Δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω, αλλά τελευταία όλο με πηγάδια συναντιέμαι, όλο με πηγάδια ανταμώνομαι. Κι είναι αυτές οι απανωτές συναντήσεις που μ’ έκαναν να στρωθώ να γράψω γι’ αυτά. Πρώτα από ευγνωμοσύνη προς τα πηγάδια που για πολλά πολλά χρόνια δρόσισαν και ξεδίψασαν τους ανθρώπους. Να, όπως καληώρα το πηγάδι της σημερινής ευαγγελικής περικοπής, το πηγάδι του Ιακώβ, όπου ο Χριστός συνάντησε την Σαμαρείτιδα, μια κοινή γυναίκα, που είχε έρθει να γεμίσει νερό. Κι ήταν εκεί, σε ένα τόσο συνηθισμένο σημείο για την εποχή εκείνη, όπου έγινε μια πολύ σοβαρή συζήτηση∙ τόσο σοβαρή που η Σαμαρείτιδα μεταστράφηκε για να γίνει στη συνέχεια η αγία και ισαπόστολος Φωτεινή.
Αυτό αποδεικνύει πως τα πηγάδια δεν ήταν μόνο χώρος όπου βασίλευε πάντοτε το κουτσομπολιό, αλλά υπήρχαν φορές όπου, περιμένοντας τη σειρά σου για να γεμίσεις, λέγονταν και σοβαρές κουβέντες, γίνονταν και σοβαρές συζητήσεις. Αυτό εξαρτιόταν από τους ανθρώπους κι από τη στιγμή. Κι επειδή είπαμε για ανθρώπους γενικά, να πούμε πως μες στο μυαλό όλων έχουν καταγραφεί οι γυναίκες ως νεροκουβαλήτρες. Προσωπικά δεν έχω δει άντρα να κάνει αυτήν τη δουλειά, που δεν είναι κι από τις ευκολότερες, εδώ που τα λέμε.
Στο πηγάδι του Ιακώβ, λοιπόν, κάθισε ο Ιησούς, για να ξεκουραστεί από την κούραση της πεζοπορίας, κι εδώ στο Μαυροχώρι φαίνεται πως από το στιγμιότυπο αυτό εμπνεύστηκαν κι έπλασαν μια ιστορία, για να δείξουν πώς γίνεται κάποιες φορές να παντρεύονται άνθρωποι τελείως ανόμοιοι μεταξύ τους. Την ιστορία την άκουσα πολλές φορές από μια πολύ αγαπημένη Μαυροβινή ξαδέρφη, τη Θεοδότα, η οποία την αφηγείται ως εξής: Κάποτε έκατσε ο Χριστός δίπλα σ’ ένα πηγάδι για να ξεκουραστεί και ζήτησε από έναν άντρα που βρισκόταν εκεί ένα ποτήρι νερό. «Να πάρεις μόνος σου» του απάντησε εκείνος και μετά ο Ιησούς ζήτησε νερό από μια κοπέλα που είχε στο μεταξύ πλησιάσει για να γεμίσει τα σταμνιά της. Η κοπέλα έτρεξε ολοπρόθυμη να τον ξεδιψάσει και τότε ο Χριστός είπε: «Εσείς οι δυο θα παντρευτείτε», για να συμπληρώνει ο ένας τον άλλον.
Κι ήταν μόλις χτες, στο υπέροχο μουσικό κλείσιμο της έξοχης Μαθητιάδας που έγινε στο ΤΕΙ Καστοριάς, με άψογη διοργάνωση της Α/θμιας Εκπαίδευσης, όπου, πέρα από τα τραγούδια που μ’ έκαναν να κλάψω –συγχωρέστε με για τη διάκριση, αλλά από χτες δε λένε να μου ξεκολλήσουν εκείνοι οι εξαιρετικά τρυφεροί στίχοι που μιλάνε για την καρδιά που πονάει όταν ψηλώνει, ήταν πολύ συγκινητικό που τους ακούσαμε τραγουδισμένους από παιδιά-, ακούσαμε και παιδιά να τραγουδάνε σε κείνες τις υπέροχες διαλέκτους της γλώσσας μας που δεν πρέπει να ξεχαστούν και… νάτο πάλι το πηγάδι, κρυμμένο σε μιαν έξοχη, εξοχότατη λέξη.
«Εκάεν και το Τσάμπασιν» ήταν το ποντιακό τραγούδι που τόσο όμορφα και συγκινητικά περιγράφει την καταστροφή που συνόδευε τη Γενοκτονία∙ τόσο μεγάλη ήταν η καταστροφή αυτή που έκλαψαν «τι Θεού τα πούλοπα» (τα πουλάκια του Θεού), έκλαψαν «τα έμορφα τ’ ελάτεα» (τα όμορφα έλατα), αλλά έκλαψαν ακόμα και τα άψυχα «πεγαδομάτεα», τα πανέμορφα και τόσο λογοτεχνικά ματοπήγαδα (που «μέσα τους πέφτει το φεγγάρι», όπως λέει χαρακτηριστικά η Αγγελική Βαρελλά)…
Έξοχη η εκφραστική δύναμη του ποντιακού λαού. Οι εκφράσεις του τραγουδιού μου θύμισαν τις αντίστοιχες υπέροχες εκφράσεις που χρησιμοποίησε η γιαγιά Σεβαστή όταν μας αφηγήθηκε τον Τσιμτσιράκο, αυτό το λαϊκό παραμύθι του τόπου μας που τόσο πολύ αγαπάνε τα παιδιά: «Από τη μεγάλη τη λύπη (που πνίγηκε ο Τσιμτσιράκος), η γιαγιά άρχισε να τραβάει τα μαλλάκια της. Ο παππούς τα γενάκια του. Το γουρούνι τα δοντάκια του. Η κότα τα πούπουλα. Το σπίτι έριχνε τα κεραμίδια από το μεγάλο πένθος που είχαν. Όλοι στεναχωρέθηκαν» είπε η συγχωριανή μας αφηγήτρια κι εμείς θαυμάσαμε την εκφραστικότητα του λαού μας, ο οποίος δεν διανοείται να πενθούν οι άνθρωποι και να μη συμμετέχουν στο πένθος τους και τα άψυχα.
Γι’ αυτό κλαίνε τα ματοπήγαδα στο θρηνητικό ποντιακό τραγούδι, φανερώνοντας, πέρα από τη μεγάλη εκφραστική δύναμη του λαού μας, και την τρυφερότατη ψυχή που κρυβόταν εντός του και μακάρι να κρύβεται ακόμη…
Με αφορμή τα πηγάδια, λοιπόν, μιλάμε αυτήν τη στιγμή και για την εκφραστική δύναμη που είχαν παλιότερα οι Έλληνες. Αυτήν τη δύναμη μπορούμε να τη βρούμε και σήμερα μέσα στους καλούς στίχους. Και σ’ αυτούς που ντύθηκαν με υπέροχες μουσικές και τους τραγουδάμε: «Τα χάδια μου τα πέταξα/στης λήθης το πηγάδι/Να μην τα βρουν οι αγκαλιές/ που βγαίνουνε σεργιάνι» έγραψε ο Μίλτος Πασχαλίδης, τραγούδησε ο εκφραστικότατος Γιάννης Χαρούλης και πρόκειται για στίχους που αποδεικνύουν πως όχι, δεν χάθηκαν τελείως από τον τόπο μας και δεν ξεχάστηκαν, δεν πετάχτηκαν στης λήθης το πηγάδι τα καλά στοιχεία που χαρακτήριζαν πάντοτε την ψυχή του πραγματικού Έλληνα και τον έκαναν να ξεχωρίζει από τους άλλους.
Και μακάρι να εξακολουθούν να υπάρχουν μέσα μας ακόμη! Κυρίως τώρα που «η Πατρίδα μας έχει βουλιάξει από την κρίση», όπως έγραψε η 8χρονη μαθήτριά μου η Κατερίνα, εντυπωσιάζοντάς με, προπαντός τώρα που δεν πρέπει να νιώθουμε σαν να έχουμε βρεθεί σ’ ένα βαθύ και σκοτεινό πηγάδι, σε μια μεγάλη απελπισία. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, πως, σε όποιο πηγάδι κι αν έχει πέσει κάποιος, όσο βαθύ κι αν είναι, πάντοτε βλέπει τον ουρανό, αρκεί να σηκώσει τα μάτια του ψηλά, και το χρέος το δικό μας ως Έλληνες είναι να ζούμε τη ζωή μας με ευθύνη –η απουσία υπευθυνότητας τις τελευταίες δεκαετίες μάς έφτασε σ’ αυτό το χάλι-, αλλά και να κρατιόμαστε από αυτήν τη φαινομενικά απλή μα στην πραγματικότητα τόσο μεγαλειώδη φράση « Έχει ο Θεός», τη φράση που φανερώνει πως έχουμε κάνει βίωμα την υπόδειξη της Εκκλησίας μας να μην απελπιζόμαστε σαν τους υπόλοιπους, εκείνους που δεν έχουν ελπίδα. Γιατί εμείς έχουμε την ελπίδα μας στον Θεό κι αυτή η ελπίδα έχει τη δύναμη να μας κρατάει όρθιους, όσες κι αν είναι οι δυσκολίες της ζωής μας∙ αφού όσο νωρίτερα το καταλάβουμε πως το να λέμε «Δόξα Σοι ο Θεός» είναι χιλιάδες φορές προτιμότερο από το να δυσανασχετούμε, να γκρινιάζουμε και να βλέπουμε το ποτήρι πάντοτε άδειο τόσο το καλύτερο για όλους μας και προπαντός για μας τους ίδιους.
Και, για να κλείσουμε με τα πηγάδια που μας απασχολούν σήμερα, στους μαθητές που δίνουν εξετάσεις κι όχι μόνο σ’ αυτούς, με αφορμή το θέμα της έκθεσης για τη φιλία, αφιερώνουμε το πηγάδι της Γραφής, ποίημα του αγαπημένου μου Θοδωρή Γκόνη, που υμνεί υπέροχα τη φιλία:
Ο Γιασφάτ απ’ τη Συρία
κι απ’ την Αίγυπτο ο Χαρμής
συναντιώνται χρόνια τώρα
στο πηγάδι της Γραφής
Ξεδιψούν με το νερό του
τρων του Νείλου το ψωμί
λένε το παράπονό τους
κι απ’ ασκί πίνουν κρασί
Κάποιοι μέσα στο πηγάδι
θάλασσες ρίξανε δυο
μα τ’αλάτι δεν το πιάνει
της φιλίας το νερό
Κόψανε τη γη στη μέση
τους χωρίσανε στα δυο
μα τις φλέβες είχαν δέσει
με σπαθί δαμασκηνό
Επίλογος:
1. Ἐγὼ Διονύσιος Ἱερομόναχος, ἐγκάτοικος στὸ ξωκλήσι τοῦ Ἁγίου Λύπιου, γιὰ νὰ περιγράψω ὅ,τι στοχάζουμαι λέγω:
2. Ὅ,τι ἐγύριζα ἀπὸ τὸ μοναστήρι τοῦ Ἅγιου Διονυσίου, ὁποὺ εἶχα πάει γιὰ νὰ μιλήσω μὲ ἕναν καλόγερο, γιὰ κάτι ὑπόθεσες ψυχικές.
3. Καὶ ἤτανε καλοκαίρι, καὶ ἦταν ἡ ὥρα ὁποὺ θολώνουνε τὰ νερά, καὶ εἶχα φθάσει στὰ Τρία Πηγάδια, καὶ ἦταν ἐκεῖ τριγύρου ἡ γῆ ὅλο νερά, γιατὶ πᾶνε οἱ γυναῖκες καὶ συχνοβγάνουνε.
4. Ἐσταμάτησα σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ Τρία Πηγάδια, καὶ ἀπιθώνοντας τὰ χέρια μου στὸ φιλιατρὸ τοῦ πηγαδιοῦ ἔσκυψα νὰ ἰδῶ ἂν ἤτουν πολὺ νερό.
5. Καὶ τὸ εἶδα ὡς τὴ μέση γιομάτο καὶ εἶπα: Δόξα σοι ὁ Θεός.
6. Γλυκιὰ ἡ δροσιὰ ποὺ στέρνει γιὰ τὰ σπλάχνα τοῦ ἀνθρώπου τὸ καλοκαίρι, μεγάλα τὰ ἔργα του καὶ μεγάλη ἡ ἀφχαριστία τοῦ ἄνθρωπου.
Διονυσίου Σολωμού «Η γυναίκα της Ζάκυθος» (κεφ. 1)
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 2 Ιουνίου 2016, αρ. φύλλου 838.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.