-Γιατί, αλήθεια, τί θα ήμασταν χωρίς τα ονόματα; Ίσως χωρίς ταυτότητα, απροσδιόριστες μονάδες μέσα στο πλήθος. Συνήθως, δίνουμε τα ονόματα των παπούδων, για να δείξουμε ότι καταγόμαστε απ' αυτούς ή για να χαϊδέψουμε την δικαιολογημένη ματαιοδοξία τους, και τη δική μας-βέβαια- ότι η ζωή δεν σταματά εδώ. Κι όταν δίνουμε καινούργια ονόματα, αμεταχείριστα από καιρό, θέλουμε να σημαίνουν κάτι, να θυμίζουν-πιθανόν- έναν αρχαίο, μακρινό πρόγονο, που υπήρξε προσωπικότητα, άξια να την μιμηθούμε. Ή θέλουμε να είναι εύηχα, ιδίως των κοριτσιών, με τον απώτερο σκοπό να χαρίσουν στην φέρουσα αυτό το όνομα αρμονία και χάρη. Δυστυχώς, όμως, στη ζωή οι συνταγές αυτές πετυχαίνουν μόνο όταν συναρμόσουν πολλές συγκυρίες, έτσι ώστε η προσπάθειά μας να ταιριάξει με τα δεδομένα της τύχης και το ανθρώπινο υλικό της κάθε εποχής.
Συνηθίζεται στον τόπο μας, ακόμα και τώρα, να ονοματίζουμε πολλά παιδιά Αλέξανδρους και Αλεξάνδρες. Σύμφωνα με τον νόμο των πιθανοτήτων κάποιος από όλα αυτά τα παιδιά μπορεί να γίνει Μέγας, κάποια μέρα. Εγώ, βέβαια, παρακαλώ το Θεό να μην είναι Σκοπιανός, γιατί όπως έμαθα κι αυτοί τα ίδια κάνουν.
Για αλλού ξεκίνησα, αλλού σας πήγα, αλλά σε καφενείο είμαστε κι αυτά γίνονται.
Λοιπον, ο Ανδρέας, ο Γιώργος και ο Δημοσθένης κουβεντιάζουν με έναν όχι συνηθισμένο τρόπο. Δεν βρίζουν τα κόμματα, τους αρχηγούς τους, τα λαμόγια που έφτασαν την πατρίδα μέχρις εδώ, ας τους ακούσουμε. Ανδρέας- Χρεωμένος είμαι, που λέτε, και μη ρωτάτε πόσο. Όσο μπόρεσα χρεώθηκα και όσο χρειάζονταν η τράπεζα με χρέωσε. Για ποιό λόγο; Για ν' αγοράσω περισσότερα δέρματα, να πάω στις δημοπρασίες, ν' αλλάξω το αυτοκίνητο. Πέστε μου δεν είναι αλήθεια ότι αν έχεις φτηνό αυτοκίνητο, κάπως δε σε βλέπουν οι άλλοι γουναράδες; Τί μπίζνες να κάνεις όταν δεν έχεις ένα καλό αυτοκίνητο και δεν ξοδεύεις; ποιός θα με έπαιρνε, αν δεν τα έκανα όλα αυτά, στα σοβαρά; Ένας φτωχούλης του Θεού θα φαινόμουν στα μάτια των ανθρώπων. Για να μη πω και του Θεού. Είδατε ποιοί πηγαίνουν μπροστά-μπροστά στην εκκλησία; οι αρχές του τόπου και οι πλούσιοι. Και την διακυβέρνηση του κράτους αυτοί την έχουν στα χέρια τους....
Γιώργος- Εγώ, να πούμε, δημόσιος υπάλληλος είμαι, να μη σας πω ότι έτσι νοιώθω να γεννήθηκα. Με την σειρά μου, με το ωράριο μου, δημόσια υπάλληλο παντρεύτηκα και στο δημόσιο έβαλα τα παιδιά μου. Ήθελα να έχει η ζωή μου μια σταθερότητα. Όχι πολλά πράγματα, ένα σπίτι στην πόλη, ένα-δυο αυτοκίνητα, ένα εξοχικό. Δεν είχα τρελά όνειρα, σαν άνθρωπος κανονικός προσπαθούσα να ζήσω. Και ήμουν ήσυχος. Ποτέ δεν πήγα κόντρα σε καμία κυβέρνηση, σε κανέναν από τους υπαλλήλους της.
Υπήρξα νομοταγής. Και με τους βουλευτές των δύο μεγάλων κομμάτων καλά τα είχα. Η γυναίκα μου ήταν γραμμένη στο ένα κόμμα, εγώ στο άλλο. Δίκαιη μοιρασιά. και τον γιό τον έβαλα στο ταχυδρομείο και την κόρη στο δημαρχείο. Με τις καλές μου σχέσεις, με την καλή μου καρδιά. Ακόμα κι ελεημοσύνες έδινα και, σε δυο Αλβανούς, επιπλέον, βρήκα δουλειά. Και τώρα αισθάνομαι να μου ξεγλυστρά ό,τι απόχτησα μέσα από τα χέρια, σα να έγιναν όλα νερό, να ρευστοποιήθηκαν. Και σταυρώνει τα χέρια του στενοχωρημένος, σα να έπεσε μια πέτρα απ' το βουνό, ψηλά από τις γκαλιότρυπες και τον πλάκωσε.
Δημοσθένης- Εγώ, ρε παιδιά, πάντα ήμουν έτοιμος για κοινωνικούς αγώνες. Και σε διαδηλώσεις κατέβαινα και σε απεργίες. Φυσικά, ήμουν αντίθετος στην πλουτοκρατία και στις κάθε λογής εξουσίες. Βέβαια, και χρόνο είχα, βοηθητικός ήμουν, η γυναίκα μου μόνο ήταν μισθωτή. Αλλά εγώ πρόσφερα γενικότερα, έτρεχα για το καλό όλων. Μέχρι και στη Κούβα πήγα, για να έρθω σε προσωπική επαφή με τους συντρόφους μας εκεί, που κρατούσαν γερά τα τελευταία μετερίζια. Λαϊκός τύπος είμαι. Και σήμερα εγώ δε σας είπα να συναντηθούμε σ' αυτό το καφενείο; έξω από πολυτέλειες είμαι, βολεύομαι με το τίποτα.
Ανδρέας- Βέβαια, στα νυκτερινά κέντρα που πήγαινα -κοινώς σκυλάδικα- δεν ήταν κι απαραίτητο, αλλά να, όταν παίρνεις ρίσκα στη δουλειά έχεις άγχος, δε θέλεις να ξεδώσεις και λίγο; Κι οι γυναίκες μας φταίνε. Ας έκαναν κάτι να μας κρατήσουν στο σπίτι. Ουκ' επ' άρτω ζήσεται μόνον άνθρωπος. θέλει και λίγο θέαμα. Και ζούμε σε μια "κινητική" εποχή. Γίνεται διακίνηση ιδεών κι ανθρώπων. Παλιά μας έρχονταν Ταϋλανδέζες, τώρα Ρωσίδες. Δεν σταματάει ο κόσμος, σαν τα μυρμήγκια τρέχουμε. Από ψηλά αν μας δει κανείς, έτσι φαινόμαστε, νευρόσπαστα του κερατά. Έπειτα εγώ δεν έμαθα και πολλά γράμματα. Από μικρός στη γούνα μπήκα. Και δε μου χρειάστηκαν, δηλαδή. Αυτοί που το ψάχνουν και πολύ δε είναι άντρες. Δεν τους βλέπεις; ή φλούφληδες έγιναν ή λαπάδες.
-Τί γίνεται, ρε συ, σήμερα; Μέχρι και τους ποδοσφαιριστές στα γήπεδα, τους βλέπεις σα να βγήκαν, μόλις, από το κομμωτήριο.
-Καλά δεν τα λέω;
Γιώργος- Μόνο καλά τα λες; έξω απ' τα δόντια. Αυτό μας έφαγε, που ήμασταν αληθινοί. Κι εγώ, με τον τρόπο μου, δεν εξαπάτησα κανέναν, μυΐγα δεν πείραξα.
Τώρα που πέρασαν λίγο τα χρόνια, επιτρέπεται να έχω τέτοια ανασφάλεια; Καλά οι άλλοι, αλλά εγώ πού έφταιξα; Γιατί δε φταίει ο ένας, δε φταίει ο άλλος, κάποιος πρέπει να έβαλε το χεράκι του, όμως.
-Και κοιτάει με σημασία τους άλλους δυό.
Δημοσθένης- Δεν πιστεύω να εννοείς εμάς! φίδι που σ' έφαγε! Να υποπτεύεσαι εμένα, τον κοινωνικό αγωνιστή!
Γιώργος- Όχι καλέ! Για τους άλλους λέω και κοιτάει γύρω του.
-Τί να πω; από ποιόν να ζητήσω το λόγο, αφού και η ίδια η γυναίκα μου δεν με καταλαβαίνει. Τι περιμένεις ύστερα; Χάλια είμαστε.
Γιώργος- Τί λες, βρε παιδί μου, η Πόπη;
Δημοσθένης- Η Πόπη, βέβαια! Σήκωσε παντιέρα. Βαρέθηκε, λέει, να είναι ο χρηματοδότης. Είναι και τα παιδιά στο εξωτερικό! Τους έστειλα και τους δυο να σπουδάουν Ιατρική.
Ανδρέας- Σιγά, ρε Δημοσθένη, εσύ δεν έλεγες ότι δεν τα παίρνουν τα γράμματα; όλο στο λύκειο ήσουν, να μαλώνεις με τους καθηγητές.
Δημοσθένης- Αυτά παλιά. Τώρα έβαλαν μυαλό. Τους έστειλα στη Ρουμανία. Έχουν κάτι πανεπιστήμια εκεί άλφα-άλφα. Ο ανεψιός μου, που πήγε, τελείωσε Ιατρική, αντί σε έξι χρόνια, σε πέντε και με άριστα.
-Αν είναι καλό το πανεπιστήμιο, όλα γίνονται.
-Οι δυο άλλοι κοιτιούνται με σημασία.
Δημοσθένης- Και γι' αυτό, λοιπόν, η δικιά μου έχει έξοδα με τα παιδιά και θέλει να με σχολάσει.
-Και πώς θα ζήσεις, της λέω, χωρίς έναν άντρα να σε προστατεύει; Μόκο εκείνη. Αλλά λεφτά στο τραπέζι δεν αφήνει, όπως άλλοτε.
Γιώργος- Τί περιμένετε, βρε παιδιά, πάντα η ζωή άδικη ήταν. Αυτά δεν τραγούδησε κι μεγάλος Καζαντζίδης, o Στελάρας; Άκρη δε βρίσκεις.
Βγάζει χρήματα και πληρώνει τους καφέδες.
-Ρε σεις, απευθύνεται στους άλλους δυό, το Λαμόγια δεν είναι πολύ ωραίο όνομα για γυναίκα; την Μάγια Μελάγια μου θυμίζει, αν είχα τώρα μια κόρη, έτσι θα την έβγαζα!
Και φεύγουν ήρεμοι.
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 3 Νοεμβρίου 2011 αρ. φύλλου 614
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.