9.4.23

ΧΑΡΙΛΑΟΥ Γ. ΓΚΟΥΤΟΥ: Το χωριό Μπορμποτσικό (Επταχώρι), 1530-1913 [III]

 
ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς
ΟΔΟΣ 29.9.2022 | 1142


Ε.- Ὕστερη τουρκοκρατία, 1822-1913

1.

Ὁ Μάρκος Μπότσαρης τό 1820 φρούρησε τίς διόδους τῆς Φούρκας καί τοῦ Μπορμποτσικοῦ γιά νά μήν εἰσέλθουν σουλτανικά στρατεύματα ἐναντίον τοῦ Ἀλῆ πασᾶ (τόν συνάντησε ἐκεῖ ἕνας γιατρός πορευόμενος ἀπό τό Μπεράτι στήν Κοζάνη). Γνώρισε τόν Ντόσα, ἴσως ἐπειδή στρατολόγησε καί Μπορμποτσιῶτες. Τό 1822, κατόπιν πρόσκλησής του, πῆγαν καί πολέμησαν στό Πέτα καί στό Μεσολόγγι ὁ Νικ. Γκολέτσης μέ 70 χωριανούς καί μέ 40 κοντοχωριανούς, καθώς καί ο Καντσιώτης Στρικτούρας μέ 300 χωριανούς του. Ἀκολούθως οἱ Μπορμποτσιῶτες πολέμησαν ὑπό τόν Κολοκοτρώνη καί ἔπειτα ὑπό τόν Καραϊσκάκη, ὁ ὁποῖος χάρισε στόν χιλίαρχο Γκολέτση δύο σπαθιά. Ὁ τελευταῖος καταγράφηκε ἀπό τόν Κασομούλη ὡς «Νικόλαος Βουρβουτζιώτης ἀπό τό Μπουρμπουτζιό», ὁπλαρχηγός μέ 40 ἄνδρες, στερημένος τῶν μισθῶν τους ἐπί ἕνα ἔτος. Τό 1827 ἐπέστρεψαν στό χωριό 30 ἄνδρες, προφασιζόμενοι ὅτι εἶχαν ταξιδεύσει ὡς οἰκοδόμοι, ἐνῶ οἱ τραυματίες παρέμειναν στήν περιοχή τῆς Λαμίας. Ὁ Γκολέτσης ἐργάσθηκε στόν ὑδρόμυλό του στό χωριό, ὅπου τόν σκότωσε κάποιος φρενοβλαβής[29].

2. 

Μετά τήν πτώση τοῦ Ἀλῆ πασᾶ, τό χωριό ζήτησε ἔμμισθη προστασία (ἀγαλίκι) ἀπό Ἀλβανούς μπέηδες, μέ ἀμοιβή 3.000 γρ. Τό 1828 οἱ ταραχές αὐξήθηκαν καί οἱ μπέηδες ζητοῦσαν ὡς ἀγαλίκι 15.000 γρ., λόγω δέ τῆς ἄρνησης τῶν προεστῶν τό 1829 ἐπιτέθηκαν δύο φορές μέ ἐνό-πλους τους στούς χωριανούς καί τό 1830 ἔκαψαν τίς περισσότερες ἀπό τίς συνοικίες τοῦ χωριοῦ. Σέ λίγο τό χωριό μετατάχθηκε στόν καζά τῆς Χρούπιστας τοῦ σαντζακιοῦ τῆς Κορυτσᾶς (μετά ἀπό σχετική αἴτηση πού εἶχε ὑποβάλει μαζί μέ 5 γειτονικά χωριά), θεωρήθηκε δέ ὅτι πλέον εἶχε καταστεῖ ἐθνικό κτῆμα (ἰμπλιάκι) καί ὅτι συνεπῶς ὄφειλε νά πληρώνει στό δημόσιο ταμεῖο τά 12.000 γρ. πού εἶχε συμφωνήσει μέ τόν Ἀλῆ πασᾶ. Τό 1843 τό ποσό αὐτό αὐξήθηκε κατά 50%.

Τό 1857 ἐπιβλήθηκε τό σύστημα εἴσπραξης τῶν φόρων μέ μίσθωσή τους (ἰλτιζάμι) καί μέ ὑπολογισμό τους ἐπί τῆς παραγωγῆς, μέ συνέπεια νά ἐπιβαρυνθεῖ σημαντικά τό χωριό, πού εἶχε 150 ζευγάρια ἀροτριώντων ζῴων καί 16.000 γιδοπρόβατα, καί νά ἐκπατρισθεῖ τό 30% τῶν κατοίκων. Τό 1876 δύο Ἀλβανοί ἀγόρασαν τό ἰμπλιάκι καί συμφώνησαν μέ τούς χωριανούς νά τό πωλήσουν σέ αὐτούς ἀντί ποσοῦ 11.500 λιρῶν, μεταβίβασαν δέ τό μή καταβληθέν τίμημα τῶν 7.500 λιρῶν στό δημόσιο ταμεῖο καί καταπίεζαν τούς χωριανούς νά τό ἐξοφλήσουν, γι ᾽ αὐτό πολλοί ἀπό αὐτούς μετοίκησαν, ἰδίως κατά τά ἔτη 1882-84. Μολονότι δικαίωσε τό χωριό ὁ σουλτάνος, στόν ὁποῖο στάλθηκαν δύο χωριανοί, ὁ καημακάμης διέταξε τήν κατάσχεση καί πώληση τοῦ χωριοῦ ἀπό τριμελῆ ἐπιτροπή, ἀλλά τά μέλη της καί ὁ καημακάμης συνελήφθησαν ἀπό 65 ἄνδρες τοῦ Γιαννούλη Ζέρμα (1880). Ἐπακολούθησαν φυλακίσεις προεστῶν (1886), δικαστική ἀπόφαση πού ἀναγνώρισε τό χρέος (1892), κατάσχεση 4.000 αἰγοπροβάτων (1892) καί τελικῶς παραγραφή ἀπό τόν σουλτάνο τῶν ἐκκρεμῶν χρεῶν (1900). Το δάσος τοῦ χωριοῦ τό 1925 ἀναγνωρίσθηκε ὡς κοινοτικό[30].

3.

Τό 1854 ὁ χωριανός Μανέλλας, παλαίμαχος ἑκατόνταρχος, 60 συγχωριανοί καί 40 ἄνδρες γειτονικῶν χωριῶν ἐντάχθηκαν στό ἀντάρτικο σῶμα τοῦ Χατζηπέτρου, πολέμησαν στήν Θεσσαλία καί ἐξέγειραν 40 συγχωριανούς, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦσαν ὁ καπετάν Καραγιῶργος Μανθόπουλος καί ἡ Τζιουγκρούλα, μετά δέ τήν κατάπαυση τοῦ κινήματος μερικοί ἀπό αὐτούς παρέμειναν στά βουνά ὡς ἀντάρτες ἤ ὡς ληστές[31]. Κατά τό κίνημα τοῦ 1878, πολέμησαν αὐτοί καί πάλι στήν Θεσσαλία, ὁ δέ καπετάν Καραγιῶργος μέ 85 ἄνδρες του μετεγκαταστάθηκε ἀπό τήν Θεσσαλία στήν ἐδῶ μονή τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καί συγκρούσθηκε μέ στρατιωτικά ἀποσπάσματα σέ κοντινές θέσεις καί σέ ἄλλες μέχρι τίς Πρέσπες. Ὅσοι διέμεναν στα βουνά κοντά στό χωριό τό ἐπισκέπτονταν συχνά, γι ᾿αὐτό οἱ πρόκριτοί του συλλαμβάνονταν καί φυλακίζονταν στά Γιάννενα ὡς συνεργάτες τῶν ἀνταρτῶν, ἐγκαταστάθηκε δέ στό χωριό στρατός καί ὁ ἀξιωματικός του διατάχθηκε δύο φορές νά κάψει τό χωριό, ἀλλά αὐτός συγκρατήθηκε ἐπειδή εἶδε σέ ὄνειρο τόν Ἅγιο Γεώργιο νά τοῦ λέει ὅτι ἄν τό κάψει θά τιμωρηθεῖ[32].

Κατά τόν Μακεδονικό ἀγώνα, συγκροτήθηκε στό χωριό «ἐπιτροπή ἀγῶνος» καί βοηθοῦσαν τούς ἀντάρτες ἄνδρες καί γυναῖκες. Πέρασαν ἀπό τό χωριό ὁ κομιτατζής Τσακαλάρωφ (1903), ὁ Παῦλος Μελᾶς καί ἄλλοι Ἕλληνες ὁπλαρχηγοί. Ὁ ἱερέας τοῦ Λιμπόχοβου ἔγραψε στό ἡμερολόγιό του: «ἐστείλαμε δύο φορτώματα πολεμοφόδια εἰς Βορβοσκόν εἰς τό σῶμα τοῦ ἀρχηγοῦ Μάλλιου Στεφάνου» (1905), «ὁ ὁπλαρχηγός Κ. Μπουρανιώτης μέ 8 ἄτομα ἔφυγον διά Βορβοσκόν» (1905), «ἐπῆγαν μέ πολεμοφόδια εἰς Βορβοσκόν» (1907)[33].

Τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1912 μαζεύτηκαν στήν μονή Ἁγίου Γεωργίου ἑκατό περίπου ἔνοπλοι ἄνδρες τοῦ χωριοῦ, τοῦ Ζουπανιοῦ καί τοῦ Δοτσικοῦ. Ὁ ἐπί κεφαλῆς τῶν Ἀλβανῶν στρατιωτῶν σκότωσε δύο προεστούς τοῦ χωριοῦ καί τραυμάτισε 4, οἱ κάτοικοι προσέφυγαν στήν μονή. Ὁ χωριανός Θύμιος Σιαματᾶς, πού μόλις εἶχε ἐπιστρέψει ἀπό τήν Ἀμερική, ὕψωσε τήν ἑλληνική σημαία στόν λόφο τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, τελέσθηκε ἐκεῖ δοξολογία καί γιορτάσθηκε ἡ ἀπελευθέρωση. Ἑλληνικός στρατός ἦλθε στό χωριό τήν 21.11.1912 καί τήν 28.1.1913. Στό ὡς ἄνω ἡμερολόγιο σημειώθηκε τήν 5.2.1913: στείλαμε εἰς Βορβοσκόν 400 ὀκάδες χορτάρι γιά τά κυβερνητικά ζῶα[34].

4.

Ἀπό τό 1854 τουλάχιστον, ὑπηρετοῦσαν στό χωριό 2-3 δάσκαλοι, ὅπως ἦσαν: ὁ Δημ. Παπαϊωάννου, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπό τό Λισκάτσι τῆς Κόνιτσας καί εἶχε σπουδάσει στήν Ζωσιμαία σχολή Ἰωαννίνων, καί οἱ χωριανοί Β. Τσιρόπουλος, Γρ. Μούζας, Θ. Ἀναστασόπουλος κ.ἄ., οἱ ὁποῖοι εἶχαν σπουδάσει στίς σχολές Σιάτιστας καί Τσοτυλίου. Τό 1853 κτίσθηκε στό χωριό διδακτήριο μέ τρεῖς αἴθουσες. Κατά τά ἔτη 1897, 1903 καί 1908 τουλάχιστον, ὑπηρετοῦσαν καί δασκάλες γιά τά κορίτσια. Τό 1913 γράφτηκε ὅτι τό χωριό «ἔχει 900 ψυχάς, Ἑλληνικήν σχολήν, σχολεῖα ἀρρένων ἑξατάξιον καί θηλέων τετρατάξιον, μαθητάς 72, μαθητρίας 52, διδασκάλους 3, διδασκαλίσσας 2, ἱερεῖς 3»[35].

5. 

Στό χωριό κτίσθηκαν τά ἑξῆς ἐξωκκλήσια: Ἁγίου Δημητρίου (1830), Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος (1840), Ἁγίου Νικολάου (1869), Προφήτη Ἠλία (1870), Ἁγίου Ἀθανασίου (1897), Ἁγίας Βαρβάρας (1910). Στήν μονή διέμεναν ἐνίοτε μοναχές. Τό 1865 τό καθολικό της χαρακτηρίσθηκε ὡς ἐνοριακός ναός, τό 1881 κατασκευάσθηκε ἐκ νέου ἡ πτέρυγα τῶν κελλιῶν της, τό 1900 καταστράφηκαν τά κελλιά, ὁ δέ μισθωτής τῶν κτημάτων της δέν ἀπέδιδε τό μίσθωμα στήν κοινότητα, τό 1918 ἡ μονή προσαρτήθηκε στήν μονή τῆς Ἁγίας Τριάδος Ζουπανίου[36].

6. 

Τό 1886 τό «Βουρβουσκό» εἶχε 1.400 κατοίκους, χριστιανούς, ἐκκλησία, σχολεῖο ἀρρένων, κρῆνες καί χάνια. Πρίν ἀπό τό 1940 οἱ ἄνδρες τοῦ χωριοῦ βιοπορίζονταν συνήθως ὡς γεωργοί, κτηνοτρόφοι, ὑλοτόμοι, οἰκοδόμοι ἀγωγιάτες, ράφτες, πραγματευτάδες, κυνηγοί κ.ἄ., οἱ δέ γυναῖκες ἐπιδίδονταν στήν γεωργία καί στήν οἰκοτεχνία. Τό 1885 ἐργάσθηκαν στό Ἅγιο Ὄρος 69 χωριανοί ὡς οἰκοδόμοι, ὑλοτόμοι καί ἀνθρακεῖς. Στό δάσος τοῦ χωριοῦ τό 1913 κατασκευάσθηκαν 20.000 ὀκάδες ἀνθράκων καί τό 1915 ὑλοτομήθηκαν 20 κυβικά μέτρα ξυλείας. Τό 1940 τό χωριό καλλιεργοῦσε δημητριακά σέ 3.000 στρέμματα καί εἶχε γιδοπρόβατα 10.000, βοειδῆ 250 καί φορτηγά ζῶα 320. Τό 1979 ὑπολογίσθηκαν ὡς ἑξῆς οἱ χωριανοί πού εἶχαν γίνει ἐπιστήμονες διαχρονικῶς: ἐκπαιδευτικοί 83, στρατιωτικοί 14, γιατροί 15, βιο- χημικοί 4, πολιτικοί μηχανικοί 9, γεωπόνοι καί δασολόγοι 5, νομικοί 12[37].

- τέλος -


29. Μ. Καλινδέρης, Γραπτά μνημεῖα ἀπό τήν Δυτ. Μακεδονία, 1940 54, Γκοῦτος, ὅ.π., τ. Β΄ 250, 265, Τσίγκαλος, ὅ.π. 55-62, 65-66.
30. Τσίγκαλος, ὅ.π. Ἀπό μπέηδες κακοπάθησαν καί χωριά τῆς Κόνιτσας μετά τό 1822 (Γκοῦτος, ὅ.π., τ. Β΄ 284, τ. Α΄ 306, 315-319).
31. Τσίγκαλος, ὅ.π. 86-89, 92, 75. Κατ’ ἄλλη γνώμη, ἡ ἀντάρτισσα Τζιουγκροπούλα καταγόταν ἀπό τό Πολυνέρι Γρεβενῶν καί ἔδρασε μέχρι τό Μπορμποτσικό (Κ. Κυριαζής, Ὅσα ἄκουσα, 2002 100).
32. Τσίγκαλος, ὅ.π. 90-94, 75-76, 78. Ὁ Κοντογιῶργος μετά τό κίνημα διέμεινε στήν Ἀθήνα, ὅπου, μετά ἀπό ἀναθεώρηση τῆς δίκης του, κρίθηκε ὅτι δέν ἦταν ἠθικός αὐτουργός στόν φόνο ἑνός Μπριαζιώτη (καταγόμενου ἀπό τό Δίστρατο Κόνιτσας). Ἡ παρουσία του κοντά στό χωριό τό 1878 καταγράφηκε στό ἡμερολόγιο ἱερέα τοῦ Λιμπόχοβου: «Ἐβγῆκε ἕνας ἀρχηγός Καραγιῶργος, εἶχε ἕως 80 ἐπαναστάτας» (Τσιάρας, εἰς Μακεδονικά, τ. 1968 273).
33. Τσίγκαλος, ὅ.π., 98-103, Τσιάρας, ὅ.π. 285, 393.
34. Τσίγκαλος, ὅ.π. 104-106, 109, 111, Τσιάρας, ὅ.π. 301.
35. Τσίγκαλος, ὅ.π. 140-147.
36. Αὐτόθι, 133, Πολύβιος, ὅ.π. 37, Δάρδας, ὅ.π. 268. Τό ἐξωκκλήσι τοῦ Ἁϊ Λιᾶ ὑπῆρχε τήν ἐποχή τοῦ καπετάν Τότσκα (ἀνωτ. ὑπό Α΄), κατά δέ τό 1870 πιθανότατα κτίσθηκε ἐκ νέου.
37. Ν. Σχινᾶς, Ὁδοιπορικαί σημειώσεις Μακεδονίας, Ἠπείρου… 1886 225, Τσίγκαλος, ὅ.π. 24, 160, 111, 147-18, 84, 113, Β. Παπαγεωργίου/Ἀρ. Πετρονώτης, εἰς Ἐκ Χιονιάδων, τχ 8/2005 16.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 29 Σεπτεμβρίου 2022, αρ. φύλλου 1142.

Σχετικά:

3 σχόλια:

  1. Ανώνυμος15/4/23

    Δηλαδή ο Μπότσαρης ήταν μισθοφόρος του Αλή Πασά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ανώνυμος18/4/23

      Με χρονολογική σειρά:
      Μισθοφόρος των Γάλλων (μέχρι το 1811)
      Μισθοφόρος του Αλή Πασά (σημειωτέον ότι ο πατέρας του Κίτσος Μπότσαρης δολοφονήθηκε κατ΄ εντολήν του Αλή Πασά)
      Μισθοφόρος στον σουλτανικό στρατό εναντίον του Αλή Πασά
      Άλλη μία φορά μισθοφόρος του Αλή Πασά εναντίον του σουλτανικού στρατού.

      Διαγραφή
    2. Ανώνυμος18/4/23

      Mισθοφόρος του Αλή Πασά ταυτόχρονα με τον Ομέρ Βρυώνη.

      Διαγραφή

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ