Του Γιάννη Ζήρα
περιοδικό της Φλώρινας «Αριστοτέλης» (τεύχ. 30), 1962.
[επιμέλεια Σ. Ευθυμιάδου-Παπασταύρου]
Από καιρό είχαμε την επιθυμία να χαράξουμε δύο λόγια για την πολύπαθη Κλεισούρα, που την έχουμε διπλά αγαπήσει, για τις ασύγκριτες ομορφιές της και για την μεγάλη της ιστορία. Με την Κλεισούρα έχουμε ασχοληθή πλατειά, γιατί πριν από κάμποσα χρόνια εγράψαμε, κατά παραγγελία βέβαια, την ιστορία της, που ακόμα δεν είδε το φως της δημοσιότητας. Το πώς και το γιατί δεν είναι του παρόντος να το ειπούμε.
Η Κλεισούρα είναι πολύ παληά πολιτεία και σας τέτοια έχει μεγάλη ιστορία, ιστορία περίλαμπρη, φωτεινή, γεμάτη ηρωισμούς. Και στην πνευματική ανάπτυξι, όχι μόνον δεν υστέρησεν η Κλεισούρα, αλλά μπορεί να ειπή κανείς ότι διεδραμάτισε σπουδαίο ρόλο. Όσο πάλι για την Εθνική της δράσι, αυτή είναι εξαιρετική, αφού ανέκαθεν αποτελεί το προπύργιο του εθνισμού και την έπαλξι της λευτεριάς.
Το πρώτον ανεφάνη η Κλεισούρα κατά τον 15ον αιώνα, απλωμένη νωχελά στην βόρεια παρυφή του χιλιοτραγουδημένου Μουρικιού και σε υψόμετρο 1250 μ. διατηρούσε μάλιστα τα πιο φημισμένα εκπαιδευτήρια στα χρόνια της μαύρης σκλαβιάς, που έγιναν αληθινές κυψέλες γραμμάτων. Σ’ αυτά εδίδαξαν επιφανείς δάσκαλοι, όπως ο Τσικρίκης, ο Πηχεών, ο Κούσκουρας, ο Βελλίδης, ο Γρέζος, ο Ευαγγελίου και άλλοι αριστείς των γραμμάτων.
Κι’ ακόμα η Κλεισούρα εγέννησε τις πιο μεγάλες διασημότητες, όπως τους Δαβάρες, τον Χατζηβασιλείου, τον Τσαγάνην, προσωπάρχην του Υπουργείου Εξωτερικών της Βρεττανικής Αυτοκρατορίας, τον Γκίκαν, ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας, που σαν μέλος της Φιλικής Εταιρίας απαγχονίστηκε στην Πόλη, τους ιατροφιλοσόφους Μανδρίνον, Χερτούραν, Νάτσην, Τζιμπούρτον, τον Σίναν, τον Σπίρταν και τόσους και τόσους άλλους, που ετίμησαν το ελληνικό όνομα.
Επίσης η Κλεισούρα, έχοντας τα παληά τα χρόνια το μεγάλο εμπόριο στα χέρια της, εξέθρεψε τους μεγαλοεμπόρους Σιμοτάδες, Χερτουρέους, Τουρνιβούκιδες, τους αδελφούς Παπάνα, τον Βαρβέρην, τον Πίνδον και πολλούς άλλους.
Με τους φωστήρες αυτούς της διανοήσεως και με τους ασυγκρίτους μύστες του εμπορίου, ήταν επόμενον να γίνη εκείνον τον καιρό η Κλεισούρα η κοιτίδα των γραμμάτων και εξέχον κέντρον εμπορίου. Την μορφωτικήν, εκπολιτιστικήν και εμπορικήν αυτήν ικανότητα την διετήρησεν η Κλεισούρα επί δύο συνεχείς αιώνες, δηλαδή μέχρι του 1870. Κατά την φωτεινήν αυτήν περίοδον, που δίκαια ωνομάστηκε «Χρυσή περίοδος» η Κλεισούρα ίδρυσεν ανθηρές εμπορικές παροικίες στο Σεμλίνο, στο Βελιγράδι, στο Αμβούργο, στη Λειψία, στην Ουγγαρία, στη Ρουμανία, στην Κωνσταντινούπολι.
Απ’ αυτές τις παροικίες ξεπήδησαν οι μεγάλοι ευεργέτες και δωρητές. Στην Πόλη ξεχώρισαν για την πρόοδό τους ο Στέφανος Λεκκός, ο Δημ. Τσιάρας, ο Σίνας, ο Σκόντης, ο Δημάρκας κ.ά.
Μεγάλη επίσης πρόοδο εσημείωσαν και οι καταφυγόντες στη Βιέννη. Εκεί ίδρυσαν μεγάλους εμπορικούς οίκους οι: Σίμος, Σιμώτας, Στ. Βαρβέρης, Αθ. Μίκας, Δ. Πίνδος, Χερτούρας κ.ά.
Δεν είναι υπερβολή αν λεχθή ότι οι Κλεισουριώτες κατέκτησαν κυριολεκτικά την Αυστριακή πρωτεύουσα κι’ έφθασαν ακόμα μέχρι των ανακτόρων Φραγκίσκου Ιωσήφ, για να αναλάβουν περίβλεπτες θέσεις σ’ αυτά.
Η ξενητειά τούς κρατούσε πολλά χρόνια μακρυά από την πατρίδα τους, χωρίς όμως να την ξεχνούν ποτέ. Κι’ όταν έπαιρναν την απόφαση να παντρευθούν έπρεπε ν’ αφήσουν κάθε δουλειά και να κατεβούν στην πατρίδα τους για να κάμουν το γάμο τους κι’ ύστερα να ξαναφύγουν. Εδώ πρέπει να σημειώσωμε, άσχετα αν αυτό είναι καλό ή όχι, πως κανένας Κλεισουριώτης δεν έπαιρνε τότε γυναίκα από άλλο μέρος παρά από την Κλεισούρα.
Και σαν γύριζαν στην πατρίδα, ήσαν ωραιότατα ντυμένοι με μεταξωτά και βελούδα και κατάφορτοι από χρυσαφικά και χρήμα. Η επιστροφή γιορτάζονταν με ονομαστάς διασκεδάσεις, με γλέντια αξημέρωτα, με χαρές και τραγούδια και σουβλιστά αρνιά έξω στην Παναγία, κάτω από τα παχύσκιωτα δέντρα και δίπλα από τα κρυσταλλένια νερά, που ήσαν τόσο κρύα που, για να πιη κανείς εκείνο το νερό, έπρεπε να έχη γεμάτο το στομάχι, γιατί αλλοιώτικα δεν σηκωνόταν ζωντανός από τη νεροσυρμή.
Κι’ όταν ξανάφευγαν, το ίδιο πάλι γλεντοκόπι γινόταν, με μόνη τη διαφορά που το επλαισίωνεν η θλίψη για τον καινούριο ξενιτεμό.
Κι’ η λύπη αυτή γινόταν πιο μεγάλη, γιατί η νεόνυμφη, καθώς προστάζουν τα έθιμα του τόπου, δεν έπρεπε να ακολουθήση τον άνδρα της, αλλά να τον περιμένη στο χωριό, ως που να γυρίση για να εγκατασταθή για πάντα στην πατρίδα του. Κι’ όταν έφθαναν τα άλογα να πάρουν το γαμπρό, τότε ο πόνος γινόταν σπαραγμός. Κι’ όλοι τραγουδούσαν τότε τούτο το τραγούδι:
Τον παίρνει πάλι η ξενητειά, τον παίρνουνε τα ξένα
κι’ αφήνει μάτια γαλανά και φρύδια, ως, γραμμένα
κι’ αφήνει την αγάπη του να κλαίη όλη ‘μέρα
το Θιό να παρακαλή, για να τον φέρη πίσω...
Η Κλεισούρα πρέπει αν ειπούμε ακόμα πως πρώτη αγωνίστηκε για την λευτεριά της και οι αγώνες της αυτοί της στοίχισαν ποτάμια από αίμα, επανειλημμένες πυρπολήσεις και γενικό ρήμαγμα.
Κι’ είναι πολύ μεγάλη η συμβολή της Κλεισούρας στους σκληρούς αγώνες του Έθνους από τον 19ον αιώνα και εντεύθεν.
Η χωρογραφική της θέση ήταν τέτοια που έπρεπε τα παιδιά της να βρίσκωνται πάντα άγρυπνα επί των επάλξεων και με το δάκτυλο στην σκανδάλη των όπλων τους.
Από το 1870 δυο ήσαν οι μεγάλες και πανίσχυρες δυνάμεις που αλληλοϋποβλέπονταν έτοιμες να έλθουν στα χέρια. Η Αυστροουγγαρία και η μεγάλη Ρωσία: και οι δυο τους μια είχαν σκέψι κι’ ένα σκοπό, πώς να κατακτήσουν την Βαλκανική και να την κάνουν αφετηρία των επεκτατικών των σχεδίων. Και η αρχή έγινε με την υπονόμευσι της κυρίαρχης τότε Τουρκίας, μα πάντα μυστικά και ύπουλα, γιατί απέφευγαν τον ανοικτό πόλεμο. Κι’ αντί για όπλα, μεταχειρίζονταν τις δολοπλοκίες, τις μηχανορραφίες και τις υπονομευτικές ενέργειες.
Έτσι ξεσήκωσαν τους βουλγάρους και τους Ρουμάνους, με πρώτο σχέδιο να κτυπηθούν τα αξιόλογα Μακεδονικά κέντρα, που είχαν ακραιφνείς Έλληνες, με κύριο στόχο την Κλεισούρα. Οι Κλεισουριώτες όμως επολέμησαν με φανατισμό και πίστι στη νίκη, γι’ αυτό κι’ εκράτησαν ψηλά το λάβαρο της λευτεριάς, χωρίς ούτε ο άνισος αγώνας να τους τρομάξη ούτε το άφθονο χρυσάφι που διέθετεν ο εχθρός να τους θαμπώση και να τους δελεάση.
Στους επικούς εκείνους αγώνες, επρωτοστάτησαν οι εξέχοντες πατριώτες Γεώργ. Πάτσας, Τασιούλας Πίνδος, Γ. Πέικος, Ι. Αργυρόπουλος, Δ. Μυρώδης, Αν. Τσέκας, καθώς και οι εκπαιδευτικοί Γ.Κιάντος, Δ. Ευαγγέλου, Αρ. Τζιώγας, Θ.Κώτσιου, Κ.Πίστας. Π.Μήτρος κ.ά.
Κι’ ενίκησε τότε η Κλεισούρα, για να πέση μια και καλά. Την σύντριψαν οι βάρβαροι του τελευταίου πολέμου, λίγες ώρες πριν πληρώσουν με τον αφανισμό τους τα φρικιαστικά εγκλήματα που διέπραξαν στην Ελλάδα.
Και την 5ην Απριλίου του 1944, ύστερα από μια εφιαλτική νύκτα που επέρασαν οι Κλεισουριώτες, η έκπαγλη, η τρισόμορφη, η ιστορική Κλεισούρα έγινε παρανάλωμα του πυρός κι’ όποιος τολμούσε να ξεμυτίση από το φτωχόσπιτό του έπεφτε νεκρός από τα βόλια του συρφετού του Χίτλερ. Κι’ όταν η φωτιά καταβρόχθισε τα πάντα και μετέβαλε σε κάρβουνο τα σπίτια και τους ενοίκους των, εμετρήθησαν τα τραγικά θύματα, για να διαπιστωθή πως όλα ήσαν 225*, γέροι γρηές κι’ αθώα παιδάκια.
Αυτή είναι η μαρτυρική Κλεισούρα κι’ αυτά τα ηρωικά της παιδιά.
Μπορεί σ’ άλλο μας σημείωμα να επανέλθουμε στην ιστορία της Κλεισούρας που είναι γεμάτη από ηρωισμούς και αυτοθυσίες, από αίματα και καταστροφές!
(*) Τα ονόματα των νεκρών, γραμμένα σε τεράστια μαρμάρινη πλάκα
στον τόπο του μνημείου, είναι 280.
στον τόπο του μνημείου, είναι 280.
Η ΚΛΕΙΣΟΥΡΑ ΣΤΙΣ ΦΛΟΓΕΣ
Κρατούν πολυβόλα, τουφέκια και πάλι
ο χάρος πλανάται σε κάποια μεριά,
αρχίζ’ η καρδιά καθ’ ενός μας να πάλη
γιατί έχουν γίνει οι Ούννοι θεριά.
Και να, η Κλεισούρα, στις φλόγες ζωσμένη
καπνούς αναδίδει και λάβα καφτή,
ποιος άραγε ξέρει σαν τι περιμένει
τους δόλιους κατοίκους που μένουν σ’ αυτή.
Καλάβρυτα νέα, καινούργιο Δοξάτο
θυσία και τούτη θα γίνη βαρειά
ως ότου οι Ούννοι το βάλουνε κάτω
και όλοι μας δούμε ξανά λευτεριά.
Ζυγώνει η ώρα, παντού τους χτυπάνε
κι’ εκείνοι θυμώνουν, σαν λύκοι ορμούν.
Εκεί που κινήσαν και πάλι θα πάνε
γι’ αυτό καταστρέφουν καθώς ο Σιμούν.
Χωριά, κωμοπόλεις και πόλεις μάς καίνε
δεν σέβονται κάτι που είν’ ιερόν
Σχολειά, Εκκλησίες και θέλουν να λένε
πως θα ηγηθούνε των άλλων χωρών.
Μαζί με αυτούς, Ιταλοί και Βουλγάροι
σαν φίλοι και σύμμαχοι πούναι κι’ οι τρεις
δηώνουν και σφάζουν πατώντας ποδάρι
Στη χώρα που είναι Ηρώων Πατρίς.
Κινήσαν οι τρεις τους, χωρίς να σκεφτούνε
Σε ποια χώρα ήρθαν να βάλουν σκλαβιά.
Δεν διάβασαν λίγ’ Ιστορία να δούνε
Τι είν’ Θερμοπύλαι, το Σούλ, η Γραβιά;
Δεν είχαν διαβάσει το «ω ξειν αγγέλειν;…»
δεν είχαν ακούσει Ζαλόγγου χορόν;
δεν έμαθαν ότι ο καθ’ ένας Έλλην
πεθαίνει δι’ ό,τι πιστεύει Ιερόν;
Δεν μάθαν σχολείο, τους στίχους του Ρήγα,
Το «κάλλιο μιαν ώρα Ελευθέρα Ζωή…»
και κίνησαν με τα μυαλά τους τα λίγα,
σκλαβιά να μας φέρουν σε τούτη τη γη;
Δεν ξέραν ποια είναι ετούτη η χώρα;
δεν είχανε όλοι μυαλό, λογική;
δεν φθάσαν τριάντα αιώνες ως τώρα
να μάθουνε τέλος ποιοι είν’ οι Γραικοί;
Λοιπόν, ας το μάθουν! ετούτη η χώρα
που λέγετ’ Ελλάδα, πολλά έχ’ υποστεί.
Μα σαν του πολέμου περάσει η μπόρα
και πάλι η Ιστορία θα γράψη γι’ Αυτή!
Αντωνίου Ράρρη
Το ποίημα δημοσιεύθηκε στο περιοδικό της Φλώρινας «Αριστοτέλης»
(τεύχ. 14, Μάρτιος-Απρίλιος 1959).
Η φωτογραφία προέρχεται από το τεύχος 14 του 1959
περιοδικού “Αριστοτέλης” Φλώρινας.
περιοδικού “Αριστοτέλης” Φλώρινας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.