22.8.22

ΓΙΑΝΝΗ ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗ: Ο Κρεμμυδάς


ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς

20 Οκτωβρίου 1827: Ναυμαχία του Ναβαρίνου

Επιμέλεια: Σόνια Ευθυμιάδου Παπασταύρου

Ήμουνα και ‘γώ στο Ναβαρίνο, εδώ που αρχίσαμε και δεν τελειώνουμε, μωρέ παιδιά! Ήμουνα στο Ναβαρίνο, και πολέμησα και ‘γώ―με την τρεχαντήρα μου, θιος σχωρέσ’ τηνε· βούλιαξε και χάθηκε, μα δεν ξαπλώθηκε στον άμμο να λιαστεί σα γαϊδουροκοκάλα. Ήμουνα στο Ναβαρίνο! έλεγε ο καπετάν Καλούμας.
Φορτώσαμε κρεμμύδι από τα Βάτικα. Τρεις μέρες χωρίς άνεμο· μια θάλασσα πανάγαθη, που να τη βλαστημάς. Ο ναύτης προτιμάει την κακοσύνη της από μια τέτοια νεκρομάρα. Κι ως πότε θα βαστούσε; Κάτι θα ‘κρυβε και κάπου θα ξεσπούσε τέτοια της φύσης αποκάρωση―ξέσπασε στο Ναβαρίνο!
Τρεις μέρες άσειστοι, σαν καρφωμένοι στα νερά. Τη νύχτα έν’ αγεράκι ξέψυχο μας μετατόπιζε, λιγάκι, για να σβήσει στα πανιά μας την αυγή. Κι είχαμε το φόβο από τους Τούρκους, που τριγύριζαν. Την τρίτη αυγή βρεθήκαμε όξω από το Ναβαρίνο. Αντίκρυ μας ένας θεόρατος τριπόντες, με σημαία τούρκικη, μας έβλεπε και τονέ βλέπαμε και ‘μείς. Άσειστοι κι οι δυο σαν απολιθωμένοι. Κατά το μεσημέρι ήρθαν απάνου μας τρεις βάρκες αρματωμένες κι έτοιμες. Σήκωσα την ιωνική σημαία, έδιωξα τους ναύτες στο γιαλό με το βαρκάκι κι έμεινα μοναχός ―δεν άφηνα ‘γώ την τρεχαντήρα μου! Με τραβήξανε στο λιμάνι και μ' έδεσαν ανάμεσα σε δυο άλλα τούρκικα αραγμένα. Δε με πείραξαν, τη σημαία μοναχά μου πήρανε. Μ' αφήσανε να περιμένω την τύχη μου. Γέροντας, υπομονητικός ―και περίμενα.
Κι ήβρα την ώρα, τη μεγάλη! Πόσες μέρες πέρασαν;... Οι στόλοι είχανε μπει στο κορφολίμανο. Τα πρώτο κανόνι έπεφτε, και ‘γώ μέσα στ' αντάρεμα των όλων, έλυσα τα παλαμάρια, έριξα την αλυσίδα στο νερό, άπλωσα το πανί, έδεσα το τιμόνι ασάλευτο, κι άφησα το καΐκι να κυβερνηθεί. Χωμένος στο σωρό των κρεμμυδιών, αγνάντευα τον πόλεμο. Απόγειο φύσαγε, κι η τρεχαντήρα τραβούσε κατά την αγγλική τη ναυαρχίδα. Την έφτασε και τη φοβέριζε. Φωνές, κακό από τη ναυαρχίδα. Με πήρανε για πυρπολικό! Μια κανονιά μου σήκωσε στον αέρα το μισό κρεμμύδι ―εγώ δεν το κουνούσα!
Πέσαμε στ' απάνεμο, κι η τρεχαντήρα τα ‘στριψε, σα να ‘νιωσε τα δύσκολα. Τήραξε όμως! Έβαλε πλώρη απάνου στα πολεμικά τα γαλλικά. Εκεί, κανόνι πάλι! Μια μπάλα ήρθε κι έσπασε μες στα κρεμμύδια, και τα ‘καμε ν' αναπηδήσουνε και να μ' αποσκεπάσουν ―έκαμαν καλά! Δεύτερο κανόνι άρπαξε το μισό κατάρτι το πρυμιό. Άλλο χτύπησε την τρεχαντήρα στο μάγουλο ―δεν τηνέ βούλιαξε! Τότε η τρεχαντήρα τα χρειάστηκε... Μες στην απελπισιά της, κάνει ανάστροφα σα να κρατούσε το τιμόνι χέρι δυνατό, και βάνει πλώρη ίσα κατά τον τούρκικο το στόλο ―οι Γάλλοι πάψανε τις φωνές.
Στο βάθος τώρα ένα βουνό καράβι καίονταν. Ήταν εκείνο που μας έπιασε―η τρεχαντήρα τράβηξε ίσα καταπάνου του! Πήδησα στο νερό, και βγήκα κολυμπώντας. Από κει πια δεν αγνάντευα τον πόλεμο, έκλαιγα τα κρεμμύδια και την τρεχαντήρα. Γιατί πήγε, η παλαβή, και κόλλησε ίσα στ' αναμμένο και πήρε φωτιά κι αυτή. Και πήρε φωτιά το κρεμμύδι και φλόμωσε τον ουρανό. Οι Τούρκοι όμως χαθήκανε. Και το κρεμμύδι που ψηνότανε γίνηκε νεκρολίβανό τους...

Από το βιβλίο "Μεγάλα χρόνια", εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας (www.hestia.gr) 2006, σελ. 198.

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 21 Οκτωβρίου 2021, αρ. φύλλου 1100.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ