5.1.24

ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΤΡΩΝΟΥ ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ: Άλεξ


ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς


Τα ογδόντα περασμένα. Ο Άλεξ, ο Αμερικάνος, είχε εγκατασταθεί πια στην πατρική γη, αφού πέρασε πενήντα και βάλε χρόνια, στην ξενιτιά. Εκεί δούλεψε σκληρά, όπως όλοι οι συμπατριώτες του άλλωστε, έκανε ένα γερό κομπόδεμα και σκέφτηκε πως καιρός ήταν να απολαύσει τα γεράματά του κοντά σε φίλους, να μη νοιάζεται για τίποτα και για κανέναν, Τώρα, το για κανέναν, γιατί το έλεγε; Έτσι κι αλλιώς, μαγκούφης ήταν πάντα. Καλαμπουρτζής όμως, και αθυρόστομος, είτε χρησιμοποιούσε τη μητρική του γλώσσα ή τα Αμερικάνικα. Και φυσικά, ευπρόσδεκτος σε όλες τις παρέες. Μόνο να τον άκουγες να αφηγείται τα πιο απλά πράγματα από τη ζωή στο Νιου Γιορκ, σου έφτιαχνε το κέφι. Αλλά δεν ήταν όλα ούτε τόσο απλά ούτε τόσο ευχάριστα. Μετά το τελευταίο του ταξίδι στις Στέιτς, απέφευγε να αναφέρεται στα εκεί κατορθώματά του. Γενικά, ήταν πολύ πιο δύσθυμος, πολύ πιο κλειστός και αφηρημένος...

Τον Άλεξ τον είχα γνωρίσει, όταν πήγα για πρώτη φορά στην Αμερική. Πολύ μεγαλύτερος και πιο μπασμένος στον εκεί τρόπο ζωής, του άρεσε να παίρνει υπό την προστασία του εμάς τους νεοφερμένους. Εννοείται, μόνον εφόσον αφορούσε τη μύησή μας στη βραδινή ζωή και κάθε είδους διαβολιές. Για τις οποίες βέβαια, δεν είχαμε και τόσον ελεύθερο χρόνο, μια και ο κύριος στόχος μας ήταν να ριχτούμε με τα μούτρα στη δουλειά, να κάνουμε ένα γερό κομπόδεμα και να γυρίσουμε στην πατρίδα. Κομπόδεμα έκαναν αρκετοί από μας· στην πατρίδα, λίγοι γύρισαν για μόνιμη εγκατάσταση. Ο Άλεξ είχε νοικιάσει ένα διαμέρισμα σε μια από τις πιο κακόφημες περιοχές της Νέας Υόρκης, στο Χάρλεμ. Τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια του, πετυχημένοι έμποροι και με οικογένειες, προσπάθησαν πολλές φορές να τον μεταπείσουν και να εγκατασταθεί κάπου κοντά τους. Δεν άκουγε κανέναν. «Μη φοβάστε», έλεγε, «κακό σκυλί ψόφο δεν έχει».  Ήξερε όλη τη γειτονιά και η αλήθεια είναι, ότι ποτέ του δεν είχε καμία άσχημη εμπειρία. «Μόνο έτσι γνωρίζεις το αληθινό Νιου Γιορκ!». Σίγουρα, γνώριζε πολύ περισσότερο κόσμο απ’ ότι εμείς, οι προσεκτικοί και φοβισμένοι. Τη δουλειά του δεν την παραμελούσε και για διασκέδαση ξόδευε πολύ λιγότερα από μας. Είχε τον τρόπο του, που ομολογουμένως, μας άφηνε άφωνους. Οι παρέες του, ανάλογα με τη στιγμή και τα κέφια: από τους μαύρους στο Χάρλεμ, μέχρι τους αριστοκράτες στην Πέμπτη Λεωφόρο, από τους καλλιτέχνες στο Γκρίνουιτζ Βίλλατζ και τους χρηματιστές στη Γουόλ Στριτ, με όλους τις καλύτερες σχέσεις. Το ντύσιμό του, ε, εκεί σήκωνες τα χέρια. Πως τα κατάφερνε να κυκλοφορεί πάντοτε σαν παλιάτσος, χωρίς ωστόσο να χάνει το παραμικρό από τη γοητεία του; Άλεξ ήταν αυτός! Και όταν πια έφυγε οριστικά για την πάτρια γη, γέμισε η αίθουσα του αεροδρομίου από φίλους όλων των ηλικιών και κοινωνικών στρωμάτων. Τους καθησύχασε ότι δεν θα αμελούσε συχνές επισκέψεις για να τους βλέπει, τουλάχιστον δυο φορές τον χρόνο, φθινόπωρο και άνοιξη. Αυτό και έκανε: φιλοξενούμενος το τελευταίο διάστημα των αδελφών του, αν και οι προσκλήσεις από παλιούς γνωστούς και φίλους δεν έλειπαν ποτέ. Η τελευταία φορά, ήταν τον περασμένο Οκτώβρη. Πήγε πρώτα στον μεγάλο αδελφό, τσακώθηκε με τη γυναίκα του και έφυγε χωρίς καν να τους χαιρετήσει. Στον δεύτερο, δεν τα πέρασε καλύτερα. Εκνευρισμένος και συγχυσμένος, πήρε τη βαλίτσα του και την έφερε στην αποθήκη μου, κάπου στο κέντρο, στους 41 δρόμους. Απουσίαζα εκείνη την ώρα. Ο υπεύθυνος, ωστόσο, κράτησε πρόθυμα τα πράγματά του.

Δέχτηκα ένα τηλεφώνημά του αργά το βράδυ. Ούτε που κατάλαβα τη φωνή του. «Ω, μπόι» μου λέει, «έλα να με πάρεις από δω!». Πού από δω, θέλησα να μάθω, αδύνατον να μου εξηγήσει ο ίδιος. Κάποια άγνωστη φωνή μου εξήγησε ότι ο φίλος μου βρισκόταν σε τρελάδικο! Τις λεπτομέρειες τις έμαθα επί τόπου: μπήκε σε ένα λεωφορείο για να πάει στην παλιά του γειτονιά, σίγουρα μπερδεύτηκε, σε άλλο ανέβηκε και, για περίεργο λόγο, εκνεύρισε τον οδηγό μιλώντας του μισά ελληνικά μισά αγγλικά. Μέσα σε μια γενική αναταραχή, ειδοποίησε εκείνος την αστυνομία, και όταν του έκαναν μερικές ερωτήσεις για να μάθουν τι ακριβώς συνέβη, είχε πάθει τόσο μεγάλη σύγχυση, που δεν θυμόταν ούτε ποιος ήταν πρόεδρος των ΗΠΑ. Μια και δυο, τον φόρτωσαν στο περιπολικό και τον μετέφεραν στην πλησιέστερη νευρολογική κλινική. Τότε, χωρίς να ξέρει πού ακριβώς βρισκόταν και τι συνέβαινε, άρχισε να φωνάζει: «Ο Ομπάααμα, ο Ομπάαμα είναι πρόεδρος της Αμερικής! Και τον ψήφισα κιόλας τον πούστη...».

Η παραμονή, έστω και μερικές ώρες στην κλινική, του στοίχισε ένα μάτσο δολάρια. Οπότε μάζεψε την επομένη τα μπογαλάκια του και πήρε το πρώτο αεροπλάνο για το σπίτι.
«Τους πούστηδες, τους μαλάκες! Φακ-εμ ολ! Φακ Ομπάααμα. Και τον ψήφισα, τον πούστη!», λέει και ξαναλέει σε όποιον τον ρωτάει για το τελευταίο του ταξίδι στην Αμερική.
 
Εις μνήμη…


Φωτογραφία: Κιουτσέκι χορεύει (όχι στα ραγκουτσάρια αλλά) στα βάθη της Ανατολίας.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 28 Σεπτεμβρίου 2023, αρ. φύλλου 1192.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ