8.11.22

Βιβλίο: Πλάσματα αόρατου κήπου

 
ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς | Κώστας Λάκης
O ανορθόγραφος.
«Έλα στην αγκαλιά μου για λίγο για τόσο λίγο
που θα φανεί πολύ και τόσο πολύ που θα είναι λίγο». 
Έργο ζωγραφισμένο με τέμπερα πάνω σε σελίδα εγκυκλοπαίδειας του 1936.


Εκείνη (μνήμη) πολλές φορείς στέκεται μαζί μου στη άκρη ενός γκρεμού, εκεί όπου οι δυο μας -εκείνη κι εγώ- ισορροπούμαι πάνω λέξεις και χρώματα, αφηγήσεις και γραμμές: ίχνη πλασμάτων ενός αόρατου κήπου -εκείνη (η λήθη) κι εγώ.


«Πλάσματα αόρατου Κήπου» είναι ο τίτλος του βιβλίου του Κώστα Λάκη –που έζησε και δημιούργησε για πολλά χρόνια στην Καστοριά, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις "Ιάσων". 
Ο Κώστας Λάκης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1965. Ασχολείται επαγγελματικά με τη γραφιστική ενώ παράλληλα στη ζωή του υπάρχουν η ζωγραφική, η εικονογράφηση, η σκηνογραφία και η συγγραφή κειμένων. Έχει παρουσιάσει δεκαοκτώ ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής  (μεταξύ αυτών και στην Καστοριά) και έχει συμμετάσχει σε δώδεκα ομαδικές. Το 2015 εικονογράφησε δύο ιστορίες για το project "Ίχνη / Traces" (ανάθεση της αμερικανικής πρεσβείας). Το θεατρικό του έργο "Μεταξία" κέρδισε την 3η θέση στο διαγωνισμό "Νέο ελληνικό έργο", στο "Θέατρο από κοινού" (εκδόσεις Όστρια 2018). Το διήγημα "Ο Αύγουστος Λόμπαρκ" βραβεύεται και εκδίδεται στη συλλογή διηγημάτων "Αντιθέσεις" (Ιανός 2019). Τα θεατρικά του έργα "Ο κύριος Ρεμ" και "Μεταξία" ανεβαίνουν το 2019 και το 2021 στο θέατρο "Ίσον" από την ομάδα "Θέατρο Ατόμων με Αναπηρία". 




Το 2021 γράφει το θεατρικό έργο "Μαργιόλα", το οποίο παρουσιάζεται από το Θεατρικό Εργαστήρι Πρέβεζας στο πλαίσιο των εορτασμών για τα διακόσια χρόνια από την ελληνική επανάσταση. Εικονογραφήσεις έργων του υπάρχουν σε εξώφυλλα βιβλίων  των εκδόσεων Καστανιώτη, Κάκτος, Δελφίνι, Κοράλλι και Νησίδες. Εκτός των άλλων έχει συνεργαστεί δημιουργικά και με την Χρυσούλα Πατρώνου-Παπατέρπου. Έχει συνεργαστεί ως σκηνογράφος σε παραγωγές του θεάτρου "Πρόβα", με το Θεατρικό εργαστήρι Πρέβεζας και με τη θεατρική ομάδα της Καστοριάς "Σπασμένο Ρόδι" σε ένα συνεχόμενο δημιουργικό οίστρο με την αλησμόνητη Ελένη Τσαδήλα. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στην ΟΔΟ και με την ευκαιρία της κυκλοφορίας του βιβλίου του η εφημερίδα αναδημοσιεύει (ΟΔΟΣ 16.11.2017/ 910) το διήγημά του "Ο ανορθόγραφος" που συμπεριλαμβάνεται στο "Πλάσματα αόρατου Κήπου":



Οι βουτιές. «Πολλές φορές σε θάλασσες βούτηξα να βρω αγάπη. Αστείες που μου φαίνονται τώρα εκείνες οι βουτιές, αστείες… Αγάπη σαν τη δική σου δεν υπάρχει». Έργο ζωγραφισμένο με τέμπερα πάνω σε σελίδα εγκυκλοπαίδειας του 1936



ΚΩΣΤΑ ΛΑΚΗ: 


Ο ανορθόγραφος


Περπατώ στον δρόμο. Στην πλάτη μου έχω ένα μεγάλο ρολό, από αυτά το μαύρα ογκώδη πλαστικά κυλινδρικά κουτιά που μεταφέρονται ζωγραφιές ή σχέδια.
Στο φανάρι ένας τροχονόμος δίνει προτεραιότητα στους πεζούς.
Περνάω στο απέναντι πεζοδρόμιο. Εκεί στέκεται παρατεταγμένο ένα στρατιωτικό άγημα ντυμένο με μαύρα ρούχα και κόκκινες κορδέλες στα πλαϊνά των παντελονιών τους. Τα καπέλα τους είναι στολισμένα με λευκά φτερά που ανεμίζουν.
Στο ίδιο πεζοδρόμιο μπροστά από τους στρατιώτες, στέκεται ένας άντρα που φοράει ένα μακρύ μαύρο παλτό.
Το πρόσωπό του είναι πολύ λευκό. Στα χέρια του κρατάει ένα κόκκινο μακρόστενο κουτί.
Κοιταζόμαστε. Μου κάνει νόημα με το κεφάλι του.
Τον ακολουθώ.
Σε λίγο φτάνουμε έξω από την πόρτα ενός μικρού λευκού, τετράγωνου, μαρμάρινου κτιρίου. Το κτίριο δεν έχει παράθυρα παρά μόνο μια μεταλλική μαύρη πόρτα.
Με το κλειδί του ανοίγει την πόρτα. Μπαίνει μέσα.
Η πόρτα μένει ανοιχτή.
Τον ακολουθώ και βρίσκομαι μπροστά σε ένα μακρύ κόκκινο διάδρομο.
Ο άντρας στέκεται στην αρχή ενός διαδρόμου, «καλώς ήρθες» μου λέει με μια χλιαρή χειραψία.
«Ευχαριστώ», απαντώ, «σας ευχαριστώ, είναι μεγάλη μου χαρά...» με διακόπτει «Ακολούθησε με» μου λέει και αρχίζει με μεγάλα βήματα να απομακρύνεται.
Προχωράμε γρήγορα στον διάδρομο –ο άντρας μπροστά και εγώ πίσω του– το γυαλισμένο πάτωμα γίνετε τραχύ τσιμέντο προς το τέλος της διαδρομής μας.
Μία στενή μαύρη πόρτα βρίσκετε μπροστά μας.
Ο άντρας την ανοίγει και χώνετε σε σκοτάδι.
«Έλα» μου λέει «προχώρα».
Κάνω βήματα διστακτικά στα σκοτεινά. Υπάρχουν σκαλοπάτια. Δυσκολεύομαι να κατέβω. Τα σκαλοπάτια είναι απότομα, είναι σκαλισμένα στο κατηφορικό έδαφος και το σκοτάδι είναι πυκνό.
Το ρολό στην πλάτη μου, με δυσκολεύει να κινηθώ.
«Συγνώμη» ψιθυρίζω «είμαι λίγο αδέξιος».
Η φωνή μου πολλαπλασιάζεται και χάνετε στο σκοτάδι.
«Δεν πειράζει. Δεν πειράζει, με την ησυχία σου...» μου λέει.
Η δική του φωνή αγκαλιάζει την αγωνία μου που συνεχίζει να κατεβαίνει αργά και αυτή τα σκαλοπάτια.


Ο άγιος Σεβαστιανός. «Είν’ η αγάπη δυνατή, σαν του Σεβαστιανού το πάθος, τη θυσία, γεμάτη έξαψη σαν των ναυαγισμένων τη ματιά καθώς γη ψάχνουν χαμένοι μέσα στο πέλαγος. Είν’ η αγάπη τυλιγμένη με θάρρος παράλογο και τόσο αληθινή που δεν τολμάς να την αφήσεις να χαθεί». Έργο ζωγραφισμένο με τέμπερα πάνω σε σελίδα εγκυκλοπαίδειας του 1936.


Κατεβαίνουμε σκαλιά. Πολλά σκαλιά. Κάποια στιγμή με σπρώχνει στο πάτωμα.
Τώρα σερνόμαστε σαν τα σκουλήκια. Σερνόμαστε για πολύ ώρα στο σκονισμένο τσιμέντο. Χωνόμαστε βαθιά στη γη.
Ακούω την ανάσα του και τον ακολουθώ.
«Φτάσαμε» μου λέει.
Σηκωνόμαστε όρθιοι.
Είμαστε σε ένα χώρο τεράστιο, που οι τοίχοι είναι αόρατοι, η ατμόσφαιρα υποταγμένη στην σιωπή, το πάτωμα κρύο.
Το σκοτάδι είναι τόπους-τόπους άλλοτε πολύ και άλλοτε λίγο και όταν το μάτια μου αρχίζουν να το συνηθίζουν τα χέρια μου απλώνονται και δίνουν το μαύρο πλαστικό κύλινδρο που κουβαλάω, στον άντρα.
Εκείνος τον παίρνει αφήνοντας στα χέρια μου ένα μαχαίρι.
Μου δείχνει στη μέση του σκοταδιού μια κόκκινη μαρμάρινη γούρνα. Το νερό μέσα της αχνίζει ζεστό.
Γδύνομαι και μπαίνω μέσα. Κλείνω τα μάτια μου.
«Να είσαι ήρεμος», μου λέει ο άντρας, «να μη φοβάσαι» και οδηγεί το δεξί μου χέρι να χαράξει απαλά με το μαχαίρι τον καρπό του αριστερού μου χεριού.
Ο άντρας φεύγει αθόρυβα.
Νοιώθω ένα τσούξιμο και αισθάνομαι ελεύθερο το αίμα μου.
«Αίμα μου...» ακούω μια φωνή... «Αίμα μου...»
«Μπαμπά;...», ψιθυρίζω
«Μπαμπά; ήρθα να σε βρω. Μου έλειψες. Μου λείπεις».
«Φύγε παιδί μου, από εδώ. Φύγε πονάω που σε βλέπω έτσι, φύγε...»
«Μπαμπά, πρέπει... να σου μιλήσω...»
«Φύγε παιδί μου, πονάω να σε βλέπω έτσι. Φύγε»
«Μπαμπά...»
Δυό χέρια αγγίζουν σώμα μου, με σηκώνουν, με βγάζουν από το νερό.
Ένα δροσερό στόμα με φιλάει στα μάτια.
Δεν τον βλέπω, όμως ξέρω πως έχουμε το ίδιο χρώμα στα μάτια, τα ίδια μαλλιά, τα ίδια χέρια, το ίδιο πρόσωπο.
«Μπαμπά... ποτέ δεν μου μίλησες για σένα...»
Έχουμε την ίδια επιμονή, το ίδιο κουράγιο, τις ίδιες αντοχές.
Το ίδιο θάρρος.
«Αίμα μου...»
Έχουμε την ίδια ανάσα, τα ίδια δάκρυα... το ίδιο γέλιο...
«Μπαμπά...»
Όταν τα άνοιξα τα μάτια μου είχε φως
Καθόμουν σε μια καρέκλα.
Φορούσα τα ρούχα μου.
Ο καρπός μου ήταν δεμένος με επίδεσμο και τα δάχτυλά μου κρατούσαν ένα φάκελλο που έγραφε με ανορθόγραφα πατρικά γράμματα «Για εσαίνα πέδι μου».

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 7 Απριλίου 2022, αρ. φύλλου 1119.

1 σχόλιο:

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ