14.6.15

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ-ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Της συγχώρεσης και της συγγνώμης…




Ένα μικρό και αγαπημένο μου πλασματάκι κι η δυσκολία του να προφέρει τη λέξη «συγγνώμη» μ’ έβαλε σε πολλές σκέψεις. Όπως κάνω συνήθως, έψαξα να βρω κάτι, μια ιστορία, για ν’ αντιμετωπίσω τη δυσκολία που μου παρουσιάστηκε. Κι όπως συμβαίνει πάντα, η δυσκολία γεννάει τη λύση, αρκεί να μην τα παρατήσεις· το ‘χει καταλάβει κι ο μαθητής μου ο Συμεών κι όταν μου το ‘πε ένιωσα τεράστια έκπληξη για το τι παρατήρησε ο μικρός-δεν το περίμενα.

Κάθε φορά, σε κάθε τέτοια περίπτωση όπου τα χείλη δυσκολεύονται να πούνε συγγνώμη, θυμάμαι με ανατριχίλα εκείνους τους δύο αχώριστους φίλους, ιερείς και οι δυο τους, που, βάζοντας ο οξαποδώ το ποδάρι του, τους έβαλε να τσακωθούνε και να μη μιλιούνται. Κι όταν ο ένας τους, ο Νικηφόρος, συνήλθε, το αποφάσισε πως δεν μπορεί να συνεχίσει να ζει τσακωμένος με τον φίλο του κι επανήλθε με μια βαθιά και ειλικρινή συγγνώμη. Με την ίδια βαθιά συγγνώμη επανερχόταν συνεχώς, μα ο φίλος του, δείχνοντας μια φοβερή αδιαλλαξία –μνησικακία τη λένε τα βιβλία-, δεν τη δέχτηκε ποτέ. Κι όπως λέει το συναξάρι μας, ο μεν Νικηφόρος στη συνέχεια άγιασε, ενώ ο φίλος του δεν τα κατάφερε.

Κι επειδή αλλού γίνονται πράματα και θάματα -ακόμα και Διεθνές Ινστιτούτο Συγγνώμης ιδρύθηκε στις ΗΠΑ πριν από 20 περίπου χρόνια-, εμείς, αν η Εκκλησία μας δεν είχε σοφά μεριμνήσει για τον Εσπερινό της συγχώρεσης (την Κυριακή της Τυρινής)*, θα μπορούσαμε πολύ απλά να αφιερώνουμε στην αξία της συγγνώμης και της συγχώρεσης την ημέρα της γιορτής του αγίου Νικηφόρου, την 9η Φεβρουαρίου κάθε χρόνο, οπότε να συζητάμε γι’ αυτές υπογραμμίζοντας τη σπουδαιότητά τους (εκτός κι αν προτιμούσαμε να τιμούμε τις δύο αυτές μεγάλες αξίες την ημέρα της γιορτής του Αγίου Διονυσίου από τη Ζάκυνθο, που, συγχωρώντας και προστατεύοντας τον φονιά του αδερφού του, έγινε ο άγιος της συγγνώμης και της συγχώρεσης) .

Αν αγαπάς αληθινά, συγχωρείς, δε γίνεται αλλιώς. Όπου υπάρχει αληθινή αγάπη, υπάρχει κι η συγγνώμη για κάτι που έγινε και δεν ξεγίνεται κι υπάρχει κι η συγχώρεση, γιατί, επίσης, δε γίνεται αλλιώς. Αυτό πρεσβεύουν άνθρωποι σημαντικοί που ο λόγος τους επηρεάζει-έχουν πει ακόμα πως στα βασικά χαρακτηριστικά των ανθρώπων που ευτυχούν στη ζωή τους συγκαταλέγονται και η ικανότητα να λένε και να δέχονται τη συγγνώμη, τόσο βασικά είναι αυτά τα δύο . Αλλά εμείς οι άνθρωποι της πίστης έχουμε πάντα να θυμόμαστε δύο φράσεις και δύο στιγμές τελείως ξεχωριστές και κεφαλαιώδεις: το «Πάτερ, άφες αυτοίς» του Εσταυρωμένου και το «Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω», σ’ αυτές πρέπει να ανατρέχουμε κάθε φορά που αρνιόμαστε ή δυσκολευόμαστε να συγχωρήσουμε. Και να συγχωρούμε.

Και επειδή τα θέματα αυτά, τα βαθιά και τα μεγάλα, βιώνονται κυρίως παρά εξηγούνται, κι επειδή πρέπει να ‘μαστε ειλικρινείς, το να συγχωρέσει κανείς τους σταυρωτές του είναι σχεδόν ακατόρθωτο για τα δικά μας «μετρημένα» μέτρα, άρα ας μείνουμε σε ευκολότερες περιπτώσεις όπου θα μπορούσαμε να φανούμε αληθινά μεγαλόψυχοι. Ούτε αυτό είναι εύκολο, το ξέρουμε όλοι, αλλά αξίζει να το παλέψουμε, γιατί, καθώς λένε και οι επιστήμονες που έχουν ασχοληθεί, η συγγνώμη κι η συγχώρεση «αποτελούν παράγοντα ψυχικής ισορροπίας και αποδοτική μέθοδο ψυχικής θεραπείας από δύσκολες ψυχολογικές καταστάσεις».

Για μας τους ίδιους, λοιπόν, περισσότερο, για τους άλλους λιγότερο, πρέπει να μάθουμε να ζητάμε συγγνώμη και να συγχωρούμε. Και, καθώς μπορεί κάποιοι να πουν πως δεν είμαστε ούτε θεοί ούτε άγιοι, άρα εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι παρόμοιο, ας πάμε σε ανθρώπους σαν εμάς που τα κατάφεραν. Ξεκινώντας από απόσπασμα του Γερμανού συγγραφέως Έρχαρτ Κέστνερ:

«Το 1952 επήγα για πρώτη φορά στην Αθήνα μετά τον πόλεμο του 1940-44, στον οποίο συμμετείχα, μάλιστα στην Κρήτη. Η Γερμανική Πρεσβεία, όταν άκουσε πως είχα πρόθεση να πάω στην Κρήτη, μου συνέστησε να λέγω πως είμαι Ελβετός, επειδή ήταν πολύ νωρίς ακόμα και οι πληγές από τη Γερμανική Κατοχή ήσαν ανεπούλωτες. Αλλ’ εγώ τους ήξερα τους Κρήτες. Από την πρώτη στιγμή είπα πως ήμουν Γερμανός. Και όχι μόνο δεν κακόπαθα, αλλά ξανάζησα παντού όπου επέρασα τη θρυλική κρητική φιλοξενία!

Ένα σούρουπο όμως, καθώς ο ήλιος εβασίλευε, επήγα και στο γερμανικό νεκροταφείο. Εκεί υπήρχε και μία μαυροφορεμένη γυναίκα. Με μεγάλη μου έκπληξη την είδα ν’ ανάβει κεριά στους τάφους των Γερμανών νεκρών του Πολέμου και να πηγαίνει μεθοδικά από μνήμα σε μνήμα. Την επλησίασα και την ερώτησα:
-Είσθε από εδώ;
-Μάλιστα, μου απάντησε.
-Και τότε γιατί το κάνετε αυτό; Οι άνθρωποι αυτοί σκότωσαν τους Κρητικούς.
-Παιδί μου, από την προφορά σου φαίνεσαι ξένος και δεν θα γνωρίζεις τι συνέβη εδώ στα ’41 με ’44. Ο άντρας μου σκοτώθηκε στη Μάχη της Κρήτης κι έμεινα με τον μονάκριβο γιο μου. Αλλά μου τον πήραν οι Γερμανοί όμηρο στα 1943 και πέθανε σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως στο Σαξενχάουζεν. Δεν ξέρω αν είναι θαμμένο και πού το παιδί μου. Ξέρω όμως πως και όλοι αυτοί εδώ οι νεκροί Γερμανοί ήσαν παιδιά κάποιων μανάδων σαν κι εμένα. Και ανάβω κεριά στη μνήμη τους, επειδή οι μάνες τους δεν μπορούν να έλθουν εδώ κάτω. Σίγουρα μια άλλη μάνα θα ανάβει το καντήλι στη μνήμη του γιου μου…
Και ο Γερμανός κατέληξε με τα λόγια του υπότιτλου της ιστορικής του διηγήσεως:
«Μόνο στην Ελλάδα θα μπορούσε να δοθεί η απάντηση αυτή!».

Η περίπτωση αυτή είναι τόσο εξαιρετική που δεν πρέπει να την αγνοεί κανείς μας, που θα ‘πρεπε να γίνει γνωστή σε όλους μας. Είναι εξαιρετική, μα εξαίρεση δεν είναι, αφού έχουμε κι άλλη τέτοια για την οποία επίσης μπορούμε να καυχηθούμε ή, σωστότερα, από την οποία πρέπει να παραδειγματιστούμε. Την αφηγείται και πάλι συγγραφέας, Έλληνας αυτήν τη φορά, ο Σαράντος Καργάκος:

«Ήμουν εξήμισυ χρονών όταν ανήμερα σχεδόν του Αγίου Νικολάου του 1943 οι Γερμανοί πηγαίνανε για σκοτωμό τα’ αδέρφια του πατέρα μου. Η μάνα μου λέει πως με κρατούσε από το χέρι. Πέρασε το αυτοκίνητο με τους μελλοθάνατους από μπροστά μας, ο μικρός θείος μου που δεν ήταν 30 ετών, σήκωσε το χέρι και μας χαιρέτισε μ’ ένα πικρό χαμόγελο. Και μετά το αυτοκίνητο χάθηκε σε μια στροφή. Τότε για πρώτη φορά άκουσα κι έμαθα τη λέξη εκτέλεση. Κι η λέξη έμεινε άσβηστη στη συνείδησή μου, γιατί έκτοτε είχαμε κι άλλες, πολλές ακόμη εκτελέσεις. Έφευγαν από κοντά μας αγαπημένα πρόσωπα κι ο κόσμος έλεγε: «Τα πήγαν για εκτέλεση»!

Και συνεχίζει ο γνωστός συγγραφέας:
(…)Ήμουν μπροστά όταν ο πατέρας τής ανακοίνωσε την εκτέλεση των δύο παιδιών της, των δύο αδελφών του. Η γιαγιά –βαθιά χριστιανική ψυχή- κατέβασε το μαύρο τσεμπέρι ως τα μάτια και, πριν τυλίξει με αυτό το στόμα για να μη βγει κραυγή οδύνης, κατόρθωσε να μουρμουρίσει:
-Ο Θεός να τους συγχωρέσει για το κακό που μου έκαναν!...

Κι έπειτα κλείστηκε στη βαθιά σιωπή της. Πού και πού ένα σιγαλό –σαν αγεράκι απαλό- μοιρολόι.
Πέρασαν κάποια χρόνια. Ήμουν στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου, την λεγόμενη τότε «Ογδόη». Ο πατέρας έφθασε ένα μεσημέρι ράκος στο σπίτι. Τον είχε επισκεφθεί στο κατάστημα του «Δραγώνα» (Αιόλου 89) ο άνθρωπος που είχε βάλει στη λίστα των μελλοθάνατων τα αδέρφια του. Ήταν ετοιμοθάνατος. Τον «κουράριζε» στον Άγιο Σάββα εξάδελφός μου ογκολόγος. Του έμεναν λίγες ημέρες ζωής. Ζήτησε από τον εξάδελφό μου την άδεια να βγει για λίγες ώρες· έπρεπε κάποιον να δει. Και πήγε να βρει τον πατέρα μου. Δεν μπορούσε να ανέβει στον ημιώροφο. Τον ζήτησε και κατέβηκε ο πατέρας. Σαν τον είδε πάνιασε.
-Ήλθα να πάρω τη συγγνώμη σου, του είπε ο άλλος. Σε λίγες μέρες πεθαίνω…
Ο πατέρας, βαθιά συγκλονισμένος, μόλις κατόρθωσε να ψελλίσει μία φράση:
-Να ‘σαι συγχωρεμένος…

Ανέβηκε γρήγορα τις σκάλες και κλείστηκε στο γραφειάκι του. Δεν ήθελε να τον δει κανείς με δάκρυα στα μάτια. Ήταν ένας μικρόσωμος άνθρωπος με υψηλή περηφάνια. Μας τα είπε στο σπίτι με αναφιλητά. Ήταν η πρώτη φορά που μάλωσα με τον πατέρα μου. Με τη σκληρότητα της νεανικής ηλικίας πίστευα πως η συγγνώμη σ’ έναν εγκληματία συνιστά αδικία. Σήμερα το ίδιο θα έπραττα κι εγώ. Αυτό δε σημαίνει πως έκοψα να είμαι Μανιάτης. Αλλά η πείρα μιας μακράς ζωής με εδίδαξε ότι η καλύτερη εκδίκηση είναι η συγγνώμη (…).

Τα δύο παραπάνω αληθινά συγκλονιστικά περιστατικά συγχώρεσης είδαν το φως της δημοσιότητας όταν η Γερμανία με την επιβολή του μνημονίου άρχισε να κάνει τη ζωή μας δύσκολη. Σήμερα, όμως, αξίζει και πρέπει να τα δούμε και πέρα από αυτό. Είναι γεγονότα, πρόκειται για ανθρώπους γήινους σαν κι εμάς που έδειξαν απαράμιλλη μεγαλοψυχία και μπόρεσαν να συγχωρέσουν ανθρώπους που τους έκαναν το μεγαλύτερο κακό. Και άφησαν ιερή παρακαταθήκη το παράδειγμά τους, αφαιρώντας μας κάθε άλλοθι, απλώς γιατί, αφού αυτοί τα κατάφεραν, τότε κι εμείς έχουμε τη δυνατότητα να το κάνουμε.
Το κάνουμε όμως;



(*) Αληθινά σπουδαίος ο εσπερινός της συγχώρεσης, αρκεί να είναι ουσιαστικός κι όχι τυπικός και να ξεκινά η συγγνώμη απ’ την καρδιά, να μην περιορίζεται μόνο στα λόγια. Και είναι επίσης σπουδαία συνήθεια η επίσκεψη των νέων γονέων στους παππούδες και τις γιαγιάδες, κρατώντας από το χέρι τα παιδάκια τους και διδάσκοντάς τους αβίαστα και με το ίδιο τους το παράδειγμα πώς να ζητούν συγγνώμη από τα πολύ αγαπημένα  τους πρόσωπα, καθώς, κυρίως άθελά μας, πικραίνουμε περισσότερο αυτούς που ζούνε κοντά μας κι όχι τους μακρινούς μας…

Αφιερώνεται στη μνήμη ενός ανθρώπου που η ζωή του ήταν ένας αδιάκοπος και καρποφόρος αγώνας για το κοινό καλό, του Βασίλη Αβραμίδη του Άργους και της Ορεστίδας, που έφυγε ξαφνικά από κοντά μας, αφήνοντας πραγματικά δυσαναπλήρωτο κενό με την απουσία του…


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 12 Φεβρουαρίου 2015, αρ. φύλλου 775
Φωτογραφία: «Η εξορία από τον Παράδεισο», μωσαϊκό από την Cappella Palatina του Παρλέμο στην Σικελία της Ιταλίας, μέσα 12ου αιώνα. 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ