Δημοτικό σχολείο Μαυροχωρίου σχ. έτος 2015-16
Oι αναγνώστες της Σχολικής μας Βιβλιοθήκης έγιναν και φέτος «βιβλιωρύχοι»: έψαξαν μες στα βιβλία που διάβασαν και βρήκαν αποσπάσματα που μιλούν για την αγαπημένη τους λίμνη, μα και για τα καράβια της:
-Είχαν φθάσει (το πλοίο με τους μαθητές μέσα) κατά τη μέση της λίμνης, όταν, έξαφνα, πίσω τους, περπατώντας στ’ αφρισμένα κύματα, είδαν τον Ιησού που πλησίαζε, σα να ήθελε να τους προσπεράσει.
Τους φάνηκε φάντασμα από τον άλλο κόσμο και τρόμαξαν πολύ. Μα εκείνος, σιμώνοντας, τους είπε:
-Θάρρος, εγώ είμαι, μη φοβάστε.
-Κύριε, φώναξε ο Πέτρος, αν είσαι συ, πρόσταξέ με να έλθω κοντά σου απάνω στα νερά.
Και ο Ιησούς είπε:
-Έλα!
Στην ορμή της πίστεως, πήδησε ο Πέτρος στο νερό και, περπατώντας στα κύματα, πήγαινε στον Ιησού. Μα το σκοτάδι ήταν βαθύ και τα κύματα μεγάλα, ο άνεμος φυσομανούσε σφυρίζοντας και έπαιρνε τα ρούχα του και τα μαλλιά του. Από τον Κύριό του, ο Πέτρος γύρισε τα μάτια και έριξε πίσω μια φοβισμένη ματιά. Κι ευθύς άρχισε να βυθίζεται.
-Κύριε! Φώναξε με αγωνία. Σώσε με!
Ο Ιησούς άπλωσε το χέρι και τον έπιασε.
-Λιγόπιστε, γιατί δίστασες; του είπε ήρεμα.
Μαζί μπήκαν στο καράβι κι ευθύς ο άνεμος κόπασε.
«Η ζωή του Χριστού»
Πηνελόπη Δέλτα
-Η γνωριμιά με την Καστοριά είναι μια αποκάλυψη, με τη λίμνη της όμως μια μαγεία!
Στα γαλήνια, τα λαμπερά νερά της καθώς τα χρωματίζουν τα γαλάζια σύννεφα, βλέπετε ολάκερη την πολιτεία, πανέμορφη, να καθρεφτίζεται κάθε αυγή. Μα και στη δύση του ήλιου που παίρνουν όλα χρώματα μαγευτικά, και τη νύχτα όταν ανάψουν της πολιτείας τα φώτα και το φεγγάρι χρυσίζει τον ακύμαντο καθρέφτη της, μοιάζει παραμυθένια!
Αυτή τη λίμνη θα πρωτοείδαν οι αρχαίοι Ορέσται κι εγκαταστάθηκαν κοντά της. Αγριοπούλια και γλάροι τη ραμφίζουν κάθε στιγμή και οι κάτασπροι κύκνοι μεγαλόπρεποι ταξιδεύουν στο ήσυχο πριγκηπάτο της.
«Καστοριά, πατρίδα μου»
Ιφιγένεια Διδασκάλου
Υπάρχουν λίμνες που δεν τις έχει ο χάρτης. Υπάρχουν λίμνες που κατοικούν μέσα μας.
-Ψάχνω για τη λίμνη της επιθυμίας μου, εκεί που μπορεί να ζήσεις το θαύμα, είπε η ασημένια πέστροφα. Θέλω κάποτε να γίνω αστέρι στον ουρανό!
-Ψάξε να βρεις τη λίμνη με τα νερά που κοιμούνται!
-Κοιμούνται τα νερά;
-Κοιμούνται γιατί αγαπούν τη στιγμή, την αιωνιότητα! ψιθύρισε η γριά κλαίουσα κι έγειρε ακόμα πιο κοντά στο νερό τα κλαδιά της.
«Στον καθρέφτη της λίμνης»
Πόλυ Βασιλάκη- Δημήτρης Παπασταύρος, Δ’ τάξη
-Η λίμνη των Παραμυθιών κάθε βράδυ γίνεται η λίμνη της Φαντασίας. Είναι τότε που οι παραμυθάδες αρχίζουν να διηγούνται σ’ όλη τη γη τα παραμύθια τους. Και φτιάχνουν πολλά, καινούρια παραμύθια που ταξιδεύουν τη νύχτα ως εδώ. Έτσι, το άλλο πρωί, οι ήρωές τους είναι μαζί μας. Βαφτίζονται στο διάφανο νερό της λίμνης και μετά επιστρέφουν στον κόσμο των παιδιών για να τα συντροφεύουν…
«Στον καθρέφτη της λίμνης»
Πόλυ Βασιλάκου-Αγνή Καλαφάτη, Ε’ τάξη
-Στη λίμνη αυτή, λένε, γίνονται τα πιο παράδοξα πράγματα. Φτάνει όμως να πιστεύεις το παράδοξο, στο θαύμα!
«Στον καθρέφτη της λίμνης»
Πόλυ Βασιλάκου-Αγγελική Πετκανά, Δ’ τάξη
Απόψε κιόλας θα ταξιδέψουμε για τη λίμνη με τα νερά που κοιμούνται. Για τη λίμνη της επιθυμίας μας, φώναξε γεμάτη αισιοδοξία και χαρά η πέστροφα.
Πανσέληνος!
Τα νερά στη λίμνη της Φαντασίας λες κι ήταν ναρκωμένα κάτω από το φεγγαρόφωτο.
Μια διάχυτη ομίχλη λες και κοίμιζε τα νερά. Σαν βγήκε ο ήλιος, η ομίχλη διαλύθηκε. Ωστόσο μια ασυνήθιστη σιωπή εξακολουθούσε να υπάρχει ολόγυρά τους.
Το διαυγές νερό της λίμνης άφηνε να βλέπεις τα στρογγυλεμένα, κατάλευκα βότσαλα στο βυθό. Κάποια ψάρια κινήθηκαν αργά και νωχελικά, λες και ξύπνησαν εκείνη την ώρα. Έπειτα, έγινε το θαύμα.
«Στον καθρέφτη της λίμνης»
Πόλυ Βασιλάκου-Αγγελική Πετκανά, Δ’ τάξη
-Μα τι ήταν αυτό που φαινόταν εκεί κάτω; Τ’ αστέρια ήταν! Άστραφταν σαν διαμάντια μέσα σε μια λίμνη…
Το φως του φεγγαριού φώτισε λιβάδια, ποτάμια και πιο πέρα τη λίμνη.
Τα αστέρια του ουρανού έπεσαν στη λίμνη. Πάω να τα βοηθήσω, για να μην πνιγούν.
Τα αστέρια που κάθε βράδυ τα έβλεπα να κολυμπούν στη λίμνη τα σκόρπισε ο δυνατός άνεμος.
«Αστέρια στον πάτο της λίμνης»
Εύη Γεροκώστα- Αγγελική Πετκανά, Δ’ τάξη
-Τότε κατάλαβαν πως τα σύννεφα τους είχαν μπερδέψει και τους δυο. Τα αστέρια δε θα πνίγονταν, γιατί αυτό που είχε δει ο Ασιρού στη λίμνη ήταν μονάχα το καθρέφτισμά τους. Ούτε θα έπεφταν από τον ουρανό, γιατί εκεί ήταν η θέση τους.
«Αστέρια στον πάτο της λίμνης»
Εύη Γεροκώστα- Συμεών Τσαϊρίδης, Γ’ τάξη
-Πίσω της τα βουνά που γαλάνιζαν στο βάθος του ορίζοντα απομακρύνονταν όλο και περισσότερο. Εκεί τελείωνε παλιά η λίμνη. Τα βουνά ολόγυρα ήταν το φυσικό της φράγμα που την είχε σχηματίσει κάποτε.
«Η κοιλάδα με τις πεταλούδες»
Ελένη Δικαίου-Ελευθερία Καλαφάτη, Ε’ τάξη
-Κοντινός ο τόπος του, η Καστοριά. Δυο βουνά παρά κει, καράβι αρμενισμένο στη λίμνη που τη ζώνει. Σαν ήταν παιδί έπαιρνε το αδέρφι του τον Τίμο και ξεμάκραιναν στις έρημες όχθες της. Έριχναν πετονιά και καρτερούσαν να τσιμπήσει ψάρι.
«Τα παιδιά»
Κώστας Ασημακόπουλος
-Η Ζωή -δασκάλα στο Μαυροχώρι στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα-, μόλις ήρθε από τη Θεσ/νίκη κι εγκαταστάθηκε στο Μαύροβο, έκανε μια βόλτα να γνωρίσει την Καστοριά. Θαύμασε τα μεγάλα αρχοντικά της, καλύτερα κι από της Θεσ/νίκης, μπήκε στις βυζαντινές εκκλησίες κι απόλαυσε τη λίμνη σ’ όλη της τη μεγαλοπρέπεια. Οι λεύκες που έζωναν τις όχθες της είχαν ντυθεί την κιτρινόχρυση φθινοπωρινή τους φορεσιά. Καθώς καθρεφτίζονταν στ’ ακύμαντα νερά, την έκαναν να μοιάζει με πελώριο γαλανό καθρέφτη, δεμένον μέσα σε διπλή, χρυσή κορνίζα. Μαγεμένη από την τόση ομορφιά, έμεινε για ώρα να κοιτά τα χρώματα ν’ αλλάζουν με τη θέση του ήλιου. Όταν έφτασε στο διάσελο του κάβου που στις δυο πλαγιές του απλωνόταν η πολιτεία, η λίμνη της φάνηκε απέραντη, αστραφτερή βασίλισσα που έκλεινε στην αγκαλιά της το ακρωτήρι σαν νησί. Και κείνο ακούμπαγε λες στα ήσυχα νερά της, να λιαστεί και να ξαποστάσει.
«Όταν τα νιάτα θέλουν»
Ν. Τζώρτζογλου-Χριστίνα Χριστοπούλου, Ε’ τάξη
-Το χιόνι είχε πέσει πυκνό. Μετά τις διακοπές των Φώτων οι μαθητές αραίωσαν. Πώς να κατέβουν από τις στάνες και τα κοντινά χωριά; Οι άκρες της λίμνης είχαν παγώσει. Κρατς κρατς έσπαζε το πηγμένο νερό κι η Ζωή φοβέρισε τα παιδιά μην τολμούν να παίζουν στον όχτο. Ένα γλίστρημα και θα βούλιαζαν στα παγωμένα νερά. Κι όμως, μ’ όλη την κακοκαιριά, η πλάβα από την Καστοριά έφτασε στο Μαύροβο.
-Κυρα-δασκάλα, ο Δεσπότης…
«Όταν τα νιάτα θέλουν»
Ν. Τζώρτζογλου-Χριστίνα Χριστοπούλου, Ε’ τάξη
-Η λίμνη ήταν τώρα παγωμένη κάμποσες οργιές από την παραλία. Οι βαρκάρηδες έσπασαν τον πάγο, άνοιξαν καναλάκια κι από κει περνούσαν για να δέσουν βάρκες και πλάβες. Για καΐκια ούτε λόγος να ξεμυτίσουν με την κακοκαιριά. Τα νερά ο βοριάς τα ‘δερνε άγρια. Στ’ ανοιχτά τα κύματα άσπριζαν (…) Η λίμνη είχε το χρώμα του μολυβιού. Ο βοριάς ξύριζε σαν κοφτερό λεπίδι. Άγρια κι όμορφα μαζί. Η φύση σ’ όλη της την πρωτόγονη μεγαλοπρέπεια.
«Όταν τα νιάτα θέλουν»
Ν. Τζώρτζογλου-Χριστίνα Χριστοπούλου, Ε’ τάξη
-Άνοιξη στο Μαύροβο
(…) Αχ! Η λίμνη! Τι μαγεία ήταν τούτη! Οι λεύκες βάλθηκαν να ξεδιπλώσουν το ασημοπράσινο, φερσκοσιδερωμένο φόρεμά τους και να καμαρώνουν τους φουντωτούς ήσκιους τους στα γαλάζια νερά. Όταν το αγεράκι τις σάλευε, λες και λέγανε το γιορταστικό τους τραγούδι, το τραγούδι της Ανάστασης, της χαράς, της ελευθερίας.
«Όταν τα νιάτα θέλουν», Ν. Τζώρτζογλου-Χριστίνα Χριστοπούλου, Ε’ τάξη
-Ανήμερα του Άι Χαράλαμπου χιόνισε και πάλι. Τούτη τη φορά έφτασε ως μια πήχη αφράτο χιόνι, κάτασπρο, που κάλυψε τον πάγο κι έκανε τη γης μαλακιά μπαμπακένια.
«Όταν τα νιάτα θέλουν»
Ν. Τζώρτζογλου
-Και μια πανέμορφη σκηνή που «έζησε» η λίμνη μας - τη διαβάζουμε στα Απομνημονεύματα του ήρωα Μητροπολίτη μας Γερμανού Καραβαγγέλη:
(Ο καπετάν Βάρδας με τα παλληκάρια του χρειάζεται να περάσουν τη λίμνη μας για να φύγουν στην ελεύθερη Ελλάδα. Ο Καραβαγγέλης, από τον φόβο μήπως οι καϊκτσήδες δεν περιμένουν τους πολεμιστές και φύγουν, πηγαίνει ο ίδιος να τους παραλάβει.)
«Όταν φθάσαμε στο συμφωνημένο μέρος, διασχίσαμε ένα μεγάλο και ψηλό καλαμώνα κι εκεί περιμέναμε αόρατοι… Επιτέλους κατά τις 3 το πρωί, μέσα στην φριχτή αγωνία για την τύχη του σώματος, ακούσαμε γαβγίσματα σκύλων από το χωριό Απόσκεπο και σε λίγο βήματα που πλησίαζαν. Όταν πλησίασαν αρκετά, έδωσαν το σύνθημα «Κρήτη» κι εγώ απάντησα «Μακεδονία». Διασχίζοντας το δάσος των καλαμιών, φθάσαμε στην όχθη και παραλάβαμε το σώμα στα πλοία. Το σώμα αποτελούσαν καμιά εικοσιπενταριά άνδρες, μεταξύ των οποίων ήταν και ο καπετάν Νταλίπης (από τον Γάβρο). Εγώ είχα φέρει μαζί μου κρέας, φρούτα και κρασί για τα παιδιά και τα έφαγαν με μεγάλη όρεξη. Κι όταν είχαμε ανοιχτεί αρκετά, όλη η λίμνη αντήχησε από το «Μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά...», από τον εθνικό μας ύμνο και άλλα πατριωτικά τραγούδια (…). Έτσι τελείωσε η ωραία αυτή εκδρομή…»
-Συνεχίζουμε με τους στίχους από το δικό μας δημοτικό τραγούδι-μας το θύμισε η Μύησις με το έξοχο cd της με τον τίτλο «Κίνησαν τα καράβια τα καστοριανά»:
Κίνησαν τα καράβια τα καστοριανά,
μωρέ γιε μου, τα καστοριανά.
Κίνησεν κι ο καλός μου να πάει στην ξενιτιά,
μωρέ γιε μου, να πάει στην ξενιτιά.
Σύντας κινήσει για να ‘ρθει χιόνια και βροχές,
μωρέ γιε μου, χιόνια και βροχές.
Σύντας γυρίσει πίσω ήλιος και ξαστεριά,
μωρέ γιε μου, ήλιος ξαστεριά.
-Οι λίμνες....Πρόσεξες ποτέ τις λίμνες;
Δεν είναι σαν τις θάλασσες.
Οι θάλασσες μιλούν. Τραγουδούν.
Οι λίμνες ονειρεύονται !!!
(από το Διαδίκτυο).
Αλκυόνη Παπαδάκη
-Κι ο σελιδοδείκτης (κολλημένος και πάλι) στους ίδιους στίχους:
Μάθαμε τον έρωτα και τον θάνατο
Ταξιδεύοντας από τη μιαν όχθη στην άλλη
Πάνω στην πλώρη ενός καραβιού…
«γιούσουρι στην τσέπη»
Λ. Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου
Κατερίνα Κατσανέβα, Ε΄τάξη
Επιμέλεια δράσης και αφιερώματος
η υπεύθυνη της Βιβλιοθήκης και δασκάλα τάξης κ. Σ. Ευθυμιάδου
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 9 Ιουνίου 2016, αρ. φύλλου 839
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.