24.8.23

Στα χνάρια του Μαρσέλ Προυστ


ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς
ΟΔΟΣ 30.6.2022 | 1131


Ὁ Φρίντκιν γιὰ τὸν Μαρσέλ Προύστ


Μετάφραση για την ΟΔΟ: Δημοσθένης Παπανικολάου
Επιμέλεια: Ελένη Βαφειάδου-Παπανικολάου

Παντρεύτηκα μὲ τὴ Jeanne Moreau τὸ 1977 σὲ ἕνα δημαρχεῖο στὸ Παρίσι. Ἡ Moreau ἦταν μία ἀπὸ τὶς πιὸ ἐκτιμώμενες ἠθοποιοὺς τῆς γενιᾶς της, καὶ συνοδευόμαστε ἀπό μιὰ διάσημη ὁμήγυρη: τὸν Jack Chirak, ποὺ γρήγορα ἐπρόκειτο νὰ γίνει δήμαρχος· κουμπάροι καὶ μάρτυρες ὁ σκηνοθέτης Alain Resnais, ὁ ὁποῖος μοῦ εἶχε συστήσει τὴ Jeanne, καὶ ἡ σύζυγός του Florence Malraux, θυγατέρα τοῦ συγγραφέα André Malraux.

Μετὰ ἀπὸ μερικὲς γουλιὲς σαμπάνια καὶ μιὰ σύντομη τελετή, ἀπὸ τὴν ὁποία δὲν καταλάβαινα οὔτε λέξη, ἡ Jeanne καὶ ἐγὼ κάναμε ἕναν μακρύ περίπατο στὸν κῆπο τοῦ Κεραμεικοῦ συνοδευόμενοι ἀπὸ ἕνα σμάρι παπαράτσι. Ἦταν ὁ πρῶτος μου γάμος καὶ ὁ δεύτερος δικός της. Ἔχω δεῖ φωτογραφίες ἀπὸ τὴν ἡμέρα τοῦ γάμου καὶ φαίνομαι σοκαρισμένος καὶ ἀναστατωμένος. Ἐκεῖνο τὸν πρῶτο χρόνο περάσαμε τὸ καλοκαίρι στὸν πύργο της στὸ La Garde-Freinet, ἕνα μεσαιωνικὸ χωριό, μὲ 150 ἄκρες καλλιεργήσιμης γῆς στοὺς λόφους πίσω ἀπὸ τὸ Saint Tropez. Δὲν εἶχα προοπτικὴ γιὰ ἐργασία. Ἡ πιὸ πρόσφατή μου ταινία, ὁ Μάγος, ποὺ θεωροῦσα, ὅτι εἶναι ἡ καλύτερη, εἶχε ἀπορριφθεῖ ἀπὸ τοὺς κριτικοὺς καὶ ἀπὸ τὸ κοινὸ. Παρασύρθηκα στὴν καθιστικὴ ζωὴ τῆς Γαλλικῆς ὑπαίθρου, ἄρχιζα μὲ μακρινοὺς πρωινοὺς περιπάτους πρὸς τὸ χωριὸ γιὰ ἔναν καφὲ μὲ κρουασάν. Ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ καφενεείου καὶ οἱ θαμῶνες ἦταν ἀποτρεπτικοὶ καὶ ἕνα μεγάλο γκράφιτι στὸν πέτρινο τοῖχο, ποὺ ὁδηγοῦσε στὸ χωριό, ἔγραφε: «Παριζιάνοι πᾶτε στὸ σπίτι σας». Μποροῦσα μόνο να φανταστῶ, πῶς αἰσθάνονταν γιὰ τοὺς Ἀμερικάνους.

Τὰ βράδια μετὰ τὸ δεῖπνο ἡ Jeanne θὰ διάβαζε ἀπὸ τὴν ἐπτάτομη νουβέλα τοῦ Προύστ «Ἀναζητώντας τὸ Χαμένο Χρόνο». Ἄρχιζε νὰ μοῦ διαβάζει πρῶτα στὰ Γαλλικὰ καὶ μετὰ νὰ μοῦ μεταφράζει στὰ Ἀγγλικά. Βαθμηδὸν ἐξοικειώθηκα μὲ τὴ γλώσσα τοῦ μυθιστορήματος, τὴν πολύπλοκη δομή του και τὴν ἀλληλοεξάρτηση τῶν χαρακτήρων του. Μετὰ ἀπὸ δύο χρόνια ἡ Jeanne καὶ ἐγώ διαπιστώσαμε, ὅτι εἴμαστε πολιτιστικά ἀπομακρυσμένοι στὸν κόσμο του καθένας. Ὁ γάμος μας τέλειωσε, ἀλλά ὄχι ἡ ἀγάπη μου γιὰ τὸν Προύστ. Συνέχισα νὰ διαβάζω τὸ μυθιστόρημα, συχνὰ μὲ δυσκολία, μέχρι τὴν ἀποκάλυψη τοῦ τελευταίου του τόμου. Κατόπιν εὔρισκα χρόνο κάθε μέρα νὰ ξαναδιαβάσω μερικὰ μέρη πάλι, ἐνίοτε μόνο μερικὰ ἐδάφια, σαν ἕνα ἀγαπημένο κομμάτι μουσικῆς ἀπὸ μιὰ ἐγγραφή (σὲ δίσκο).

Αὐτό συνεχίστηκε γιὰ δέκα χρόνια, κατὰ τὰ ὁποῖα καταβρόχθιζα κάθε βιογραφία καὶ κάθε πραγματεία γιὰ τὸν Προύστ, ποὺ μποροῦσα νὰ βρῶ καὶ ἐξοικειώθηκα μὲ τὴ ζωή του, ποὺ φαίνονταν τὀσο στενὰ παράλληλη μὲ τὸ ἔργο του. Ἦταν μιὰ μοναχικὴ ἀναζήτηση. Τὸ μοναδικὸ ἄλλο πρόσωπο, ποὺ γνώριζα στὸ Χόλυγουντ, τὸ ὁποῖο ἐκτιμοῦσε τὸ μυθιστόρημα ἦταν ὁ ἠθοποιὸς Louis Jourdan, ποὺ ζοῦσε μὲ τὴ γυναῖκα του ἀπὸ πολλὰ χρόνια στὸ Beverly Hills σὲ ἕνα ἰσόγειο σπίτι γεμάτο βιβλία, δίσκους καὶ ἀρχαιότητες. Ὁ Louis ἐμφανίζονταν στὴ σκηνὴ σαν ἀρχέτυπο Γάλλου ἐραστῆ, ἀλλά τὸ πάθος του ἦταν ἡ λογοτεχνία καὶ ἡ μουσική. Μπόρεσα νὰ τὸν γνωρίσω καλύτερα τὰ τελευταῖα χρόνια. Τὸν ἐπισκεπτόμουν δυὸ ἢ τρεῖς φορὲς τὴν ἑβδομάδα. Ὅταν πέθανε τὸ 2015 μοῦ ἄφησε τὸ σχολιασμένο ἀντίτυπο τοῦ Jean-Yves Tadie’s τῆς ὁριστικῆς βιογραφίας τοῦ Προύστ, μὲ τὶς χειρόγραφες σημειώσεις καὶ παρατηρήσεις τοῦ Louis σὲ κάθε σελίδα.

Στὰ τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ 80 ξαναγύρισα στὸ Παρίσι μὲ μοναδικὸ σκοπὸ νὰ περπατήσω στα βήματα τοῦ Προύστ, νὰ ἰδῶ τὰ μέρη, ὅπου εἶχε ζήσει καὶ νὰ γράψω γι’αὐτά. Τὶς περισσότερες φορὲς μὲ τρομάζουν τὰ ἀριστουργήματα καὶ δὲν ἐμπνέομαι νὰ ἐπιχειρήσω σὲ κάποιο. Δὲν θὰ μποροῦσα νὰ συνθέσω ποτὲ μουσικὴ ἔχοντας ἀκούσει τὸν Μπετόβεν, ἢ νὰ παίξω ὄργανο μετὰ τὸ ἄκουσμα τῆς Μάρθας Argerich ἢ τοῦ Miles Davis. Μοῦ ἀρέσουν πολλά ἔργα τῆς λογοτεχνίας, ἀλλά δεν ἔχω ἐμμονὲς νὰ δῶ τὸ Μακόντο, ὅπου ὁ Συνταγματάρχης Aureliano Buendia ἀντιμετωπίζει τὸ ἐκτελεστικὸ ἀπόσπασμα ἢ τὸ East End, ὅπου ὁ Gatsby κοίταξε πρὸς τὸ πράσινο φῶς. Διαβάζοντας τὸν Προύστ, ἐντούτοις, καὶ βιώνοντας τὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο φαίνεται, ὅτι συλλαμβάνει πλήρως τὴ ζωὴ μέσα ἀπὸ τὴν τεράστια συλλογὴ πολὺ μικρῶν στιγμῶν τοῦ μυθιστορήματος, μὲ ἔκανε νὰ θέλω νὰ δῶ τὴ γένεση αὐτῶν τῶν στιγμῶν ὁ ἴδιος.

Εἶναι ἀδύνατον νὰ ζήσεις τὸ Λονδίνο τοῦ Ντίκενς σήμερα, ἀλλά κάτι ἀπὸ τὸν κόσμο τοῦ Προύστ ὑπάρχει ἀκόμη, πολὺ ὅμοιο, ὅπως ὑπῆρχε στὴν ἐποχή του, εἰδικὰ στὸ Illiers-Combray, τὸ ὁποῖο ὁ συγγραφέας ἐπισκέφθηκε, ὅταν ἦταν παιδὶ καὶ στὸ ὁποῖο ἀφιερώνει μεγάλο μέρος τοῦ μυθιστορήματός του. Τὸ νὰ ἀντικρύσω αὐτὸ τὸ μέρος προσωπικὰ θὰ ἦταν γιὰ μένα σὰν νὰ ἐπισκέπτομαι ἕνα μνημεῖο. Βλέποντας τὸ μνημεῖο τοῦ Λίνκολν δὲν ἐμβαθύνεις τὴν κατανόησή σου γιὰ τὸν Λίνκολν, ἀλλά σὲ κάνει νὰ σκεφτεῖς αὐτὸ, ποὺ ἀντιπροσωπεύει.

Καὶ ἐνῷ δὲν πιστεύω, ὅτι τὸ μυθιστόρημα τοῦ Προύστ ἦταν αὐτοβιογραφία, ἤλπιζα ὅτι βλέποντας τὶς ἐμπνεύσεις του ἀπὸ πρῶτο χέρι θὰ μὲ βοηθοῦσε νὰ ἐντοπίσω τὴν πηγὴ τῆς μεταμορφωτικῆς δύναμης τοῦ σπουδαίου μυθιστορήματος.

Τὰ ἄρχισα ὅλα αὐτὰ πρὶν ἀπὸ χρόνια στὸ Ritz στὸ Παρίσι, ὅπου ἔμεινα στὴ σουίτα τοῦ Προύστ, πρώην ἰδιωτικὴ τραπεζαρία στὸ δεύτερο ὄροφο τοῦ ξενοδοχείου, ὅπου ὁ Προύστ συχνὰ φιλοξενοῦσε μικρὲς παρέες για φαγητὸ. Ὁ Προύστ ἦταν φίλος μὲ τὸν μαίτρ τοῦ ξενοδοχείου Ρίτς, ὁ ὁποῖος τοῦ χρησίμευσε ἐν μέρει ὡς μοντέλο γιὰ τὸ χαρακτῆρα τοῦ Aimé στὸ μυθιστόρημα. Ἡ σουίτα εἶχε μαρμάρινο μπάνιο καὶ ψηλὰ παράθυρα, ποὺ ἔβλεπαν πρὸς τὸν κῆπο· τὸ δωμάτιο εἶχε ἕνα κομψὸ πολύφωτο, ποὺ κρέμονταν ἀπὸ ἕνα trompe l’ oeil μπλέ οὐρανοῦ μὲ ἄσπρα φουσκωτὰ σύννεφα στὸ ταβάνι. Ἧταν ἀραιὰ ἐπιπλωμένο μὲ ἀντίγραφα Λουὶ Κένζ. Σ’ ἐμένα ἔδινε τὴν αἴσθηση ἐνὸς εἴδους ἱεροῦ χώρου καὶ διατηροῦσε τὴ δύναμή του, μολονότι εἶχε ὑποστεῖ πολλὲς ἀλλαγές ἀπό τὴν ἐποχὴ τοῦ Προύστ. (Μία μεγάλη τηλεόραση φωλιασμένη ἐπάνω σὲ ἕνα στρωμένο τραπέζι φαινόταν ἐκτὸς τόπου). Ὁ μάνατζερ τοῦ ξενοδοχείου μοῦ εἶπε, ὅτι τὸ δωμάτιο τὸ κρατοῦσαν ρεζερβέ γιὰ τὸν Προύστ γιὰ φιλοξενία, ὁσάκις μποροῦσε νὰ τολμήσει νὰ βγεῖ ἀπό τὴν ἐπενδυμένη με φελλὸ κρεβατοκάμαρά του στὸ 102 τοῦ Βολεβάρτου Haussman, ὅπου συχνὰ βρίσκονταν κρεβατωμένος ἀπὸ τὸ ἄσθμα. Χωρὶς ἀμφιβολία ἀντλοῦσε ἐμπνεύσεις ἀπὸ τὶς ἐκεῖ συνομιλίες, οἱ ὁποῖες ἔπαιρναν τὸ δρόμο γιὰ τὰ γραπτά του. Ἡ περιέργειά του γιὰ τὴν ἐσωτερικὴ ζωὴ τῶν χαρακτήρων του ἦταν συνεχὴς καὶ οἱ αἰσθήσεις του ἦσαν ὀξυμένες σὲ ἐρεθίσματα, ποὺ γιὰ ἄλλους θὰ εἴχαν περάσει ἀπαρατήρητα.

Μετὰ πῆρα τὸν ὑπόγειο γιὰ τὸ σταθμὸ τοῦ Saint-Lazare, ἕνα μικρὸ περίπατο μέχρι τὸ Lycée Condorcet, τὸ δευτεροβάθμιο σχολεῖο, ποὺ φοίτησε ὁ Προύστ ἀπὸ τὸ 1882, ὅταν ἦταν 11 ἐτῶν, μέχρι τὸ 1889. Μεταξὺ τῶν ἑκατοντάδων τῶν διάσημων ἀποφοίτων του ἦταν οἱ ζωγράφοι Pierre Bonnard καὶ Henri de Toulouse-Lautrec, ὁ συγγραφέας Alexandre Dumas, υἱός, καὶ ὁ φωτογράφος Henri Cartier-Bresson. Χτισμένο τὸν 18ο αἰώνα γύρω ἀπὸ μιὰ κεντρικὴ αὐλὴ, τὸ σχολεῖο ἦταν ἀρχικὰ μοναστῆρι Καπουτσίνων. Εἰσήλθα στὸ κτίριο με τὴν τύπου Mansard στέγη ἀπὸ μιὰ στοὰ πλαισιωμένη ἀπὸ δύο κολόνες τύπου Τοσκάνης. Δὲν εἶχα ραντεβού. Συνάντησα ἐκεῖ μιὰ μεσήλικα καλοντυμένη κυρία, ποὺ μοῦ συστήθηκε ὡς ἀρχειοφύλακας τοῦ σχολείου. «Μπορῶ νὰ βοηθήσω;» ρώτησε ἐπιφυλακτικὰ.

«Γνωρίζετε ὅτι ὁ Μαρσέλ Προύστ πήγαινε σὲ αὐτὸ τὸ σχολεῖο;» ρώτησα ἥρεμα. Ἀνταποκρίθηκε στὴ συστολή μου μὲ περιφρόνηση. «Πρέπει νὰ εἶστε Ἀμερικανὸς», εἶπε, πρᾶγμα ποὺ ὁμολόγησα ἀδέξια. Φάνηκε σκεπτική.
«—Γιατὶ ἐνδιαφέρεστε γιὰ τὸν Μαρσέλ Προύστ;» 
Τῆς εἶπα ὅτι τὸ ἔργο του μὲ ἐνέπνευσε καὶ ἤθελα νὰ βρῶ τὸ κάθε τὶ, ποὺ μποροῦσα, γι’ αὐτόν. 
«—Γιατί δὲν διαβάζετε μία ἀπὸ τὶς βιογραφίες του; Θὰ πρέπει νὰ τὶς ἔχουν σὲ μετάφραση». Τῆς εἶπα ὅτι τὰ ἔχω διαβάσει ὅλα ὅσα μπόρεσα νὰ βρῶ.
«—Καὶ δὲν εἶστε εὐχαριστημένος;»
«—Μόνο πιὸ περίεργος».
«—Εἷστε συγγραφέας;», «—Ὄχι»
Ρώτησε ποιὸς ἤμουν καὶ τῆς εἶπα, ὅτι ἤμουν σκηνοθέτης, ἀλλὰ δὲν ἤθελα νὰ γυρίσω ταινία γιὰ τὸν Προύστ. Μὲ κοίταξε σὰν νὰ ἀναρωτιόνταν μήπως ἀστειεύομαι. Θα πρέπει νὰ συμπέρανε πῶς ὄχι, γιατὶ ἡ στάση της ἔγινε συμπαθητική.
«—Θὰ θέλατε νὰ δεῖτε κάποιες ἀπὸ τὶς ἐργασίες, ποὺ ἔκανε ὅταν ἦταν εδῶ;»
Αὐτὸ δὲν τὸ περίμενα. Δὲν ξέρω τί περίμενα, ἀλλὰ αὐτὴ ξαφνικὰ ἐγκατέλειψε τὸ δωμάτιο. Γιὰ ἀρκετὸ χρόνο παρατηροῦσα τοὺς μαθητὲς νὰ παίζουν ποδόσφαιρο στὸ προαύλιο ἢ νὰ συζητοῦν σὲ ὁμάδες ἢ νὰ διαβάζουν κατὰ μόνας.
Αὐτὴ ἐπέστρεψε, ἐπιδεικνύοντας περήφανα μιὰ στοίβα φωτοτυπημένα χαρτιὰ καὶ μοῦ τὰ ἔβαλε στὸ χέρι. Ἧταν στοίβα πάχους μιᾶς ἴντσας.
«—Ὁρίστε μερικὰ ἀπὸ τὰ γραπτά του. Τὰ περισσότερα ἀπὸ αὐτὰ βρίσκονται στὴν Ἐθνικὴ Βιβλιοθήκη, ἀλλά εδῶ ὑπάρχουν ἀντίγραφα ἀπὸ λίγα χαρτιὰ ποὺ ἔχουμε ἀκόμα».

Ὑπῆρχαν μερικὲς πρωτόλειες μικρὲς ἱστορίες γραμμένες ὅταν ἦταν 13 ἐτῶν, μερικὰ χαρτιὰ μὲ Λατινικὰ καὶ Ἑλληνικά, βιολογία καὶ χημεία. Στὴν κάρτα ἐπιδόσεων τῆς τελευταίας χρονιᾶς ὁ καθηγητὴς τῆς φιλοσοφίας Alphonse Darlu εἶχε γράψει μιὰ ἀξιολόγηση, ποὺ μοῦ τὴ μετέφρασαν ὡς ἐξῆς: «Ἐργάζεται τόσο σκληρὰ, ὅσο τοῦ ἐπιτρέπει ἡ θλίψη του». Αὐτὸ τὸ βρῆκα νὰ εἶναι ἕνας ἀσθενικὸς ἔπαινος, μιὰ ἐντυπωσιακὴ ἀπόρριψη τοῦ νέου ἀνθρώπου, ποὺ θὰ γίνονταν ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους μυθιστοριογράφους τοῦ κόσμου. Τοῦ ὁποίου τὸ ἔργο θὰ ξεπερνοῦσε τὴ δοκιμασία τοῦ χρόνου. Τὴν εὐχαρίστησα ξανὰ καὶ τὴν ἀποχαιρέτησα μὲ χειραψία. «—Δὲν θὰ βρῆτε τὴν “Αναζήτηση” σ’ αὐτὴ τὴ στοίβα», εἶπε, χαμογελώντας καθὼς ἔφευγα.

Ὁ Προύστ ζοῦσε σὲ ἕνα πενταόροφο κτίριο διαμερισμάτων στὸ Βουλεβάρτο Haussman ἐπι 13 χρόνια, μὲ ἀρχὴ τὸ 1906. Περιέγραφε τὴ γειτονιὰ στοὺς φίλους του σὰν «ἄσχημη» καὶ θορυβώδη, μὲ κακὸ ἀέρα. Ἀλλὰ τὸ διαμέρισμα στὸ δεύτερο ὄροφο εἶχε συναισθηματικὴ ἀξία γι’ αὐτὸν. Ὁ ἐκ μητρὸς μεγαλοθεῖος του Louis Weil, ποὺ εἶχε πεθάνει 10 χρόνια πρὶν οἱ Προύστ μετακομίσουν εκεῖ, ἦταν ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ κτιρίου. Ὁ Προύστ πέρασε πολύτιμο χρόνο ἐκεῖ μὲ τὴν οἰκογένειά του καὶ ἐκεῖ ἦταν, ποὺ ἄρχισε νὰ συγκροτεῖ τῖς ἀναμνήσεις του, μεταμορφώνοντας τὶς ζωὲς τῆς οίκογένειάς του καὶ τῶν φίλων του καὶ ὀργανώνοντας τὰ σημειωματάρια. μὲ ἀρχὴ τὸ 1908, σὰν μιὰ σειρὰ δοκίμια σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ λογοτεχνικὴ κριτικὴ τοῦ Charles-Augustin Saint-Beuve. Ὁ Saint-Beuve προέβαλε τὴν ἰδέα, ὅτι δὲν θὰ μποροῦσες νὰ ἐκτιμήσεις τὸ ἔργο ἑνὸς συγγραφέα χωρὶς ἐπίσης νὰ γνωρίζεις τὰ τῆς προσωπικῆς του ζωῆς. Ὁ Προύστ διαφώνησε θυμωμένα καὶ αὐτὰ τὰ δοκἰμια μαζὶ μὲ ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ ἡμιτελὲς μυθιστόρημά του “Jean Santeuil”, ἐξελίχθηκαν στὸ: «Σε Ἀναζήτηση τοῦ Χαμένου Χρόνου».

Ὅταν ἐπισκέφθηκα τὸ πρώην κτίριο διαμερισμάτων στὴν πλαισιωμένη μὲ δενδροστοιχίες λεωφόρο, εἶχε ἀπὸ πολύ καιρὸ πρωτύτερα μεταρρυθμιστεῖ σὲ παράρτημα μιᾶς μεγάλης διεθνοῦς φίρμας τραπεζιτικῶν ἐργασιῶν. Τὸ γραφεῖο τοῦ διευθυντοῦ αὐτοῦ τοῦ παραρτήματος ὑπῆρξε κάποτε τὸ σαλόνι τοῦ διαμερίσματος τῶν Προύστ. Τώρα ἦταν ἀποδοτικὸ καὶ καλὰ διατηρημένο, ἀλλὰ χωρίς τὴ γοητεία. Ὑπῆρχε ἕνας ἁπλὸς καθρέφτης πάνω ἀπὸ τὸ μὴ χρησιμοποιούμενο τζάκι, κοινές ἀπλίκες πάνω στοὺς λευκοὺς τοίχους.

Ὁ σημερινὸς ἔνοικος ἦταν διακριτικὸς, καλοντυμένος, φιλικὸς καὶ σαστισμένος γιὰ τὴν προσκυνηματικὴ μου ἐπίσκεψη. Ἦταν πλήρως ἐνήμερος γιὰ τὸν πάλαι ποτὲ περίφημο ἔνοικο καὶ ἀπολογητικὸς γιατὶ τὸ δωμάτιο τώρα πιὰ δὲν ἀνταποκρίνονταν στὰ γούστα ἐκείνου. Ὑπῆρχε ἕνα μόνο ἔργο τέχνης στὸ γραφεῖο μιὰ ἀναπαραγωγὴ τοῦ γνωστοῦ «Πορτραίτου τοῦ Μαρσέλ Προύστ» τοῦ Jacques-Émile Blanche, τὸ πρωτότυπο τοῦ ὁποίου βρίσκεται στὸ Μουσεῖο D’Orsay. Στὸν καιρὸ τοῦ Προύστ τὸ σαλόνι ἦταν δίπλα στὴν ἐπενδυμένη μὲ φελὸ κρεβατοκάμαρα, ὅπου ἔγραφε τὸ περισσότερο μέρος τοῦ ἔργου του στὸ μπρούτζινο κρεβάτι του χρησιμοποιώντας τὰ γόνατά του γιὰ γραφεῖο. Αὐτὰ πᾶνε.

Ἀλλά ἦταν δυνατὸν νὰ δεῖ κανεὶς μιὰ άναδημιουργία τῆς κρεβατοκάμαρας μὲ μερικὰ ἀπὸ τὰ γνήσια ἔπιπλα στὸ Μουσεῖο Carnavalet στὸ Marais. Τὸ ἀρχικὸ κτίριο κατασκευάστηκε τὸν 16ο αἰώνα σὰν ἰδιωτικὴ κατοικία καὶ ἀπὸ καιρὸ ἔχει μετατραπεῖ σὲ μουσεῖο παρουσίασης τῆς ἱστορίας τοῦ Παρισιοῦ. Ὑπάρχουν περισσότεροι ἀπὸ ἑκατὸ χῶροι ἐκθέσεων μὲ ἀντικείμενα ἀπὸ τὸν 16ο αἰώνα μέχρι σήμερα: ἱστορικοὶ πίνακες, φωτογραφίες, σήματα ὁδῶν, ἔπιπλα, ἕνα μεγάλο μοντέλο τῆς Βαστίλης σκαλισμένο σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ δικά της λιθάρια. Ἔχουν ἀναδημιουργηθεῖ δωμάτια διαφόρων περιόδων, ποὺ ἀνῆκαν σὲ διάσημους Παριζιάνους. Ὅταν περιπλανιέσαι στὸ μουσεῖο εἶναι σὰν νὰ εἶσαι σὲ τμῆμα καταστήματος γεμάτο μικροαντικείμενα. Σὲ μιὰ παραφορτωμένη γωνιὰ ἦταν τὰ ὁμοιώματα κομματιῶν τῆς ἐπιπλωσης ἀπὸ τὴν κρεβατοκάμαρα τοῦ Προύστ ποὺ περιλάμβαναν ἕνα κινέζικο παραβάν πέντε φύλλων, μιὰ βελούδινη πολυθρόνα, ποὺ ἀνῆκε στὸν πατέρα του καὶ ἕνα γραφεῖο, χρησιμοποιούμενο κυρίως γιὰ συσσώρευση βιβλίων. Φύλαγε τὰ σημειωματάρια καὶ τὴ γραφικὴ ὕλη σὲ μιὰ παλιὰ κονσόλα δίπλα στὸ κρεβάτι. Δύο ἄλλα τραπέζια ἧταν ἔρμαια στὸ παραφορτωμένο ταμπλὼ, ἕνα ἀπὸ τὰ ὁποῖα χρησίμευε γιὰ τὸ δίσκο τοῦ πρωινοῦ καφὲ, συνήθως σερβιρισμένου μὲ γάλα καὶ κρουασάν.

Τὸ ἀρχικὸ διαμέρισμα τῆς λεωφόρου Haussman ἦταν εὐρύχωρο ἀλλὰ παραγεμισμένο μὲ ἔπιπλα, μὲ διπλὰ παράθυρα πάντοτε σκεπασμένα μὲ φουσκωτές μπλὲ σατὲν κουρτίνες. Τὸ σκέπασμα τοῦ κρεβατιοῦ ἦταν μπλὲ σατὲν καὶ ὑπῆρχε ἕνα πολύφωτο, ποὺ ποτὲ δὲν ἄναβε, ὅταν ὁ Προύστ ἐργάζονταν. Τὸ μόνο φῶς προέρχονταν ἀπὸ μιὰ λάμπα μὲ ψηλή στήλη καὶ πράσινο ἀμπαζοὺρ ἐπάνω στὸ κομοδίνο. Φανταζόμενος τὰ ἔπιπλα τοῦ μουσείου τοποθετημένα σὲ ἕνα μεγαλύτερο δωμάτιο εἶχα τὴν αἴσθηση τῆς ἀπομόνωσης τοῦ Προύστ, ἑνὸς ἐρημίτη ἀφοσιωμένου στὸ νὰ μεταγράψει τὶς μνῆμες καὶ τὴ φαντασία.

Τὸ 1971 μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς ἑκατονταετίας ἀπὸ τὴ γέννησή του ἡ πόλη τοῦ Illiers ἐπίσημα πρόσθεσε τὸ ὄνομα, ποὺ ὁ Προύστ τῆς ἔδωσε στὸ μυθιστόρημά του—Combray . Ἔκτοτε ἔχει γίνει γνωστὴ ὡς: Illiers-Combray. Δὲν ἔχω ὑπόψη μου κανέν ἄλλο τόπο στὸν κόσμο ποὺ νὰ ἔχει ἀναγνωρίσει τὸ φανταστικό του ὁμόλογο τόσο τέλεια. Ἔκανα τὸ ταξίδι ἀπὸ τὸ Παρίσι πρὸς τὸ Illiers-Combray σὲ περίπου δύο ὧρες. Βλέποντάς την ἀπὸ μιὰ ἀπόσταση καθὼς πλησιάζεις νὰ στέκεται σὰν σκοπὸς, εἶναι ἡ ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου, μία ἀπὸ τὶς ἐμπνεύσεις γιὰ τὸν Saint-Hilaire (Ἅγιος Ἱλαρίων) στὸ μυθιστόρημα.

Ὁ μόνιμος πληθυσμὸς τὴς πόλης σήμερα εἶναι περίπου 3.400· στὰ χρόνια τοῦ Προύστ, ἦταν περίπου ὁ ἴδιος. Ὁ Μαρσέλ καὶ ὁ μεγαλύτερος ἀδερφός του Ρόμπερτ γεννήθηκαν στὸ Auteuil στὸ Δυτικὸ Παρίσι, ἀλλά αὐτὸ τὸ σπίτι ἔχει ἀπὸ μακροῦ κατεδαφιστεῖ.
Ἦταν στὸ Ἰλιέρ-Κομπραί, ποὺ ἦρθα πιὸ κοντὰ στὸν κόσμο τοῦ Προύστ. Αὐτὸς ἐπισκέφθηκε αὐτὴ τὴ συνηθισμένη μικρὴ κωμόπολη σὲ τοὐλάχιστον τρεῖς περιπτώσεις, ὅταν ἦταν μικρὸ παιδί καὶ τοῦ ἄφησε μιὰ βαθειὰ ἐντύπωση. Ἄν καὶ πῆρε ἐλευθερίες μὲ τοὺς χαρακτῆρες καὶ τὶς τοποθεσίες, χρησιμοποιώντας τα σὰν ἕνα εἶδος ἰχνογραφήματος, ὁ τόπος μοῦ φάνηκε ἀμέσως οἰκεῖος. Ἐδῶ κατὰ μῆκος τῆς ὁδοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (ποὺ σήμερα ὀνομάζεται ὁδὸς Δρα Προύστ) ὑπάρχει τὸ πρώην σπίτι τῆς θείας καὶ τοῦ θείου του Jules καὶ Elisabeth Amiot. Αὐτὸ τοῦ ἐνέπνευσε τὸ σπίτι τῆς θείας Λεονί στὸ μυθιστόρημα καὶ μπόρεσα νὰ περπατήσω σὲ κάθε δωμάτιο. Καίτοι τὸ σπίτι εἶναι σήμερα μουσεῖο, μοῦ φάνηκε ἀκριβῶς, ὅπως εἶναι στὸ βιβλίο. Οἱ τοποθεσίες στὸ μυθιστόρημα δείχνονται σ’ ὅλη τὴν πόλη, ἀλλά αὐτὴ δὲν ἔχει μετατραπεῖ σὲ τουριστικὴ Μέκκα. Ἄν μη τι ἄλλλο εἶναι ὑποτιμημένη.

Τὰ ἀπογεύματα, κατὰ τὶς διακοπὲς τῆς οἰκογένειας στὸ Illiers, ὁ Μαρσέλ, ὁ Ρόμπερτ, ἡ μητέρα τους Jeanne, καὶ ὁ πατέρας τους Dr. Adrien Proust, ἔκαναν μακρινοὺς περιπάτους μετά τὸ δεῖπνο στὸ ἕνα ἢ στὸ ἄλλο ἀπὸ τὰ δύο μονοπάτια, ποὺ πήγαιναν σὲ ἀντίθετες κατευθύνσεις, πρίν κάνουν τὸν κύκλο καὶ ἐπιστρέψουν μαζί. Ἀπὸ τὸ σπίτι τῶν Αμιὸ μπορούσαν νὰ περπατήσουν στὸ δρόμο τῆς Μερεγκλίζ (Μεσεγκλιζ στὸ μυθιστόρημα) μιᾶς εὐάερης πεδιάδας νότια πρὸς τὸ Τάνσονβιλ, ὅπου ὁ Προύστ τοποθετεῖ τὸ σπίτι τοῦ Σουάν· ἢ μποροῦσαν νὰ περπατήσουν στὴν ἀντίθετη κατεύθυνση, κατά μὴκος τοῦ ποταμοῦ Λίγηρα (Loir) στὸ μονοπάτι τὸ γνωστὸ σὰν δρόμος τοῦ Γκερμάντ. Οἱ δύο δρόμοι ἢ «τρόποι» εἶναι ἡ μεταφορὰ τοῦ Προύστ γιὰ τὴν ποικιλότητα τῆς ζωῆς.

Ἀπὸ τὸ ὄμορφο ἀλλά ὄχι ἐξαιρετικὸ τοπίο ὁ Προύστ δημιούργησε ἕναν εἰδυλιακό, γνήσιο κόσμο. Ὁποιαδήποτε ἀπὸ τὶς ἑκατοντάδες μικρὲς κωμοπόλεις γύρω ἀπὸ τὸ Ἰλιέρς, ἢ τὶς χιλιάδες ἄλλες στὴν ἀγροτικὴ Γαλλία, θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι τὸ μοντέλο γιὰ τὸ Κομπραί. Καὶ εἶναι πιθανόν ὅτι ἡ περιγραφή του ἔχει ἐξίσου ἐπηρεασθεῖ ἀπὸ ἀναμνήσεις τῆς παιδικῆς του ἡλικίας στὸ Οτέιγ (Auteuil). Τὰ μέρη ὅπου ἔζησε ἦταν σὰν μιὰ γιγάντια πηγὴ, ἀπὸ τὴν ὁποία ἄντλησε ἔμπνευση. Ὅπως παρετήρησε ὁ Σάμουελ Μπέκετ: «Ὅλος ὁ κόσμος τοῦ Προύστ ἀναδύεται ἀπὸ ἕνα φλυτζάνι τσαγιοῦ».

Γράφοντας αὐτὰ πέρασα ὧρες προσπαθώντας νὰ περιγράψω τὸ Κομπραί, ὅπως ὑπῆρξε τὸν καιρὸ τοῦ Προύστ καὶ σήμερα. Οἱ διαφορὲς εἶναι μικρὲς, ἀλλά ὁ σκοπὸς τῆς ἀνακάλυψής μου δὲν ἔχει νὰ κάνει τίποτε μὲ τὰ ἀκίνητα. Πῆρα φωτογραφίες ἀπὸ τὰ τοπία καὶ, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Προύστ, «τὸ μικρὸ σαλόνι, τὴν τραπεζαρία...το χώλ μέσα ἀπὸ τὸ ὁποῖο ταξίδευα στὸ πρῶτο σκαλοπάτι τῆς σκάλας... καὶ, στὴν κορυφὴ, ἡ κρεβατοκάμαρά μου μὲ τὸ μικρὸ πέρασμα, ὅπου ἀπὸ τὴ γυαλισμένη πόρτα θὰ ἔμπαινε ἡ Μαμά...». Εἶδα τὸ σκοτεινὸ χῶρο ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα ἀπὸ ὅπου ὁ μικρός ἀφηγητής τοῦ Προύστ θὰ περίμενε μὲ ἀγωνία τὸ φιλὶ τῆς καληνύχτας τῆς μητέρας του, καὶ τὰ ἄνθη τῶν λευκάγκαθων στὸν κῆπο τοῦ θείου Jules, ποὺ τὸν ὀνόμαζε Καταλανικὰ Πεδία καὶ ποὺ ἔμοιαζαν σὰν μιὰ σειρὰ παρεκκλήσια».

Ἀλλά ἡ Αλχημεία τοῦ ἔργου του δὲν βρίσκεται στὰ πάρκα, στοὺς δρόμους, τὰ ἀνθισμένα λουλούδια, οὔτε στὴν ἐκκλησία τῆς πόλης, οὔτε στὸ ἴδιο τὸ σπίτι. Ὑπάρχει στὸ πνεῦμα ἑνὸς προσώπου, ποὺ κατενόησε ὅτι ὑπῆρχε σύνδεση μεταξὺ τῶν πάντων—ὅτι οἱ δρόμοι, ποὺ παίρνουμε ἀναπόφευκτα ὁδηγοῦν στὴν ἴδια θέση, μιὰ θέση μέσα μας.

Ἐκεῖνο, ποὺ ὁ Προύστ ἐμπνέει σὲ μας, εἶναι νὰ βλέπουμε καὶ νὰ ἐκτιμοῦμε κάθε φαινομενικὰ ἀσήμαντο τόπο, ἀντικείμενο ἢ πρόσωπο στὴ ζωή μας· νὰ συνειδητοποιήσουμε ὅτι ἡ ἴδια ἡ ζωὴ εἶναι ἕνα δῶρο καὶ ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ποὺ ἔτυχε νὰ συναντήσουμε ἔχουν ἰδιότητες ἄξιες νὰ τὶς προσέξουμε καὶ νὰ τὶς ἐκτιμήσουμε ἐν καιρῷ.



Φωτογραφίες:
  • Ὁ σιδηροδρομικὸς σταθμὸς τοῦ  Ἰλιέρ-Κομπραί, στὴ βόρεια κεντρικὴ Γαλλία, τὸν ὁποῖον ὁ Μαρσέλ Προύστ ἀπαθανάτισε στὸ μυθιστόρημά του «Σὲ Ἀναζήτηση τοῦ Χαμένου Χρόνου».
  • Τὸ Σαλόνι Προύστ στὸ πρόσφατα ἀνακαινισμένο Ritz στὸ Παρίσι.
  • Πάρκο στὸ Βουλεβάρτο Haussman, καντὰ στὸ διαμέρισμα ὅπου ὁ Προύστ ἔζησε ἐπί 13 χρόνια καὶ ὅπου ἔγραψε τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ μυθιστορήματός του «Στὴν Ἀναζήτηση τοῦ Χαμένου Χρόνου». 
  • Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου στὸ Ἰλιέρ-Κομπραί.


Ὁ Γουίλιαμ Φρίντκιν (1935) εἶναι ὁ βραβευμένος ἀπὸ τὴν Ἀκαδημία διευθυντὴς κινηματογγραφικῶν ταινιῶν ὅπως «ὁ Ἐξορκιστὴς» καὶ «Ὁ Γαλλικός Σύνδεσμος» καὶ ὁ συγγραφέας τοῦ ὁμώνυμου ἀπομνημονεύματος τὸ 2013.  Ἄρθρο του στοὺς New York Times στις 21 Μαΐου 2017, σελίδα 158 του περιοδικού "Τ".  Φωτογραφίες: Πάτρικ Τούρνεμπεφ.

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 30 Ιουνίου 2022, αρ. φύλλου 1131.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ