20.8.17

ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΥ ΟΡ. ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΗ: Από τη Ζαγορίτσανη στο Τσάριγκραντ [III]


ΟΔΟΣ 17.11.2016 | 860


Σλαβόφωνοι Δυτικομακεδόνες στην Κωνσταντινούπολη


Η παρούσα μελέτη αφορά σε ένα τμήμα σλαβόφωνων Δυτικομακεδόνων, προερχομένων κατά το πλείστον από χωριά και κωμοπόλεις των σημερινών νομών Καστοριάς και Φλωρίνης, οι πρόγονοι των οποίων εγκαταστάθηκαν στην Κωνσταντινούπολη στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα. Ο γράφων κρίνει σκόπιμο να επισημάνει εκ προοιμίου ότι στους απόδημους αυτούς σλαβόφωνους Δυτικομακεδόνες δεν περιλαμβάνονται άτομα από την πόλη της Καστοριάς – ασφαλώς επειδή η λιμναία πόλη υπήρξε διαχρονικά σταθερή κοιτίδα ελληνισμού, όπου από τα χρόνια ήδη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το σλαβόφωνο στοιχείο ήταν απόν ή παρεπιδημούν. Σκόπιμο είναι επίσης να επισημανθεί ότι ο χαρακτήρας της εργασίας αυτής είναι καθαρά ιστορικός, απέχων απολύτως κάθε πολιτικής ή άλλης χροιάς.



ΕΥΑΓΗ ΙΔΡΥΜΑΤΑ
ΤΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ 
ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ

Κορυφαίο σημείο αναφοράς της Βουλγαρικής παρουσίας στην Κωνσταντινούπολη είναι ο ναός του Αγίου Στεφάνου των Βουλγάρων, που όπως σημειώθηκε παραπάνω, ξεχωρίζει από μακριά πάνω στην παραλία του Κεράτιου, στο ύψος της συνοικίας του Φαναρίου. Στη θέση αυτή χτίστηκε το πρώτον ξύλινος βουλγαρικός ναός στα 1849, σε οικόπεδο που δωρίθηκε από το Στέφανο Βογορίδη. Ο σημερινός ναός είναι μεταλλικός και λυόμενος και κατασκευάστηκε στα 1902, από τον αρχιτέκτονα Αζναβούρ [50]. Στο Φανάρι επίσης, απέναντι περίπου από το ναό, βρίσκεται το παλιό κτίριο της Βουλγαρικού Μετοχίου, σκοτεινό και έρημο, πάνω στον κάτω δρόμο του Φαναριού, στη σημερινή οδό Balat İskelesi [51]. Εκεί λειτούργησε στα 1857 το πρώτο Βουλγαρικό σχολείο, αλλά και το πρώτο βουλγαρικό τυπογραφείο της Πόλης.

Η Βουλγαρική κοινότητα της Πόλης, στην περίοδο της ακμής της υπερέβαινε τις πενήντα χιλιάδες ψυχές [52]. Στα πλαίσια αυτά λειτουργούσε παλαιότερα σχολεία σε όλες τις γειτονιές της Πόλης όπου κατοικούσαν βουλγαρικοί πληθυσμοί [53], ενώ μέχρι τις μέρες μας διετηρείτο σχολείο στο Πέρα, κατεδαφισμένο σήμερα, που βρισκόταν πίσω από το Ζωγράφειο Λύκειο. Στην ευρωπαϊκή συνοικία του Σισλί, βρίσκεται η νεώτερη έδρα της Εξαρχίας [54] –σήμερα Κοινοτικό κέντρο της Βουλγαρικής κοινότητας [55]– πάνω στη λεωφόρο Halaskargazi, καταλαμβάνοντας ένα ιδιαίτερα μεγάλο οικόπεδο, μέσα στο οποίο βρίσκεται και το παρεκκλήσιο του Αγίου Ιωάννου της Ρίλας [56], που μετασκεύασε σε ναό από θερμοκήπιο λεμονιών ο Έξαρχος Ιωσήφ Α’. Στην ίδια περιοχή, κοντά στο Ρωμαίικο νεκροταφείο Σισλί, βρίσκεται και το παλιό Βουλγαρικό Νοσοκομείο “Evlogi Georgiev” [57], ιδρυθέν στις αρχές του 20ου αιώνα, κατειλημμένο στη συνέχεια από τη Διεύθυνση Βακουφίων – στα 1988, για να καταλήξει στο τέλος στο εκδοτικό συγκρότημα της εφημερίδας Türkiye. Στην ίδια περιοχή βρισκόταν άλλοτε και το κτίριο του Βουλγαρικού Θεολογικού Σεμιναρίου, σε έκταση επίσης κατειλημμένη [58]. Θλιβερές ιστορίες καταπίεσης και αδικιών σε βάρος των μειονοτήτων της Τουρκίας, που σημάδεψαν τον 20ο αιώνα [59]. Κάπου στον ορίζοντα βέβαια αχνοφαίνεται προοπτική αλλαγής και αποκατάστασης τον αδικιών, που ελπίζεται ότι θα συμπεριλάβει και την Βουλγαρική κοινότητα [60], καθώς το ακίνητα στην περιοχή του Σισλί, μαζί με δυο εκκλησίες στην Αδριανούπολη της επιστράφηκαν τον Αύγουστο του 2011.  Στους χώρους της Βουλγαρικής κοινότητας της Πόλης γνωστά ήταν δυο σωματεία: η φιλόπτωχος αδελφότητα Radost και η αδελφότητα Potkrepa, που λειτούργησε ως αθλητικό, αλλά και ως φιλανθρωπικό σωματείο [61].

Τέλος, ας σημειωθεί ότι στην Πόλη ζούσε άλλοτε και μια ακόμη μικρή συνιστώσα του βουλγαρικού λαού: οι Βούλγαροι Ουνίτες – βουλγαρόρρυθμοι καθολικοί, που διατηρούσαν παρεκκλήσιο στο Eski Parmakkapı σοκάκι του Καράκιοϊ [62]. Η κοινότητα αυτή, πάντοτε ολιγάριθμη, προϊόν της σύγκρουσης των εθνικισμών και των προσηλυτιστικών κινήσεων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, έχει σήμερα σχεδόν ολοκληρωτικά εκλείψει.


 ΤΟ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΟ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟ 
ΤΟΥ ΦΕΡΙΚΙΟΪ [63]

Όλα τα παραπάνω τα είχε ο γράφων από χρόνια υπόψη του, γνωρίζοντας επίσης πως στη συνοικία του Φερίκιοϊ, γειτονική με τα ελληνικά Ταταύλα – Kurtuluş σήμερα – βρίσκεται το βουλγαρικό νεκροταφείο της Κωνσταντινούπολης. Διότι βεβαίως στην Πόλη του Βοσπόρου, οι εθνικοθρησκευτικές κοινότητες χωρίζονταν τόσο στη ζωή, όσο και στο θάνατο. Ο κανόνας αυτός φυσικά δεν ήταν απόλυτος και ασφαλώς δεν ισχύει για τους σλαβόφωνους Ορθόδοξους, καθώς σε πλήθος ελληνορθόδοξων κοιμητηρίων της Πόλης, όπως αυτά της Χαλκηδόνας, των Ταταούλων, του Μακροχωρίου, του Κουζκουντζουκίου, αλλά και του Σισλί – βρίσκονται τα μνήματα αρκετών τεθνεώτων καταγόμενων από σλαβόφωνους οικισμούς της Μακεδονίας. Ή, από μια άλλη οπτική, η επιλογή ως τελευταίας κατοικίας ενός κοιμητηρίου διαφορετικού από το Βουλγαρικό νεκροταφείο του Φερίκιοϊ, υποδηλώνει πιθανότατα την ενσωμάτωση στη ρωμαίικη κοινότητα και την ελληνική ταυτότητα αρκετών σλαβόφωνων οικογενειών. Εντούτοις, η ένταση που επέφερε το εκκλησιαστικό «σχίσμα» στις σχέσεις ανάμεσα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και το βουλγαρόφωνο πληθυσμό της Πόλης ήταν τέτοια που οδηγούσε αναπόφευκτα στην δημιουργία χωριστού κοιμητηρίου [64]. Γενάρη του 2012, με αφορμή μια κοινωνική υποχρέωση ο γράφων επισκέφτηκε για πρώτη φορά το Βουλγαρικό κοιμητήριο του Φερίκιοϊ, που βρίσκεται στο Yay Meydanı caddesi, καταλαμβάνοντας μεγάλο οικόπεδο σε κατωφέρεια.

Το Βουλγαρικό νεκροταφείο του Φερίκιοϊ βρίσκεται σε εξαιρετική κατάσταση. Ο χώρος είναι περιποιημένος και τα μνήματα φροντισμένα, καθώς υπάρχει φύλακας, υπεύθυνος για τη φροντίδα του. Απέναντι από την κεντρική είσοδο βρίσκεται μικρός ναός, αφιερωμένος στον Άγιο Δημήτριο, που χρησιμοποιείται για τις λειτουργικές ανάγκες του κοιμητηρίου. Στην αριστερή πλευρά, παράλληλα με τον μαντρότοιχο, βρίσκεται μακρόστενο κτίριο που χρησιμεύει ως κοινοτική αίθουσα, που χρησιμοποιείται ως «καφενείο», μετά την τέλεση μνημοσύνων και κηδειών. Πλάι και πίσω από το ναό καθώς και στο τμήμα δεξιά από την είσοδο, εκτείνονται τα μνήματα, που καταλαμβάνουν ολόκληρη σχεδόν την έκταση του οικοπέδου.


ΟΔΟΣ 17.11.2016 | 860 | σελ. 13

Ο ναός του Αγίου Δημητρίου είναι μικρόσχημος και τρουλλοειδής. Το κωδωνοστάσιο βρίσκεται στην κύρια όψη, ενσωματωμένο με το ναό. Το κάτω τμήμα του χρησιμεύει ως νάρθηκα, πάνω από τον οποίο υπάρχει μικρός γυναικωνίτης. Πάνω από την είσοδο ξεχωρίζει υπέρθυρο ανάγλυφο έφιππου Αγίου Δημητρίου Μυροβλύτη, ενώ πίσω αριστερά διακρίνονται τείχη πόλεως. Χαμηλότερα, κάτω από σκάλισμα φτερωτού αγγέλου αναγράφεται το όνομα του δωρητή: Ευεργέτης Δ. Γ. Σπίροφ 12 ΙΧ 1921. Το εσωτερικό είναι τυπικό ενός ορθόδοξου ναού: ξύλινο τέμπλο και δεσποτικός θρόνος, αγιογράφηση στους τοίχους –όχι πλήρης– και δυο μαρμάρινα εικονοστάσια στις γωνιές του νάρθηκα, το ένα για τον τιμώμενο άγιο και το άλλο με προτομή ανδρός, προφανώς του ευεργέτη Δ. Σπίροφ. Πάνω από την είσοδο του κυρίως ναού, υπάρχει η ακόλουθη κτητορική επιγραφή σε λόγια βουλγαρική γλώσσα: «Αυτό το εκκλησάκι του Αγίου Δημητρίου χτίστηκε το καλοκαίρι του 1921 μετά τη γέννηση του Χριστού με τη χορηγία του πατριώτη Δίμιταρ Σπίροφ, γεννηθέντος στο χωριό  Ζαγορίτσανη, νομού Κόστουρ, Μακεδονία, στη μνήμη των σκοτωμένων στις 25 Μαρτίου 1905 στο χωριό τους Ζαγορίτσανη από Έλληνες αντάρτες» [65].

Η επιγραφή αναφέρεται βεβαίως στη σφαγή της Ζαγορίτσανης, στις 25 Μαρτίου 1905. Το περιστατικό αυτό είναι μάλλον η μελανότερη σελίδα του Μακεδονικού Αγώνα. Στο σημείο αυτό παρατίθενται περιληπτικά και ασχολίαστα τα ιστορικά στοιχεία, όπως παρουσιάζονται σε έγγραφο ευρισκόμενο στο Αρχείο του Στέφανου Δραγούμη [66] : «Εξηκριβώθη ότι υπό του σώματος του υπολοχαγού του πεζικού Στεφάνου Δούκα εν Ζαγοριτσάνη διεπράχθησαν σφαγαί κατά αόπλων πληθυσμών, και ότι ουδεμία συμπλοκή εγένετο προς Βουλγάρους, διότι Βούλγαροι δεν είχον καταφύγει εις Ζαγορίτσανην... Κατά τας προς με πληροφορίας του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καστορίας κ. Καραβαγγέλη, η Ζαγορίτσανη κατοικείται υπό ορθοδόξων και υπό σχισματικών, και αμφότεροι εκκλησιάζονται εν τω αυτώ ναώ εναλλάξ. Δεν ήτο κέντρο βουλγαρισμού ως παρίσταται… Εκ των φονευθέντων μόνο περί τους 5 ήσαν ίσως θανάτου άξιοι ως υποκινηταί του κομιτάτου. Οι δε φονευθέντες ορθόδοξοι έχουσι συγγενείς και εις τα περίχωρα και εννοείται οποίον αίσθημα φρίκης κατέλαβε αυτούς προς τα ελληνικά σώματα, παρ’ ων ανέμεναν προστασίας, ζωής, τιμής, περιουσίας». Στο έγγραφο αυτό παρατίθενται τα ονόματα των φονευθέντων, από την ανάγνωση των οποίων προκύπτει ότι δώδεκα εξ αυτών ήταν ορθόδοξοι πατριαρχικοί, τέσσερις ξένοι ελληνοβλάχοι και ένας Εβραίος Καστοριανός, ονόματι Γιακής, αποδεικνύοντας ότι το μίσος καθίσταται επικίνδυνος σύμβουλος, που μπορεί να φέρει την καταστροφή, ιδίως όταν τα πολεμικά γεγονότα επεκτείνονται σε αόπλους πληθυσμούς. Προφανές είναι επίσης πώς το γεγονός αυτό συντέλεσε στην αποδημία αρκετών κατοίκων της Ζαγορίτσανης και των γύρω χωριών προς την Κωνσταντινούπολη και αλλού.

Περιδιαβαίνοντας τα μνήματα, ο γράφων με μεγάλη έκπληξη διαπίστωσε πως το μεγαλύτερο μέρος των κεκοιμημένων στο Φερίκιοϊ είχαν ως τόπο καταγωγής τους τη Δυτική Μακεδονία και ιδιαίτερα συγκεκριμένα χωριά του νομού Καστοριάς, όπου στο παρελθόν χαρακτηρίζονταν σλαβόφωνα. Ο γράφων πίστευε ανέκαθεν πως τα κοιμητήρια αποτελούν χώρους ιστορικής μνήμης και άντλησης σημαντικότατων πληροφοριών. Πέραν του οφειλόμενου σεβασμού στους κεκοιμημένους, τα κοιμητήρια πρέπει να διαφυλάσσονται και να συντηρούνται ως ιστορική παρακαταθήκη για το αύριο. Ο αριθμός των κοιμητηρίων των Ορθοδόξων στην Κωνσταντινούπολη, τα οποία έχουν επιβιώσει μέχρι τις μέρες μας είναι αρκετά μεγάλος. Σημειώνονται εδώ τα κοιμητήρια του Μακροχωρίου, Μπαλουκλή, Εγρίκαπου [67], Χάσκιοϊ, Ταταούλων [68], Σισλί [69], Ορτάκιοϊ, Ξηροκρήνης, Μεγάλου Ρεύματος, Μπεμπεκίου, Βαφεοχωρίου, Νεοχωρίου, Θεραπειών, Μπουγιούκντερε, Καντιλί, Τσεγκέλκιοϊ, Κουζκουντζουκίου [70], Χρυσούπολης [71], Χαλκηδόνας [72], Πριγκήπου, Χάλκης, Αντιγόνης, Πρώτης. Εκ των πραγμάτων –στα πλαίσια της παρούσας μελέτης– ήταν αδύνατον να γίνει έρευνα σε όλα τα κοιμητήρια των Ορθοδόξων, για την ανεύρεση μνημάτων σλαβόφωνων από τη Μακεδονία.


(συνεχίζεται)

Σημειώσεις:
50. Ο ναός σήμερα – καλοκαίρι 2016 - βρίσκεται υπό επισκευή.
51. Στο κτίριο του Μετοχίου έγιναν πρόσφατα έργα ανακαίνισης, που ολοκληρώθηκαν στα τέλη του 2015.
52. Οι στατιστικές στο σημείο αυτό δημιουργούν πλήθος προβλημάτων. Σκόπιμες υπερεκτιμήσεις ή υποεκτιμήσεις εμφανίζουν ένα πληθυσμό ανάμεσα στις τριάντα και τις ογδόντα χιλιάδες. Βλ. σχετικά Γ. Κιουτούτσκας, ό.π., σελ 95-98 και Αναστ. Κ. Ιορδάνογλου, ό.π., σελ. 116. Δεδομένου ότι ο Βουλγαρικός πληθυσμός της Πόλης ήταν εν μέρει μετακινούμενος, οι όποιες στατιστικές είναι εν μέρει ανασφαλείς.
53. Οι Βούλγαροι της Πόλης ήταν εγκατεστημένοι κυρίως στις συνοικίες Ορτάκιοϊ, Κούμκαπου, Βλάγκα, Κασήμπασα και Χάσκιοϊ. Βλ. Α. Ιορδάνογλου, ό.π., σελ. 116. Βουλγαρικά σχολεία λειτούργησαν κατά καιρούς στις συνοικίες Αϊναλή τσεσμέ του Πέρα, Βλάγκα, Τόπκαπου, Ορτάκιοϊ, Κούμκαπου και Χάσκιοϊ. Βλ. Γ. Κιουτούτσκας, ό.π., σελ. 118.
54. Δύο ήταν οι Βούλγαροι Έξαρχοι: ο Άνθιμος ο Α’ (1872-1876) και ο Ιωσήφ ο Α’ (1877-1914). Στη συνέχεια και μέχρι το 1945, οπότε άρθηκε το σχίσμα μεταξύ Βουλγαρικής Εκκλησίας και Οικουμενικού Πατριαρχείου, διορίστηκαν από το Πατριαρχείο της Βουλγαρίας τέσσερις αναπληρωτές-τοποτηρητές της Εξαρχίας: Μελέτιος, Μπόρις, Κλήμης και Ανδρέας. Βλ. Α. Ιορδάνογλου, ό.π., σελ. 116-117.
55. Το κτίριο της Εξαρχίας ήταν άλλοτε κονάκι Οθωμανού πασά, που αγοράστηκε από τη Βουλγαρική Κοινότητα. Το κτίριο διατηρείται σε άριστη κατάσταση και αποτελεί σήμερα κυρίως μουσειακό χώρο.
56. Για πρώτη φορά ο γράφων επισκέφτηκε στις 30 Δεκεμβρίου 2012 τη Βουλγαρική Εξαρχία. Μετά το τέλος της λειτουργίας, όπως συνηθίζεται σε όλες τις κοινότητες των μειονοτήτων της Πόλης, οι προσερχόμενοι συγκεντρώνονται στην κοινοτική αίθουσα, όπου πίνοντας τσάι, συζητούν και ανταλλάσσουν τα νέα τους. Στη μακρόστενη και μεγάλη αίθουσα είχε συγκεντρωθεί πλήθος κόσμου. Στην πλειοψηφία τους όμως, ήταν γυναίκες από τη Μολδαβία, οικονομικές μετανάστριες στην Πόλη, στις οποίες η Βουλγαρική Κοινότητα έχει τρόπον τινά παραχωρήσει το χώρο, ώστε να συγκεντρώνονται μετά την Κυριακάτικη λειτουργία. Τα λιγοστά μέλη της Βουλγαρικής Κοινότητας που βρήκε εκεί ο γράφων, ήταν συγκεντρωμένα σε ένα μόνο τραπέζι, όπου βρισκόταν και ο Πρόεδρος της Κοινότητας Βασίλι Λιάζε και ο σύμβουλος Κιριάκο Λιάζε, που με προθυμία ξενάγησαν το γράφοντα στο χώρο. Ιδιαίτερα φιλόξενοι και προσηνείς, μιλούσαν όλοι τους καλά ελληνικά, τα οποία είχαν μάθει είτε λόγω της φοίτησης τους σε Ρωμαίικα σχολεία, είτε λόγω της στενής συναναστροφής τους με Ρωμιούς της Πόλης. Εντυπωσιακό ήταν επίσης ότι σε περίοπτα σημεία της αίθουσας ήταν αναρτημένες σύγχρονες ελληνικής έκδοσης έντυπες φωτογραφίες της Καστοριάς, την οποία τα μέλη της Κοινότητας πληροφόρησαν το γράφοντα ότι επισκέπτονται συχνά, καθώς και τα χωριά της καταγωγής τους, όπου οι περισσότεροι διατηρούν συγγενικούς δεσμούς. Έκτοτε ο γράφων επισκέφτηκε πολλές φορές το Κέντρο της Βουλγαρικής Κοινότητας στο Σισλί και τεκμηρίωσα τις αρχικές του εντυπώσεις.
57. Ο γράφων επισκέφτηκε το Βουλγαρικό νοσοκομείο Σισλί στις 30 Αυγούστου 2012. Ήταν πολύ δύσκολο να εντοπιστεί, διότι αφενός η περιοχή και οι δρόμοι έχουν υποστεί τα τελευταία χρόνια δομικές αλλαγές, αφετέρου οι περίοικοι -μέτοικοι από την Ανατολή στην πλειοψηφία τους- το αγνοούσαν. Γύρω από το παλιό κτίριο του νοσοκομείου έχει χτιστεί ένα πλήθος σύγχρονων νοσοκομειακών κτιρίων, συγκροτώντας μια νοσοκομειακή «πολιτεία». Σημειώνεται ότι στον περίβολο και στις εξωτερικές όψεις του παλιού κτιρίου δεν υπάρχει καμιά μνεία για την ιστορία του χώρου.
58. Το κτίριο τού Θεολογικού Σεμιναρίου, το οποίο μετεφέρθη τελικά στη Φιλιππούπολη, έχει κατεδαφιστεί και στη θέση του βρίσκεται σήμερα το επαγγελματικό λύκειο Şişli Meslek Lisesi. Σε επίσης κατειλημμένες εκτάσεις βρίσκονται σήμερα κτίρια του Bahçeşehir Üniversitesi. Η απόδοση του τίτλου των ακινήτων αυτών στη Βουλγαρική κοινότητα δημιουργεί μια νέα πραγματικότητα, καθώς οι «καταληψίες» θα πρέπει πλέον να καταβάλουν διόλου ευκαταφρόνητα ενοίκια για τη χρήση του χώρου ή να αποχωρήσουν επιστρέφοντας ελεύθερη την έκταση στην Κοινότητα. Ευχαριστώ το φίλο Αντώνη Τοπρακτσίογλου για τις χρήσιμες υποδείξεις του πάνω στο θέμα αυτό.
59. Εντός της έκτασης του Νοσοκομείου υπήρχε και το παρεκκλήσιο του Αγίου Παντελεήμονος, το οποίο μετά την κατάληψη του νοσοκομείου μετατράπηκε σε τέμενος - mescit.
60. Ένα ευχαριστήριο του Δ.Σ. της Βουλγαρικής Κοινότητας της Πόλης είναι πάντως ενδεικτικό του πνεύματος αλλαγής και των νέων καιρών που βιώνει η Δημοκρατία της Τουρκίας: «Μετά χαράς και ικανοποίησης πληροφορηθήκαμε ότι το Βακουφικό Συμβούλιο αποφάσισε την επιστροφή σημαντικών ακινήτων μας στην περιοχή του Σισλί, θέμα που απασχόλησε για πολλές δεκαετίες την Κοινότητα μας…». Η δημοσίευση συνεχίζει με την έκφραση ευχαριστιών στο Λάκη Βίγκα, εκπρόσωπο των μειονοτικών Βακουφίων και μέλος του Βακουφικού Συμβουλίου. Ο Παντελής (Λάκης) Βίγκας – ο οποίος δεν έχει Βουλγαρική καταγωγή - είναι δραστήριο μέλος της Ρωμαίικης Κοινότητας της Πόλης, που αγωνίζεται για τα δικαιώματα όλων των μη μουσουλμανικών μειονοτήτων της Τουρκίας. Βλ. «Απογευματινή», φ. 10185, 10-7-2012, σελ. 3.
61. Βλ. Α. Ιορδάνογλου, ό.π., σελ. 125.
62. Για τη Βουλγαροκαθολική κοινότητα της Πόλης, βλ. Elçin Macar, İstanbul’un Yok Olmuş İki Camaati. Doğu Ritli Katolik Rumlar ve Bulgarlar, σελ. 93-142.
63. Η συνοικία του Φερίκιοϊ βρίσκεται στον ευρωπαϊκό τομέα της Πόλης. Είναι νεώτερη συνοικία, που κατοικείτο μέχρι πριν μερικές δεκαετίες από πλειοψηφία μη μουσουλμανικού πληθυσμού.
64. Κάτι ανάλογο συνέβη και σε άλλες πόλεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Θεσσαλονίκη, όπου μάλιστα ο σλαβόφωνος και βουλγαρόφρων πληθυσμός ήταν πολύ μικρός. Εντούτοις στα 1886 ξέσπασε διένεξη όταν οπαδοί της Εξαρχίας υποστήριξαν ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος να θάβονται δίπλα στους Ορθόδοξους που έμειναν πιστοί στο Πατριαρχείο και διεκδίκησαν να τους παραχωρηθεί ένα μέρος από τα δυο ελληνικά νεκροταφεία. Κατάληξη της διένεξης ήταν η παρέμβαση των Αρχών, ώσπου εν τέλει οι Βούλγαροι να κατορθώσουν να πάρουν ένα μικρό κομμάτι γης ανάμεσα στο Δημοτικό νοσοκομείο και τα ελληνορθόδοξα κοιμητήρια, το οποίο θα χρησιμοποιηθεί ως δικό τους ιδιαίτερο κοιμητήριό. Βλ. σχετικά Μερόπη Αναστασιάδου, Θεσσαλονίκη 1830-1912. Μια μητρόπολη την εποχή των Οθωμανικών Μεταρρυθμίσεων, σελ. 556-559. Βλ. επίσης για το ίδιο θέμα: Γιάννη Μέγα, Οι «Βαρκάρηδες» της Θεσσαλονίκης, σελ. 220-221, όπου αναφέρεται και περιστατικό προβοκάτσιας σύλησης τάφων εκ μέρους μελών της Βουλγαρικής κοινότητας Θεσσαλονίκης.
65. Ο γράφων ευχαριστεί θερμά τη φίλη Dennitsa Ilieva για τη βοήθεια της στις μεταφράσεις βουλγαρικών επιγραφών.
66. Αρχείο Στέφανου Δραγούμη, υποφάκ. 206, 1.2, όπως καταχωρείται στο Δημ. Λιθοξόου, Ελληνικός Αντιμακεδονικός Αγώνας, σελ. 127-133. Τα περισσότερα από τα επώνυμα των θυμάτων της σαγής στη Ζαγορίτσανη απαντώνται σε μνήματα στο Βουλγαρικό νεκροταφείο Φερίκιοϊ.
67. Σε κατάσταση μνημάτων που καταγράφει ο Ορχάν Τουρκέρ, στο Κοιμητήριο του Εγρίκαπου σημειώνει και τα μνήματα των Εφραίμ Ανγκερένοφ και Ανδρέα Ουρίνοφ, χωρίς άλλη ένδειξη από την οποία να δηλώνεται Βουλγαρική ή Ρωσσική ρίζα. Βλ. Orhan Türker, Pili Adrianupoleos’ tan Edirnekapı’ya. Unutulmuş Bir Bizans Semtinin Hikâyesi, σελ. 65, 67.
68. Στο νεκροταφείο των Ορθοδόξων των Ταταούλων (Κουρτουλούς σήμερα), το οποίο απέχει μόλις μερικές εκατοντάδες μέτρα από το Βουλγαρικό νεκροταφείο του Φερίκιοϊ, συνάντησα τα καταφανώς σλαβομακεδονικής προέλευσης επώνυμα Τσιμπούλσκη, Λίπε, Κοβάτσι, Γκρουσέτσκη και τα απροσδιόριστης σλαβικής προέλευσης Αντόνοβιτς, Κοκλάτα, Στάνιτς, Μίλοβιτς. Χρησιμοποιούνται τόσο σλαβικοί, όσο και ελληνικοί και λατινικοί τουρκικοί χαρακτήρες. Συνάντησα και άλλα ακόμη πιθανής σλαβικής ρίζας, απολύτως όμως εξελληνισμένα. Στην ίδια Κοινότητα διετέλεσε ιεροψάλτης στο ναό του Αγίου Αθανασίου, ανάμεσα στα έτη 1959-1978, ο Βαγγέλης Τσαλμώφ. Βλ. Νίκος Ιστεκλής, Ιστορία των Ταταούλων, σελ. 187-188.
69. Για το νεκροταφείο των Ορθοδόξων του Σισλί βλ. Γεώργιου Κ. Παπάζογλου, Ταφικά Μνημεία της Πόλης. Α. Σισλί – Έμποροι και τραπεζίτες. Σε δικές του επιτόπιες έρευνες ο γράφων εντόπισε τα μνήματα των σλαβόφωνης ή πιθανώς Βουλγαρικής καταγωγής Στόσεβιτς, Γκρούεφ και Γκρούιτς, Μπίλεφ, Ντιακόνοφ, Ντούπκοφ, Ντιτκόφσκι, Γκορζίνσκι, Μπαϊντάροφ, Ζελέσκοβιτς, Δημητρώφ, Βέρσιτς, Πετκώφ, Γκιουλγκίεφ, Λιούμποφ, Σάμποβιτς, Κυργιακόφ, Τάντσοβιτς, Δουσμάνοβιτς, Μπάνοβιτς, Πάϊκοφ, Λίτσε, Ντόντε. Η χρήση του ελληνικού αλφαβήτου, καθώς και ο εξελληνισμός της κατάληξης κάποιων άλλων επωνύμων, αποδεικνύουν την ελληνική ταυτότητα των κεκοιμημένων και των οικογενειών τους. Στο νεκροταφείο του Σισλί βρίσκεται και το μαυσωλείο – ναΐσκος του αμφιλεγόμενης εθνικής συνείδησης Γαβριήλ Κρέστοβιτς (ή Χρηστίδη) πασά, από το Κότελ της Ανατολικής Ρουμελίας, ο οποίος διετέλεσε και τελευταίος διοικητής της Ανατολικής Ρωμυλίας.
70. Στο νεκροταφείο των Ορθοδόξων του Κουζκουντζουκίου ο γράφων εντόπισε τον οικογενειακό τάφο του Κωνσταντίνου Βάζλε. Στην επιτύμβια πλάκα αναγράφεται σε ανορθόγραφα ελληνικά «ΓΕΝΝΗΘΕΙΣ ΤΩ 1848 ΕΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ ΧΟΡΙΟΝ ΖΑΓΟΡΙΤΖΑΝΟΙ ΑΠΕΒΙΟΣΕΝ ΕΝΤΑΥΤΑ ΤΩ 1913 ΕΤΩΝ 67 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 27». Αν τα ορθογραφικά λάθη μπορούν να αποδοθούν στο χαράκτη, η χρήση της ελληνικής είναι σαφές δείγμα εξελληνισμού της οικογένειας αυτής.
71. Στο νεκροταφείο των Ορθοδόξων της Χρυσούπολης/Σκουτάρεως (Üsküdar σήμερα) που βρίσκεται στη συνοικία του Μπαγλάρμπαση της Ασιατικής πλευράς της Πόλης, ο γράφων εντόπισε το μνήμα της Αλίκης Σάββιτς Pihl. Ταφική πλάκα της οικογένειας Σάββιτς εντοιχίζεται εντός του νάρθηκα του ναού του Προφήτη Ηλία, στην ίδια περιοχή.
72.  Στο νεκροταφείο των Ορθοδόξων της Χαλκηδόνας (Καντίκιοϊ σήμερα), που βρίσκεται στη θέση Χασάνπασα-Ουζουντσαϊρ της Ασιατικής πλευράς της Πόλης, υπάρχει οικογενειακός τάφος της οικογένειας Κοτορένοφ, επίσης από τη  Ζαγορίτσανη Καστοριάς, ο γενάρχης της οποίας γεννήθηκε στα 1855. Στο ίδιο κοιμητήριο υπάρχουν τα μνή- ματα της οικογένειας Παπαδοπούλου-Ντερμαντζή από την Όλιστα, καθώς και των προφανώς σλαβομακεδονικής ρίζας οικογενειών Κωστώφ, Πέτκοφ, Πόποβιτς, Ντάλε, Βασίλωφ, Κιόσεφ, καθώς και των Νταμπάνοβιτς, Μέριτς, Κμέζεβιτς και Δημητρίεβιτς. Χρησιμοποιούνται τόσο σλαβικοί, όσο και ελληνικοί χαρακτήρες, ενώ προφανές είναι πως σε κάποιες οικογένειες έχουν μεσολαβήσει γάμοι με Έλληνες ορθόδοξους.  

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 17 Νοεμβρίου 2016, αρ. φύλλου 860

Ζαγορίτσανη = Βασιλειάδα Καστοριάς. Τσάριγκραντ = Κωνσταντινούπολη.

Φωτογραφία: Ο βουλγαρικός ναός του Αγίου Στεφάνου στο Φανάρι της Κωνσταντινούπολης. Οι υπόλοιπες φωτογραφίες που δημοσιεύθηκαν στην έντυπη μορφή της εφημερίδας: α) Φιλόπτωχος αδελφότης Ράντοστ, β) Το μέγαρο της βουλγαρικής Εξαρχίας στην Κωνσταντινούπολη, γ) Το βουλγαρικό κοιμητήριο, δ) Η βουλγαρική εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στην Κωνσταντινούπολη. Πάνω από την είσοδο του κυρίως ναού, υπάρχει η ακόλουθη κτητορική επιγραφή σε λόγια βουλγαρική γλώσσα: «Αυτό το εκκλησάκι του Αγίου Δημητρίου χτίστηκε το καλοκαίρι του 1921 μετά τη γέννηση του Χριστού με τη χορηγία του πατριώτη Δίμιταρ Σπίροφ, γεννηθέντος στο χωριό Ζαγορίτσανη, νομού Κόστουρ, Μακεδονία, στη μνήμη των σκοτωμένων στις 25 Μαρτίου 1905 στο χωριό τους Ζαγορίτσανη από Έλληνες αντάρτες».


Σχετικά:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ