18, 51-53. Α. Μπρέγιαννη, «Από τον Καποδίστρια στον Όθωνα 1828-1866», Δελτίο Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, 2001 (β΄ - γ΄ τρίμηνο).
2. Αλογοσκούφης και Λαζαρέτου, ό.π., 2002, σ. 17-23. Α. Μπρέγιαννη, «Η νεότερη Ελλάδα και το νόμισμά της», Δελτίο Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, 2001 (δ΄ τρίμηνο).
3. I. Pepelasis Minoglou, «Transplanting institutions: The case of the greek central bank», Greek Economic Review, 19(1), 1998, σ. 43. S. Lazaretou, «Macroeconomic policies and nominal exchange rate regimes: Greece in the interwar period», Journal of European Economic History, 25(3), 1996, σ. 658, 660. Α. Μπρέγιαννη, «Οικονομικός εκσυγχρονισμός, πολεμική συγκυρία και πολιτική μετάβαση 1910-1926», Δελτίο Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, 2002 (δ΄ τρίμηνο).
4. Lazaretou, ό.π., 1996, σ. 664-65. M. Mazower, Η Ελλάδα και η Οικονομική Κρίση του Μεσοπολέμου. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2002, σ. 210. Α. Μπρέγιαννη, «Νομισματική σταθεροποίηση και πολιτικός μετασχηματισμός: Ένα σχόλιο για την περίοδο του μεσοπολέμου», Δελτίο Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, 2003 (β΄ τρίμηνο).
5. Αλογοσκούφης και Λαζαρέτου, ό.π., 2002, σ. 148-49.
6. C.A. Coombs, «Financial policy in Greece during 1947-48». Ph.D., Harvard University, 1953, σ. 181-89.
7. Στο ίδιο.
8. Αλογοσούφης και Λαζαρέτου, ό.π., 2002, σ. 205-06, 233-36, 253. Γ. Σταθάκης, Το Δόγμα Τρούμαν και το Σχέδιο Μάρσαλ: Η Ιστορία της Αμερικανικής Βοήθειας στην Ελλάδα. Αθήνα: Εκδόσεις Βιβλιόραμα, 2004, σ. 87-88, 255-56.
9. Φ. Σαχινίδης, «Το συναλλαγματικό καθεστώς», στο Θ. Καλαφάτης και Ε. Πρόντζας (επιμ.), Οικονομική Ιστορία του Ελληνικού Κράτους. Αθήνα: Πολιτιστκό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, 2011, τόμ. β΄, σ. 448-49, 451, 454.
10. Τα Πρώτα Πενήντα Χρόνια της Τραπέζης της Ελλάδος 1928-1978. Αθήνα: Τράπεζα της Ελλάδος, 1978, σ. 577-81.
11. Στο ίδιο, σ. 582. Νέα Οικονομία, Φεβ. 1966, σ. 153.
12. «Τα Πρώτα Πενήντα Χρόνια...», ό.π., 1978, σ. 648-63, 727-28. Σαχινίδης, ό.π., 2011, τόμ. β΄, σ. 463-64, 454-56. Αλογοσκούφης και Λαζαρέτου, ό.π., 2002, σ. 261-62, 267-69. Ν. Γκαργκάνας, και Γ. Ταβλάς, «Νομισματικά καθεστώτα και επιδόσεις ως προς τον πληθωρισμό: Η περίπτωση της Ελλάδος», στο R.C. Bryant, N.Χ. Γκαργκάνας και Γ.Σ. Ταβλάς (επιμ.), Οικονομικές Επιδόσεις και Προοπτικές της Ελλάδος. Αθήνα: Τράπεζα της Ελλάδος και The Brookings Institution, 2002, σ. 58, 74-75.
13. Το ΕΝΣ είχε τρία βασικά χαρακτηριστικά: την ευρωπαϊκή νομισματική μονάδα (european currency unit, ECU) ως νόμισμα αναφοράς, το μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών (exchange rate mechanism, ERM) και τον πιστωτικό μηχανισμό νομισματικής στήριξης όπου κάθε κράτος-μέλος μετέφερε το 20% των αποθεμάτων του σε συνάλλαγμα και χρυσό σε ένα κοινό ταμείο.
14. Σαχινίδης, ό.π., 2011, σ. 466-71, 475. Γκαργάνας και Ταβλάς, ό.π., 2002, σ. 57, 76-77, 84.
15. Αλογοσκούφης και Λαζαρέτου, ό.π., 2002, σ. 293-98. Γκαργάνας και Ταβλάς, ό.π., 2002, σ. 87-99. Τ. Αναστασάτος και Κ. Μάνου, «Κερδοσκοπικές πιέσεις στη δραχμή και η μετάβαση στο ευρώ», Οικονομικό Δελτίο (Τράπεζα της Ελλάδος), 31, 2008, σ. 61-62. Λ.Δ. Παπαδήμος, «Από τη δραχμή στο ευρώ», Οικονομικό Δελτίο (Τράπεζα της Ελλάδος), 15, 2000, σ. 7-14. Σαχινίδης, ό.π., 2011, σ. 472-74.
16. Η τιμή στην οποία κάποιος μπορεί να ανταλλάξει αγαθά και υπηρεσίες μιας χώρας με αγαθά και υπηρεσίες μιας άλλης χώρας.
17. Γ.Α. Χαρδούβελης, «Μακροοικονομική διαχείριση και η ανάγκη διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων μετά την είσοδο στη νομισματική ένωση», στο Τ. Γιαννίτσης (επιμ.), Ελληνική Οικονομία: Κρίσιμα Ζητήματα Οικονομικής Πολιτικής. Αθήνα: Alpha Bank Ιστορικό Αρχείο, 2008, σ. 79-85. Γ. Οικονόμου, «Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών: Τα συμπεράσματα της ανάλυσης και προτάσεις πολιτικής», στο Γ. Οικονόμου, Ι. Σαμπεθάι και Γ. Συμιγιάννης (επιμ.), Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών της Ελλάδος: Αιτίες Ανισορροπιών και Προτάσεις Πολιτικής. Αθήνα: Τράπεζα της Ελλάδος, 2010, σ. 3, 7-8, 54-55.

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 20 Μαρτίου 2014, αρ. φύλλου 732




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ