29.1.24

ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΤΡΩΝΟΥ ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ: Ο Μουλαράς


ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς
ΟΔΟΣ 16.11.2023 | 1199

Αυτή ήταν η δουλειά του: μουλαράς. Και την κατείχε στην εντέλεια. Τον άκουγαν τα ζώα, κατανοούσε αυτός τις επιθυμίες και τις ανάγκες τους. Τον εκτιμούσαν ιδιαίτερα οι συνεργάτες του. Ξεκινούσε από το σπίτι χαράματα, μαζί με τα δυο του μουλάρια. Στάβλος, το ισόγειο του τούρκικου ανταλλάξιμου. Εκεί άρχιζαν τα τρυφερά χαϊδολογήματα με τους τετράποδους φίλους του. Και στη συνέχεια η ώρα της πρωινής φροντίδας. Να τα πλύνει, να τα βουρτσίσει, να τα ταΐσει και να τα ετοιμάσει για τα δρομολόγια, τα καθημερινά. Διέσχιζε όλη την πόλη και, προτού φέξει για τα καλά, να’ τος ο ευσυνείδητος στο κτήμα. Καλημερίσματα με τον νυχτοφύλακα. Κάτω, στην όχθη, έφερναν οι ψαράδες τα μπερεκέτια τους, τα παρέδιναν μέσα στις ξύλινες κάσες μετρημένα ή ζυγιασμένα στο καντάρι· τα φόρτωνε αυτός στα μουλάρια και κινούσε για τα γύρω χωριά. Πάντοτε με το κουμπούρι, φερμένο από την παλιά πατρίδα στα παράλια της Ιωνίας, περασμένο στο υφαντό ζωνάρι στη δεξιά μεριά· ένα μπουκαλάκι ρακί στην αριστερή. Ο δρόμος μακρύς, οι καιροί δύσκολοι και ποτέ δεν ήξερες τι μπορούσες να συναντήσεις μπροστά σου. Για αγρίμι αληθινό, για αγρίμι ανθρώπινο· που ήταν, καθώς έλεγε πάντα, και το χειρότερο. Γινόταν η ανταλλαγή, μάζευε τα γεννήματα και ό,τι άλλο τύχαινε να βρει και, προτού πέσει για τα καλά το σκοτάδι, επιστροφή στο κτήμα. Περίμενε εκεί ο επιστάτης, γινόταν το ξεφόρτωμα, μετρούσε τα δοσμένα και τα φερμένα και γύριζε ο μουλαράς με τα ζωντανά στη βάση του. Επαναλάμβανε τα πρωινά χαϊδολογήματα και, ευχαριστημένος που τέλειωσε ειρηνικά κι αυτή η μέρα, ανέβαινε στο ανώγι, στην κατοικία. Να αναπαυτεί ο ίδιος, να αλλάξει δυο κουβέντες με την κυρά και να πουν και τίποτα χόσικα με τα παιδιά. Που δεν ήταν και λίγα, εφτά τον αριθμό. Χρόνια την ίδια δουλειά. Σε καιρούς ειρήνης, μα και σε καιρούς πολέμου. Πρόβλημα κανένα. Δηλαδή, δεν ήθελε ο ίδιος να βλέπει και να νιώθει προβλήματα. Πάντοτε με περισσή αισιοδοξία και χαρά στη ζωή. «Όλα περνιούνται», έλεγε «άμα θες να τα περάσεις.» και κατέβαζε και μια ρουφηξιά ρακί.

Ήρθε η γερμανική κατοχή. Στο καθήκον ο μουλαράς. Του έδωσαν την άδεια από την Κομαντατούρ να κρατήσει το κουμπούρι· έλεγχε ο φρουρός κατά την αναχώρηση και την άφιξη τόσο τον ίδιο όσο και τις πραμάτειες. Η μόνη διαφορά: αλλού πήγαιναν τα γεννήματα που έφερνε από τα γύρω χωριά. Κάτι έπαιρναν και οι ψαράδες· τα περισσότερα κατέληγαν στα κεντρικά γραφεία του κατακτητή. Που έτυχε να βρίσκεται λίγο πιο πάνω από το κονάκι του, σε μια καινούργια οικοδομή, ιδιοκτησία ομογενούς από την Αμερική, με όλες τις σύγχρονες ανέσεις. Ούτε και τώρα διαμαρτυρίες από τον ίδιο. Τη γνωστή του φράση επαναλάμβανε σε όσους διαμαρτύρονταν για την κατάσταση.

Ώσπου κάποια μέρα ήρθαν τα χαρούμενα μαντάτα. Φεύγουν οι κατακτητές, θα δούμε τώρα άσπρη μέρα. Και ο μουλαράς στο καθήκον. Όταν αργά το βράδυ, τέλη Μαΐου και η μέρα μεγάλη, γυρίζει από το μεροκάματο όλο χαρά που τώρα πια δεν έχει να παραδώσει στους κατσούφηδες Γερμαναράδες, ακούει το κοφτό «αλτ». «Πλάκα με κάνουν», σκέφτεται «τα πατριωτάκια». Δεν είχε ακούσει στα χωριά για την επιστροφή του εχθρού στην πόλη, δεν τους είχε δει. Σήκωσε το ρακί από το ζωνάρι για μια τελευταία ρουφηξιά πριν παραδώσει τη σοδειά. Δεν είχε αντιληφθεί πως κανένας δεν ήταν στο κτήμα. Βρήκαν το πτώμα του τρεις μέρες αργότερα δίπλα στον φράχτη, στη μέσα μεριά της σιδερένιας καγκελόπορτας. Με το βόλι να τον έχει βρει στον λαιμό και το σπασμένο μπουκάλι να έχει σκορπίσει σε χίλια κομμάτια πάνω στο πρόσωπό του. Τα μουλάρια είχαν γυρίσει στον στάβλο μόνα τους. Ήξεραν καλά τον δρόμο...


Για τον Μπάμπη Σαπουντζή

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 16 Νοεμβρίου 2023, αρ. φύλλου 1199.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ