15.6.22

ΖΗΣΗ ΣΑΡΙΚΑ: Το ραδιενεργό τυρί


ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς


(Ιστορία συναφής με τις σημερινές λαϊκές απόψεις
και ενστάσεις περί εμβολίου) 

Ο ένας παππούς μου καταγόταν από το Βογατσικό, ο άλλος από τον Πολύγυρο. Ιστορικά χωριά, αναβράζοντα από έθιμα, παραδόσεις και, ασφαλώς, στενοκεφαλιά. Ο πρώτος ήταν πρώην στρατιωτικός, πρώην παστουρματζής στην Πόλη, πρώην αναφορογράφος στα δικαστήρια της Θεσσαλονίκης, και εσαεί τρακαδόρος, ιδίως προς τους συγγενείς του. Εκείνον τον θείο, που είχε στη Θεσσαλονίκη την ταβέρνα «Τα Φεγγάρια», του είχε αλλάξει τον αδόξαστο. Νυχθημερόν σ’ εκείνο το μαγαζί την έβγαζε, να γεύεται μεζεκλίκια και να δοκιμάζει κρασιά και ούζα. Αλλά ο θείος πάντα τον καλωσόριζε, επειδή τον υπεραγαπούσε και τον έκανε γούστο, για τα μασάλια [1] και τα καλαμπούρια που έλεγε χασκογελώντας ακάματος, λες και όλα ήταν ρόδινα γύρω του ή του είχε πέσει ο πρώτος αριθμός του λαχείου. 

Ο άλλος παππούς ήταν τσομπάνης, είχε μεγάλο μαντρί με δυο χιλιάδες γιδοπρόβατα έξω από τον Πολύγυρο, κοντά στο εκκλησάκι του Άη Βλάση. Άνθρωπος αγαθός, χουβαρντάς, αγράμματος, ολίγον απλοϊκός. Μόνο τα ζώα του τον ένοιαζαν, και η πιο μακρινή εκδρομή που είχε πάει στη ζωή του ήταν ώς τον Γρανίτη της Δράμας, κάθε καλοκαίρι, με τα πόδια, τα σκυλιά, τα ζώα και τους πέντε βοηθούς του («δούλους» τους έλεγαν τότε, και όχι άδικα), για να βγάλει το καλοκαίρι στις βοσκές, στα χορτάρια και τις δροσιές. Στον Πολύγυρο πήγαινε καβάλα στο μουλάρι του μόνο τις γιορτές. Τότε συνήθως γκάστρωνε και τη γιαγιά, που έκανε δώδεκα παιδιά και της μείναν τα έξι. Κορίτσια πέντε, αγόρι ένα.

Στα μέσα της δεκαετίας του ΄80, ο παππούς αυτός αποδήμησε, πλήρης ημερών, εν τόπω χλοερώ. Μακάρι να βρήκε όντως λιβάδια πιο «λοχερά [2]» και πιο δροσερά απ’ αυτά που γνώριζε. Το πόστο του το κληρονόμησε ο μονάκριβος γιος του, που ήταν όμως αλλουνού παπά ευαγγέλιο. Δεν πείραζε άνθρωπο, ήταν όμως απότομος, στριφνός και ισχυρογνώμων. Δεν ήταν εντελώς αγράμματος σαν τον πατέρα του, είχε μάθει πέντε έξι γραμματάκια, αλλά πώς μ’ αυτά τα λιγοστά εφόδια είχε το θράσος να κάνει τον παντογνώστη; Άδηλον. Αθωότης μηδέν, ήταν μεγάλη πονήρω. Τα κατάφερνε καλά με τα ζώα, αλλά συχνά βαριόταν και έκανε γκάφες ή αψυχολόγητες ενέργειες. Πουλούσε φτηνά το κρέας και ακριβά το τυρί, και το ανάποδο, αναλόγως από πού φυσούσε ο αέρας μες στο κεφάλι του. Άλλοτε σου χάριζε κάτι, άλλοτε σε έγδερνε μέχρι το κόκαλο. Βαριόταν να βγάλει τα γίδια για βοσκή ή, αντίθετα, τα άφηνε να ξεροσταλιάζουν ώρες στον κάμπο μες στο λιοπύρι. «Άσογος [3]», απρόβλεπτος άνθρωπος. Αλλά στα παρατσούκλια και στα χοντρά χωρατά δεν πιανόταν ο μπαγάσας. «Φιάκα», τον φώναζαν στο χωριό, δηλαδή αυτόν που φτιάχνει, που μαγειρεύει τα πράγματα όπως θέλει και τα λέει ωραία. Τον περίμεναν αμάν και πότε να πάει στο καφενείο, για να σπάσουν πλάκα, αν και ποτέ δεν ήταν σίγουροι για τα κέφια του. Συχνά πυκνά γινόταν επιθετικός και σαρκαστικός ήτοι ανυπόφορος. 

Τον καιρό που έγινε το Τσέρνομπιλ, εγώ, φοιτητής τότε, γυρνούσα από δω κι από κει μ’ ένα γιαπωνέζικο μηχανάκι. Μια μέρα, δεν ξέρω πώς, μου ήρθε να τραβήξω για τη Χαλκιδική, να πάω στο χωριό της μάνας μου. Καθώς ροβολούσα πια στον κεντρικό δρόμο του, μού ήρθε η ιδέα να στρίψω στην παρακαμπτήριο του Άη Βλάση και να πάω να δω τι έκανε ο θείος. Ήταν λίγες μέρες μετά το φοβερό δυστύχημα και οι ειδήσεις έλεγαν και ξανάλεγαν να προφυλαχτούμε, να μην καθόμαστε στη βροχή, και να αποφεύγουμε να τρώμε φρέσκα λαχανικά, φρούτα και νωπά τυριά. Είχαν ξελαρυγγιστεί, κατά το ειωθός, οι πολιτικοί, οι δημοσιογράφοι και οι κάθε λογής ειδήμονες, αληθινοί και κάλπικοι Στους τσομπαναραίους είχε πέσει απαγορευτικό: επ’ ουδενί δεν θα φτιάξετε, για ένα δυο μήνες, ή για όσο σας πούμε, τυρί, Δεν θα τυροκομήσετε, τέρμα!

Μπήκα στο μαντρί με το μηχανάκι, να σου μπροστά μου ο αθεόφοβος, κρεμούσε απ’ τα καρφιά τσαντίλες [4]. Γύρω γύρω ένα σωρό άλλες είχαν πια στραγγίξει. Χλωρό τυρί, «ούρδα [5]», μπουκιά και συγχώριο. Να’ χεις ζεστό ψωμί να την αλείψεις πάνω, να σε δει κι ο Θεός. Θορυβήθηκα. «Τι κάνεις αυτού, ρε θείο», του είπα, «δεν άκουσες τα νέα, το ραδιόφωνο; Καταστροφή μεγάλη έγινε, ραδιενέργεια, κινδυνεύουμε να πάμε αδιάβαστοι όλοι, ο μισός πλανήτης, απαγορεύεται να τυροκομείς, πού ζεις, δεν είσαι εδώ; Χαμπάρι δεν πήρες;». Γύρισε προς το μέρος μου τσατισμένος. «Έι, μωρέ, χαζεύεις; Εγώ δεν πήρα; Τα άκουσα και τα ξέρω όλα. Μα τι κατέχουν αυτά τα όρνια, του διαόλου τα χαϊβάνια, και μιλούν; Το δοκίμασα εγώ το τυρί, τίποτα δεν έχει, μια χαρά είναι!»


1. μασάλια = εύθυμες λαϊκές αφηγήσεις και ανέκδοτα
2. λοχερός = καταπράσινος και σφριγηλός
3. άσογος = αυτός που δεν είναι σόι άνθρωπος, ο τζαναμπέτης
4. τσαντίλα = σακούλα από πολύ αραιό ύφασμα, που τη χρησιμοποιούν για να στραγγίζουν το τυρί
5. ούρδα = είδος ανθότυρου με υπόξινη γεύση

Φωτογραφία: "Το ζέσταμα του γάλακτος / Σεργιάνι στη Λευκάδα του χθες". www.kolivas.de

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 2 Δεκεμβρίου 2021, αρ. φύλλου 1104.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ