23.1.12

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Σημαίες της καρδιάς μας

Για την κουρελιασμένη σημαία τοπικής δημόσιας υπηρεσίας έκανε λόγο αναγνώστης της εφημερίδας, συσχετίζοντάς την με την εξαθλιωμένη χώρα μας που σαν τη χώρα του Παραμυθιού χωρίς όνομα έχει καταντήσει. Ή, για ν’ ακριβολογούμε, την έχουμε –άλλος περισσότερο άλλος λιγότερο- καταντήσει…
Και σήμερα, προπαραμονή της γιορτής της, μαζεμένοι στην πιο ζεστή γωνιά της τάξης και μιλώντας γι’ αυτήν: «Ιστορίες, κυρία! Ιστορίες να μας πείτε για τη σημαία!» ζήτησε με όλη του την καρδιά ο μικρός Κώστας και ιστορίες τους είπα, καταπώς ήθελαν, ξεκινώντας από την πιο παλιά, την ιστορία της σημαίας από την πολιορκία του Αρκαδίου στην κρητική επανάσταση του 1866.
Στο Αρκάδι, λοιπόν, είχαν μαζευτεί πλήθος Κρητικοί για να οργανώσουν την επανάστασή τους. Κι όταν ο ηγούμενος Γαβριήλ έλαβε μήνυμα από τον πασά να διώξει τους επαναστάτες, αλλιώς θα έκαιγε το μοναστήρι, «όχι» απάντησε ο ηγούμενος και άρχισε η πολιορκία. Χίλια άτομα περίπου ήταν κλεισμένα μες στη μονή, ενώ οι πολιορκητές ήταν γύρω στους δώδεκα χιλιάδες. Ένας από τους καπεταναίους, ο Κωστής Δασκαλάκης, έδεσε μια ελληνική σημαία ψηλά σ’ ένα στύλο. Κι ενώ το μοναστήρι δεχόταν επιθέσεις, η Χαρίκλεια Δασκαλάκη, η μάνα του καπετάνιου που είχε υψώσει τη σημαία, τη στερέωνε συνεχώς, καθώς το κοντάρι της είχε σπάσει από τα εχθρικά πυρά∙ στερέωνε τη σημαία, για να βλέπουν απέξω οι Τούρκοι πως οι Έλληνες εξακολουθούσαν να αμύνονται αποφασισμένοι να πεθάνουν.
Όλη τη νύχτα συνεχίστηκε η πολιορκία. Και, σαν ξημέρωσε, ο ηγούμενος λειτούργησε και τους μετάλαβε όλους. Κι ενώ τα πολεμοφόδια των Ελλήνων τελείωναν κι οι γυναίκες προσπαθούσαν να δυναμώσουν τη σιδερόπορτα που τη χτυπούσε ένα μεγάλο τούρκικο κανόνι, η Δασκαλάκαινα είχε περιτυλιχτεί με τη σημαία του γιου της που είχε στο μεταξύ σκοτωθεί. Κι όταν όλοι κατάλαβαν πως οι ώρες του Αρκαδίου ήταν πια μετρημένες, μαζεύτηκαν στην μπαρουταποθήκη του μοναστηριού και τη στιγμή που η πόρτα γκρεμίστηκε, έβαλαν φωτιά κι ανατινάχτηκαν. Από τους πολιορκημένους του Αρκαδίου σώθηκαν περίπου εβδομήντα γυναίκες και παιδιά και κάπου πενήντα άντρες. Η Χαρίκλεια Δασκαλάκη, που σώθηκε, φρόντισε να φυλάξει καλά τη σημαία του σκοτωμένου γιου της. Η σημαία αυτή, που είχε βαφτεί με το αίμα των νεκρών πολιορκημένων του Αρκαδίου, καθώς την είχε τυλιγμένη γύρω της, έμεινε πολύτιμο οικογενειακό κειμήλιο για πάνω από εκατό χρόνια και στη συνέχεια παραδόθηκε στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, που τη φυλάγει μαζί με άλλα αντικείμενα από το ιερό Αρκάδι.
Κι έπειτα για την περίπτωση του Κωνσταντίνου Κουκίδη τους μίλησα. Ο νέος αυτός ήταν Πόντιος γεννημένος στην Αθήνα, είχε ήδη πολεμήσει με τους Ιταλούς και, επιστρέφοντας στην Αθήνα, ζήτησε να καταταγεί στην Ανακτορική Φρουρά ως Εύζωνας, αλλά και Φρουρός της Ελληνικής Σημαίας της Ακρόπολης που τότε δεν τη φρουρούσαν. Έτσι ως Εύζωνας φρουρούσε μόνος τη Σημαία της Ακρόπολης ως τις 27 Απριλίου 1941,τη μέρα που μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα και, μόλις κατέβασαν τη δική μας σημαία κι ανέβασαν τη σβάστικα, ο ήρωας άρπαξε τη σημαία μας στα χέρια του, τυλίχτηκε μ’ αυτήν και έπεσε μαζί της στον Ιερό Βράχο.
Και καθώς μαζί με τη σημαία γιορτάζουμε στα σχολειά μας και την επέτειο του ΟΧΙ, τους αφηγήθηκα την πιο γνωστή αντιστασιακή πράξη, όπου πρωταγωνιστεί η σημαία μας, και η οποία περιγράφεται το 1961 από το συγγραφέα Δημήτρη Ψαθά ακριβώς έτσι:
«(…) Μέσα, όμως, σε τούτο το σκοτάδι της σκλαβιάς που σκέπασε τον τόπο, άστραψε ξαφνικά μια σπίθα, το πνεύμα της Αντίστασης. Έτσι απλά κι αυθόρμητα, σαν μια δύναμη φυσική, σαν ένας νόμος ακατάλυτος της ψυχοσύνθεσης της ράτσας μας, που ηλέκτρισε και δόνησε τις ψυχές των δυο παιδιών, για να τ’ αναδείξει σε σύμβολα της αδούλωτης Ελλάδας.
Επάνω εκεί στην Ακρόπολη- το λίκνο της Δημοκρατίας- κυμάτιζε ο αγκυλωτός σταυρός, απλώνοντας τον μαύρον ίσκιο του στην πόλη της Παλλάδας. Δεν θάταν, βέβαια, το κατέβασμά του, ζημιά υλική για τον καταχτητή. Θάταν, όμως, μια πράξη ηρωική που θα είχε την πελώρια ηθική σημασία μιας παρουσίας απειλητικής, της παρουσίας της ελληνικής ψυχής, που όρθια αγνάντευε τον δυνάστη.
Και ξεκινάνε μόνα τους τα δυο παιδιά για την ηρωική αποκοτιά-ν’ ανέβουν στην Ακρόπολη, να κατεβάσουν το σύμβολο της σκλαβιάς που λέρωνε τον Παρθενώνα. Θάνατος θάτανε το τίμημα της πράξης. Ούτε στρατιώτες είναι που πήρανε διαταγή ούτε ωργανωμένοι που φιλοτιμήθηκαν από κόμμα. Μόνοι τους, ολομόναχοι οι δυο, γίνηκαν οι φορείς των πόθων και καημών ενός ολόκληρου λαού.
 Ο ένας απ’ τους δυο, ο Σάντας-ο άλλος, ο Γλέζος, βρίσκεται στη φυλακή- κάλεσε προχτές στο σπίτι του τους δημοσιογράφους, ντόπιους και ξένους, για να θυμίση το υψηλό τούτο περιστατικό που τη λαμπρότητά του, δυστυχώς, σκίασε η πολιτική και η κομματική του εκμετάλλευση. Έμπνευση ευτυχισμένη ήταν του πρώτου (του Σάντα), γιατί μέσα στον σάλο και την θολούρα των πνευμάτων που προκάλεσαν τα μοιραία πάθη καταποντίσθηκαν πράξεις γεμάτες τιμή και ομορφιά, στολίδια της Ιστορίας της Ελλάδας.
Κάθονται και μελετάνε οι δυο νέοι πούθε και πώς μπορούσαν ν’ ανεβούνε στην Ακρόπολη, που κρατούσανε οι Ούννοι. Μελετάνε σχεδιαγράμματα και τέλος βρίσκουν μια σχισμή του εδάφους μέσα σε πεύκα, που ωδηγούσε από ανάβαση απόκρημνη στο Ερεχθείο. Τρυπώνουν εκεί και περιμένουν να νυχτώση. Απάνω στην Ακρόπολη ακούονται οι φωνές και τα χάχανα των Γερμανών που γλεντάνε με γυναίκες. Στιγμές αγωνίας. Κάποτε σταματάνε οι φωνές. Κι αρχίζει το σκαρφάλωμα. Επίμονο, επικίνδυνο, δραματικό. Κι επί τέλους, ύστερα από προσπάθειες υπεράνθρωπες, φτάνουν ψηλά, στην έξοδο και βγάζουν τα κεφάλια:
-Είναι κανείς;
-Κανείς.
Δόξα σοι ο Θεός της Ελλάδας, σκοπός δεν υπάρχει να φυλάη τη σημαία-μια σημαία πελώρια με τον αγκυλωτό, που ανεμίζει σε γερό σιδερένιο κοντάρι, έξη μέτρων, και κυματίζει μέρα-νύχτα, χωρίς να υποστέλλεται ποτέ. Βγαίνουν μπροστά στο Ερεχθείο και μέσα στο σκοτάδι κυττάνε την σημαία. Δεμένη με σιδερόσκοινο, είναι γερά στηριγμένη. Παλεύουν να την λύσουν. Ακατόρθωτο. Κομπιάζουν, λαχανιάζουν, αγωνίζονται, ιδρώνουν. Μάταιος ο κόπος. Σκαρφαλώνουν στο κοντάρι, πρώτα ο ένας, ύστερα ο άλλος, προσπαθούν να κόψουν το σιδερόσκοινο, ματώνουνε τα χέρια…τίποτα! Αλλά η δυσκολία φτερώνει τις καρδιές τους, κάνει το πείσμα τους να βράζη κι επί τέλους νάτη που λύθηκε η σημαία και κατεβαίνει. Την πιάνουν, την σκίζουν -ο Γλέζος έχει ένα μαχαίρι- πετάνε τα κομμάτια γύρω και κρατάνε μόνο δυο μικρά, γι’ ανάμνηση, που τα βάζουνε στον κόρφο. Ύστερα, με τον ίδιο τρόπο, κατεβαίνουν.
Ξημερώνει. Δίχως αγκυλωτό η Ακρόπολη. Λυσσάνε και σκυλιάζουνε οι Γερμανοί. Σε θάνατο-ερήμην-καταδικάζονται οι δράστες.(…)»
 Τη συγκεκριμένη ηρωική πράξη, που πρέπει να σημειώσουμε πως ήταν η πρώτη πράξη αντίστασης κατά των ναζί που καταγράφηκε στην κατεχόμενη Ευρώπη, θα τη χαρακτήριζα «πασίγνωστη», αν πέρσι δεν είχε συμβεί ο προπηλακισμός του ενός από τους πρωταγωνιστές της, του πιο προβεβλημένου Μανόλη Γλέζου, πράγμα που προκάλεσε μια σειρά από αντιδράσεις, που όλες τους ένα ερώτημα διατύπωναν: «πώς γίνεται να υπάρχουν Έλληνες που ν’ αγνοούν τόσο σημαντικά πρόσωπα της Ιστορίας μας;».
    Μα, για να μη διαπράξουμε κι εμείς αδικία (αυτοί που αγνοούν τόσο σημαντικά πράγματα, τον εαυτό τους πρώτα αδικούν και μετά την Πατρίδα), οφείλουμε εδώ να πούμε πως ο άλλος πρωταγωνιστής, ο Λάκης Σάντας, πέθανε φέτος, στις 2 Μαΐου, έχοντας αφήσει ως παρακαταθήκη σε όλους μας, ανάμεσα σ’ άλλα, και τα παρακάτω λόγια:
«Κι έξαφνα ένα δειλινό που ήμαστε στο Ζάππειο και ο ήλιος έγερνε λούζοντας τον ορίζοντα με εκείνα τα χρώματα που μόνο ο αττικός ουρανός έχει, τα μάτια μας γύρισαν στο βράχο της Ακροπόλεως. Μέσα στο υπέροχο φόντο της δύσης σταθήκαμε και κοιτούσαμε. Και τότε το βλέμμα μας έπεσε πάνω στη σημαία τους που υπερήφανα κυμάτιζε ψηλά ψηλά και η βαριά σκιά της πλάκωνε καταθλιπτικά όλη την Αθήνα, όλη την αττική γη…» «Να τι πρέπει να τους κάνομε!» είπα. «Να τους την πάρουμε. Να την γκρεμίσουμε και να την ξεσχίσουμε και να πλύνουμε έτσι τη βρωμιά από τον Ιερό Βράχο…».
Κι από την υποστολή του φασιστικού συμβόλου στην έπαρση μιας άλλης σημαίας. Αυτήν τη φορά από μια γυναίκα, την (πασίγνωστη θα την έλεγα, αλλά δεν είμαι καθόλου σίγουρη) κυρά της Ρω, που επί 40 χρόνια -από το 1943 ως το θάνατό της- ύψωνε την ελληνική σημαία στην ακριτική νησίδα της Ρω και την κατέβαζε με τη δύση του ήλιου. Για την ιστορία αξίζει να πούμε πως η βραβευθείσα μετέπειτα ηρωίδα μας ζούσε στο νησί από το 1927 ως το 1940 με τον άντρα της και μετά το θάνατό του (1940) με τη γριά μάνα της ως το 1982, που πέθανε η ίδια. Σήμερα η ξεχωριστή αυτή ηρωίδα βρίσκεται θαμμένη κάτω από τον ιστό όπου ύψωνε τη σημαία.
Μα και η άλλη κυρά που πέθανε επίσης φέτος τον Ιούνιο σε ηλικία 107 χρονών και κάποιοι από μας ίσως να την έχουν γνωρίσει μέσω της τηλεόρασης, η περίφημη «Κυρά των Μαρασίων», η γυναίκα σύμβολο των Ελλήνων ακριτών του Έβρου, υπήρξε μια σύγχρονη Κυρά της Ρω, αφού επί 50 χρόνια ύψωνε καθημερινά την ελληνική σημαία στην αυλή του σπιτιού της, εκατό μόλις μέτρα από τα ελληνοτουρκικά σύνορα. Θα πρέπει, όμως, να προσθέσουμε και πως η προσφορά της Βασιλικής Λαμπρίδου-Φωτάκη δεν περιορίστηκε στην έπαρση της σημαίας, καθώς, έχοντας χάσει πρόωρα τα τρία από τα τέσσερα παιδιά της, «έθεσε τον εαυτό της στην υπηρεσία των στρατευμένων νέων της περιοχής, δείχνοντας αγάπη, φροντίδα, στοργή, αφοσίωση και έγινε μάνα και η αδερφή για κάθε στρατιώτη».
Αυτές είναι οι σημαίες της καρδιάς μας κι έχουν όλες ένα κοινό χαρακτηριστικό: ανεμίζουν όλες τους περήφανες κι ωραίες, αγέρωχες σε χρόνια σκλαβιάς κι αλύγιστες. Ολόρθες. Και το καταφέρνουν, γιατί τα χέρια που τις κρατούν είναι τέτοια: περήφανα κι αλύγιστα κι αγέρωχα. Χέρια ελληνικά, χέρια πανώρια. Χέρια ηρωικά και σπάνια, χέρια ολοκάθαρα, που θα πρέπει ν’ αρχίσουν να πολλαπλασιάζονται σιγά σιγά αν θέλουμε να ξαναποκτήσουμε μιαν Ελλάδα αληθινή κι όχι ψεύτικη, όπως το είδωλο που έχουμε τώρα για πατρίδα...
Αφιερώνεται εξαιρετικά στον αγαπημένο όλων μας Φώτη Κιουτσούκη, που εξαιτίας της εδώ ανεργίας –ας όψονται όσοι φταίνε- φεύγει για την Αυστραλία με τις θερμότερες ευχές μας…


Δημοσιεύθηκε στις 3 Νοεμβρίου 2011 αρ. φύλλου 614


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ