19.6.15

ΗΛΙΑ ΠΑΠΑΜΟΣΧΟΥ: Κοτσύφι

στη Νένη Τσαδήλα


Στον μοναδικό κήπο της γειτονιάς μου, αλλά τώρα που το σκέπτομαι και της γύρω περιοχής, φύονται τρεις ροδιές, κοντούλες και ταπεινές κάτω από έλατα υψιπετή. Ο ιδιοκτήτης, προσπαθώντας φαίνεται να δαμάσει τα κλαριά τους, τις έχει δέσει με κάτι εύκαμπτα ελαστικά, που θυμίζουν τις σύγχρονες χειροπέδες, κι εμένα τα λάστιχα που χρησιμοποιούν οι γυναίκες για να κάνουν κοτσίδα τα μαλλιά τους. Αυτό συνειρμικά μ’ οδήγησε να βαφτίσω τα άγρια, τον χειμώνα, κλαριά της ροδιάς μαλλιά της Περσεφόνης, πως είναι ό,τι έμεινε έξω από τη γη τη στιγμή που το άρμα του Πλούτωνα έχει ήδη βουτήξει τραβώντας για τον κάτω κόσμο, κι όταν την άνοιξη φουντώσουν πάλι, και λάμπουν στολισμένα τα κλαριά με φύλλα, καρπούς κι άνθη, να, τώρα, όλο λέω θα ’βγει απάνω η θεά μ’ ορμή να πάει να σμίξει με τη μάνα της.
Ο μύθος λέει πως ο Πλούτωνας έτσι δελέασε την Περσεφόνη για να μείνει μαζί του, προσφέροντάς της αυτόν τον νήδυμο καρπό. Η λαϊκή μυθολογία πάλι πως το ρόδι είναι το φρούτο που φέρνει τύχη και γι’ αυτό σπάνε ρόδια στα κατώφλια των σπιτιών, ενώ πιο καρπερές φαντασίες είδαν στο σπάσιμο του ροδιού ξεχείλισμα άστρων. Το ρόδι όμως είναι και αγαπημένο έδεσμα του κότσυφα και πολλές φορές έχω δει κάποιον αφού πρώτα παραμερίσει τα πεσμένα φύλλα από το χώμα κι αφού χοροπηδήσει πάνω του κι αρπάξει έπειτα κανένα σκουλήκι να ρίχνεται μετά στη ροδιά. Όμως τον χειμώνα τα ρόδα που τρυγάει είναι μαύρα, σκέτο κατράμι. Ένας παλιός μύθος λέει πως το κοτσύφι που θα φάει ρόδι πεθαίνει. Η ροδιά βαστάει τα μαύρα ρόδια ακόμη κι όταν βαΐζουν απ’ τα νέα ρόδια τα κλαριά της, σαν τη μάνα που δεν λέει ν’ απορρίξει από την αγκαλιά της το πεθαμένο της παιδί βαστάει κάποια απ’ τα παλιά, και το κοτσύφι αυτά τρυγάει τον χειμώνα, ίσως αυτών των ροδιών τα σπυριά πιο γλυκά να είναι, σαν το τραγούδι του, ίσως μέσα τους να έχουν την αγάπη και τον καημό, να του σκοτείνιασε αυτός τα πούπουλα, τη μύτη του να κέρωσε, και μέλωσε η αγάπη το τραγούδι. Είναι το ρόδι λες που μιλάει μέσα απ’ το λαρύγγι του κότσυφα, λέει για τον καημό του Πλούτωνα, τον πόνο και την αγάπη μάνας και κόρης, είναι του δέντρου η φωνή, χαμένα μες στα πλουμιστά κλαριά, είναι τα κοτσύφια την άνοιξη, του χειμώνα τα ρόδια μαύρα σιωπηλά μπαλσαμωμένα κοτσύφια το δείλι.

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 5 Φεβρουαρίου 2015, αρ. φύλλου 774


Σχετικά: ΟΔΟΣ: Δυσαναπλήρωτο κενό στην πόλη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ