20.12.09

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Μία μικρή και συνηθισμένη ιστορία

Ήταν κάποτε μια χώρα όχι πολύ μακρινή, που καμάρωνε, όλο και καμάρωνε για το ένδοξο παρελθόν της. Με το δίκιο της, αφού πράγματι ο τόπος αυτός ήταν τόσο δοξασμένος, που συνεχώς έρχονταν άνθρωποι από μακριά του για να δουν με τα μάτια τους τα σημάδια της μεγάλης του δόξας και να τον θαυμάσουν από κοντά. Όμως, όσο κι αν η χώρα αυτή είχε κάθε δίκιο να καμαρώνει για το χτες της σχεδόν άλλο τόσο δεν είχε δικαίωμα ούτε περιθώριο να μιλά με περηφάνια για το τώρα της, που δε θα μπορούσε κανείς να το πει δοξασμένο: γιατί παντού συζητιόταν- όχι, βέβαια στα κίτρινα πηγαδάκια, όπου κάτω από τον ήλιο του μεσημεριού γίνονταν μονάχα κουτσομπολιά, όχι ουσιαστικές συζητήσεις για την πορεία αυτού του τόπου- πως τα πράγματα ήταν δύσκολα, δεν πήγαιναν καλά.
Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο δεν υπήρχε κάτοικος της χώρας, έστω και λίγο σοβαρός, που να μην ήξερε πως η κατάσταση αυτή δεν πήγαινε άλλο, πως κάπου έπρεπε να σταματήσει το κακό. Και δεν ήταν μόνον οι ειδικοί που έβλεπαν τα πράγματα από μέσα από τη χώρα∙ και οι απ’ έξω επιτηρητές της έβλεπαν κι έδιναν οδηγίες για να μπορέσει ο μικρός αυτός τόπος να σηκώσει κεφάλι και να αναστηθεί στο ζήτημα που είχε σχέση με τα χρήματα, ένα ζήτημα που συζητιόταν περισσότερο από τα άλλα, χωρίς, βέβαια και δυστυχώς, να είναι αυτό το μόνο ζήτημα όπου η χώρα είχε φτάσει πολύ κοντά στο θάνατο…

Ένα, λοιπόν, από τα κρίσιμα αυτά ζητήματα, μία από τις πληγές της χώρας που είχαν ανοίξει τις τελευταίες δεκαετίες και δεν έλεγαν να κλείσουν, ήταν πως η χώρα είχε καταντήσει σε πάρα πολλά επίπεδα μια τεράστια παιδική χαρά. Και μπορεί να το είχε πει και ο αρχαίος φιλόσοφός της πως οι Έλληνες είναι πάντα παιδιά, αλλά, και πάλι, πώς θα μπορούσε η χώρα να συνέλθει, όταν τα πάντοτε παιχνιδιάρικα παιδιά της έπαιζαν ακόμα και τις ώρες που έπρεπε να δουλεύουν; Και, αν αυτός ήταν ο χαρακτήρας των παιδιών της πάντα, τις τελευταίες δεκαετίες το κακό είχε παραγίνει. Το πώς ο τόπος του είχε φτάσει ως εκεί ήταν δύσκολο να το καταλάβει ο στρατιώτης, γιατί αυτός άλλα θυμόταν και άλλα είχε ζήσει, όταν μεγάλωνε.
Γιατί, όταν ήταν ο ίδιος μαθητής, μολονότι ξεχώριζε, μολονότι ανήκε στους άριστους, απολάμβανε την αμέτρητη αγάπη των συμμαθητών του. Κανένα ίχνος φθόνου, καμιά ματιά πλάγια που να δείχνει έστω και ελάχιστη αντιπάθεια. Απλώς γιατί τότε δεν είχε ακόμη βλαστήσει το επιζήμιο φυτό του φθόνου.
Λοιπόν, το από πού μας ήρθε ο σπόρος αυτού του απαίσιου φυτού και πώς ευδοκίμησε τόσο σ’ αυτήν την πατρίδα λίγοι πια έχουν απομείνει που δεν το έχουν καταλάβει ακόμα. Γιατί το έχουν πει και προπαντός το έχουν γράψει οι πιο σοβαροί κάτοικοί της: πριν από τριάντα περίπου χρόνια άρχισε να φυτρώνει εδώ, μέσα στα κεφάλια των ανθρώπων, στην αρχή δειλά-δειλά, μα στη συνέχεια ορμητικά και στερεότατα∙ τόσο που τίποτα δεν μπορούσε πια να το ξεριζώσει από τον τόπο που έτρωγε και κατέστρεφε λίγο λίγο, γιατί είχε σπρώξει τους αρεστούς στην κορυφή∙ πολύ πιο πάνω από τους άριστους, που είχαν καταντήσει όχι μονάχα ένα τελείως άχρηστο είδος ανθρώπων, μα κι εντελώς ανεπιθύμητοι. Έτσι κυριάρχησε παντού μια κατάσταση ακριβώς αντίθετη από την αξιοκρατία. Τόσο πολύ, που αλίμονο σε όποιον τολμούσε να χαλάσει το κλασικό πια μοντέλο αδιαφορίας και απάθειας στον εργασιακό του χώρο. «Τι παριστάνει;» αναρωτιότανε η πλειονότητα των απαθών συναδέλφων του και «με ποιο δικαίωμα μας χαλάει την πιάτσα;» επίσης. Όποιος, δε, τολμούσε να επιμείνει έμπαινε στη μαύρη λίστα, τον απαξίωναν οι γύρω του που απογυμνώνονταν δίπλα του. Μόνον εκείνοι που είχαν τη δική τους αξία ως προσωπικότητες είχαν τη δύναμη να αναγνωρίσουν όποιον ξεχώριζε για το έργο του. Οι άλλοι όσο λιγότερη αξία είχαν οι ίδιοι τόσο περισσότερο τον πετροβολούσαν. Είναι γνωστό, άλλωστε, πως συνήθως οι πιο πολλές πέτρες εκτοξεύονται από τα χέρια αυτών που κάνουν τα λιγότερα.
Μα ο καλός στρατιώτης της ιστορίας μας δε χαμπάριαζε από τέτοια. Απλώς γιατί είχε την ακλόνητη πεποίθηση πως η ζωή δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά ένα χρέος. Κι ήταν αποφασισμένος αυτό του το χρέος να το υπηρετήσει με όποιο κόστος∙ όσο κι αν όλες οι Σειρήνες τού τραγουδούσαν το χρυσό ύμνο της μετριότητας:

Πίσω ποτέ μην προχωρείς
μπροστά να μην πηγαίνεις
μπροστά φωτιά, πίσω καπνός
καταμεσής να μένεις.


Με αυτήν την απόφαση βάδιζε ο στρατιώτης, όλο και βάδιζε, και νόμιζε πως τα είχε δει και τα είχε πια ακούσει όλα. Μα είχε ξεγελαστεί. Γιατί την ίδια μέρα που κάποιος τον κατηγόρησε πως αυτός δεν είναι στρατιώτης, μα είναι ένα ρομπότ (αυτός το χρέος του απλώς έκανε, μα οι άλλοι, τόσο που είχαν ξεσυνηθίσει, για πολύ το περνούσαν αυτό το χρέος), την ίδια μέρα που ο ίδιος άνθρωπος του «ευχήθηκε» να βγει στη σύνταξη, για να καταφέρουν επιτέλους οι γύρω του να ησυχάσουν (μη νομίσετε πως τους ανησυχούσε ο καημένος, απλώς τους αναστάτωνε με την όσο γινόταν πιο αθόρυβη παρουσία του, την πάντα ζωντανή όμως, φαίνεται πως σε μερικούς δεν ήταν εύκολο να τον βλέπουν, αναστατώνονταν ψυχικά), αυτήν, λοιπόν, την ίδια μέρα συνειδητοποίησε και κάτι που ως τότε δεν το είχε καν φανταστεί: πως αυτή η τέλεια και ολοκληρωτική ισοπέδωση που κυριαρχούσε χρόνια τώρα στους διάφορους επαγγελματικούς χώρους όπου κανένας εργαζόμενος δεν αμείβεται ανάλογα με το έργο που παράγει, αλλά όλοι, μηδενός εξαιρουμένου, αμείβονται ακριβώς το ίδιο (μόνο το πόσα χρόνια έχεις δουλέψει, καθόλου το πώς, υποδείκνυαν τη χρηματική αμοιβή, επομένως για ποιο λόγο, τάχα, να θέλει κανείς να δουλέψει έστω και λίγο περισσότερο από τον πιο αραχτό διπλανό του;), αυτή, λοιπόν, η τέλεια και ολοκληρωτική ισοπέδωση είχε αρχίσει να απλώνεται και σε πεδία τρυφερότατα: εκεί όπου η δουλειά των εργαζομένων είναι το να μάθουν γράμματα και το βασικό χαρακτηριστικό τους είναι η τρυφερή τους ηλικία. Ο στρατιώτης δεν το είχε καταλάβει ως τώρα πως και σ’ αυτόν ακόμη το χώρο δεν ήταν αρεστή σε πολλούς η αξιοκρατία, πως και σ’ αυτόν το χώρο ενοχλούσαν τα πρότυπα που θα μπορούσαν, αν οι άλλοι σκέφτονταν αλλιώς, να κάνουν την καλή ζύμωση, πως και σ’ αυτόν το χώρο προκαλούσε η εφαρμογή του αξιώματος: «Η αρετή που επαινείται μεγαλώνει σαν δέντρο»∙ στο χώρο αυτόν όπου, δυστυχώς, αντί όλοι να έχουν τη ματιά τους στραμμένη προς τους καλύτερους (στους καλύτερους όχι μόνο στα μαθήματα, αλλά και σ’ ένα σωρό άλλα πράγματα), αντί να θαυμάζονται οι καλύτεροι, ώστε να μπορέσουν να τραβήξουν προς τα πάνω τούς πιο κάτω τους, είχε πια καθιερωθεί να είναι οι ματιές γυρισμένες προς τα κάτω κι οι άνθρωποι να νιώθουν απόλυτα ικανοποιημένοι με το ελάχιστο δικό τους, αφού το ελάχιστο είναι περισσότερο από το τίποτα κάποιων άλλων.

Ο καλός στρατιώτης, όμως, από μικρός ήξερε, κοιτώντας προς τα πάνω, όπως λέει και το όνομά του, άνθρωπος, να θαυμάζει τον καλύτερό του. Πίστευε ακλόνητα πως αυτός ο θαυμασμός του καλύτερου, καθώς δεν τον άφηνε να εφησυχάζει, καθώς δεν του επέτρεπε να είναι ευχαριστημένος με όσα είχε κατακτήσει-δεν εννοούμε, βέβαια, επίγειους θησαυρούς-, τον έσπρωχνε ολοένα να γίνεται-ή έστω να παλεύει να γίνει- καλύτερος. Την ίδια ώρα που τους γύρω του-όχι όλους βέβαια, αλλά αυτούς που κοίταζαν προς τα κάτω (κάτω έθρωσκαν) και τίποτε δεν τους ωθούσε σε αυτοβελτίωση γιατί ήταν επαναπαυμένοι με το λίγο που ήταν- τους έτρωγε το σαράκι του φθόνου.

Κι ο στρατιώτης της μικρής και συνηθισμένης μας ιστορίας δε χρειαζόταν να βασανιστεί για να καταλήξει, είχε καταλήξει ήδη προ πολλού, πως καθόλου δε συμφωνούσε με το αξίωμα της ισοπέδωσης που κρατάει ανθρώπους και κοινωνίες ολόκληρες καρφωμένους καταγής, αλλά πίστευε πως είναι ανάγκη για τον καθένα και για όλους μαζί να επιδιώκουν το άριστο, να προσπαθούν να διακρίνονται στο καλό, να ψηλώνουν σαν δέντρα και να ξεχωρίζουν από τους γύρω τους∙ ιδιαίτερα σήμερα που ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων θεωρεί την ισοπέδωση ισότητα και δεν το βλέπει, επειδή εθελοτυφλεί, πως, ναι, είναι ένα είδος ισότητας, αλλά προς τα κάτω. Γιατί, τελικά και επιτέλους, ναι: η λογική της ευκολίας, της ήσσονος προσπάθειας και της έλλειψης υψηλών στόχων όχι μόνο δε μας ωθεί προς τα εμπρός, όχι μόνο δε μας ωφελεί, μα και μας καταστρέφει∙ όλους μαζί ως κοινωνικό σύνολο, αλλά και τον καθένα μας ξεχωριστά ως άνθρωπο.
Αυτός είχε ήδη καταλήξει προ πολλού. Θα συνέχιζε να πορεύεται το δρόμο που πορεύτηκε ως τώρα. Κι ας ήταν ο πιο δύσκολος δρόμος. Ήξερε, άλλωστε, πως, αντίθετα με ό,τι πιστεύουν οι περισσότεροι, είναι «καλότυχοι αληθινά όσοι δεν τα έχουνε όλα εύκολα». Κι αυτός τέτοιος ήθελε να’ ναι…

Στη Φερενίκη, που δεν ανήκει στην πλειονότητα…



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ