13.8.17

Heinrich Gelzer: Από το Άγιον Όρος και τη Μακεδονία [III]


ΟΔΟΣ 15.9.2016 | 851
Ταξιδιωτικές φωτογραφίες από τα μοναστήρια Αγίου Όρους 
και την περιοχή της εξέγερσης


* * *

Vom Heiligen Berge und aus Makedonien
Reisebilder aus den Athosklöstern und dem Insurrektionsgebiet

Μετάφραση: Χρυσούλας Πατρώνου Παπατέρπου


XXVII, ΣΤΟΥ ΤΑΣ-ΜΠΕΗ

Όταν μαζί με τους δέκα Τούρκους που με συνόδευαν μπήκα στην πόλη υπό τα κατάπληκτα βλέμματα των παιδιών στο δρόμο, το πρώτο μας ερώτημα ήταν: «Πού θα περάσουμε αυτή τη νύχτα;» γιατί, πανδοχεία σ’ αυτήν την αρκετά πυκνοκατοικημένη πόλη, δεν υπάρχουν. Στον μητροπολίτη, που δεν γνώριζα προσωπικά, δεν ήθελα να απευθυνθώ αμέσως για να του ζητήσω κατάλυμα μαζί με την ακολουθία μου. Το προηγούμενο βράδυ, στην Κορυτσά, με επισκέφτηκε ο γιος του κυβερνήτη ένας πολύ καλλιεργημένος και ευφυής νέος, και κατά τον αποχαιρετισμό μου είπε στα γαλλικά: «Να καταλύσετε στου Τας-Μπέη».
Κάπως αμήχανος απάντησα: «Αχ, κύριε μου, δεν τον γνωρίζω».
«Ω δεν πειράζει. Όλοι οι σημαντικοί ξένοι καταλύουν στου Τας-Μπέη. Είναι ο πιο πλούσιος μπέης της Καστοριάς. Και ο λόρδος Π, επίσης, ο οποίος έμεινε δεκαπέντε μέρες στην Καστοριά, φιλοξενήθηκε στου Τας-Μπέη». Έδωσα οδηγίες λοιπόν στους στρατιώτες μου. Περάσαμε μέσα από την τουρκική συνοικία και κατευθυνθήκαμε σε μία πολύ ευρύχωρη, περιφραγμένη αυλή, γεμάτη πάπιες, χήνες και γαλοπούλες. Κάτω από την είσοδο της αυλής του μεγαλοπρεπούς κτηρίου, μας υποδέχτηκε ένας πολύ κομψός άντρας, ντυμένος με ευρωπαϊκά ρούχα, γύρω στα τριάντα πέντε. Ήταν ο ίδιος ο ιδιοκτήτης. Όπως όλοι οι Αλβανοί εκεί, μιλούσε ελληνικά. Ωστόσο, επειδή όλοι οι Μουσουλμάνοι μαθαίνουν τα ελληνικά μόνον μιλώντας με άλλους κατοίκους και σχεδόν ποτέ δεν μαθαίνουν γραφή, μιλούν όπως είναι φυσικό, την εκάστοτε τοπική διάλεκτο, με όλες τις ξένες λέξεις, ανάμεικτες με ιδιωματισμούς. Γι αυτό και μου ήταν πολύ πιο δύσκολο να συζητήσω με τον Τας-Μπέη και τους άλλους Αλβανούς ελληνικά, απ' ότι για παράδειγμα συνέβαινε στην Κωνσταντινούπολη ή στην Σμύρνη. Ο πατέρας του ήταν Τόσκα, από μια παλιά δυναστεία, η οποία εγκαταστάθηκε κάποτε στην Καστοριά, κατά την επιδρομή των Αλβανών σ` αυτή την πόλη· μετά ασπάστηκαν τον Ισλαμισμό και παρέμειναν στη Καστοριά και τη γύρω περιοχή μέχρι τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Ο πατέρας της μητέρας του αντιθέτως, ήταν Σκοδρανός, δηλαδή γκέγκας από την Σκόδρα (Σκούταρι).

Ο Μιμ Τας-Μπέη είναι πολύ καλλιεργημένος• αν και δεν μιλά καμιά ευρωπαϊκή γλώσσα, δεν του είναι άγνωστος ο δυτικός πολιτισμός. Σχεδίαζε μάλιστα την Άνοιξη του 1903 να ταξιδέψει σε όλη την Ευρώπη, δηλαδή να επισκεφτεί την Βιένη, το Βερολίνο, το Παρίσι και το Λονδίνο για ένα αρκετά μακρύ χρονικό διάστημα, συνοδευόμενος από έναν δραγουμάνο. Με διαβεβαίωσε ότι θα με επισκεπτόταν στην Ιένα. Δυστυχώς, οι νέες αναταραχές δεν επέτρεψαν την πραγματοποίηση του σχεδίου αυτού.

Με την προσφιλή στην Ιταλία ευγένεια, που στην Ανατολή δεν είναι καθόλου επίπλαστη αλλά θεωρείται αυτονόητη, μου είπε όταν με καλωσόρισε, ότι το σπίτι του θα έπρεπε να το θεωρούμε σαν δικό μας. Μας παραχώρησαν ένα σχεδόν πριγκιπικά επιπλωμένο δωμάτιο. Δεν υπήρχαν ποτήρια, μόνο επάργυρα κύπελλα και για φωτισμό στιβαρά, ασημένια καντηλέρια. Το κρεβάτι ήταν στρωμένο με πολυτελείς τούρκικες κουβέρτες, τα μαξιλάρια από κόκκινο και μπλε μετάξι, χρυσοκέντητα, υψηλής αισθητικής, και κάτω από όλη αυτήν την ανατολίτικη πολυτέλεια διέκρινες ένα απαστράπτον λευκό, λινό, ευρωπαϊκό σεντόνι. Τρεις επιβλητικοί Αλβανοί, με την εθνική τους ενδυμασία, περίμεναν δίπλα στο τραπέζι, όπου σέρβιρε ο ίδιος ο οικοδεσπότης, και αν κατά τύχη έλειπε κανένα μαχαίρι, ένας Αλβανός υπηρέτης πελεκούσε το ψητό με τη χαντζάρα, που τραβούσε από το ζωνάρι του. Ολόκληρα αρνιά, πάπιες και κότες και εξαιρετικά γλυκά εδέσματα έφταναν στο τραπέζι (πράγμα που χαρακτηρίζει την τουρκική κουζίνα στα προνομιούχα σπίτια). Ο οικοδεσπότης έπινε σύμφωνα με το νόμο νερό, ενώ οι καλεσμένοι, και οι Τούρκοι επίσης, έπιναν εξαιρετικό κρασί. Το μόνο δυσάρεστο ήταν ότι η φιλοξενία ήθελε τον οικοδεσπότη τον ίδιο να βάζει στα πιάτα μας απίθανα μεγάλες μερίδες από κάθε είδος φαγητού. Ήσουν υποχρεωμένος λόγω ευγένειας να τρως υπερβολικά πολύ. Τη δεύτερη μέρα δήλωσα, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες και εξηγώντας την άπειρη ευγνωμοσύνη μου, ότι δεν μπορούσα να φάω περισσότερο. Και ο Έλληνας συνοδός μου είχε φτάσει στα όρια της αντοχής του. Οι Τούρκοι τον εκτίμησαν ιδιαίτερα, επειδή -όχι από θρησκευτικό σεβασμό αλλά από προσωπική αποστροφή- δεν ήπιε καθόλου κρασί.

Το διώροφο σπίτι ήταν η κατοικία των αντρών· μία σκεπαστή γέφυρα, σαν το Ponte dei Sospiri στη Βενετία, οδηγούσε στην παραπλήσια οικία, όπου έμεναν πέντε σύζυγοι και πολυάριθμες υπηρέτριες σε πενήντα τρία δωμάτια, κι αυτές κεντούσαν τις πλουμιστές κουβέρτες και τα μαξιλάρια στο σπίτι των αντρών και ετοίμαζαν τα πεντανόστιμα φαγητά. Δυστυχώς, το πολυάριθμο χαρέμι του, προς μεγάλη του στεναχώρια, δεν του χάρισε ακόμη κανένα βλαστάρι· στειρότητα είναι η κατάρα των παλιών και ευγενών οικογενειών, ακόμη και στην Τουρκία. Όλα αυτά τα πληροφορήθηκα έμμεσα από τον Γιάννη, ο οποίος, μιλώντας τουρκικά, κέρδισε την εμπιστοσύνη του υπηρετικού προσωπικού. Το να ρωτήσεις έναν Τούρκο για το χαρέμι του, θα ήταν το άκρον άωτον της απρέπειας. Οι υπηρέτες μιλούσαν μόνο Αλβανικά και Τουρκικά· ο πιο νέος, ένας πάρα πολύ ωραίος άντρας, μιλούσε μόνο Αλβανικά. Οι Χριστιανοί, και πρώτος απ` όλους ο επίσκοπος, μου εγκωμίασαν τον οικοδεσπότη μου τόσο για την καλοσύνη του όσο και για την αίσθηση δικαίου. Ενώ άλλοι μπέηδες επέτρεπαν κάθε είδους βιαιοπραγίες, σ' αυτόν έβρισκες προστασία από κάθε μορφή καταπίεσης. Κι όμως, ο ίδιος με διαβεβαίωσε, πως δεν μπορούσε να φύγει από την πόλη. Η αναταραχή ήταν τόσο μεγάλη, που δεν τολμούσε ούτε στο τσιφλίκι του να πάει. Σίγουρα θα τον σκότωναν. Ο πιο νέος των υπηρετών του ήταν γιος ενός μισθωτή, ένας γενναίος και ατρόμητος άντρας. Σε μια επίθεση του βουλγαρικού κομιτάτου τραυματίστηκε πολύ σοβαρά στο λαιμό. Γι αυτό και τον έφερε στην πόλη, γιατί διαφορετικά σίγουρα θα τον σκότωναν.

Την επόμενη μέρα επισκέφτηκα με τον μπέη τους επικεφαλής των Αρχών. Αρχικά τον διοικητή, τον πρόεδρο της κυβέρνησης, ο οποίος μετέφερε την έδρα του από την Κορυτσά εδώ, στο κέντρο των επαναστατικών ζυμώσεων. Κατεβήκαμε από ένα απόκρημνο σοκάκι στην όχθη της λίμνης και συναντήσαμε τον ανώτατο δημόσιο λειτουργό της επαρχίας στο γραφείο του, ένα πολύ καθαρό αλλά πάρα πολύ απλό κτήριο. Κανένας Ευρωπαίος ισόβαθμός του δεν θα συμβιβαζόταν με τέτοια απλότητα. Ο Μεχμέτ Αλή Πασάς, ένας Τόσκα από τον ευγενή οίκο των Ντελβίνο της Κορυτσάς, παρά τα πενήντα πέντε του χρόνια εξακολουθεί να είναι πολύ ωραίος άντρας και μιλά άπταιστα ελληνικά· στα νιάτα του ήταν ένας από τους πιο ξακουστούς δανδήδες της χρυσής νεολαίας της Αλβανίας. Του έδειξα μια φωτογραφία από τη νιότη του, την οποία είχα προμηθευτεί στην Κορυτσά. Γέλασε και την κοίταξε για πολλή ώρα· προφανώς αναπολούσε, αυτός ο ζηλωτής της καλοπέρασης, την ωραία εκείνη εποχή, γιατί είπε με καημό: «Τι ωραία χρόνια που ήταν τότε!».

Την περιφέρειά του την διοικεί με μεγάλη σύνεση και χαίρει σεβασμού από όλον πληθυσμό, αν και η περιοχή βρίσκεται σε αναταραχή. Έχει ευρεία φιλοσοφική διάθεση και είναι πολύ καλλιεργημένος και κάποτε  μας ενέπλεξε, τον επίσκοπο κι εμένα, σε μία πολύ ενδιαφέρουσα και εκτενή συζήτηση σχετικά με τα τελευταία και πιο σημαντικά ζητήματα. Επειδή δε ήταν και πολύ ετοιμόλογος, δεν μου ήταν εύκολο να αντικρούσω τους κάπως τολμηρούς ισχυρισμούς του, και μάλιστα εφόσον μου ήταν πάρα πολύ δύσκολο να εκφραστώ στα ελληνικά, πάνω σε τόσο δύσκολα θέματα. Επίσης και ο κυβερνήτης της πόλης συμμετείχε ζωηρά στη συζήτηση, υποστήριζε δε σε υποφερτά καλά γαλλικά τις αυστηρές του απόψεις περί θεού. Στους Αλβανούς αυτούς αρέσουν πάρα πολύ τα πειράγματα. Ένας, με ρώτησε μια φορά διεξοδικά για την περιπλάνηση των ψυχών. Προσπάθησα, όσο μπορούσα να του το εξηγήσω βάσει της ιστορίας των θρησκειών που μου ήταν γνωστές. Έλεγε, ότι στη μετεμψύχωση πίστευαν οι αρχαίοι Αιγύπτιοι. Απάντησα: «Όχι, αφέντη μου, αυτή η δοξασία υπάρχει στους Ινδούς και στους Πυθαγόρειους. Το ότι, όμως, οι τελευταίοι πρέπει να πήραν αυτήν τη δοξασία από τους Αιγυπτίους, οφείλεται σε μία πλάνη του Ηροδότου». Ωστόσο ο καλός μου Τσελεμπής δεν είχε καμία διάθεση να ασχοληθεί με λαογραφικές και θρησκευτικές μελέτες, όσον αφορά την περιπλάνηση των ψυχών. Έβλεπε το θέμα από καθαρά πρακτική άποψη: «Θα ήθελα να ξανάλθω στη γη, αυτή τη φορά όμως, σαν γυναίκα. Ειλικρινά, βαρέθηκα να ζω σαν άντρας. Δεύτερη προϋπόθεση θα ήταν, να μείνω για πάντα τριάντα πέντε χρονών. Από κει και πέρα, η ζωή δεν αξίζει πια». Είναι φανερό, αυτός ο σκιπιτάρης φιλόσοφος, ανήκε στις μάλλον ξένοιαστες αιρέσεις των επικουρικών.

(συνεχίζεται)


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 15 Σεπτεμβρίου 2016, αρ. φύλλου 851

Σχετικά:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ