29.6.15

ΝΩΝΤΑ ΤΣΙΓΚΑ: Ο Γιώργος Ιωάννου στο νοσοκομείο

στη μνήμη της Νένης


O φίλος K. είναι συγγραφέας. Φύση ανήσυχη, ατίθαση που βράζει. Στριφνός καμιά φορά, ίσως απότομος ακόμα και καβγατζής καθώς ισχυρίζονται όσοι κοιτάζουν τις επιφάνειες. Καθόλου σπάνια, τον έχουν δε να τα σπάει στα καλά καθούμενα και να φεύγει. Όμως, ψυχή ευγενική και «χρυσό παιδί» λένε όσοι κοιτάζουν το μέσα μέρος.

Τη ζωή του φίλου μου τραυμάτισε και δηλητηρίασε ευεργετικά το χαμηλό του ύψος. Το «ένα εξήντα οκτώ» ακούγεται σαν απόφαση κακουργιοδικείου. Η ελπίδα του πως θα ψηλώσει λίγο ακόμα κρατήθηκε ζωντανή με διορίες και παρατάσεις μέχρι τα είκοσι τρία του χρόνια. Ύστερα ισορρόπησε το αμετάκλητο αυτό ζήτημα ανάμεσα στη μελαγχολία και την ιδιορρυθμία. Κάποτε χρειάστηκε να επιστρατευθούν και φάρμακα γι’ αυτό αλλά ο Κ., αν και άθεος, κατάφερε να τα τιθασέψει όλ’ αυτά μ’ εκείνο το […] ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται. Παρέμεινε λοιπόν μικρός κατά το δέμας -όμως ποτέ «κοντός» στα μάτια των πραγματικά δικών του ή των γυναικών- και πάντοτε περίκομψος, σχεδόν λιλιπούτειος και σαν μικρή πορσελάνη πολύτιμος.

Φρόντισε ωστόσο να υψώνει με κάθε ευκαιρία τους άλλους γύρω του. Από τις γυναίκες που κοιμήθηκε μαζί τους -μόνον ψηλές με μακριά πόδια- τους φίλους που διάλεξε, τους στόχους που όρισε, την τέχνη που αγάπησε, την αισθητική που θέλησε. Δεν φόρεσε ποτέ ύπουλα τακούνια για να κερδίσει πόντους κάτω από ένα επιδέξιο ρεβέρ, δεν ανέβηκε σε υποπόδια, εξώστες ή άμβωνες για την αφ’ υψηλού θέαση των πραγμάτων και κηρύγματα. Εκτός από αυτά τα ηθικά, τεχνικά και ανατομικά ζητήματα που έχουν τη θέση τους στα καθ’ ημέραν κάποτε του αρκούν μερικές ανακουφιστικές ιστορίες γεμάτες τερατώδη ψέματα –ή σκόπιμες και λυτρωτικές ανακρίβειες- που συνηθίζει να διηγείται με μοναδική πειστικότητα.

Μια απ’ αυτές, που αγαπά να διηγείται, είναι και η σχετική με τη νοσηλεία του Γιώργου Ιωάννου σε εφημερεύον Νοσοκομείο της πρωτεύουσας, ύστερα από την εμπλοκή του σε κάποιο τροχαίο, που του στοίχησε μερικά σοβαρά κατάγματα στα δυο του πόδια. Συχνά ο Κ. φροντίζει να στέλνει επειγόντως τον συγγραφέα στο παλιό και τρισάθλιο εκείνο νοσοκομείο που θυμίζει στρατιωτικό χειρουργείο σε καιρό πολέμου.

 Ο Ιωάννου, κατά το ξημέρωμα, οδηγείται από έναν υπναλέο νοσοκόμο σε θάλαμο όπου νοσηλεύονται κι άλλοι πέντε ακόμα σιωπηλοί τραυματίες. Τα ανήμπορα και θλιβερά τους πόδια ή χέρια προβάλλουν άλλοτε τυλιγμένα μέσα από γύψους, άλλοτε κρεμασμένα με τροχαλίες από το ταβάνι ή διαμπερώς τρυπημένα από ορθοπεδικούς ήλους και βελόνες. Αντιλαμβάνεται ο συγγραφέας πως είναι αδύνατο να παραμείνει ζωντανός έστω και μια μέρα ανάμεσα σ’ αυτήν την φρικτή λαοσύναξη.

Έχει τότε τη φαεινή έμπνευση να απευθυνθεί εμπιστευτικά στο όργανον της τάξεως, που εξακολουθεί να τον συνοδεύει από τον τόπο του ατυχήματος σαν φύλακας άγγελος κι όχι σαν χωροφύλακας. Του ζητά, ανακαλώντας από μνήμης το τηλέφωνο του, μηδέποτε διατελέσαντος υποστράτηγου και γενικού αρχηγού του Υγειονoμικού, ΗΧΠ που τυχαίνει να είναι ο γνωστός συγγραφέας ΗΧΠ. Τον παρακαλεί να του τηλεφωνήσει εκ μέρους του και να του ζητήσει να έρθει εκεί το συντομότερο και μάλιστα με την στολή του.

Ο ΗΧΠ, επιβλητικός και γύρω στα πενήντα τότε, που δεν έχει ποτέ στη ζωή του φορέσει στρατιωτική στολή μετά τις τρεις το απόγευμα, καταφθάνει με τα δυο του αδαμάντινα άστρα στις επωμίδες, με μαλλιά ασημένια χαίτη να πέφτουν στους ώμους σαν του στρατηγού Κάστερ, προβάλλοντας μέσα από ένα μαύρο γυαλιστερό Ford το οποίο οδηγεί το κέρινο ομοίωμα κάποιου μόνιμου Aρχιλοχία του Ελληνικού στρατού. Δυο τουλάχιστον προπορευόμενοι -κάποτε γίνονται και πέντε στις διηγήσεις του Κ.- μοτοσυκλετιστές της παλιάς ΕΣΑ, και τωρινής Στρατονομίας, με τις θορυβώδεις μοτοσυκλέτες τους Harley Davinson WLA και τις σειρήνες τους στη διαπασών, ανοίγουν δρόμο στις πηγμένες από κίνηση λεωφόρους των Αθηνών.

Ο ΗΧΠ -«ποιός είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε;»- εισβάλει ορμητικός και εξημμένος στο νοσοκομείο και μπήγει τις φωνές. Πρώτα την πληρώνει μια νοσοκόμα στο διάδρομο, ύστερα η προϊσταμένη της κι έπειτα ο Διευθυντής της κλινικής συμφοιτητής του από τα χρόνια της Ιατρικής Σχολής που τον ακούει ζεματισμένος. «Από τους μεγαλύτερους εν ζωή Έλληνες συγγραφείς» τους λέει αυστηρά ο ΗΧΠ «…κι αυτό έπρεπε να το γνωρίζετε κύριοι!»

Ο Ιωάννου μεταφέρεται αμέσως σε μονόκλινο της πρώτης θέσης. Του βάζουν γυάλινο ανθοδοχείο με κρινάκια πάνω στο συρόμενο τροχήλατο τραπέζι, με επιφάνεια από λευκή ματ φορμάικα. Πάνω σ’ αυτό τις επόμενες ημέρες θα παρελάσουν σχεδόν Λουκούλλεια γεύματα, μαζί με τα απαραίτητα πολίτικα σιροπιαστά, εκτός από τα σχετικά παυσίπονα ή άλλα φάρμακα τυλιγμένα σε χάρτινο χωνάκι σαν τα πασατέμπο στα θερινά σινεμά.

Η εκδοχή αυτή του Κ. θέλει να βάζει τα σημαντικά στη θέση που τους αρμόζει: Οι συγγραφείς, οι ποιητές, οι ζωγράφοι ανήκουν σ’ ένα σύμπαν εύθραυστο και πρέπει να αναπνέουν έναν αέρα προστασίας, μακάριας αιθεριότητας και ελευθερίας. Αν δεν μπορούσαν πια, σ’ αυτούς τους παρδαλούς καιρούς, να τους συνδράμουν Μέδικοι, Τσάροι ή Λουδοβίκοι θα ’πρεπε τουλάχιστον μαικήνας τους να σταθεί η σφοδρή ανάγκη του λαού, που εκτιμά και δοξάζει το έργο τους, να τους παρέχει τις τιμές που τους αξίζουν. Κάποιος νόμος των ανθρώπων θα ’πρεπε να το προβλέπει αυτό που στις διηγήσεις του Κ. έχει ήδη υπερψηφιστεί, σφραγιστεί με βουλοκέρι, σταλεί και ισχύει από καιρό σ’ ολόκληρη την επικράτεια.

 Η εξιστόρηση όμως των γεγονότων από τον ίδιο τον Ιωάννου στο χρονικό του «Πολλαπλά κατάγματα» είναι το λιγότερο αποκαρδιωτική. Ο συγγραφέας δηλώνει με συστολή στο μητρώον πως είναι δημόσιος υπάλληλος. Ο γιατρός που τον έχει αναγνωρίσει του σιγοψιθυρίζει «Μα δεν είπατε καν πως είσαστε συγγραφέας…» (γιατί, είχε μήπως πει πως ήταν Γυμνασιάρχης;). Τολμά αργότερα να δώσει στο όργανον έναν τοπικό τηλεφωνικό αριθμό που ανήκει στον Αρχίατρο του Υγειονομικού ΗΧΠ που εργάζεται στο παρακείμενο μεγάλο Στρατιωτικό Νοσοκομείο της πρωτεύουσας.

Ο ΗΧΠ σπεύδει πεζή, με τα δυο χρυσά άστρα του Αρχιάτρου στις επωμίδες, ανήσυχος και θορυβημένος, μιλά με απολύτως ευγενικό και μειλίχιο τρόπο στη νοσοκόμα του διαδρόμου, την προϊσταμένη και τον Διευθυντή της κλινικής. Πετυχαίνει να μεταφερθεί ο φίλος του σε καλύτερο δωμάτιο -μονόκλινο της πρώτης θέσεως («…που το δικαιούμαι!» λέει ο Ιωάννου δείχνοντας την πρώτη σελίδα του δημοσιοϋπαλληλικού βιβλιαρίου του που τραβά από το συρτάρι ενός άθλιου κομοδίνου). Και ναι: o ΗΧΠ, που ψιθυρίζει στο αυτί του Ιωάννου «είναι όλοι τους καλά παιδιά εκεί μέσα…», έχει σχεδόν το ίδιο ύψος με τον Κ…

Έπειτα ο ΗΧΠ φεύγει μέσα στο σούρουπο. Είναι επιφορτισμένος να τηλεφωνήσει σε κάποιους συγγενείς και φίλους του Ιωάννου που διαμένουν στην Αθήνα, να περάσουν και να του φέρουν από το σπίτι του στα Εξάρχεια βιβλία, σύνεργα γραφής, μερικά ακόμα προσωπικά του αντικείμενα και κάνα δυο αλλαξιές ασπρόρουχα.

Θα συμπαρασταθεί στο πλευρό του φίλου του μέχρι το τέλος της νοσηλείας του εκεί.

Θυμάμαι όμως πως σ’ ένα άλλο νοσοκομείο της Αθήνας λίγα χρόνια μετά, ο Ιωάννου θα πεθάνει από μια τιποτένια αφορμή. Μια ύπουλη μετεγχειρητική λοίμωξη. Καμιά αφηγηματική εκδοχή του Κ. δεν είναι πια σε θέση να σώσει το συγγραφέα απ’ αυτόν τον ηλίθιο θάνατο.



Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 5 Φεβρουαρίου 2015, αρ. φύλλου 774



Σχετικά: ΟΔΟΣ: Δυσαναπλήρωτο κενό στην πόλη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ