25.1.24

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ-ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: 28η Οκτωβρίου στους Βουλιαράτες

 

Τα κατάφερε το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα Καστοριάς να διοργανώσει την εκδρομή που λαχταρούσε να κάνει στα μέρη όπου διεξήχθησαν οι νικηφόρες μάχες του ’40. Μα οι μάχες, ακόμα κι οι νικηφόρες, αφήνουν πίσω τους νεκρούς, ακόμη και στη μεριά των νικητών. Κι εμείς θέλαμε να πάμε να προσκυνήσουμε κάποιους από τους νεκρούς αυτούς, της δικής μας πλευράς, εννοείται. Και το κάναμε στους Βουλιαράτες. Αφού προηγουμένως επισκεφτήκαμε το ηρωικό Καλπάκι, το Πολεμικό του Μουσείο και το ηρωικό ύψωμα, κι αφού παρακολουθήσαμε με συγκίνηση κι εθνική περηφάνια την πετυχημένη αναπαράσταση της μάχης, που γίνεται κάθε χρόνο εκεί.

Κι έπειτα Αργυρόκαστρο, με την πλουσιότατη κι απολύτως εμπεριστατωμένη ξενάγηση της πλέον ειδικού, της συγγραφέως του βιβλίου «Ο Ξύλινος Σταυρός», της Βίβλου του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού Σταματίας Καραγεωργίου, η οποία δε μας ξενάγησε απλώς, αλλά στόχευε κατευθείαν στις καρδιές μας, καθώς έχει βιωματικό δέσιμο δεκαετιών με αυτόν τον ιερό και πολύπαθο τόπο, που τρεις φορές απελευθερώθηκε, αλλά δεν πραγματοποιήθηκε το δίκαιο της λευτεριάς όνειρό του κι έμεινε εκτός των συνόρων της Πατρίδας μας και Πατρίδας του. 

Ο ατόφιος Ελληνισμός της Βορείου Ηπείρου, που κατοικεί σήμερα στην Αλβανία, είναι επισήμως αναγνωρισμένη από τον Δεκέμβριο του 1913 εθνική μειονότητα, αυτό πρέπει, όχι απλώς να το έχουμε υπόψη μας όλοι ανεξαιρέτως, αλλά και να το έχουμε χωνέψει όλοι μας και να μην το ξεχνάμε ποτέ.

Με βάση, λοιπόν, αυτό, προχωράμε στο σημερινό κείμενο, που θα ‘θελε πολύ να είναι ανταπόκριση ενός αυτόκλητου ανταποκριτή από μόλις ένα από τα 100 χωριά της Αλβανίας, τα οποία είναι αναγνωρισμένα ως τόποι της Ελληνικής μειονότητας που ζει εκεί. 

Στους Βουλιαράτες, λοιπόν, βρεθήκαμε και ζήσαμε συγκλονισμούς που δύσκολα ζει ο καθημερινός άνθρωπος, κυρίως εξαιτίας των προσώπων τα οποία συναντήσαμε εκεί, στη διάρκεια του επίσημου εορτασμού της μεγάλης εθνικής μας επετείου της 28ης Οκτωβρίου.

Κι οι εκπλήξεις διαδέχονταν η μία την άλλη, πριν ακόμη μπούμε στο χωριό: δίγλωσσες οι πινακίδες με το όνομα του χωριού, στα αλβανικά και στα ελληνικά -είναι υποχρέωση του κράτους να αναγράφει τα ονόματα και στα ελληνικά και το κάνει. Ντυμένο στα γαλανόλευκα το χωριό, μια που γιορτάζει κάθε χρόνο τέτοια μέρα- υποχρέωση των κατοίκων του, όχι σύμφωνα με τους νόμους, αλλά απορρέουσα από την ελληνικότατη καρδιά τους. 

Κι εκεί άρχισαν και οι πληγές, μαζί με τα αναπάντητα γιατί: οι σημαίες οι τοποθετημένες στις κολόνες στηρίζονται στις μεταλλικές βάσεις που ο Κωνσταντίνος Κατσίφας είχε βάλει εκεί, ακριβώς γι’ αυτό τον σκοπό. Βαμμένο γαλανόλευκο το χωριό, μα ο Κωνσταντίνος «ο προσκυνητής», όπως ακούσαμε να αποκαλείται στο μνημόσυνό του, σκοτωμένος εδώ και 5 χρόνια, γι’ αυτό που σήμερα συμβαίνει τελείως ανεμπόδιστα - από τα γεγονότα που κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει με λογικά επιχειρήματα, μα μόνο με παράλογα. 

Την ακούσαμε πολλές φορές τη λέξη «άδικα» και την ερώτηση «γιατί;», διατυπωμένες, όχι μόνο από τα χείλη της οικογένειάς του, αλλά κι από των συγχωριανών του, που έζησαν τη μαύρη μέρα, όπου την ώρα της γιορτής σκότωναν κάποιοι τον Κωνσταντίνο. Τις έλεγαν, μάλιστα, τις δυο αυτές λέξεις δείχνοντας το πλήθος των σημαιών στις κολόνες και με το δίκιο τους ρωτούσαν, χωρίς να περιμένουν απάντηση από εμάς τουλάχιστον. Γιατί συχνά αυτοί που πρέπει να λογοδοτήσουν δεν το κάνουν και τα ερωτήματα πλανώνται απλώς στον αέρα, ίσα ίσα για να προβληματίζουν όσους νοιάζονται για το δίκιο, κανέναν άλλον. 

ο πρωί της 28ης Οκτωβρίου 2023, λοιπόν, εκεί στον άγιο Αθανάσιο στους Βουλιαράτες έγινε το μνημόσυνο των πεσόντων ηρώων, ανάμεσά τους κι ο Κωνσταντίνος. Κι ο πόνος για τον άδικο θάνατό του ξεχείλισε, δεν άργησε να γίνει οργή από μέρους της χαροκαμένης μάνας. Βουβά τα άλλα στόματα, μόνο τα δάκρυα που σχημάτιζαν ρυάκια στα μάγουλα μιλούσαν κι έδειχναν αμέριστη συμπαράσταση∙ τα δάκρυα των συγχωριανών του, που τον γνώριζαν και τον καμάρωναν για την αφοβιά του να υπερασπίζεται το δίκιο όλων, αλλά και τα δάκρυα των άλλων που τον γνώρισαν μετά τον αναπάντεχο θάνατό του.

Ακολούθησε η εκδήλωση των ελληνικών σχολείων για τη μεγάλη μέρα. Κι έπειτα, καθώς ανακατευτήκαμε με το πλήθος, ήρθαν κι οι κουβέντες με τους εκεί Έλληνες, που μας κατέπληξαν με την έξοχη εκφορά του ελληνικού λόγου, με το περιεχόμενο των λόγων τους, με το αυθόρμητο αγκάλιασμά τους -κυριολεκτώ όταν μιλώ για αγκάλιασμα-, με την εγκαρδιότατη φιλοξενία τους: κανείς από εμάς δεν περίμενε πως θα ήταν τόση η λαχτάρα τους να μας πάρουν στα σπίτια τους να μας φιλέψουν, εμάς που έβλεπαν για πρώτη φορά στη ζωή τους! Κανείς μας δεν το περίμενε, γιατί κανείς μας δεν το φανταζόταν -πώς θα μπορούσε άλλωστε; 

Προσωπικά, δεν άντεξα κι υποσχέθηκα πως θα ξαναπάω, όσο κι αν μέσα μου ήξερα πόσο δύσκολο είναι κάτι τέτοιο. Πώς, όμως, μπορούσα να χαλάσω το χατίρι αυτών των Ελληνίδων απογόνων των ηρωίδων του ’40 και να τις στενοχωρήσω; Αυτές οι γυναίκες, με το φέρσιμό τους, μας εξήγησαν αυτόματα πώς έκαναν το θαύμα τους οι ηρωίδες μάνες τους: κυλάει στο αίμα των δοτικών αυτών γυναικών η χωρίς όρια προσφορά, δίνονται ολοκληρωτικά στο χρέος γιατί αυτό μόνο ξέρουν να κάνουν και το κάνουν εκθαμβωτικά καλά! Και μόνο έτσι νιώθουν ήσυχες, μόνο αυτό τις κάνει να χαίρονται και το κάνουν χωρίς διλήμματα, χωρίς δεύτερη σκέψη -πώς να συγκριθούμε μαζί τους;

Υπέροχοι Έλληνες της μειονότητας εκεί -μας γεμίσατε κουβέντες γεμάτες σοφία, κουβέντες που έγιναν για μας αφορμή για σκέψεις που δε μας απασχολούν συχνά: «Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα απ’ το να ανήκεις σε μειονότητα», «περάσαμε τόσες δυσκολίες στη ζωή μας, που τα λέμε στα παιδιά μας και δε μας πιστεύουν»!...

«Εσείς οι Ελληνίδες», μου είπε η νέα μου φίλη, η κ. Ευανθία, κι όταν την έκοψα απότομα, ρωτώντας την «Γιατί, εσύ τι είσαι;», μου απάντησε χωρίς παράπονο, αλλά δίνοντάς μου την αίσθηση πως αποδέχεται πια τη μοίρα της: «Ελληνίδες είμαστε, μα εσείς που ζείτε στην Ελλάδα “Αλβανίδες” μας λέτε»… Η μοίρα των βασανισμένων Ελλήνων… «Σα ξένα είμαι Έλληνας και σην Ελλάδαν ξένος», όπως έλεγαν κι οι δικοί μου πρόγονοι, που ήρθαν από τον Πόντο, και το τραγουδάμε κι εμείς οι απόγονοί τους, έτσι, για να μην ξεχάσουμε τη βαριά μοίρα των ξεριζωμένων, αλλά και των Ελλήνων των καταδικασμένων να ζουν έξω από την πολυφίλητη γι’ αυτούς Πατρίδα, τη Λέγκω, έτσι όπως συχνά τους φέρεται, ξεχνώντας τους, απαξιώνοντας ν’ ασχοληθεί μαζί τους, αφήνοντάς τους αβοήθητους στον αγώνα για τα δίκαια αιτήματά τους…

Έχω ξαναγράψει για το θέμα. Αυτή τη φορά, όμως, γράφω πολύ φορτισμένη και πολύ αλλιώτικα. Γιατί από σήμερα η Βόρειος Ήπειρος δεν είναι πια μια αφηρημένη έννοια για μένα, αλλά έχει πρόσωπο. Ή μάλλον πρόσωπα: έχει το πρόσωπο της μάνας του Κωνσταντίνου του προσκυνητού, των τριών αδερφάδων του, του σεβάσμιου τοπικού μητροπολίτη Δημητρίου, του απλού ιερέα που πολύ μας συγκίνησε με το χαμηλόφωνο μα απροσδόκητα ουσιαστικό του κήρυγμα, έχει το πρόσωπο του Λεωνίδα, της Ελένης, της Γαρυφαλιάς, του κ. Βαγγέλη, συνταξιούχου δασκάλου που, μολονότι πέρασε βασανιστήρια επειδή αγωνίστηκε για το αυτονόητο -και για εκεί- δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, δεν έδειξε ούτε ίχνος μίσους και εκδικητικότητας1, έχει το πρόσωπο της κ. Ευανθίας με τις 6 κόρες, στην οποία υποσχέθηκα πως την επόμενη φορά θα επισκεφτώ το σπίτι της και μακάρι να αξιωθώ να τηρήσω την απίθανη υπόσχεση που της έδωσα…

Φούλες2 μου όλες τους τις νιώθω, αυτές με έκαναν να τις νιώσω έτσι, καθώς η χαρά τους που βρεθήκαμε κοντά τους, έστω και για λίγο, με άρπαξε και με τύλιξε σφιχτά και για πάντα… Κι ο Θεός να δώσει να μη χαλαρώσει αυτό το σφίξιμο ποτέ και για κανέναν λόγο…

ΥΓ: Είχαμε την πολύ μεγάλη τύχη να ξεναγηθούμε από λογοτέχνιδα, η οποία, εκτός από την ιστορική και γεωγραφική ξενάγηση, μας ξενάγησε και στα λογοτεχνικά έργα των Βορειοηπειρωτών αδελφών μας. Της ζήτησα το τελευταίο ποίημα που μας διάβασε, για να το μοιραστώ με όλους:

Ο αργαλειός

Ώρες-ώρες 
σαν βλέπομε να σώνεται η υπομονή στη στάμνα της ψυχής,
όπως το λιγοστό νερό το καλοκαίρι,
ένας-ένας,
το πολύ δυο-δυο, 
κατεβαίνομε ως κάτω στο γιαλό. 
Λίγο πιο κάτω από τη θάλασσά μας,
λίγο πιο πέρα από τη θάλασσά μας
είναι η Ιθάκη. 
Στεκόμαστε στα βράχια της ακρογιαλιάς
και βλέπομε τα κύματα,
κι αφουγκραζόμαστε τα κύματα,
που φέρνουν στη ράχη τους εκείνο το απλό τακ-τακ
εκείνο το απλό τουκ-τουκ
του αργαλειού της Πηνελόπης.
Στεκόμαστε στα βράχια της ακρογιαλιάς
ώσπου η στάμνα της ψυχής
να γεμίσει πάλι υπομονή.

Ανδρέας Ζορμπαλάς, από την ποιητική συλλογή του «101 ποιήματα για μια χούφτα τόπο».


1. Έτσι καθώς ο κ. Βαγγέλης μιλούσε για τη μοναξιά των Βορειοηπειρωτών στον δίκαιο αγώνα τους, ένιωσα ντροπή κι ευθύνη και τόλμησα να τον ρωτήσω ποιος πιστεύουν πως θα μπορούσε να τους βοηθήσει, για να ακούσουμε όλοι την αφοπλιστικά ειλικρινή του απάντηση: «Κανείς. Ο Θεός μονάχα»… 

2. «Φούλα μου» είναι η προσφιλής προσφώνηση μεταξύ των Βορειοηπειρωτισσών, που «αδερφούλα μου» σημαίνει και τη λάτρεψα από τότε που έμαθα γι’ αυτήν… 

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 2 Νοεμβρίου 2023, αρ. φύλλου 1197.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ