19.8.17

ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΥ ΟΡ. ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΗ: Από τη Ζαγορίτσανη στο Τσάριγκραντ [II]


ΟΔΟΣ 10.11.2016 | 859


Σλαβόφωνοι Δυτικομακεδόνες στην Κωνσταντινούπολη


Η παρούσα μελέτη αφορά σε ένα τμήμα σλαβόφωνων Δυτικομακεδόνων, προερχομένων κατά το πλείστον από χωριά και κωμοπόλεις των σημερινών νομών Καστοριάς και Φλωρίνης, οι πρόγονοι των οποίων εγκαταστάθηκαν στην Κωνσταντινούπολη στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα. Ο γράφων κρίνει σκόπιμο να επισημάνει εκ προοιμίου ότι στους απόδημους αυτούς σλαβόφωνους Δυτικομακεδόνες δεν περιλαμβάνονται άτομα από την πόλη της Καστοριάς – ασφαλώς επειδή η λιμναία πόλη υπήρξε διαχρονικά σταθερή κοιτίδα ελληνισμού, όπου από τα χρόνια ήδη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το σλαβόφωνο στοιχείο ήταν απόν ή παρεπιδημούν. Σκόπιμο είναι επίσης να επισημανθεί ότι ο χαρακτήρας της εργασίας αυτής είναι καθαρά ιστορικός, απέχων απολύτως κάθε πολιτικής ή άλλης χροιάς.



Στο μεταξύ, για να επανέλθουμε στο θέμα της παρούσας μελέτης, το 19ο αιώνα στη Μακεδονία ο αγροτικός πληθυσμός, ο οποίος παραδοσιακά αναζητούσε μέσω της μετανάστευσης πρόσθετο εισόδημα, κατευθυνόταν στα μεγάλα αστικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ιδίως στην πρωτεύουσα της Κωνσταντινούπολη [25]. Η ανασφάλεια και ο φόβος που μοιραίως προκάλεσε στη μεγάλη μάζα των φιλήσυχων αγροτών η ελληνοβουλγαρική σύγκρουση κατά την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα, αύξησε το ρεύμα φυγής προς τις κατά τεκμήριο περισσότερο ασφαλείς μεγαλουπόλεις. Ταυτόχρονα, η μεγάλη πληθωριστική κρίση που παρουσιάστηκε μετά το 1904, σε συνδυασμό με την αλλαγή των αγοραστικών συνηθειών και την αύξηση της κατανάλωσης, έσπρωχνε με εντονότερους ρυθμούς τους νέους προς τις πόλεις, διαλύοντας την οικονομία της υπαίθρου και δημιουργώντας μια νέα μικροαστική τάξη [26]. Όλα τα παραπάνω συντέλεσαν στην αύξηση του σλαβόφωνου μακεδονικού και του βουλγαρικού πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης.

Συχνά μάλιστα οι συνέπειες της μετανάστευσης στην Κωνσταντινούπολη ήταν αμφίδρομες. Αρκετοί σλαβόφωνοι μετανάστες από τη Μακεδονία προσηλυτίστηκαν στις ιδέες του πανσλαβισμού και στη συνέχεια μετέφεραν τις ιδέες αυτές στις γενέτειρες τους στα χωριά της Μακεδονίας [27]. Ενώ επίσης πολλοί νέοι από σλαβόφωνα χωριά της Μακεδονίας σπούδασαν σε βουλγαρικά σχολεία της Κωνσταντινούπολης, ως υπότροφοι της βουλγαρικής προπαγάνδας, όπου βεβαίως προσηλυτίζονταν στις βουλγαρικές ιδέες, με ότι συνεπαγόταν αυτό για τις εθνοτικές ταυτότητες στη Μακεδονία [28].

Τα πληθυσμιακά δεδομένα της Βαλκανικής άλλαξαν ριζικά ανάμεσα στα 1880-1924. Το αρχικό ρεύμα αναζήτησης καλύτερης εργασίας, ακολούθησαν οι μετακινήσεις που ήταν απότοκες πολεμικών γεγονότων και κρατικής βίας. Τα συμβάντα με την εξέγερση του ‘Ιλιντεν, ο Μακεδονικός Αγώνας και τα συμβάντα στη Μακεδονία την περίοδο αυτή, προκάλεσαν σημαντικές πληθυσμιακές μετακινήσεις και αλλαγές [29]. Η χάραξη νέων συνόρων, το γεωπολιτικό μοίρασμα της Μακεδονικής γης, αλλά και τα συμβάντα της επόμενης δεκαετίας, ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος, καθώς και η Μικρασιατική Εκστρατεία και η Καταστροφή επέτειναν το ρεύμα των μετακινήσεων. Τέλος, διεθνείς ή διακρατικές Συνθήκες έκλεισαν τον κύκλο των πληθυσμιακών αλλαγών [30]. Στα πλαίσια αυτά σχηματίστηκε η σημερινή Βουλγαρική κοινότητα της Κωνσταντινούπολης.

Στα χρόνια της Τουρκικής Δημοκρατίας, η Βουλγαρική κοινότητα της Πόλης άρχισε σταδιακά να φθίνει πληθυσμιακά, να γερνάει ηλικιακά και να παρακμάζει. Η εξέλιξη αυτή μπορεί να εξηγηθεί αν εξεταστούν οι βουλγαροτουρκικές σχέσεις. Καταρχάς, η αντιμειονοτική πολιτική και οι ξενόφοβες πρακτικές του τουρκικού κράτους είχαν άμεσο αντίκτυπο και στη Βουλγαρική κοινότητα. Στα 1932, η ψήφιση του νόμου που περιόριζε την άσκηση επαγγελμάτων και υπηρεσιών από ξένους υπηκόους [31], είχε ως συνέπεια την αναχώρηση στα επόμενα έτη σημαντικού αριθμού Βουλγάρων υπηκόων για τη Βουλγαρία [32].

Ιστορίες αμοιβαιότητας και καταπιέσεων οδηγούν τις μειονότητες σε συρρίκνωση. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η τουρκική και οι άλλες μουσουλμανικές μειονότητες της Βουλγαρίας [33] καταπιέστηκαν από το Βουλγαρικό κράτος, ιδίως τις τελευταίες δεκαετίες της κομμουνιστικής διακυβέρνησης της χώρας. Μεγάλος αριθμός μουσουλμάνων της Βουλγαρίας εγκατέλειψε τη χώρα κι εγκαταστάθηκε στην Τουρκία. Το ότι το μουσουλμανικό στοιχείο της Βουλγαρίας εξακολουθεί να είναι πολυάριθμο, οφείλεται στα ούτως ή άλλως πολύ μεγάλα πληθυσμιακά του δεδομένα και στους υψηλούς δείκτες γεννήσεων. Αντίθετα η Βουλγαρική κοινότητα της Πόλης, ανέκαθεν συγκριτικά ολιγάριθμη και κατά βάση όχι γηγενής, αλλά προϊόν μεταναστευτικών κινήσεων με παροικιακό χαρακτήρα, ήταν φυσικό να εγκαταλείψει σταδιακά την Τουρκία. Επιπλέον ο αγροτικός χαρακτήρας της μουσουλμανικής μειονότητας της Βουλγαρίας, τη συνέδεε με τη γη με βαθύτερους δεσμούς, ώστε ο εκπατρισμός να είναι δυσκολότερος.


ΟΔΟΣ 10.11.2016 | 859 | σελ. 12

Αντίθετα οι Βούλγαροι της Πόλης ως αστοί, ήταν φυσικό να μεταναστεύσουν πολύ πιο εύκολα. Εκείνοι όμως που κατάγονταν από τη σημερινή ελληνική Μακεδονία ήταν επόμενο να δυσκολεύονται να φύγουν προς εγκατάσταση στη Βουλγαρία. Διότι η «παλιά» [34] Βουλγαρία ήταν γι’ αυτούς “Terra incognita”: δεν είχαν εκεί συγγενείς, ούτε πατρογονικό τόπο καταγωγής. Από την άλλη, η Ελλάδα ήταν μάλλον απροσπέλαστη ή και απαγορευμένη – και σε κάθε περίπτωση η εγκατάσταση σ’ αυτή ήταν δυσχερής, καθώς οι αστικοποιημένοι απόγονοι των μακεδόνων αγροτών δεν θα μπορούσαν να προσαρμοστούν, επιστρέφοντας στις γεωργικές ασχολίες. Έτσι, οι πατρογονικές τους εστίες έμεναν μακρινή ανάμνηση, τις οποίες στην καλύτερη περίπτωση θα μπορούσαν να επισκεφτούν ως τουρίστες. Πάντως πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι οι Δυτικομακεδόνες που συγκρότησαν τη Βουλγαρική κοινότητα της Κωνσταντινούπολης, καμιά σχέση δεν είχαν με τα όσα τραγικά συνέβησαν στην ελληνική Μακεδονία τη δεκαετία του 1940 και στη συντριπτική τους πλειοψηφία απείχαν παρασάγγας από αριστερούς πολιτικούς προσανατολισμούς και δραστηριότητες [35]. Ομοίως, οι Σλαβόφωνοι Δυτικομακεδόνες της Κωνσταντινούπολης ουδεμία σχέση είχαν, ούτε έχουν, με το κράτος των Σκοπίων, το οποίο δημιουργήθηκε πολλά χρόνια αφότου οι πρόγονοι τους μετανάστευσαν από τα χωριά τους και εγκαταστάθηκαν στην Πόλη.

Οι Βούλγαροι της Κωνσταντινούπολης δεν αποτελούν αναγνωρισμένη μειονότητα, ώστε να προστατεύονται από ειδικές συνθήκες – όπως η Συνθήκη της Λωζάνης. Καθώς λοιπόν δεν απολαμβάνουν ιδιαίτερης προστασίας και μειονοτικών δικαιωμάτων, βρίσκονταν μέχρι πρόσφατα στο έλεος των πολιτικών επιλογών της εκάστοτε κυβέρνησης και αντανακλούσε πάνω τους ο αντίκτυπος των βουλγαροτουρκικών σχέσεων. Πάντως, καθώς τα δημοκρατικά δικαιώματα την τελευταία δεκαετία γνωρίζουν αλματώδη πρόοδο, διαφαίνεται ελπίδα συγκράτησης της συρρίκνωσης της πληθυσμιακά αποδυναμωμένης κοινότητας.

Ο βουλγαρικός πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης μετά το 1923, στα χρόνια δηλαδή της Δημοκρατίας της Τουρκίας, βαίνει συνεχώς μειούμενος. Η Βουλγαρική κοινότητα της Πόλης συρρικνώνεται αριθμητικά και γηράσκει ηλικιακά. Σύμφωνα με την απογραφή πληθυσμού του 1927 στην Κωνσταντινούπολη κατοικούσαν 4.985 άτομα με μητρική γλώσσα τη βουλγαρική [36]. Στα 1935, στην αντίστοιχη απογραφή καταγράφονται 4.321 άτομα με μητρική τη βουλγαρική γλώσσα, ενώ στο σύνολο της Τουρκίας απογράφονται 2.308 άτομα Ορθόδοξου θρησκεύματος με μητρική τη βουλγαρική [37]. Στα 1945 στην Πόλη κατοικούν 1.619 βουλγαρόφωνοι, ενώ σε όλη τη χώρα απογράφονται 1.325 βουλγαρόφωνοι χριστιανοί ορθόδοξοι [38]. Στα 1950 στην Πόλη ζουν 2.051 βουλγαρόφωνοι, ενώ στα 1955 ο αριθμός τους μειώνεται σε 1.374 [39] . Στα 1960 ο αντίστοιχος αριθμός είναι 1.187, ενώ σε όλη την Τουρκία κατοικούν 1.213 βουλγαρόφωνοι χριστιανοί ορθόδοξοι [40]. Τέλος, στα 1965 κατοικούν στην Πόλη 1.168 άτομα με μητρική γλώσσα τη βουλγαρική [41]. Πρέπει στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι ενώ οι απογραφές πληθυσμού, αλλά και η επεξεργασία των αποτελεσμάτων τους, στα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αποτελούσαν μέσο προπαγάνδας προς όφελος όσων τις διεξήγαγαν, στα χρόνια της Δημοκρατίας της Τουρκίας ήταν άρρηκτα συνδεδεμένες με την πολιτική εναντίων των μειονοτήτων και την προσπάθεια γλωσσικής τουλάχιστον ομογενοποίησης της χώρας [42].

Αξίζει στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι σημαντικός αριθμός Ελλήνων Μακεδόνων είχαν εγκατασταθεί την ίδια περίοδο (μετά το 2ο μισό του 18ου αιώνα) στην Κωνσταντινούπολη, μεγάλο μέρος των οποίων καταγόταν από τη Δυτική Μακεδονία. Οι απόδημοι εκείνοι, που ασκούσαν ποικίλες δραστηριότητες [43], στα 1871 ίδρυσαν την Μακεδονική Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα Κωνσταντινουπόλεως [44], η οποία επόπτευε το ιστορικό Αγίασμα της Παναγίας του Βεφά και διαχειριζόταν τα πολύ σημαντικά έσοδα του. Η Αδελφότητα έδρευε εντός του οικοπέδου του Αγιάσματος, όπου ίδρυσε και Αστική Σχολή. Με τα έσοδα αυτά συνέβαλε επίσης στη λειτουργία της ιστορικής Σχολής Τσοτυλίου. Δεν μπορεί βεβαίως να πει κάποιος σήμερα με βεβαιότητα πόσα από τα μέλη της Αδελφότητας αυτής προέρχονταν από σλαβόφωνους οικισμούς, προφανές είναι όμως πως θα υπήρχαν αρκετά σλαβόφωνα μέλη της με αδιαπραγμάτευτο ελληνικό φρόνημα.

Τέλος, αν και υπερβαίνει τα όρια της παρούσας εργασίας, πρέπει να σημειωθεί πως εκτός του αστικού βουλγαρικού πληθυσμού, υπήρχε και αγροτικός βουλγαρικός ή βουλγαρόφωνος πληθυσμός, μέρος του οποίου είχε μετοικήσει από τη Μακεδονία το 19ο αιώνα. Πρόκειται για κάποια βουλγαρόφωνα χωριά της επαρχίας Δέρκων, τα περισσότερα γύρω από την ομώνυμη λίμνη, σε πολύ μικρή απόσταση από την Κωνσταντινούπολη. Είναι τα χωριά Ερμενίκιοϊ ή Αρμενοχώρι, Ιμπροχώρι, Κεφελίκιοϊ, Νταγιάκαδιν, Ντελή Γιουνούζ ή Ντελί Ονούζ, Τάρφας, Τσανάκτσα, καθώς και την κωμόπολη των Δέρκων. Οι βουλγαρόφωνοι κάτοικοι των οικισμών αυτών στην πλειονότητα τους είτε ακολούθησαν το βουλγαρικό στρατό στα 1912, είτε αποχώρησαν ή εδιώχθησαν μετά την τουρκοβουλγαρική σύμβαση της 16/29 Σεπτεμβρίου 1913 κι εγκαταστάθηκαν στη Βουλγαρία [45]. Εξ αυτών των οικισμών, το Ντελή Γιουνούζ [46], ο Ταφράς [47], οι Δέρκοι [48] και η Τσανάκτσα ήταν «βουλγαροχώρια των νεώτερων χρόνων, ενώ πρωτύτερα ήταν τσιφλίκια με κολλήγους Βουλγαρόφωνας της Μακεδονίας» [49].



(συνεχίζεται)

Σημειώσεις:
25. Βλ. Χρήστος Μ. Μανδατζής, «Η περίπτωση των Μακεδόνων Ελλήνων μεταναστών», σελ. 196-200, στο Βασίλης Κ. Γούναρης κ.ά. (επιμ.) Ταυτότητες στη Μακεδονία.
26. Βλ. σχετικά τα όσα αναφέρει ο Βασίλης Γούναρης για την περιφέρεια του Μοναστηρίου στο Στις όχθες του Υδραγόρα, σελ. 276-279, τα οποία σε γενικές γραμμές αφορούν τον πληθυσμό ολόκληρης της Δυτικής Μακεδονίας.
27. Ν. Σιώκης, «Άγνωστα στοιχεία για την εκπαιδευτική κίνηση στην εκκλησιαστική περιφέρεια Καστοριάς κατά την περίοδο 1873-1884», σελ. 800. Η αναφορά γίνεται για το Κωστενέτσι/Ιεροπηγή, αλλά σαφώς αφορά και σε άλλα χωριά.
28. Ν. Σιώκης, «Άγνωστα στοιχεία…», σελ. 799.
29. Αναφορικά με τα πληθυσμιακά δεδομένα στην ελληνική Μακεδονία μετά τα συμβάντα των δυο πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα βλ. Νικόλαος Σιώκης, «Δυο αδημοσίευτες εκθέσεις αναφορικά με τον πληθυσμό και την εθνολογική σύνθεση των επαρχιών Καστοριάς και Φλώρινας κατά τη δεκαετία του 1930» στο Φωτιάδης Κωνσταντίνος κ.ά. (επιμ.), Η Δυτική Μακεδονία. Από την ενσωμάτωση στο ελληνικό κράτος ως σήμερα, σελ. 407-423.
30. Για τις πληθυσμιακές αλλαγές στη Δυτική Μακεδονία μετά το 1910 βλ. Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης, ό.π., σελ. 73-79.
31. Βλ. σχετικά Rıfat Bali, Xenophobia and Protectionism. A Study of the 1932 Law Reserving Majority of Occupations in Turkey to Turkey to Turkish Nationals, passim.
32. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Γάλλου πρέσβη, ο αριθμός τους ανερχόταν σε 400 άτομα. Βλ. Rıfat Bali, ό.π., σελ. 38. Σύμφωνα με στατιστικές της εφημερίδας Son Posta, ανάμεσα τους περιλαμβάνονταν 8 μουσικοί, 24 μαραγκοί, 11 μπακάληδες, 4 σερβιτόροι. Βλ. “Ecnebi eznafın listeleri yapılıyor”, Son Posta, 25-3-1932, στο Rıfat Bali, ό.π. σελ. 20-21. Σύμφωνα με άλλη εκτίμηση της εφημερίδας Cumhuriyet, στο φύλλο της 20-10-1932, ο νόμος αυτός θα επηρέαζε 400-600 Βούλγαρους πωλητές γαλακτοκομικών προϊόντων. Bali, ό.π., σελ. 36.
33. Για τις μουσουλμανικές μειονότητες της Βουλγαρίας υπάρχει εκτενής βιβλιογραφία. Ενδεικτικά αναφέρονται εδώ: Sami Akgönül, Une Communauté, Deux Etats: La Minorité Turco-musulmane de Thrace Occidentale, Mary Neuberger, The Orient Within: Muslim Minorities and the Negotiation of Nationhood in Modern Bulgaria, και Ali Eminov, Turkish and Other Muslim Minorities of Bulgaria. 
34. Ο όρος χρησιμοποιείται στο σημείο αυτό ιστορικά και αφορά στην περίοδο του Μεσοπολέμου. Πρόκειται για τη Βουλγαρία των σημερινών της – σε γενικές γραμμές – συνόρων. Οι κατακτητικές βλέψεις της Βουλγαρίας γνώρισαν το απόγειο τους στα χρόνια του Β’ παγκοσμίου πολέμου, οπότε κατελήφθησαν ελληνικές επαρχίες της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης και διεκδικήθηκε εξίσου η υπόλοιπη ελληνική Μακεδονία.
35. Για το θέμα αυτό βλ. Ιωάννης Κολιόπουλος, Λεηλασία φρονημάτων. Η Κατοχή και ο Εμφύλιος πόλεμος στη Δυτική Μακεδονία (1941-1949), εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2015.
36. Fuat Dündar, Οι μειονότητες στην Τουρκία, σελ. 124. Από τα στοιχεία της απογραφής δεν προκύπτει αν ο αριθμός αυτός αφορά μόνο σε χριστιανούς.
37. Dündar, ό.π., σελ. 128 και 145. Απογράφονται επίσης 60 βουλγαρόφωνοι καθολικοί και 58 λοιπών χριστιανικών δογμάτων.
38. Dündar, ό.π., σελ. 148 και 154. Απογράφονται επίσης 32 βουλγαρόφωνοι καθολικοί και 42 λοιπών χριστιανικών δογμάτων.
39. Dündar, ό.π., σελ. 158 και 167 αντίστοιχα.
40. Dündar, ό.π., σελ. 176 και 180. Απογράφονται επίσης 163 βουλγαρόφωνοι λοιπών χριστιανικών δογμάτων.
41. Dündar, ό.π., σελ. 187. Η γενική απογραφή πληθυσμού της Τουρκίας της 24ης Οκτωβρίου 1965 είναι η τελευταία για την οποία έχουν δημοσιευτεί στοιχεία.
42. Βλ. Dündar, ό.π., σελ. 19-66
43. Βλ. ενδεικτικά: Λίλα Θεοδωρίδου-Σωτηρίου, «Οι Δυτικομακεδόνες καλφάδες και αρχιτέκτονες στην Κωνσταντινούπολη που δεν επέστρεψαν μετά το 1924. Το έργο τους στην Πόλη», στο Φωτιάδης Κωνσταντίνος κ.ά. (επιμ.), Η Δυτική Μακεδονία. Από την ενσωμάτωση στο ελληνικό κράτος ως σήμερα, σελ. 84-117. 
44. Για την Αδελφότητα βλ. Αθανάσιος Γιομπλάκης, Μακεδονική Φιλεκπαιδευτική Αδελφότης, Θεσσαλονίκη 1978.
45. Βλ. Αθηνά Γαϊτάνου Γιαννιού, «Από την Ανατολικήν Θράκην. Η Επαρχία Δέρκων», Θρακικά (Σειρά 1η), τόμος 12ος, σελ. 161-209 και τόμος 13ος, σελ. 108-156.
46. Αθ. Γαϊτάνου Γιαννιού, ό.π., τ. 13ος, σελ. 143-144. 
47. Αθ. Γαϊτάνου Γιαννιού, ό.π., τ. 13ος, σελ. 151-152. 
48. Αθ. Γαϊτάνου Γιαννιού, ό.π., τ. 12ος, σελ. 192-194. 
49. Αθ. Γαϊτάνου Γιαννιού, ό.π., τ. 13ος, σελ. 152-153.


ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ: 


ΟΔΟΣ 3.11.2016 | 858
Ο γράφων προβληματίστηκε ιδιαίτερα για την φωνητική εκφορά της ονομασίας «Ζαγορίτσανη», παλιάς ονομασίας του χωριού Βασιλειάδα, η οποία, όπως και οι άλλες παλιές ονομασίες, χρησιμοποιείται στην παρούσα εργασία, όπου αυτό χρονικά επιβάλλεται. Το όνομα αυτό, ως προς τη ρίζα του είναι αναφανδόν σλαβικό, προερχόμενο από το горá, λέξη που στα βουλγαρικά σημαίνει δάσος, αλλά και gorjane που στις σλαβικές γλώσσες σημαίνει τόπος ορεινός ή δασώδης. Σλαβική είναι επίσης και η πρόθεση за. Άλλωστε οι βουλγαρικές πόλεις Stara και Nova Zagora επιβεβαιώνουν τη θέση αυτή. Ο γράφων θεώρησε κατ’ αρχήν ορθότερο να το εμφανίσει με γκ και όχι με γ, δηλαδή Ζαγκορίτσανη και όχι Ζαγορίτσανη, καίτοι γεγονός είναι ότι στο σύνολο σχεδόν των ελληνικών πηγών εμφανίζεται με γ, όπως άλλωστε είναι γνωστό το παλιό όνομα του οικισμού και στην περιφέρεια της Καστοριάς. Εντούτοις, ύστερα από «δεύτερη ανάγνωση» και συνέχεια του προβληματισμού του, ο γράφων κατέληξε στο ότι το «γ» αποτελεί ένδειξη ενσωμάτωσης στην ελληνική γλώσσα μιας σλαβικής ονομασίας, με την αποβολή του διφθόγγου, όπως συμβαίνει άλλωστε με τις παρεμφερείς ονομασίες Ζαγορά (του Πηλίου) και Ζογόρι, Ζαγοροχώρια (της Ηπείρου), Αγόριανη (Φθιώτιδα, Φωκίδα και αλλού). Με τις σκέψεις αυτές ο γράφων αποφάσισε την εφεξής εκφορά της παλιάς ονομασίας ως «Ζαγορίτσανη». Επισημαίνει τέλος ο γράφων, ότι πιστεύει ακράδαντα πως οι γλώσσες με ιστορικό βάθος και δύναμη, όπως η ελληνική, ενσωματώνουν ευκολότερα ξένες ονομασίες, αλλά πολύ δυσκολότερα λέξεις, διότι έχουν δικές τους, τις οποίες μεταδίδουν και τις κάνουν κτήμα τους άλλες γλώσσες. Ενώ και οι λαοί με ισχυρή πολιτιστική ταυτότητα και ιστορικό βάθος – όπως είναι ο ελληνικός λαός – αφομοιώνουν διαχρονικά πληθυσμιακές ομάδες, που κάνουν κτήμα τους τον ελληνικό πολιτισμό και αφομοιώνονται από τον Ελληνισμό…




Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 10 Νοεμβρίου 2016, αρ. φύλλου 859.


Ζαγορίτσανη = Βασιλειάδα Καστοριάς. Τσάριγκραντ = Κωνσταντινούπολη.

Φωτογραφία: Ο βουλγαρικός ναός του Αγίου Στεφάνου στο Φανάρι της Κωνσταντινούπολης. Οι υπόλοιπες φωτογραφίες που δημοσιεύθηκαν στην έντυπη μορφή της εφημερίδας: α) Η εικόνα της Καστοριάς διακοσμεί εκτός των άλλων την αίθουσα της βουλγαρικής κοινότητας της πόλης, στην οποία τα μέλη της (β) έχουν ως τόπο συνάθροισης. γ) και δ) Ο Κυριάκο Λάζε και ο Βασίλη Λιάζε πρόεδρος της βουλγαρικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης, και οι δύο κατάγονται από την Λιθιά Καστοριάς. 



Σχετικά:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ