12.1.12

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Με όπλο τους τη μουσική

Η μάχη των αιώνων
Μια φορά κι έναν καιρό έγινε η μεγαλύτερη μάχη των αιώνων. Πολέμησαν τα έντομα με τα ζώα. Ποιος νίκησε; Η μάχη συνεχίζεται ακόμη. Όμως τα ζώα έπιασαν τρεις αιχμαλώτους. Ένα τζιτζίκι, ένα μυρμήγκι και μια μέλισσα. Τα παρουσίασαν και τα τρία μπροστά στον βασιλιά των ζώων, το λιοντάρι.
-Τι έκανες στον πόλεμο, μυρμήγκι; ρωτάει το λιοντάρι.
-Μου είπαν να κουβαλάω και κουβάλαγα.
-Δεν είναι τόσο σημαντικό, απαντά το λιοντάρι.
-Τι έκανες στον πόλεμο, μέλισσα;
-Μου είπαν να φτιάχνω πίτες και να τις κουβαλάω.
-Ούτε αυτό είναι σημαντικό, απαντά το λιοντάρι.
-Τι έκανες στον πόλεμο, τζίτζικα;
-Τίποτα, λέει ο τζίτζικας. Μόνο τραγουδούσα.
-Ώστε εσύ είσαι που τους εμψύχωνες να πολεμάνε!
Δημήτρης Αβούρης

“Tα πολεμικά μου τραγούδια δεν είναι κοινά, καθημερινά τραγούδια. Είναι κραυγές λευτεριάς, σπίθες υπερηφάνειας. Δεν τραγουδάω εγώ σ’ αυτά, τραγουδάει η ψυχή της Πατρίδας, η ψυχή της ράτσας, η ψυχή του αδούλωτου λαού μας. Είναι τραγούδια που η δόξα τους έχει βάλει μουσική σε στίχους, που τους έχει γράψει η λεβεντιά η ελληνική. Με τα τραγούδια μου αυτά θαρρώ πως αφήνω στις καινούριες γενιές μια κληρονομιά ελληνικού θάρρους, ελληνικής λεβεντιάς και ελληνικής … αποκοτιάς».
    Αυτά δήλωνε η τραγουδίστρια Σοφία Βέμπο, η «Τραγουδίστρια της Νίκης», λίγα χρόνια πριν πεθάνει. Και δεν ξέρουμε αν ήταν νωρίτερα ή αργότερα όταν «συμπλήρωνε»:
«Μα σ’ εκείνον τον πόλεμο όλοι έδωσαν τη ζωή τους. Τα πόδια τους, τα μάτια τους, τα χέρια τους, την υγειά τους. Εγώ τι έδωσα; Τη φωνή μου, που, καλή ή κακή, την έχω ακόμα ακέραιη και ζωντανή. Δε μου χρωστάει λοιπόν, τίποτα ούτε το ελαφρό τραγούδι ούτε η Ελλάδα. Εγώ τους χρωστάω τα πάντα, γιατί αυτά με κάνανε Βέμπο».
Είναι αλήθεια πως δεν υπάρχει Έλληνας που να μην έχει συνδέσει τον πόλεμο του Σαράντα με τα τραγούδια της Βέμπο. Αλλά είναι επίσης αλήθεια πως, αν μας ζητηθεί να θυμηθούμε άλλη μία, έστω μία ακόμα, στιγμή μουσική του ίδιου πολέμου, ίσως και να μην έχουμε να θυμηθούμε τίποτα.
Κι όμως. Όλες αυτές οι σπάνιες φωτογραφίες των Ελλήνων πολεμιστών του πολεμικού μετώπου, που μετά την κούραση της μάχης έβρισκαν τη δύναμη –από δύναμη άλλο τίποτε η ελληνική ψυχή της εποχής εκείνης της όχι και τόσο μακρινής, αφού μας χωρίζουν μονάχα 71 χρόνια από τότε – να στήνουν το χορό και να χορεύουν χαρούμενα σαν σε πανηγύρι και γλέντι, σαν να συμμετέχουν σε χαρούμενη ελληνική γιορτή, το ρόλο της μουσικής σε μέρες πολέμου αποδεικνύουν και διδάσκουν σε μας τους νεότερους Έλληνες.
Μια τέτοια φωτογραφία είναι από τις πιο σημαντικές που φιλοξενούνται στο διάδρομο του Σχολείου μας. Μας την έφεραν οι συγχωριανοί μας πολεμιστές του Σαράντα πριν από αρκετά χρόνια, τότε που –ευτυχώς!- προλάβαμε και τους φέραμε στο Σχολείο, για να μας αφηγηθούν οι ίδιοι, σε πρώτο πρόσωπο, πώς έζησαν τον πόλεμο και τι θυμούνται από αυτόν. Και, χωρίς να μας έχουν πει με ποιαν ακριβώς μουσική χόρευαν στη φωτογραφία που έγινε ντοκουμέντο, εγώ, εντελώς αυθαίρετα, κάποιον Μήτσο Μπατζή φανταζόμουν να παίζει κλαρίνο κάπου στο βάθος, έξω από το σκηνικό που τελικά αποτυπώθηκε κι έμεινε αθάνατο.
Ο Μήτσος Μπατζής ήτανε από τα Γιάννενα. Μουσικός. Έπαιζε στις χαρές του τόπου του, ώσπου ήρθε στην Αθήνα, πριν από τον πόλεμο, που τον έφερε στο μέτωπο, μαζί με το κλαρίνο του. Ο Μήτσος Μπατζής, όταν ξεκουραζόταν από τις μάχες, καθόταν κι έπαιζε μοναχός του στην αρχή και μετά που τον ανακάλυψαν οι συμπολεμιστές του με όλη του την παρέα. Και με μελωδικό οδηγό το κλαρίνο του τραγουδούσαν τα χαρούμενα και χορευτικά τραγούδια μας, τραγουδούσαν όμως και τα νοσταλγικά τραγούδια του κάθε στρατιώτη για τη μάνα και τον πατέρα του, για τη γυναίκα και τα παιδιά του. Και, αναπόφευκτα, μια που πόλεμος ήτανε –κι ας κοντεύουμε να ξεχαστούμε- με το κλαρίνο συνόδευαν το μοιρολόι για κάθε συμπολεμιστή που έχανε τη ζωή του. Ώσπου ήρθε κι η δική του ώρα και τον έθαψαν οι φίλοι του μαζί με το κλαρίνο του φυσικά, αφού οι δυο τους ήταν αχώριστοι. (Μαρία Κυνηγού, παλιό εγχειρίδιο Γλώσσας του δημοτικού)
Μα ο πόλεμος αυτός δεν ήταν τοπικός, ήταν παγκόσμιος. Και σαν το δικό μας Μήτσο, που πολέμησε και με το κλαρίνο του, υπήρξε και ο Σκωτσέζος Μπιλ Μίλιν, που πέθανε μόλις τον Αύγουστο του 2010 και δεν υπήρξε ούτε μία βρετανική εφημερίδα (ακόμα και το “The Economist”, καθαρά οικονομική εφημερίδα) που τη μέρα θανάτου του να τυπώθηκε χωρίς μισή σελίδα αφιερωμένη στη μνήμη του. Ποιος ήταν, λοιπόν, αυτός ο άνθρωπος;
Ο Μίλιν ήταν ένας ξεχωριστός ήρωας του πολέμου με τους Γερμανούς. Ήταν 21 χρονών όταν έγινε η απόβαση της Νορμανδίας. Την προηγούμενη μέρα ο διοικητής του του ζήτησε να συνοδεύσει με τους ήχους της γκάιντας του την απόβαση στην παραλία. Μόλις, λοιπόν, πάτησε στη στεριά, ο Μίλιν άρχισε αμέσως να παίζει την γκάιντα του, προχωρώντας ατάραχος πάνω κάτω κατά μήκος της παραλίας, σύμφωνα με τον παραδοσιακό τρόπο των Σκωτσέζων. Με τον ίδιο τρόπο συνόδευσε τη μονάδα και στις επόμενες αιματηρές επιχειρήσεις της. Όταν μάλιστα ένας αξιωματικός τον διέταξε να τρέξει, αυτός αρνήθηκε να υπακούσει: η γκάιντα περπατά, ποτέ δεν τρέχει. Ούτε που είχε συναισθανθεί τον κίνδυνο που διέτρεχε. Το μόνο που θυμόταν από τις ώρες που πέρασε στην ακτή ήταν η εικόνα των πληγωμένων στο έδαφος. Κι όπως στη συνέχεια αφηγούνταν ο ίδιος, ήταν βέβαιος πως δεν επρόκειτο να πεθάνει, επειδή «όλοι αγαπούν τη μουσική». Στο τέλος δε της πιο μακριάς μέρας του πολέμου (έτσι χαρακτηρίζεται η μέρα της απόβασης της Νορμανδίας) έμαθε από τους Γερμανούς που είχαν αιχμαλωτιστεί πως οι ελεύθεροι σκοπευτές τους τον είχαν διαρκώς στα σκόπευτρα των όπλων τους, αλλά τον λυπήθηκαν. Έτσι, λοιπόν, ο ήρωας αυτός γλίτωσε από τα γερμανικά πυρά όχι επειδή άρεσε στους Γερμανούς η μουσική που έπαιζε με την γκάιντα του, αλλά επειδή τον πέρασαν για παλαβό και προφανώς λυπήθηκαν να τον σκοτώσουν. (Μεταξύ μας, και ποιος ήρωας δεν μπορεί άνετα να θεωρηθεί λιγότερο ή περισσότερο παλαβός, καθώς παίζει τη ζωή του κορόνα γράμματα για κάτι που οι περισσότεροι γύρω του θεωρούν παράλογο και ουτοπικό;)
Ο Μπιλ Μίλιν, λοιπόν, ο Σκωτσέζος, αλλά και ο δικός μας Μήτσος Μπατζής και η Βέμπο και οι μαχητές του μετώπου που, ενώ συναντιόντανε με το θάνατο στα χαρακώματα, είχαν τα κότσια να τραγουδούν και να χορεύουν σαν σε γιορτή, όλοι αυτοί που ξέρουμε και άλλοι τόσοι που ίσως δεν ξέρουμε, επιβεβαιώνουν την πίστη του Μίλιν πως «όλοι αγαπούν τη μουσική». Κι ο λαός μας την αγαπά και μάλιστα πολύ. Και αγαπά πολύ και δυνατά και τρυφερά και αυτούς που έχει τραγουδήσει και τους αγαπά όπως ακριβώς ξέρει να αγαπάει και να δένεται με τους φίλους του που γνωρίζει καλά κι από πολύ κοντά. Τόσο και ίσως ακόμα περισσότερο δεν αγαπάμε όλοι μας τον μουσικό του τραγουδιού των Μάνου Λοΐζου και Γιάννη Νεγρεπόντη, εκείνον τον Έλληνα που έκανε αντίσταση με όπλο το ακορντεόν του ή, ακριβέστερα, τη μουσική από το ακορντεόν του; Τον μουσικό του τραγουδιού που θα σας παρακαλούσα όχι να διαβάσετε, αλλά να σιγοτραγουδήσετε όσο πιο τρυφερά και αισθαντικά μπορείτε:

Στη γειτονιά μου την παλιά είχα ένα φίλο
που ήξερε και έπαιζε τ’ ακορντεόν
όταν τραγούδαγε φτυστός ήταν ο ήλιος
φωτιές στα χέρια του άναβε τ’ ακορντεόν.

Μα ένα βράδυ σκοτεινό σαν όλα τ’ άλλα
κράταγε τσίλιες παίζοντας ακορντεόν
γερμανικά καμιόνια στάθηκαν στη μάντρα
και μια ριπή σταμάτησε τ’ ακορντεόν.

Τ’ αρχινισμένο σύνθημα πάντα μου μένει
όποτε ακούω από τότε ακορντεόν
κι έχει σαν στάμπα τη ζωή μου σημαδέψει
δεν θα περάσει ο φασισμός.



Αφιερώνεται –έστω και 71 χρόνια μετά- σ’ όλους τους Έλληνες του Σαράντα που τραγουδούσαν, μα και εφάρμοζαν το τραγούδι-σύνθημα «Με το χαμόγελο στα χείλη».

 Αφιερώνεται όμως και σ’ αυτούς που, μαχόμενοι με αρετή και τόλμη σε οποιοδήποτε μέτωπο, παίρνουν δύναμη από την αγάπη τους για τη μουσική και δε νικιούνται.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 27 Οκτωβρίου 2011 αρ. φύλλου 613

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ