9.12.09

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Εμείς και τα ζώα

Ενα απόγευμα-ίδιο μ’ όλα τ’ άλλα καθημερινά απογεύματα φαινόταν- τα παιδιά της γειτονιάς του Ζωολογικού Κήπου της καταπράσινης πόλης βγήκαν από τα σπίτια τους, για να διώξουν από πάνω τους την κούραση των μαθημάτων, παίζοντας. Το στέκι τους η γνωστή «Πλατεία Ηρώων», η πλατεία η κοντινότερη στη δυτική έξοδο της πόλης, όπου και ο Κήπος.
Μόλις το παιχνίδι άρχισε να στρώνει, το απόγευμα έπαψε να ‘ναι συνηθισμένο. Γιατί στην παρέα τους ήρθε ένας παράξενος φίλος∙ ένα πλάσμα που κανένας τους δεν το περίμενε ούτε το είχε προσκαλέσει, ένα ζωντανό που δεν ήταν φανερό από την αρχή πως ήταν φίλος.
Κι όταν χάθηκε κάθε ίχνος φόβου για πιθανή εχθρότητα, όταν χάθηκε κάθε υποψία φόβου πριν καλά-καλά γεννηθεί, τα παιδιά άρχισαν να γυρεύουν μιαν απάντηση στο ερώτημά τους: «Τι κάνουμε τώρα με το Μάρκο;»
«Μάρκο» ονόμασαν τα παιδιά το αρκουδάκι που κατέβηκε από τα βουνά που τυλίγουν την πόλη της Φλώρινας γύρω-γύρω και τη γεμίζουν με χιόνι, καθώς εκείνη ξαπλώνει ανέμελα στον πάτο της λεκάνης που σχηματίζεται ανάμεσά τους. Κι ο Μάρκος, όσο φιλικός κι αν αποδείχτηκε με τα παιδιά, έπρεπε κάπου να καταλύσει τη βραδιά που ερχόταν.
Κάποιο από τα παιδιά τρύπωσε στο σπίτι του κι ανακοίνωσε το νέο στους γονείς του, που ξαφνιάστηκαν. «Στο δασαρχείο» είπαν εκείνοι, γύρισαν βιαστικά τα φύλλα του τηλεφωνικού καταλόγου της περιοχής, ο αριθμός τηλεφώνου που γύρευαν βρέθηκε κι ο Μάρκος…
Ο Μάρκος αναστάτωσε το συνήθως ήρεμο πρόγραμμα του γνωστού τότε Ζωολογικού Κήπου της πόλης. Κοιμήθηκε εκεί, σε κάποιο κλουβί του που άδειασε ή ήταν άδειο, μα, πολύ γρήγορα, όλοι όσοι ασχολούνταν με το Μάρκο, ανάμεσά τους, πρώτοι και καλύτεροι, οι μικροί του φίλοι από την Πλατεία Ηρώων, διαπίστωσαν πως ο τόπος δεν τον χωρούσε τον επίσης μικρό Μάρκο. Ο οποίος, μαθημένος να τρέχει ελεύθερος στη φύση, φαινόταν πως δε θα μπορούσε με τίποτε να ζήσει περιορισμένος σ’ ένα κλουβί.
Γρήγορα βρέθηκε η λύση. Το ξέρετε κι εσείς: άμα νοιάζεται κανείς πραγματικά, όλα γίνονται. Χάρηκαν για τη ιδέα τους οι υπάλληλοι του Κήπου, χάρηκε περισσότερο ο ίδιος ο Μάρκος: το παλιό κλουβί των αρκούδων ενώθηκε με το διπλανό του, που τελευταία ήταν άδειο, με μια σήραγγα-όχι υπόγεια, βέβαια- που φτιάχτηκε αμέσως και τυλίχτηκε γύρω-γύρω με συρματόπλεγμα. Και δεν ήταν μόνον αυτοί που χάρηκαν∙ χάρηκαν ιδιαίτερα πολύ τα παιδιά, που, κάθε απόγευμα, ξεχνούσαν το μέχρι τότε αγαπημένο τους στέκι κι ανέβαιναν στο Ζωολογικό Κήπο, που δεν ήταν μακριά τους, για να δουν το φίλο τους το Μάρκο. Να τον δούνε πώς έτρεχε σαν παλαβός, ασταμάτητα, από το ένα κλουβί στο άλλο, πάνω-κάτω, πάνω-κάτω, πάνω-κάτω…
Ο Μάρκος, πάντως, δεν έτρεχε τρελαμένος από τη χαρά του που έβλεπε τους φίλους του. Έτσι έκανε συνέχεια. Και το νέο είχε διαδοθεί στην πόλη, το έγραψαν και οι τοπικές εφημερίδες κι ανηφόριζαν όλοι στον Κήπο, για να δουν το αρκουδάκι που έχασε το βουνίσιο δρόμο του και κατέβηκε στην πόλη, να παίξει με τα παιδιά. Κι όλοι τον χαίρονταν το Μάρκο, έτσι ολοζώντανο και παιχνιδιάρη που τον έβλεπαν. Κι οι επισκέπτες του Κήπου πλήθυναν κι οι περισσότεροι απ’ αυτούς ξεχνιόντανε εκεί, μπρος στα δύο επικοινωνούντα κλουβιά του Μάρκου. Αφήστε που κάποιοι από αυτούς παραβγαίνανε μαζί του στο τρέξιμο και στις τρέλες…
Μα η χαρά δεν κράτησε πολύ. Γρήγορα ο Μάρκος κατάλαβε πως δεν είχε πια κανένα λόγο να τρέχει. Πρώτα γιατί την τροφή του την έπαιρνε έτοιμη από τα χέρια των υπαλλήλων του Κήπου κι έπειτα γιατί έτρεχε σ’ ένα μέρος που είχε σύνορα, δεν ήταν ανοιχτό όπως το δάσος όπου είχε γεννηθεί κι είχε αρχίσει να μεγαλώνει. Ο Μάρκος είχε βρεθεί σε φυλακή, μόνο που δεν το ήξερε από την πρώτη στιγμή και δεν έμαθε ποτέ πώς λεγόταν αυτό το μέρος με το συρματόπλεγμα γύρω-γύρω, απ’ όπου κανείς δεν μπορούσε και, το χειρότερο, δεν ήθελε να βγει.
Έτσι, ο ζωηρότατος Μάρκος μας έγινε, τελείως άθελά του, ένας τεμπέλης και σιγά-σιγά τελείως αγνώριστος Μάρκος. Κι οι επισκέπτες του Κήπου αραίωσαν και πάλι κι οι φίλοι του από την Πλατεία πήγαιναν όλο και πιο αραιά. Μέχρι που…
Μέχρι που ένα από τα σχολεία που ήρθαν εκδρομή στη Φλώρινα- ήταν ένα γυμνάσιο ή λύκειο της Θεσσαλονίκης- επισκέφτηκε τον Κήπο, καταγράφοντας τις παρατηρήσεις του. Και όλες μα όλες τους κατέληγαν σε μία πολύ σπουδαία παρατήρηση: πως «ο Κήπος θα έπρεπε να κλείσει, γιατί ό,τι βλέπει ο επισκέπτης του είναι ένα ξεγέλασμα, αφού τα ζώα τα κλεισμένα στα κλουβιά τους έχουν χάσει όλη τη φυσικότητα κι όλη τη ζωηράδα τους, έχουν ξεχάσει ακόμη και πώς να κινούνται και έτσι έχουν πάψει προ πολλού να ‘ναι αληθινά λιοντάρια, αληθινά ελάφια, αληθινές αρκούδες,…».
Δεν πέρασε πολύς καιρός κι ο Ζωολογικός Κήπος της πόλης έκλεισε. Τα ζώα πήραν το καθένα το δρόμο του, ποιος ξέρει ποιο δρόμο… Ο Μάρκος μάθαμε πως κατέληξε στον Αρκτούρο, όπου συνάντησε κι εκείνες τις άλλες αρκούδες που ξέρουμε όλοι πια πώς, με ποιο φριχτό τρόπο, τις είχαν μάθει τα αφεντικά τους να χορεύουν. Δεν ξέρουμε, όμως, τι απέγινε τελικά: τα κατάφερε και ξανάγινε ζωηρός και παιχνιδιάρης, όπως ήταν πριν φυλακιστεί, ή παρέμεινε ο νωθρός κι αργοκίνητος Μάρκος της φυλακής;
Απαραίτητη σημείωση: Η ιστορία του Μάρκου είναι πέρα για πέρα αληθινή. Τον γνώρισε από κοντά η δασκάλα που μεγάλωσε ακούγοντας κάθε απόγευμα ανελλιπώς το θυμωμένο βρυχηθμό του πάλαι ποτέ μεγαλόπρεπου, τώρα όμως κλεισμένου στη φυλακή, βασιλιά της ζούγκλας Λέοντα. Τον είδε και στις καλές στιγμές του, τις γεμάτες ζωντάνια-τότε που δεν παρέλειπε να τον επισκέπτεται με του δύο μικρούς της γιους, κάθε φορά που πήγαινε στην πόλη της-, τον είδε και μετά, όταν έγινε αγνώριστος.
Η δεύτερη εικόνα του δεν είχε καμία σχέση με την πρώτη, γι’ αυτό και δεν ήθελε να τη θυμάται. Την αφηγούνταν, όμως, κάθε φορά που επισκεπτόταν την καινούρια της πόλη κάποιο τσίρκο. Την έλεγε στους μαθητές της, για να τους δώσει να καταλάβουν πόσο αφύσικο είναι να φυλακίζει κανείς ζώα πλασμένα να ζουν ελεύθερα και να τα περιφέρει από πόλη σε πόλη, μόνο και μόνο για να βγάζει χρήματα. Τους έλεγε, μάλιστα, πως, ακόμα και να μην τα βασάνιζαν αλλιώτικα, με τις φριχτές μεθόδους που όλοι πια είχαν πληροφορηθεί, και μόνο η στέρηση της λευτεριάς τους κι η καταδίκη τους να ζουν μέσα σε φυλακές ήταν κι αυτό ένας βασανισμός τους.
Τελευταία, όμως, τους διάβαζε και μιαν ιστορία του Μπουκάι: εκείνη με το θεόρατο ελέφαντα, ο οποίος, παρόλο που ήταν δεμένος σ’ ένα τελείως ανίσχυρο παλούκι, δεν έκανε καμία απολύτως προσπάθεια να φύγει. Απλούστατα, γιατί ήταν δαμασμένος. Με άλλα λόγια, έτσι εκπαιδευμένος: να νομίζει πως, ό,τι κι αν κάνει, δε θα μπορούσε να ελευθερωθεί. Ήταν, δηλαδή, ένας τελείως παραιτημένος ελέφαντας, ένα πλάσμα που δε γνώριζε κι ούτε υποψιαζόταν τη δύναμή του.
Μόνο που η ιστορία του Μπουκάι ήθελε να πει και κάτι άλλο, που μάλλον εσείς το έχετε καταλάβει ήδη…

Στη μικρή Χριστίνα, που συζήτησε με τη μαμά της
κι αποφάσισε πως δε θα επισκεφτεί ποτέ της τσίρκο με δαμασμένα ζώα...


.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ