ΟΔΟΣ 3.11.2016 | 858 |
Σλαβόφωνοι Δυτικομακεδόνες στην Κωνσταντινούπολη
Η Δυτική Μακεδονία είναι μια ελληνική περιφέρεια, που από τα βυζαντινά χρόνια απετέλεσε πεδίο πληθυσμιακών, πολεμικών και πολιτικών διεργασιών, την αναμφισβήτητη ελληνικότητα της οποίας επιμένουν δυστυχώς μέχρι σήμερα να αμφισβητούν ξένοι κύκλοι. Αφορμή και όχι αιτία είναι ασφαλώς η ύπαρξη στην περιοχή μιας πληθυσμιακής ομάδας με ποικίλα σλαβόφωνα γλωσσικά ιδιώματα ως μητρική γλώσσα. Οι πληθυσμοί αυτοί, αγροτικοί πάντοτε, απετέλεσαν μήλο της έριδος, συχνά ερήμην της ιδίας αυτών βούλησης, τόσο από τη Βουλγαρία, όσο και από τη Σερβία και τα νεώτερα χρόνια από το κρατικό μόρφωμα των Σκοπίων. Ως συνέπεια της εξωγενούς αυτής πίεσης, πολλοί σλαβόφωνοι κάτοικοι της περιοχής υποχρεώθηκαν σε μετανάστευση, συχνά άκοντες [1].
Η παρούσα μελέτη αφορά σε ένα τμήμα Σλαβόφωνων Δυτικομακεδόνων, προερχομένων κατά το πλείστον από χωριά και κωμοπόλεις των σημερινών νομών Καστοριάς και Φλωρίνης, οι πρόγονοι των οποίων εγκαταστάθηκαν στην Κωνσταντινούπολη στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα. Ο γράφων κρίνει σκόπιμο να επισημάνει εκ προοιμίου ότι στους απόδημους αυτούς σλαβόφωνους Δυτικομακεδόνες δεν περιλαμβάνονται άτομα από την πόλη της Καστοριάς – ασφαλώς επειδή η λιμναία πόλη υπήρξε διαχρονικά σταθερή κοιτίδα ελληνισμού, όπου από τα χρόνια ήδη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το σλαβόφωνο στοιχείο ήταν απόν ή παρεπιδημούν. Σκόπιμο είναι επίσης να επισημανθεί ότι ο χαρακτήρας της εργασίας αυτής είναι καθαρά ιστορικός, απέχων απολύτως κάθε πολιτικής ή άλλης χροιάς.
* * *
Στα αμέτρητα ταξίδια του στην Πόλη και στις μελέτες που τα συνόδευσαν από το 1981 μέχρι σήμερα, ο γράφων είχε υπόψη του πως από πολύ παλιά υπήρχε εκεί οργανωμένη Βουλγαρική κοινότητα και παροικία με δικά της ευαγή ιδρύματα. Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς άλλωστε, καθώς ο ναός του Αγίου Στεφάνου των Βουλγάρων [2], που δεσπόζει στην παραλία του Κεράτιου, στο ύψος της συνοικίας του Φαναρίου, συμβολίζοντας την αναγέννηση του βουλγαρικού λαού [3] και είναι ορατός από πολύ μακριά από κάθε κάτοικο ή επισκέπτη της Πόλης, σηματοδοτεί εξ αρχής στον καθένα τη Βουλγαρική παρουσία.
Η Κωνσταντινούπολη, πολυεθνική πόλη και πρωτεύουσα μιας Αυτοκρατορίας, που στην ακμή της εκτεινόταν στα πέρατα της Οικουμένης, αλλά και που ως τα 1912 κατείχε το σύνολο των εδαφών της Μακεδονίας, ήταν φυσικό να αποτελεί πώλο έλξης για όλους τους λαούς που κατοικούσαν ως τότε τις αχανείς εκτάσεις της Αυτοκρατορίας των Οσμανλί.
Δεν πρέπει να αποτελεί συνεπώς έκπληξη η παρουσία στην Κωνσταντινούπολη Βουλγαρικού ή βουλγαρόφωνου πληθυσμού, για τον πρόσθετο λόγο άλλωστε ότι εκεί ιδρύθηκε στα 1870 η Βουλγαρική Εξαρχία [4], θέτοντας τα σπάργανα του νεώτερου Βουλγαρικού κράτους. Αυτό που αποτελεί ίσως έκπληξη, καθώς δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό και ασφαλώς κινεί το ενδιαφέρον, είναι το ότι η πλειοψηφία των μελών της σημερινής Βουλγαρικής κοινότητας της Πόλης έχει ως τόπο καταγωγής της τη Δυτική Μακεδονία και κυρίως χωριά των νομών Καστοριάς και Φλώρινας.
Κατά κάποιον τρόπο η Πόλη, λόγω του μεγάλου βουλγαρικού της πληθυσμού, είχε καταστεί το 19ο αιώνα η «μεγαλύτερη πόλη» των Βουλγάρων [5]. Ο εκσυγχρονισμός της επομένως άσκησε αναπόφευκτα μεγάλη επίδραση στο βουλγαρικό στοιχείο. Η ανερχόμενη ευμάρεια της και η εξίσου αυξανόμενη ευχέρεια των μετακινήσεων διευκόλυνε τη μετάβαση για εργασία πλήθους Βουλγάρων [6].
Ιστορικά φορτισμένο και εκ της φύσεως του λεπτό και ευαίσθητο το θέμα, για πολύ καιρό προβλημάτιζε το γράφοντα και δίσταζε να το αγγίξει [7]. Προτάσσοντας την ανάγκη προσέγγισης της ιστορικής αλήθειας με νηφαλιότητα, χωρίς παρωπίδες και χωρίς ιστορικές εμμονές και ιδεοληψίες, ο γράφων επιχείρησε εν τέλει την παρούσα μελέτη, έχοντας στη σκέψη του όλους εκείνους που έζησαν και πέθαναν στην Πόλη, μακριά από τη γενέτειρα τους και χωρίς πατρίδα ουσιαστικά, ή ακόμη περισσότερο χωρίς το δικαίωμα να επισκεφτούν τη γενέτειρα και τους συγγενείς τους [8]. Εκείνους που το πρώτιστο που δήλωναν ζώντες και το κύριο που γραφόταν στα μνήματα τους ήταν η καταγωγή τους από τη Μακεδονία, χωρίς εθνικούς προσδιορισμούς, χωρίς πάθη, αλλά με πολλή νοσταλγία…
ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ
ΤΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ
Ήδη από τα ύστερα βυζαντινά χρόνια αριστοκρατικές Βουλγαρικές οικογένειες είχαν εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη, μέλη των οποίων συχνά σύναπταν γάμους με μέλη της βυζαντινής αριστοκρατίας. Παράλληλα, την ίδια περίοδο ένας αριθμός εμπόρων αλλά και αιχμαλώτων πολέμου βρισκόταν επίσης στη Βασιλεύουσα [9].
Προφανές είναι πως στα μετά την Άλωση χρόνια και καθώς η Κωνσταντινούπολη ήταν η πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, επαρχία της οποίας ήταν τόσο η σημερινή Βουλγαρία, όσο και άλλες περιοχές με βουλγαρόφωνους κατοίκους, το ρεύμα της εγκατάστασης στην Πόλη συνεχίστηκε, για να ενταθεί στο β’ μισό του 18ου αιώνα. Δεν ξέρουμε αν ήταν οι Κιρτζαλήδες της Ροδόπης, που προκαλούσαν εντάσεις και προβλήματα, που οδήγησαν στην αύξηση της εσωτερικής μετανάστευσης, όπως σημειώνει ο D. Brazikov [10], αν έπαιξαν ρόλο οι δυο επαναστάσεις των Σέρβων, η ελληνική επανάσταση του 1821 και οι δυο ρωσοτουρκικοί πόλεμοι [11], ή αν ήταν απλώς οι ευκαιρίες που προσέφερε η Πόλη για μια καλύτερη επαγγελματική σταδιοδρομία – εκδοχή πιθανότερη κατ’ εμέ, σίγουρο είναι όμως ότι ο αριθμός των Βουλγάρων και σλαβόφωνων της Πόλης συνέχισε να αυξάνεται. Γεγονός είναι επίσης ότι η εγκατάσταση των Βουλγάρων στην Κωνσταντινούπολη συνέβαλε τα μέγιστα στην εθνική αφύπνιση του βουλγαρικού λαού.
Ενώ, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα άρχισε να δραστηριοποιείται στην Πόλη μεγάλος αριθμός εμπόρων συγκεκριμένων κλάδων, όπως ζωέμποροι, γουναράδες και υφασματέμποροι. Εμπορικό κέντρο των Βουλγάρων της περιόδου αυτής μπορεί να θεωρηθεί το Balkapan Hanı, το οποίο αποτελούσε ένα άτυπο βουλγαρικό προξενείο. Βούλγαροι εγκαθίστανται επίσης και σε άλλα χάνια της γύρω περιοχής, του ιστορικού δηλαδή εμπορικού κέντρου της Πόλης: Çorapçı han, Papaz han, Valide han, Küçük Yeni han, Kumru han και άλλα [12]. Την εποχή αυτή εγκαθίστανται επίσης στην Πόλη μικρέμποροι και τεχνίτες από διάφορες μακεδονικές πόλεις: φουρνάρηδες και χτιστάδες από τα Σκόπια, τη Δίβρη και το Τέτοβο, μπαχτσεβάνηδες από την Αχρίδα και το Μοναστήρι, ψαράδες από τη Δοϊράνη, αραμπατζήδες από τη Ντούμπνιτσα και βεβαίως γαλατάδες [13] από την Καστοριά [14].
Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα οι Βούλγαροι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν ενταγμένοι στο Ρωμέϊκο μιλλέτι (Rum milleti). Αρκετοί από αυτούς θα αναδειχθούν σε υψηλά πολιτειακά αξιώματα, ως διοικητές επαρχιών κλπ. Ανάμεσα στους σημαντικότεροι ήταν οι Στέφανος Βογορίδης και Γαβριήλ Κρέστοβιτς. Σταδιακά τα πρόσωπα αυτά θα συντελέσουν στην αφύπνιση και τη σφυρηλάτηση της Βουλγαρικής εθνικής ταυτότητας.
Τα επόμενα χρόνια είναι συνδεδεμένα με τον αγώνα των Βουλγάρων για αφύπνιση [15] και εθνική ανεξαρτησία, πρώτο σκαλοπάτι των οποίων ήταν βεβαίως ο αγώνας για εκκλησιαστική αυτονομία από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Οι Βούλγαροι, αν και Ορθόδοξοι, υπαγόμενοι στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, ένιωθαν την Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης ως μοχλό εθνικής τους καταπίεσης. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, από την άλλη, αδυνατούσε ή αργούσε να αντιληφθεί τα μηνύματα των καιρών, δυσκολευόταν να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα, ίσως επειδή η προσαρμογή αυτή συνεπαγόταν απώλεια προνομίων και κατ’ επέκταση αντιτίθετο στην επιδίωξη των Βουλγάρων για ανεξάρτητη εκκλησιαστική δομή και στη συνέχεια στη δημιουργία ανεξάρτητου βουλγαρικού κράτους [16]. Δικαιολογημένο ή όχι το αίσθημα καταπίεσης, οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην αρνητική στάση του Οικουμενικού Πατριαρχείου να συναινέσει σε καταφανώς δίκαια αιτήματα και να επιτρέψει κυρίως την ανάδειξη Βουλγάρων αρχιερέων στις κατά το πλείστον βουλγαροκατοικούμενες επαρχίες [17].
ΟΔΟΣ 3.11.2016 | 858 | σελ. 13 |
Όταν μια ηγεσία, πολιτική, στρατιωτική ή θρησκευτική, δεν αντιλαμβάνεται τα μηνύματα και τις αλλαγές των καιρών και αδυνατεί ή αρνείται πεισματικά να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες, κάνοντας τους απαραίτητους συμβιβασμούς, αντιμετωπίζει κάποια στιγμή την πραγματικότητα κατάματα κατά τρόπο δυσάρεστο ή και τραγικό. Επόμενο ήταν λοιπόν να δημιουργηθεί ανεξάρτητη Βουλγαρική εκκλησία, που αναγνωρίστηκε από τις Οθωμανικές αρχές στα πλαίσια της πολιτικής του «διαίρει και βασίλευε». Αναμενόμενη ήταν η δημιουργία έντασης ανάμεσα στην ελληνική και τη βουλγαρική κοινότητα. Πιθανόν στόχος της Πύλης ήταν μέσω της έντασης και της διαίρεσης αυτής να παραμείνει η Μακεδονία υπό Οθωμανική διοίκηση [18]. Η ένταση οδήγησε στα 1872 στο Βουλγαρικό Σχίσμα [19], που έμελε να διαρκέσει μέχρι τα 1945. Η ένταση μάλιστα είχε οξυνθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε οι Έλληνες της Πόλης να διαδηλώνουν στους δρόμους με συνθήματα του τύπου: «Ζήτω το Σχίσμα. Δεν θα αφομοιωθούμε από τους Σλάβους. Δε θα αφήσουμε τα παιδιά μας να εκβουλγαριστούν» [20], εκπληρώνοντας εν τη αγνοία τους τις προσδοκίες των Οθωμανικών αρχών.
Καίτοι βεβαίως η Βουλγαρική Εξαρχία αντιμετωπίστηκε από το Πατριαρχείο ως σχισματική, αυτό δεν εμπόδισε το Βουλγαρικό πληθυσμό να την ακολουθήσει και να ενταχθεί σε αυτήν. Αν ίσως η πολιτική του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο θέμα αυτό ήταν διαφορετική, ίσως και τα ιστορικά γεγονότα εξελίσσονταν κατά τρόπο διαφορετικό. Ίσως και κυρίως δεν εμφανίζονταν ποτέ οι εθνικιστικές διαμάχες στη Μακεδονία, που ακόμη σήμερα ο αντίκτυπος και οι προεκτάσεις τους επηρεάζουν τις σχέσεις των κρατών. Όπως ορθά σημειώνεται, ο όρος «βούλγαροι», όταν αναφέρεται στους κατοίκους της Μακεδονίας των χρόνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ιδίως των αγροτικών οικισμών, δεν έχει εθνικό, αλλά μονάχα θρησκευτικό και γλωσσικό χαρακτήρα, αφού την εποχή εκείνη δεν είχαν ενστερνιστεί οι αγροτικοί πληθυσμοί την αντίληψη του εθνικού κράτους, με τη σημερινή έννοια [21]. Ασφαλώς σήμερα, όλα αυτά αποτελούν υπόθεση εργασίας. Εξηγούν όμως την έλευση σλαβόφωνων Μακεδόνων στην Κωνσταντινούπολη και την ένταξη τους στη Βουλγαρική Κοινότητα. Οι τελευταίοι στην πλειοψηφία τους προσέγγισαν καταρχήν τη Βουλγαρική εκκλησία της Πόλης, όχι με γνώμονα εθνικιστικές ή εθνοτικές αντιλήψεις, αλλά επειδή η τέλεση της λειτουργίας στη Βουλγαρική γλώσσα, τους έκανε να αισθάνονται ότι βρίσκονται σε περισσότερο οικείο περιβάλλον [22]. Κάτι ανάλογο συνέβη άλλωστε, χρόνια αργότερα με Δυτικομακεδόνες μετανάστες στην Αυστραλία, όπου Καστοριανοί και Φλωρινιώτες μετανάστες απασχολήθηκαν σε επιχειρήσεις παλιότερων Βούλγαρων μεταναστών, ταυτιζόμενοι συχνά με τη βουλγαρική εθνική ιδεολογία και αφομοιούμενοι στη συνέχεια με τη Βουλγαρική κοινότητα [23]. Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι στη Βουλγαρική κοινότητα της Πόλης δεν εντάχθηκε το σύνολο των σλαβόφωνων Δυτικομακεδόνων. Πολλοί σλαβόφωνοι Δυτικομακεδόνες, έχοντας σφυρηλατήσει από τη γενέτειρα ακραιφνές ελληνικό φρόνημα, πλαισίωσαν ρωμαίικες ενορίες και απετέλεσαν δυναμικά μέλη της ελληνικής μειονότητας της Κωνσταντινούπολης.
Αντιστοίχως, ο γράφων πιστεύει ακράδαντα ότι εάν η αντιμετώπιση του σλαβόφωνου / δίγλωσσου πληθυσμού της ελληνικής Μακεδονίας από το ελληνικό κράτος ήταν διαφορετική, σίγουρα τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν στη συνέχεια θα ήταν ελάσσονος κλίμακας. Πολύ περισσότερο, εάν η αντιμετώπιση της επιχείρησης κατασκευής Σλαβομακεδονικής εθνότητας και κράτους, ήταν από την αρχή περισσότερο υπεύθυνη, σήμερα η Ελλάδα δεν θα αντιμετώπιζε προβλήματα. Ίσως μάλιστα είχε δίπλα της μια γειτονική χώρα σύμμαχο στις πολλές δύσκολες στιγμές της…
Αντί γι’ αυτή την πολιτική όμως, η Ελλάδα θεωρούσε αφελώς ότι ενσωματώνει στον εθνικό κορμό τους Σλαβόφωνους της Μακεδονίας με ενέργειες όπως κατεδάφιση ιστορικών ναών και καταστροφή εκκλησιαστικών εικόνων και μνημάτων με σλαβικές επιγραφές, ώστε μέσα από μια πολιτιστική γενοκτονία να σβήσει ένα ανεπιθύμητο παρελθόν [24]…
Κανένας βεβαίως δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η στάση της «άλλης πλευράς» ήταν ή είναι άμεμπτη. Διότι αν ίσως υπάρχουν δικαιολογίες για τις ιστορικά φορτισμένες εποχές, δεν υπάρχει καμία τέτοια αναφορικά με τη στάση της ηγεσίας της Π.Γ.Δ.Μ., ιδίως τις δυο τελευταίες δεκαετίες, αφότου δηλαδή διασπάστηκε η Γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία. Αν η ηγεσία των Σκοπίων επιδείκνυε μικρότερη αδιαλλαξία και μεγαλύτερη μετριοπάθεια απέναντι στην Ελλάδα, τότε το γειτονικό κράτος θα είχε σίγουρα να κερδίσει από μια φιλικότερη Ελλάδα. Η υποδαύλιση ενός ανυπόστατου αλυτρωτισμού εντούτοις, ξενοκίνητη συχνά, αλλά και η αδιάλλακτη εμμονή στο ζήτημα της ονομασίας, συντελεί στο να κόβονται οι γέφυρες και να μεγαλώνει το χάσμα ανάμεσα σε δυο χώρες, η φιλική σχέση των οποίων μόνον οφέλη θα είχε να προσδώσει και στις δυο πλευρές.
(συνεχίζεται)
Σημειώσεις:
1. Σε πίνακα που δημοσιεύει ο Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης, για τις μεταναστεύσεις από τη Δυτική Μακεδονία τα έτη 1913-1920, αναγράφονται οι παρακάτω αριθμοί που αφορούν σε οικισμούς που σχετίζονται με την παρούσα μελέτη και αναφέρονται παρακάτω: Επί συνόλου 1.586 μεταναστευσάντων, προέρχονταν από α) Υποδιοίκηση Καϊλαρίων (Εορδαία): Εμπόριο 77 άτομα, Αναρράχη 4, β) Υποδιοίκηση Φλώρινας: Περικοπή 20, Άγιος Παντελεήμονας 27, Ξυνό Νερό 70, Τρίβουνο 23, Σκλήθρο 9, γ) Υποδιοίκηση Καστοριάς: Κορησός 11, Λιθιά 11, Βασιλειάδα 92, Μελισσότοπος 1, Σταυροπόταμος 1, Οξυές-Οξυά 35, Πολυκέρασος 29, Ιεροπηγή 58. Επίσης με βάση τη Συνθήκη του Νεϊγύ μετά το 1920 μετανάστευσαν 1.290 άτομα από την περιοχή της Φλώρινας, 4.090 από την περιοχή της Καστοριάς και 600 άτομα από την περιοχή της Πτολεμαΐδας. Επρόκειτο για νέους μετανάστες, αλλά και για άτομα που είχαν αναχωρήσει μετά το 1900 και μπορούσαν να κάνουν χρήση ευεργετικών διατάξεων της Συνθήκης. Βλ. Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης, Μετακινήσεις Σλαβοφώνων πληθυσμών (1912-1930). Ο πόλεμος των στατιστικών, σελ. 75-77 και 145 αντίστοιχα.
2. Για το ναό του Αγίου Στεφάνου βλ. Hasan Kuruyazıcı και Mete Tapan, Sveti Stefan Bulgar Kilisesi. Bir Yapı Monografisi, passim.
3. Για μια επισκόπηση στα της ίδρυσης της Βουλγαρικής Εξαρχίας σε σχέση με τα τεκταινόμενα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και τη στάση του απέναντι στο Βουλγαρικό ζήτημα, βλ. Δημήτριος Σταματόπουλος, Μεταρρύθμιση και Εκκοσμίκευση. Προς μια ανασύνθεση της ιστορίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου τον 19ο αιώνα, passim.
4. Η Υψηλή Πύλη αναγνώρισε τη Βουλγαρική Εξαρχία το Φεβρουάριο του 1870, οπότε εκδόθηκε και σχετικό Σουλτανικό φιρμάνι. Βλ. R. J. Crampton, Α Concise History of Bulgaria, σελ. 75.
5. Philip Mansel, Κωνσταντινούπολη. Η περιπόθητη πόλη, σελ. 430-433.
6. Ο Mάνσελ σημειώνει χαρακτηριστικά πως «Κάθε άνοιξη, όπως έκαναν επί αιώνες πρωτύτερα, δυο με τρεις χιλιάδες Βούλγαροι, “γεροί, τραχείς άνδρες” με καφέ πανωφόρια και καπέλα από προβιές, οδηγούσαν στην πόλη κοπάδια γιδοπροβάτων. Στη διάρκεια του καλοκαιριού δούλευαν στα γύρω περιβόλια σαν γαλατάδες και κηπουροί – και βασάνιζαν τους περαστικούς με τις στριγκλιές των τσαμπούνων τους.» Ph. Mansel, ό.π., σελ. 430.
7. Επισημαίνεται εδώ ότι η χρήση στην παρούσα μελέτη ονομάτων τοπωνυμίων κλπ αφορά μόνο στο ιστορικό τους πλαίσιο, απέχει παρασάγγας από κάθε είδους προπαγάνδα και διόλου δε σχετίζεται με εθνικούς προσανατολισμούς. Όπου χρησιμοποιούνται τα παλιά τοπωνύμια, αυτό γίνεται προς αποφυγή ιστορικών ετεροχρονισμών, καθώς η αναφορά γίνεται σε χρονολογίες πριν τη μετονομασία τους.
8. Προφανές είναι ότι για τις νεώτερες γενιές Δυτικομακεδονικής καταγωγής σλαβόφωνων κατοίκων της Κωνσταντινούπολης, που αποτελούνται από άτομα με τουρκική υπηκοότητα, τέτοια απαγόρευση δε θα μπορούσε να υπάρχει.
9. Pars Tuğlacı, Bulgaristan ve Türk Bulgar ilişkeleri, σελ. 182 επ.
10. D. Brazikov, Njakoga v Carigrad (Κάποτε στην Κωνσταντινούπολη), αναφέρεται από τον Αναστάσιο Κ. Ιορδάνογλου, «Η Βουλγαρική παροικία της Κωνσταντινούπολης», σελ. 115.
11. Γεώργιος Κιουτούτσκας, «Η Βουλγαρική παροικία στην Κωνσταντινούπολη ως το 1878», στο Η παρουσία των εθνικών μειονοτήτων στην Κωνσταντινούπολη τον 19ο αιώνα, σελ. 91.
12. Γ. Κιουτούτσκας, ό.π., σελ 93-94.
13. Το Δεκέμβριο του 2012 ο γράφων επισκέφτηκε ένα εκ των τελευταίων Δυτικομακεδονικής καταγωγής γαλατάδων της Πόλης. Πρόκειται για τον Πάντο Σεστακόφ. Το παραδοσιακό γαλακτοπωλείο του “Pando Kaymak” βρισκόταν στο κέντρο της συνοικίας Μπεσίκτας-Διπλοκιόνιον και είχε αποκτήσει ευρύτατη δημοσιότητα εντός και εκτός Τουρκίας. Ο Πάντο γνωρίζει άριστα ελληνικά, τα οποία έμαθε επειδή διετέλεσε μαθητής της Ρωμαίικης Αστικής Σχολής του Βαφεοχωρίου-Μπογιατζίκιοϊ, όπου ζούσε η οικογένεια του και εξέτρεφε βουβάλια. Το γαλακτοπωλείο του έκλεισε στα τέλη του 2014, λόγω λήξης της μίσθωσης και άρνησης ανανέωσης της από τον ιδιοκτήτη του ακινήτου.
14. D. Brazikov, Njakoga v Carigrad, στο Αν. Κ. Ιορδάνογλου, «Η Βουλγαρική παροικία», σελ. 116 και Elena Kovaçi Uygan, “Son Kelaynaklar”, σελ. 65. Στα στατιστικά στοιχεία της εφημερίδας «Μπαλγκάρια» της 13-6-1863, την οποία εξέδιδε ο D. Cankov με την ενίσχυση των καθολικών μισσιονάριων, αναφέρονται κατά συντεχνίες: 8.000 αμπατζήδες, 5.000 έμποροι, 4.000 αρτοποιοί, 3.500 κηπουροί, 2.000 αμαξάδες, 2.550 ψαράδες, 600 μουτάφηδες (κατασκευαστές ταγαριών), 1.500 υπηρέτες και μάγειροι, 3.000 εργάτες σε τσιφλίκια, 1.500 βοσκοί, 400 τουτουντζήδες (καπνοπώλες) αλλά και 500 γουναράδες, που συνειρμικά αναπόφευκτα μας παραπέμπουν στην Καστοριά. Βλ. Γ. Κιουτούτσκας, ό.π., σελ. 96.
15. Εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι το ότι στην εθνική αφύπνιση των Βουλγάρων συντέλεσε ένα σπουδαίο αγγλόφωνο σχολείο της Κωνσταντινούπολης, που είχε ιδρυθεί από Αμερικανούς προτεστάντες μισσιονάριους: το Robert College, γνωστό στους Ρωμιούς ως Ροβέρτειος Σχολή, πρόδρομος του σημερινού Πανεπιστημίου Boğaziçi. Προσελκύοντας μεγάλο αριθμό Βουλγάρων σπουδαστών, αντί να συμβάλλει στην εμπέδωση του οικουμενικού χαρακτήρα της Κωνσταντινούπολης, εξέθρεψε τον εθνικισμό και εξύφανε προτεσταντικά σχέδια, με συνέπεια μάχες μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων σπουδαστών – ενώ λίγο αργότερα της εξέγερσης των Βουλγάρων κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα ηγούντο άτομα που είχαν σπουδάσει στη Ροβέρτειο. Ph. Mansel, ό.π., σελ. 433.
16. Για τον αγώνα των Βουλγάρων για μια ανεξάρτητη Βουλγαρική Εκκλησία, βλ. R. J. Crampton, ό.π., σελ. 66-76.
17. Για μια επισκόπηση των τεκταινομένων στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και τη στάση του απέναντι στο Βουλγαρικό ζήτημα, βλ. Δημήτριος Σταματόπουλος, Μεταρρύθμιση και Εκκοσμίκευση, ό.π., passim.
18. Αλέξανδρος Μασσαβέτας, Η Πόλη των απόντων, σελ. 285-286.
19. Βλ. Βασίλειος Θ. Σταυρίδης, Αι εις την Πόλιν Χριστιανικαί Εκκκλησίαι, Ομολογίαι, Κοινότητες και Παροικίαι, σελ. 85-101.
20. Ph. Mansel, ό.π., σελ. 432.
21. Γιώργος Πετσίβας, «Εισαγωγή» στο Άλμπερτ Σόνισεν, Αναμνήσεις ενός Μακεδόνα αντάρτη, σελ. ιη.
22. Σε γραπτό σημείωμα του προς το γράφοντα, ο αείμνηστος Αρχιμανδρίτης Αλέξανδρος Κίλε επισήμανε εύστοχα πως οι σλαβόφωνοι Μακεδόνες ήρθαν στην Πόλη ανάμεσα στα έτη 1880-1913, χωρίς να έχουν καμιά σχέση με τη Βουλγαρία. Η ένταξη τους στη Βουλγαρική κοινότητα της Πόλης δεν είχε εθνική αφετηρία και προσανατολισμό, αφού άλλωστε στην πλειοψηφία τους, οι άνθρωπο εκείνοι ούτε σύνδεση ούτε συγγενικούς δεσμούς είχαν με την παλιά Βουλγαρία. Η ανάγκη να παρακολουθούν θρησκευτικές λειτουργίες σε γλώσσα κατανοητή, ήταν το κύριο στοιχείο που τους έστρεψε προς τη Βουλγαρική κοινότητα, αφού η Βουλγαρική εκκλησία ήταν η μόνη που τελούσε λειτουργίες σε σλαβική γλώσσα, καίτοι όπως επισήμανε, η διάλεκτος που ομιλείτο στη Μακεδονία ήταν πολύ διαφορετική από τη Βουλγαρική γλώσσα. Ο π. Αλέξανδρος Κίλε πληροφόρησε επίσης τον γράφοντα ότι η καταγωγή του από τη μεν πατρική γραμμή ήταν από τα χωριά της Καστοριάς, ενώ η καταγωγή της μητέρας του ήταν από την Άνω Βροντού Σερρών και είχε συγγενικούς δεσμούς με τον τ. Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή.
23. Χρήστος Μ. Μάνδατζης, «Αναζητώντας ταυτότητα στην Αυστραλία», σελ. 194-195. Στην Αυστραλία βεβαίως, λόγω και της αδράνειας του ελληνικού κράτους, τα εθνικιστικά πάθη κατέστησαν τη χώρα τα τελευταία χρόνια προνομιακό πεδίο δράσης οπαδών του κρατιδίου των Σκοπίων, προκαλώντας σημαντικά προβλήματα στην Ελλάδα με τα οργανωμένα κινήματα προπαγάνδας και αμφισβήτησης της ελληνικότητας της Μακεδονίας.
24. Βλ. Τ. Κωστόπουλος, Η απαγορευμένη γλώσσα, σελ. 292-293.
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 3 Νοεμβρίου 2016, αρ. φύλλου 858
Ζαγορίτσανη = Βασιλειάδα Καστοριάς. Τσάριγκραντ = Κωνσταντινούπολη.
Φωτογραφία: Ο βουλγαρικός ναός του Αγίου Στεφάνου στο Φανάρι της Κωνσταντινούπολης. Οι υπόλοιπες φωτογραφίες που δημοσιεύθηκαν στην έντυπη μορφή της εφημερίδας: α) Το βουλγαρικό κοιμητήριο Κωνσταντινούπολης β) Αίθουσα της βουλγαρικής κοινότητας -μεταξύ των φωτογραφιών που διακοσμούν τους τοίχους, υπάρχει και μία της Καστοριάς, γ) Η κυρία Σεστακόφ.
Σχετικά:
- ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΥ ΟΡ. ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΗ: Από τη Ζαγκορίτσανη στο Τσάριγκραντ [I]
- ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΥ ΟΡ. ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΗ: Από τη Ζαγορίτσανη στο Τσάριγκραντ [II]
- ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΥ ΟΡ. ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΗ: Από τη Ζαγορίτσανη στο Τσάριγκραντ [III]
- ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΥ ΟΡ. ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΗ: Από τη Ζαγορίτσανη στο Τσάριγκραντ [IV]
- ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΥ ΟΡ. ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΗ: Από τη Ζαγορίτσανη στο Τσάριγκραντ [V]
- ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΥ ΟΡ. ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΗ: Από τη Ζαγορίτσανη στο Τσάριγκραντ [VI]
- ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΥ ΟΡ. ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΗ: Από τη Ζαγορίτσανη στο Τσάριγκραντ [VII]
- ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΥ ΟΡ. ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΗ: Από τη Ζαγορίτσανη στο Τσάριγκραντ [VIII]
- ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΥ ΟΡ. ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΗ: Από τη Ζαγορίτσανη στο Τσάριγκραντ [IX]
- ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΥ ΟΡ. ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΗ: Από τη Ζαγορίτσανη στο Τσάριγκραντ [X]
- ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΥ ΟΡ. ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΗ: Από τη Ζαγορίτσανη στο Τσάριγκραντ [XI]
- ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΥ ΟΡ. ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΗ: Από τη Ζαγορίτσανη στο Τσάριγκραντ [XII]
- ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΥ ΟΡ. ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΗ: Από τη Ζαγορίτσανη στο Τσάριγκραντ [XIII]
- Λόγος & Αντίλογος: Περί του μακεδονικού αγώνα Ι [Α. Πηχιών]
- Λόγος & Αντίλογος: Περί του μακεδονικού αγώνα ΙΙ [Σ. Παπασταύρου]
- Λόγος & Αντίλογος: Περί του μακεδονικού αγώνα IΙΙ [Θ. Παπαστρατής]
- Λόγος & Αντίλογος: Περί του μακεδονικού αγώνα IV [Α. Πηχιών]
- Λόγος & Αντίλογος: Περί του μακεδονικού αγώνα V [Θ. Παπαστρατής]
- ΟΔΟΣ: Δύο νέα βιβλία
- ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΜΟΥΡΔΙΚΟΥΔΗ: Ιστορική μελέτη για τους σλαβόφωνους Δυτικομακεδόνες της Πόλης
- ΝΩΝΤΑ ΤΣΙΓΚΑ: Τα μνήματα ως μαρτυρία
- ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΥ ΟΡ. ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΗ: "Από τη Ζαγορίτσανη στο Τσάριγκραντ" [παρουσίαση βιβλίου]
Τη μια με τον Γκίζλερ, την άλλη με τη Ζαγορίτσανη....
ΑπάντησηΔιαγραφήΔε μας τα λες καλά αγαπητή "Οδός"
ΞΥΔΙ... ΞΥΔΙ... (κι εδώ!)
ΔιαγραφήΠες μας τί θες να σου λέει η εφημερίδα "να σου κάνει την καρδιά".
Φιμωμένη ΟΔΟΣ με κατα παραγγελία αρθρογραφία;
Βρε ...δεν πας μια βολτα κατά Ερντογαν ή Μαδουρο μεριά να χαρείς τα πιστεύω σου και να ηρεμήσεις;
Πολύ καλά μας τα λέει!
ΔιαγραφήΔεν υπάρχει Ζαγορίτσανη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΒΑΣΙΛΕΙΑΔΑ υπάρχει!
Οι αναλφαβητοι και φανατικοί να είνα πιο προσεκτικοί παρακαλώ!
ΔιαγραφήΟι άνθρωποι που μετακινήθηκαν στην Κωσταντινούπολη και πέθαναν/τάφηκαν εκεί -όταν μετακινήθηκαν ...- έφυγαν από την Ζαγ[κ]ορίτσανη. Είναι επίσης γεγονός πως στη Δευτέρα Παρουσία αν θελήσουν να επιστρεψουν θα βρεθουν στην ...Βασιλειάδα!
Αλλά η Ζαγορίτσανη υπήρξε... Τί να κάνουμε τώρα;
Προφανώς ονομάζεσαι Γκρουέφσκι.
ΔιαγραφήΚαι νιώθεις πολλλλύύύύύ "Μακεδόνας", δηλαδή νιώθεις και είσαι [..........]!!!
Στον κύριο που έγραψε:
Διαγραφή"Οι αναλφαβητοι και φανατικοί να είναι πιο προσεκτικοί παρακαλώ! Οι άνθρωποι που μετακινήθηκαν στην Κωσταντινούπολη και πέθαναν.... κλπ κλπ"
-Μου θυμίζετε το κ. Κοντονή και τα περί Κομμουνισμού-Εσθονίας.
Αν ελπίζετε ότι, στη Δευτέρα Παρουσία θα δικαιωθείτε.... υποχωρώ.
Στις επιστολές και αναφορές του Γερμανού Καραβαγγέλη το χωριό αναφέρεται ως Ζ α γ ο ρ ί τ σ α ν η.
ΔιαγραφήΗ ονομασία Βασιλειάδα προέκυψε πολύ μετά.
Και μην προσπαθείτε να ανακαλύψετε φανατισμό -αλυτρωτισμο θάβοντας την ιστορική αλήθεια...
Όπως πχ το γεγονός ότι στην Βασιλιειάδα (πρωην Ζαγορίτσανη) οι έλληνες διέπραξαν ανείπωτες αγριότητες. Δεν αποτελεί άμυνα ή δικαίωση η αποσιώπηση. Αντίθετα προδίδει ενοχή και δόλο.
Δεν υπερασπίζεται κανείς την πατρίδα του με ψέματα και επιθέσεις σε όσους έχουν αντίθετη άποψη* για το τί εστί "Εθνικόν" ["Εθνικόν είναι ότι είναι αληθές" -Διον. Σολωμός].
*Αυτά τα κάνει φυσικά ο (κάθε) Γκρουέφσκι, ο Σώρρας , ο Καμένος και μερικοι με ...καμμένα μυαλά εδω μέσα.
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.
ΔιαγραφήΝΑ ΓΙΑΤΙ ΓΡΑΦΩ "Αναλφάβητοι" Γιατί ούτε την εισαγωγή -ούτε τις πέντε πρώτες σειρές!- του Θρ. Παπαστρατή δεν μπήκατε στο κόπο να διαβασετε. Ο φανατισμός, η κοπαδική συμπεριφορά, τυφλώνει τα μάτια σας και θολώνει το μυαλό σας:
ΑπάντησηΔιαγραφή"Η Δυτική Μακεδονία είναι μια ελληνική περιφέρεια, που από τα βυζαντινά χρόνια απετέλεσε πεδίο πληθυσμιακών, πολεμικών και πολιτικών διεργασιών, την αναμφισβήτητη ελληνικότητα της οποίας επιμένουν δυστυχώς μέχρι σήμερα να αμφισβητούν ξένοι κύκλοι[...] .
ΥΓ. Η Ζαγορίτσανη μετονομάσθηκε σε Βασιλειάδα το 1928. Εχει κανείς κάποια άλλη άποψη για το πως λεγόταν το χωριό αυτό; [Ή λέτε να μην ...λεγόταν καθόλου και να μην υπήρχε; Και να φυτρωσε άξαφνα στο χάρτη εκείνη τη χρονιά;]