Αγαπητέ κ. Μπαϊρακτάρη,
Κάθε τέλος του χρόνου συνηθίζεται να προγραμματίζονται τα θέματα που θα μας απασχολήσουν τον επόμενο χρόνο. Ξεχνώντας προς στιγμή τα πραγματικά φλέγοντα θέματα της καθημερινής, μας ζωής, κορωνοϊός, οικονομικά προβλήματα, ανεργία, εσωτερική ασφάλεια, υπογεννητικότητα, κλπ. θα ήθελα να αναφερθώ σε δύο τομείς της εξωτερικής μας πολιτικής που θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε με προσοχή, αντικειμενικότητα, προβλεπτικότητα αλλά και ομοψυχία παραμερίζοντας τις στενά πολιτικές διαφορές μας. Αναφέρομαι στα προβλήματα με την Βόρειο Μακεδονία και την Τουρκία.
Ας αρχίσουμε από τα εύκολα. Η συμφωνία με την Βόρειο Μακεδονία αποτελεί πλέον μια πραγματικότητα. Μπορεί η συμφωνία αυτή να πάσχει σε δύο βασικά ζητήματα, δηλαδή την αναγνώριση της υπάρξεως μακεδονικής εθνότητας και την ύπαρξη μακεδονικής γλώσσας. Αυτά ήταν και τα τραγικά λάθη της κυβέρνησης που υπέγραψε αυτήν τη κακή συμφωνία.
Από την άλλη μεριά η συμφωνία έγινε και είναι αδύνατον να καταργηθεί, δεδομένης και της συνεχείας του κράτους. Πέραν αυτού, πρέπει να σκεφθούμε ότι, η καταγγελία της διακρατικής συμφωνίας, δεν μας συμφέρει γενικώς. Θα προέκυπτε τότε θέμα και της κατάργησης άλλων διεθνών συμφωνιών μας, και ο νοών νοείτω.
Συνεπώς μας απομένει να επωφεληθούμε από τις άλλες δυνατότητες που μας δίνει η συμφωνία. Βασικά είναι απαραίτητο να ψηφιστούν από τη βουλή τα πρωτόκολλα της συμφωνίας, τα οποία φοβούμαι ότι καθυστερούν για καθαρά μικροπολιτικούς σκοπούς.
Ας πιστέψουμε επί τέλους στης δυνατότητές μας, να έχουμε μία ομαλή και επωφελή συνεργασία με τον βόρειο γείτονα μας. Και οι δυνατότητες αυτές εκτείνονται σε πολλούς τομείς, όπως πολιτικές δεδομένης και της υπάρξεως στη Βόρειο Μακεδονία δύο εθνοτικών ομάδων που δεν έχουν και τις καλύτερες μεταξύ τους σχέσεις, οικονομικές δεδομένης και της εξάρτησης της Βόρειας Μακεδονία από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, αλλά και των δυνατοτήτων αυξήσεως των μεταξύ μας εμπορικών συναλλαγών, εκπαιδευτικές, τουριστικές, δεδομένης και της μικρής σχετικά απόστασης της Βόρειας Μακεδονίας από τα εξαιρετικά θέρετρα της βόρειας Ελλάδας, στρατιωτικής συνεργασίας, με ότι αυτό σημαίνει για την ανάσχεση της τουρκικής επιρροής.
Τέλος ας παραμερίσουμε τις ιστορικές διαφορές μας και ας κοιτάξουμε το μέλλον με αυτοπεποίθηση, χωρίς φοβικά σύνδρομα, και με πίστη στις εξαιρετικές ικανότητες της φυλής μας.
Ας έρθουμε τώρα στον πραγματικό κίνδυνο που προέρχεται από την Τουρκία, και ο οποίος κίνδυνος θα αυξάνει συνεχώς, όσο η Τουρκία αναπτύσσεται και τα μεγέθη της αυξάνουν τόσο, ώστε να καθιστούν μία ένοπλη σύγκρουση μαζί της απαγορευτική.
Εδώ αξίζει να αναφέρουμε την εκρηκτική αύξηση του τουρκικού πληθυσμού σε σχέση με τον ελληνικό:
- Απογραφή 1928 - Ελλάδα 6.200.000 κάτοικοι.
- Απογραφή 1927 -Τουρκία 13.600.00 κάτοικοι.
- Απογραφή 1961 - Ελλάδα 8.400.000 κάτοικοι.
- Απογραφή 1964 - Τουρκία 31.100.000 κάτοικοι.
- Απογραφή 1991 - Ελλάδα 10.200.000 κάτοικοι.
- Απογραφή 1991 - Τουρκία 62.000.000 κάτοικοι.
Το 2020 ο τουρκικός πληθυσμός ανήρχετο σε 84.300.000 με το 22,8% του πληθυσμού να είναι από 0 έως 14 χρόνων. Κάθε χρόνο ο πληθυσμός της Τουρκίας αυξάνεται κατά 1 περίπου εκατομμύριο, μία ολόκληρη Ελλάδα κάθε 7 με 8 χρόνια.
Πέραν όμως από τα νούμερα το θέμα είναι ότι ο πληθυσμός αυτός είναι νεανικός , σε αντίθεση με εμάς που έχουμε μετατραπεί σε χώρα ηλικιωμένων. Και του νεανικού πληθυσμού κοχλάζει το αίμα με διάχυτη και ακαταστάλαχτη ανθρώπινη ενέργεια.
Τώρα ας μη αναφέρουμε στοιχεία για την οικονομική ανάπτυξη της Τουρκίας γιατί μόνο μελαγχολία θα μας προκαλέσουν. Αξίζει όμως να αναφερθούμε σε ένα γεγονός, το οποίο τα επόμενα χρόνια μπορεί να αποδειχθεί καταλυτικό.
Και αυτό είναι η ανάπτυξη των πυρηνικών σταθμών της Τουρκίας. Ήδη είναι σχεδόν έτοιμος να τεθεί σε λειτουργία ο πυρηνικός σταθμός του Ακούγιου κοντά στη Μερσίνη, σχεδιάζονται δε άλλοι δύο σταθμοί ένας στη Σινώπη και ο άλλος στην Ανατολική Θράκη στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας κοντά στα τουρκοβουλγαρικά σύνορα.
Άλλωστε πέραν της σημαντικής συμβολής των πυρηνικών σταθμών στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, η Τουρκία δεν κρύβει τη φιλοδοξία της να μετατραπεί σε πυρηνική δύναμη.
Ταυτόχρονα, εκπαιδεύει πυρηνικούς μηχανικούς και μεθοδεύει την πρόσβασή της στα λεγόμενα «διττά» υλικά: πρώτες ύλες και εξοπλισμό που προορίζεται όχι μόνο για εμπορική αλλά ταυτόχρονα και στρατιωτική χρήση.
Κατόπιν όλων των παραπάνω, ακόμα και στην απεγνωσμένη απόφαση να κάνουμε εμείς «το πρώτο κτύπημα» πάλι στο τέλος θα είμαστε χαμένοι. Πρέπει λοιπόν να αντιδράσουμε εγκαίρως, και με μακροχρόνιο σχεδιασμό και προοπτική, γιατί αλλιώς το μόνο που θα μας απομένει θα είναι μία κατάσταση «Φινλανδοποιήσεως» να κάνουμε δηλαδή ό,τι μας ζητά η Τουρκία, αλλά αυτό να φαίνεται, ότι το κάνουμε με δική μας πρωτοβουλία.
Τώρα για το κατά πόσο το ελληνικό πολιτικό και παραπολιτικό σύστημα έχουν το ανάστημα να θέσουν και να λύσουν ιστορικά προβλήματα τέτοιας έκτασης και τέτοιου βάθους, επίτρεψε μου να έχω σοβαρές αμφιβολίες.
Με εκτίμηση
Γιάννης Αναστασίου Νταλίπης
ydalipis@gmail.com
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 9 Δεκεμβρίου 2021, αρ. φύλλου 1105.
Σχετικά:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.