26.8.22

ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΤΡΩΝΟΥ ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ: Μοναξιά


ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς
ΟΔΟΣ 2.12.2021 | 1104

Το περιβάλλον που μεγάλωσα μικροαστικό στην επαρχία ήταν. Το σπίτι μας, μάλλον από κείνα που δεν κλείνει ποτέ η πόρτα πριν τα μεσάνυχτα για γείτονες, φίλους και συγγενείς. Πάνω στην κεντρική πλατεία της αγοράς, και με γιαγιά και μάνα ανοιχτόκαρδες και πολύ κοινωνικές, άρχιζε να δέχεται επισκέπτες από την ώρα σχεδόν που άνοιγαν τα καταστήματα. Συνήθως γυναίκες που πήγαιναν για τα καθημερινά ψώνια και έβρισκαν ευκαιρία να πιούν τον πρωινό τους καφέ και να ανταλλάξουν μια-δυο κουβέντες. Αργά το απόγευμα κατέφθαναν τα αδέλφια του μπαμπά· πιο απόμερα τα δικά τους σπίτια και, μετά τη σχόλη, περνούσαν να τα πουν με τον μεγάλο αδελφό, να σχολιάσουν συνήθως τα πολιτικά, να πουν και μια καλησπέρα στους γέρους γονείς. Ένα σπίτι λοιπόν, που δεν ήταν δυνατό να νιώσεις πλήξη. Φυσικά, αυτό ίσχυε όχι μόνο για τους μεγάλους, αλλά και για μας τα παιδιά. Μόνο που να, ήμουν από τη φύση μου κάπως συνεσταλμένος και δεν επεδίωκα τη συναναστροφή μαζί τους. Προτιμούσα τις ελάχιστες φορές και ώρες που έλειπαν οι επισκέπτες. Κανένας, βέβαια, δεν το πρόσεξε ούτε και είπα τίποτα σε κανέναν. Όσο περνούσαν όμως τα χρόνια, όσο άρχιζε το κορμί μου να επαναστατεί απέναντι σ’ αυτό που μέχρι τότε νόμιζα πως ήμουν, άρχισαν και οι σκέψεις μου άλλη μορφή να παίρνουν. Συνειδητοποιούσα, όχι χωρίς κάποιον τρόμο, πως όλοι αυτοί που μας βομβάρδιζαν με την ακατάσχετη φλυαρία τους, είτε για ό,τι συνέβαινε στο μικρόκοσμο της πόλης μας, είτε για τα συμβάντα της χώρας ή και του κόσμου όλου, με άφηναν όχι απλώς αδιάφορο· μου προκαλούσαν έντονη αποστροφή. Προσπαθούσα με διάφορες δικαιολογίες να απομονωθώ στο δωμάτιό μου ή να βγω έξω. Μια η ενασχόληση με τα μαθήματα, που τώρα που πήγαινα στο γυμνάσιο ήταν πιο απαιτητική, μια η συνάντηση με συμμαθητές, όλο και κάτι σκαρφιζόμουν. Μόνος ένιωθα παντού.

Ο παππούς μου, καθηλωμένος εδώ και ένα χρόνο από εγκεφαλικό, ήταν ο μόνος που κάτι ψυλλιάστηκε. «Βρε παλικάρι μου, γιατί τόσο πολύ απομονώνεσαι; Τι έχεις και αποφεύγεις τους γύρω σου; Τι σε βασανίζει;» Κι αυτά, σε μία γλώσσα που εξ’ αιτίας της αρρώστιας του, ήταν ακαταλαβίστικη για τους πολλούς· εγώ ωστόσο, την είχα μάθει πολύ καλά. Καλύτερα κι από την ίδια τη γυναίκα του. Μόνο όταν βρισκόμασταν οι δυο μας, φυσικά· την ώρα που στους άλλους χώρους του σπιτιού δεν σταματούσε το πήγαινε έλα και το κουβεντολόι. Με δυο λόγια του εξήγησα το πρόβλημά μου, την απέχθεια για το συνεχές πανηγύρι στο σπίτι. «Αχ, γιε μου, ίδιος με μένα κι εσύ. Τι νομίζεις; Άντεχα ποτέ όλο αυτό το σκυλολόι στο κονάκι της γιαγιάς σου; Ούτε μια στιγμή δεν έλειπαν τα θηλυκά το πρωί, τα’ αρσενικά το δείλι· κι ας ήταν και τα ίδια τα παιδιά μου! Πού να καταλάβει η νιάνια σου... Χαιρόταν που όλοι για το κιμπαρλίκι μας μιλούσαν, για το πάντα ανοιχτό μας σπίτι. Γκρίνιασα, φώναξα...Το πήρα απόφαση ότι τίποτα δεν θα άλλαζε και περνούσα όλη την ώρα μου στο μαγαζί. Μοναξιά, γιόκα μου, μοναξιά. Κοίτα να βρεις μια κοπελιά, να περνάς μαζί της πιότερο χρόνο, και μην απομονώνεσαι!».

Εύκολο να το λες, όχι τόσο απλό στην πράξη για ένα άτομο τόσο εσωστρεφές σαν την αφεντιά μου. Ήρθε, όμως, από μόνο του. Μια συμμαθήτριά μου ήταν εκείνη που έφερε τα πάνω κάτω στη ζωή μου και την άλλαξε, όπως το είχε πει ο παππούς. Καθώς όλη την ώρα εκείνη σκεφτόμουν, δε με ενοχλούσε τώρα το πλήθος των απρόσκλητων μουσαφίρηδων· ώρες-ώρες μάλιστα μπορώ να πω ότι το ευχαριστιόμουν. Ήταν μια ευκαιρία για μένα να τρέχει σ’ αυτήν ο λογισμός μου και να καμώνομαι πως παρακολουθούσα τα λεγόμενα των άλλων. Περίμενα δε με λαχτάρα την ώρα που θα την ξανάβλεπα! Τις πιο πολλές φορές στην τάξη μέσα τη συναντούσα, σ’ εκείνην κολλούσε η ματιά μου! Και όταν αυτή ανταπέδιδε το βλέμμα μου, όλος ο κόσμος δικός μου ήταν! Κι όπως περνούσε ο καιρός, οι κόσμοι μας ενώθηκαν. Ζευγάρι αγαπημένο με κοινά ενδιαφέροντα, φίλους κοινούς· που σιγά-σιγά μετέτρεψαν το σπίτι μας σε στέκι. Πώς τα φέρνει η ζωή! Σε κεντρικό σημείο της πρωτεύουσας κι αυτό, πέρασμα για τον καθένα. Άρχισα τότε να νιώθω πάλι αυτό το σφίξιμο, αυτήν την έντονη δυσφορία! Σκεφτόμουν τον παππού μου, που όπως ο ίδιος μου έλεγε, οι φωνές και η γκρίνια δεν οδήγησαν πουθενά.

Τη λύση τη βρήκα εντελώς τυχαία, όταν, παραμονές γιορτών, έψαχνα δώρα για τα ανίψια μας: ένα τηλεσκόπιο! Μου άρεσε σαν απασχόληση για τον μικρό μου ανιψιό. Το βρήκα ταυτόχρονα πολύ ενδιαφέρον για μένα τον ίδιο. Παράγγειλα ένα κανονικό και ακριβείας· το εγκατέστησα στην ταράτσα της οικοδομής μας. Η παρατήρηση των άστρων, ο απίθανος ουράνιος κόσμος, είναι αυτός που δε μ’ αφήνει ποτέ μα ποτέ πια να νιώσω μοναξιά ή πλήξη! Το πήρε απόφαση και η γυναίκα μου· έτσι, ενώ εκείνη ευχαριστιέται με την παρέα των φίλων, παρέα δική μου μοναδική και αναντικατάστατη το στερέωμα! Ποτέ δεν απομονώνομαι από τον κόσμο! Τον κόσμο όλο μέσα από το μεγεθυντικό φακό απολαμβάνω και χαίρομαι!


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 2 Δεκεμβρίου 2021, αρ. φύλλου 1104.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ