8.4.20

ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΤΡΩΝΟΥ-ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ: Η αρκούδα



Βρέχει. Βρέχει ασταμάτητα εδώ και πέντε μέρες. Όχι μια σιγανή, αργή βροχή. Έντονη, απειλητική. Και μόνη. Ούτε βροντές, ούτε αστραπές. Μόνη της έχει κατακυριεύσει τον ουρανό με το σκούρο μοβ προς γρανιτένιο χρώμα του. Με τη γη να πίνει, να πίνει... τόσο που άρχισε να ξερνάει όσο δεν αντέχουν πια τα σωθικά της. Και όλη η αυλή μαζί με το πλάτωμα που ξεκινάει από το πετρόκτιστο σπίτι, όπου φιλοξενούμαι, και καταλήγει μέχρι την απότομη πλαγιά λίγο πιο χαμηλά, μετατρέπεται από ώρα σε ώρα σε βάλτο. Καθόμαστε με τους οικοδεσπότες στη σάλα και, με ένα συναίσθημα ανάκατο από θαυμασμό και τρομάρα, παρακολουθούμε το πρωτόγνωρο για μένα και για τους ίδιους, σχεδόν μόνιμους κατοίκους του ορεινού και απόμακρου αυτού χωριού, συνεχές βουητό του κατακρημνιζόμενου νερού από τα σωθικά του ουράνιου θόλου. Δεν μπορείς να διακρίνεις, ακόμη και σε πολύ μικρή απόσταση, σπίτια, δέντρα, αμάξια... Το καταρρακτώδες παραπέτασμα καλύπτει τα πάντα. Κι ας είναι μέρα μεσημέρι. Κι ας γνωρίζουμε ότι βρισκόμαστε στο θερινό ηλιοστάσιο και τέτοια ώρα ο ήλιος μεσουρανεί. Όχι, πάντως, σ' αυτόν τον κρανίου τόπο.

Στον κρανίου τόπο βρέθηκα έπειτα από πρόσκληση καλών φίλων. Κυνηγός ο σύζυγος, ζωγράφος η φίλη. Μια παρέα πρωτευουσιάνων θηρευτών, πήγαινε κάθε χρόνο στα βουνά της Μακεδονίας, όπου τα θηράματα ήταν άφθονα και σε μεγάλη ποικιλία και η φύση σχεδόν στην παρθένα της μορφή ακόμη εκεί ψηλά. Ανακάλυψαν έτσι αυτό το εγκαταλειμμένο χωριό και αποφάσισαν αρκετοί απ´αυτούς να αγοράσουν για μια «χούφτα δολάρια» τα ερειπωμένα σπίτια. Τα περιποιήθηκαν, τα εξόπλισαν με τα απαραίτητα και, με την παραμικρή ευκαιρία όδευαν προς τον ιδιόκτητο σχεδόν οικισμό τους. Πέρα από πέντε έξι γερόντους, το χωριό τελείως ακατοίκητο. Δελεάστηκα λοιπόν από την περιγραφή του ορεινού τοπίου από τη μια και από τις γαστριμαργικές λιχουδιές από την άλλη. Δέκα πέντε μέρες η άδειά μου. Γιατί όχι κάπως διαφορετικά αυτό το καλοκαίρι; Μαζευόταν η παρέα μια στο ένα σπίτι μια στο άλλο στις αυλές, όταν ο καιρός γλύκαινε και δεν χρειάζονταν κουβέρτες για προστασία από το βραδινό μπούζι. Καλοπερνούσαν με μεζέδες και τσίπουρα από την εγχώρια παραγωγή και όλο και κάποιο κατόρθωμα κυνηγετικό είχαν να αφηγηθούν, ή ανέκδοτα που άκουγαν από τους ντόπιους. Η κακοκαιρία που ξέσπασε μέσα σ´ ένα βράδυ και χωρίς καμιά προειδοποίηση, αποδιοργάνωσε τις συναθροίσεις και κλείστηκαν όλοι στα σπίτια τους...

Όπως ήρθε απροειδοποίητα, με τον ίδιο τρόπο έφυγε το πρωινό της έκτης μέρας. Ξυπνάμε με τον ήλιο να μας τυφλώνει από τα χαράματα. Ούτε ένα συννεφάκι στον ουρανό. Το κρύο, πάντως, διαπεραστικό και τα μάλλινα πουλόβερ, όχι απλά ευπρόσδεκτα· απαραίτητα, μόλις εγκατέλειπες τα ζεστά κλινοσκεπάσματα. Το φως σ´ αυτό το υψόμετρο σού προκαλεί μία αίσθηση ξενοιασιάς και ευθυμίας. Λαμποκοπούν τα πάντα. Γυαλίζει το βρεγμένο χόρτο, ζωηρό το πράσινο των βουνών παραδίπλα.

Ετοιμάζεται η φίλη να βγει στην αυλή με το καβαλέτο να προσπαθήσει να αποδώσει στον καμβά τα μοναδικά αυτά χρώματα. Ακολουθώ κεφάτη. Και τότε τη βλέπω: μια αρκούδα, ακριβώς έξω από την αυλόπορτα, ακολουθούμενη από το αρκουδάκι της, να στέκεται και να μας παρατηρεί. Μαρμαρώνω. Ακουμπώ την φίλη στον ώμο και της ψιθυρίζω να ρίξει μια ματιά στο θέαμα. Καθόλου ψύχραιμη εκείνη, αρχίζει να τσιρίζει με όλη της τη δύναμη. Βγαίνει έξω ο κυνηγός, βλέπει τη σκηνή και μας λέει να μπούμε αμέσως στο σπίτι. Εξηγεί πως η αρκούδα βγήκε με το μικρό της για τροφή μετά από τον κατακλυσμό των πέντε ημερών. Τρέχω στο παράθυρο για να θαυμάσω τη στοργική μάνα με το μικρό της. Τώρα κατευθύνονται προς την κερασιά της αυλής...

Ακούγεται ένας δυνατός κρότος και, προτού αντιληφθώ τι συνέβη, βλέπω το αρκουδάκι να σφαδάζει στο χόρτο επάνω και τη μαμά του να βρυχάται και να κατευθύνεται, βολίδα σωστή, προς την αυλόπορτα. Εντολή του θηρευτή: μην τυχόν και κουνηθούμε. Τρέχει και αμπαρώνει την κεντρική είσοδο, ενώ έξω αντηχούν οι βρυχηθμοί του εξαγριωμένου ζώου. Φτάνουν πολύ καθαρά πια στα αφτιά μας πυροβολισμοί και μετά, σιωπή. Βλέπω να προβάλουν στην αυλόπορτα δύο πρωτευουσιάνοι της παρέας με τις αυτόματες, κυνηγετικές τους καραμπίνες. Ανάστατος ο οικοδεσπότης μου, ρωτάει να μάθει τι συνέβη. Αμυνόμενοι, λένε, πυροβόλησαν την αρκούδα, διότι ήταν έτοιμη να τους επιτεθεί. Ούτε κουβέντα για το βόλι που έριξαν στο αρκουδάκι. Τρέχει ο φίλος, φορτώνει το τραυματισμένο ζώο στο αμάξι του και φεύγει ολοταχώς για τον Αρκτούρο, λίγο πιο κάτω από το ορεινό χωριό, μήπως προφτάσει και το σώσει...

Ετοιμάζω τη βαλίτσα μου την επόμενη μέρα. Τα έζησα όλα, εκεί ψηλά. Την οργή της φύσης, την κτηνωδία των ανθρώπων, το μητρικό φίλτρο των ζώων...

Ω, ναι! Το αρκουδάκι τελικά σώθηκε. Πολλές φιλίες δοκιμάστηκαν... Η δική μου, χάρη στη σωτηρία του ορφανού πια τετράποδου, όχι!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ