12.8.17

Heinrich Gelzer: Από το Άγιον Όρος και τη Μακεδονία [IΙ]

ΟΔΟΣ 15.9.2016 | 851

Ταξιδιωτικές φωτογραφίες από τα μοναστήρια Αγίου Όρους 
και την περιοχή της εξέγερσης


* * *

Vom Heiligen Berge und aus Makedonien
Reisebilder aus den Athosklöstern und dem Insurrektionsgebiet

Μετάφραση: Χρυσούλας Πατρώνου Παπατέρπου


Ο Heinrich Gelzer, καθηγητής αρχαίων γλωσσών και βυζαντινολόγος στο πανεπιστήμιο της Ιένας Γερμανίας, γεννήθηκε στο Βερολίνο το 1847 και πέθανε στην Ιένα το 1906. Ασχολήθηκε διεξοδικά με το Βυζάντιο και έγραψε πάρα πολλά σχετικά κείμενα. Τα έτη 1902 και 1903 ταξίδεψε στην Ελλάδα, όπου επισκέφτηκε το Άγιον Όρος και τη Μακεδονία, έγραψε δε και βιβλίο το 1904 για το ταξίδι αυτό. Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου με τίτλο “Από το Άγιον Όρος και τη Μακεδονία”, αναφέρεται στο ταξίδι του το 1902 στην Καστοριά.


Ε. ΚΑΣΤΟΡΙΑ (σελ.226-250)


ΧΧV. ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΚΑΣΤΟΡΙΑ

Η τελευταία μου επίσκεψη ήταν στην πρωτεύουσα της νότιας Μακεδονίας, την Καστοριά. Η εκεί Εκκλησία ήταν παλιότερα η πλουσιότερη της επισκοπής της Αχρίδας, και ο επίσκοπός της ο πιο διακεκριμένος μετά τον Πατριάρχη. Έφερε τον τίτλο “Μητροπολίτης της θεοσκέπαστης πόλεως των Καστοριέων και Πρωτόθρονος όλης της Βουλγαρίας”. Επίσης, οι εμπορικές συντεχνίες της Καστοριάς με τον πλούτο τους ασκούσαν ισχυρή επιρροή στην πολιτική και ειδικά στην εκκλησιαστική διοίκηση. Ενεπλάκησαν έντονα στην ακύρωση της πατριαρχίας της Αχρίδας το 1767· σε δική τους πρωτοβουλία, υποστηριζόμενης από σημαντικά χρηματικά ποσά, αποδίδεται κατά κύριο λόγο αυτή η καταστροφική ενέργεια.

Στην Καστοριά βρισκόταν επίσης ένας πολύτιμος κώδικας της εκεί εκκλησίας· ο  προκάτοχος του σημερινού Μητροπολίτη Φιλάρετος Βαφείδης, σήμερα Μητροπολίτης Διδυμότειχου, δημοσίευσε ενδιαφέροντα αποσπάσματα του κώδικα αυτού. Γι αυτό και φρόντισα να μου παράσχει ο Οικουμενικός Πατριάρχης μία συστατική επιστολή προς τον σημερινό αρχιερέα, κύριο Γερμανό, και αποφάσισα να αφιερώσω το τελευταίο κομμάτι της παραμονής μου στη Μακεδονία, στην Καστοριά.

Από την Κορυτσά φτάνει κανείς στην Καστοριά μέσω ενός υποφερτά βατού δρόμου σε 10-12 ώρες. Αλλά οι Τσαούσηδές μου με επισκέφτηκαν την τελευταία μέρα της παραμονής μου στην Κορυτσά και μου τόνισαν ότι ο δρόμος, λόγω έντονων βροχοπτώσεων τις προηγούμενες μέρες, είχε καταστραφεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε και οι ίδιοι, για να μπορέσουν να βγάλουν το αμάξι από τη βρωμιά, αναγκάστηκαν να το χωρίσουν από τον άξονα. Θα μπορούσα να πάω με άμαξα, τρεις ώρες δρόμο, μέχρι την Βίγλιστα• από κει όμως, θα έπρεπε να πάω έφιππος μέχρι την Καστοριά, αλλά ο δρόμος θα ήταν πολύ πιο ωραίος και σύντομος, μόνο πέντε ώρες. Η συμβουλή προερχόταν από τον καδή, και οπωσδήποτε σε τέτοιες περιπτώσεις θέλεις την συγκατάνευση της εξουσίας, υπό την προστασία της οποίας ταξιδεύεις και πρέπει να την ακολουθείς επακριβώς και να μην προκαλείς δυσάρεστα ενδεχόμενα, λόγω της ευρωπαϊκής σου στενοκεφαλιάς. Σκέφτηκα ομολογουμένως, ότι το αδιάβατο του δρόμου για την Καστοριά ίσως να μην οφειλόταν μόνο στη νεροποντή, αλλά και στις βουλγαρικές συμμορίες και η τουρκική κυβέρνηση μου το υπεδείκνυε πολύ διακριτικά. Αλλά κατά κάποιον τρόπο είχα και τις αμφιβολίες μου, επειδή τα άλογα που μας έλειπαν και που θα τα έστελναν από την Καστοριά στη Βίγλιστα, θα έφταναν ακριβώς απ` αυτόν το δρόμο. Φαίνεται λοιπόν πως ο δρόμος πράγματι είναι αδιάβατος λόγω φυσικών φαινομένων. Αρκετά, ακολουθώ τη συμβουλή του σοφού καδή.

Πρωί στις πέντε η ώρα εγκαταλείψαμε κάτω από ένα λαμπρό, έναστρο ουρανό, την Κορυτσά. Όταν είχαμε προσπεράσει έναν όμορφο λόφο, είδαμε να λάμπει από μακρυά η πλατιά λεκάνη της λίμνης των Πρεσπών, που στις όχθες της υπάρχει επίσης μια παλιά επισκοπική πόλη. Σε ένα νησί της λίμνης βρίσκεται ένα μοναστήρι με πολύ πλούσια βιβλιοθήκη. Προς μεγάλη μου δυσαρέσκεια, δεν επισκέφτηκα αυτήν την τοποθεσία. Είναι εντυπωσιακό πάντως, το πόσες επισκοπικές έδρες διαθέτει αυτή η αραιοκατοικημένη χώρα. Κάθε σχετικά μεγάλος τόπος έχει από μία και παλιότερα υπήρχαν πολύ περισσότερες, έτσι που η χώρα να έβριθε πράγματι από επισκοπεία. Στις 9.30 φτάσαμε στη Βίγλιστα.

Επειδή, όπως ήδη ανέφερα, τα άλογα που είχαμε παραγγείλει τηλεγραφικά, θα ακολουθούσαν έναν άλλο δρόμο, δεν είχαμε άλλη επιλογή παρά να κάνουμε υπομονή. Πρώτα μας περιποιήθηκε ο μουδήρ (δήμαρχος) προσφέροντάς μας καφέ και τσιγάρα· έπειτα μας φρόντισαν ένας πολύ δραστήριος Αλβανός αξιωματικός από τα Γιάννενα, ένας νηφάλιος γέροντας με εντυπωσιακό άσπρο μουστάκι, και ο γιος του, επίσης αξιωματικός. Αυτοί οι νότιοι Αλβανοί είναι αρκετά ανεξάρτητα πνεύματα και δεν ακολουθούν τις εντολές του Κορανίου. Και οι δύο αξιωματικοί είχαν ξεκάθαρη σκέψη, μιλούσαν άριστα ελληνικά και μας κέρασαν ένα πολύ νόστιμο κόκκινο κρασί• επίσης και τη δική μας προσφορά, γαλλικό κονιάκ, δεν την περιφρόνησαν καθόλου. Με την μεσολάβηση του γέρου μας δόθηκαν- πιστεύω από το στάβλο του- δύο θαυμάσια τουρκικά άλογα ιππασίας με αγγλικές σέλες και ένας Τσιντσάρος (Ρουμάνος) αγωγιάτης για το άλογο με τις αποσκευές μας. Τώρα η έφιππη πορεία ήταν τελείως διαφορετική από εκείνη στους κατσικόδρομους του Αγίου Όρους. Το άλογό μου προχωρούσε κάπως αργά, αλλά του άρεσε ο τροχασμός και έτσι πολύ γρήγορα καλύψαμε τον ορεινό όγκο της Νότιας Μακεδονίας, τόσο πλούσιον σε εναλλαγές και καταπληκτικά τοπία. Πολλές φορές συναντήσαμε χωρικούς να δουλεύουν και καραβάνια περιπλανώμενων Βουλγάρων. Οι περισσότεροι, οι οποίοι ταξίδευαν με τουρκική κάλυψη, μας κοίταζαν συνοφρυωμένοι και ούτε καν απαντούσαν στο χαιρετισμό μας. Ένιωθες, ότι ο πληθυσμός εκείνο το διάστημα ζούσε σε σχετική ηρεμία, αλλά γεμάτος μίσος για τους αφέντες του, περίμενε την κατάλληλη στιγμή, για να ξεσπάσει και πάλι σε ταραχές.


XXVI  ΟΙ ΕΘΝΙΚΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ

Δεν ήταν πέντε η ώρα, όταν φτάνοντας σε ένα ύψωμα, ξεσπάσαμε σε κραυγές ενθουσιασμού. Μπροστά μας ανοιγόταν η θέα της πλατιάς κοιλάδας της Καστοριάς με την γαλάζια λίμνη της. Στις όχθες της, στο στενό λαιμό μιας χερσονήσου, που εκτείνεται βαθιά μέσα στη λίμνη, είναι κτισμένη αμφιθεατρικά η πόλη, παρόμοια με την Αχρίδα. Στα δυτικά, στη μέση καταπράσινων περιβολιών, γεμάτων με οπωροφόρα και αιωνόβια δέντρα, μένουν οι Τούρκοι ή ακριβέστερα οι Μωαμεθανοί, γιατί όλη η αριστοκρατία και ένα μεγάλο μέρος της συνοδείας της είναι αλβανικής καταγωγής. Αμέσως μετά είναι η συνοικία των υιών του Ισραήλ (Σπανιόλοι), ενώ στο ανατολικό τμήμα μένουν οι Χριστιανοί, που ο πληθυσμός τους υπερτερεί κατά πολύ εκείνου των Τούρκων. Οι Χριστιανοί μιλούν όλοι ελληνικά και είναι φανατικοί ζηλωτές του Πατριαρχείου. Η πόλη έχει 1762 σπίτια, τα 800 εκ των οποίων είναι βουλγάρικα (*), 800 τουρκικά, 12 ρουμανικά, 120 εβραϊκά και σε 30 μένουν Τσιγγάνοι. Όσον αφορά στον πληθυσμό της αγροτικής περιοχής της Καστοριάς, σύμφωνα με βουλγαρικά στοιχεία θα πρέπει να υπάρχουν 84 χωριά με 5729 σπίτια κατοικούμενα από Βουλγάρους, 17 αρκετά σημαντικές πολίχνες και χωριά με 3134 ανάμεικτου πληθυσμού και 11 χωριά με 1029 σπίτια κατοικούμενα από γνήσιους Έλληνες. Υπάρχουν επίσης 225 σπίτια ορθοδόξων Αλβανών σε 2 χωριά, η ρουμάνικη πολίχνη Κλεισούρα με 800 σπίτια και 12 τουρκικά χωριά με 694 σπίτια. Αλλά επίσης, σύμφωνα με βουλγαρικά στοιχεία, οι ζηλωτές του Πατριαρχείου υπερτερούν σε αριθμό κατά πολύ εκείνων της Εξαρχίας· μεταξύ των ίδιων των Βουλγάρων μόνο 3100 σπίτια είναι ακόλουθοι της Εξαρχίας, ενώ 5202 ακολουθούν το Πατριαρχείο· οι Ρουμάνοι και Αλβανοί είναι, όπως πάντα, φανατικοί ακόλουθοι του Πατριαρχείου.

Οι Έλληνες αρνούνται έντονα αυτή τη στατιστική. Ισχυρίζονται, πως ειδικά οι χριστιανοί κάτοικοι της πόλης της Καστοριάς, έχουν καθαρά ελληνική καταγωγή. Και ο αγροτικός πληθυσμός όμως, του οποίου η γλώσσα είναι τα βουλγαρικά, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να είναι βουλγαρικής εθνικότητας, αλλά, όπως με διαβεβαίωσε ο κος Γερμανός, μητροπολίτης Καστοριάς, πρέπει να θεωρείται ότι είναι απόγονοι των Αρχαίων Ελλήνων, απόγονοι του Ορέστη, έστω και αν η ύπαιθρος βρισκόταν υπό βουλγαρική κυριαρχία. Αυτό μου φαίνεται φυσικά πολύ αμφισβητήσιμο. Το ότι νότια της Καστοριάς στα χωριά το ελληνικό στοιχείο υπερτερεί κατά πολύ, είναι γεγονός αναμφισβήτητο. Πολύ πιθανόν, κατά την βουλγαρική μετανάστευση εδώ, στο ακραία νότια τμήματα της χώρας, το κύμα της επιδρομής να προχώρησε πιο ήπια και να παρέμεινε ένα υπόλοιπο των παλιών κατοίκων, έστω και εκβαρβαρωμένων, δίπλα στους κατακτητές. Εκείνο, όμως που θα μπορούσε να παράσχει σ` αυτήν την υπόθεση αληθοφάνεια, ο σχηματισμός των ονομάτων, δεν βοηθά καθόλου στην εξαγωγή ενός τέτοιου συμπεράσματος. Τα οικογενειακά ονόματα σε πολυάριθμα Καστοριανά πιστοποιητικά, τα οποία αντέγραψα και συνέλεξα αποσπασματικά, χωρίς καμία εξαίρεση, δεν είναι ελληνικά: βουλγαρικά, αλβανικά ή ρουμανικά. Ακόμη και το όνομα της πόλης είναι βουλγαρικό: Κοστούρ, που οι Έλληνες μόνο μετά την κατάκτηση της πόλης το 1018, το άλλαξαν. Οι Τούρκοι την ονομάζουν Κέσριε. Το Κοστούρ είναι παρωδία του λατινικού Κάστρουμ. Ένα βυζαντινό, ή ίσως και ρωμαϊκό κάστρο υπήρχε στο λαιμό της χερσονήσου και μπορούσε να την προστατεύει επιτυχώς από κάθε χερσαία επιδρομή. Μεγαλοπρεπή ερείπια της παλιάς πύλης του Κάστρου και των μεταγενέστερων τειχών υπάρχουν ακόμη στον τούρκικο οικισμό δίπλα στο κονάκι του Καϊμακάμη (υποδιοικητή).

(συνεχίζεται)


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 15 Σεπτεμβρίου 2016, αρ. φύλλου 851


(*) Παρ’ όλα αυτά ο καθηγητής κ. Πάνος Τσολάκης στο βιβλίο του «Καστοριά, Τόπος και Ιστορία» (σελ. 137) το απόσπασμα του Gelzer που αναφέρεται στον πληθυσμό της Καστοριάς το μεταφράζει διαφορετικά από την κ. Χ. Πατρώνου, ως εξής: «Η πόλη της Καστοριάς περιλαμβάνει 1.762 σπίτια, από τα οποία 800 είναι ελληνικά, 800 τουρκικά, 21 βλαχικά, 210 εβραϊκά, ενώ 30 κατοικούνται από τσιγγάνους».
Ενώ ο Heinrich Gelzer στις σελ. 229-230 του βιβλίου του αναφέρει επί λέξει: «Die Stadt Kastoria enthält 1762 Häuser, von denen 800 bulgarisch, 800 türkisch, 12 rumunisch, 120 jüdisch sind, während 30 von Zigeunern bewohnt warden».


Σχετικά:

4 σχόλια:

  1. Αναγνώστης12/8/17

    Και το ερώτημα που προκύπτει είναι: σύμφωνα με τα παραπάνω γραφόμενα του Γερμανού, αφού τότε δεν κατοικούσαν στην Καστοριά Έλληνες, τότε οι σημερινοί κάτοικοί της πώς προέκυψαν; Είναι όλοι τους πρόσφυγες και μετανάστες; Από πού;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ανώνυμος15/8/17

      Ο Γερμανός, μπορεί να προπαγανδίζει όσο θέλει, να γράφει ό,τι θέλει...
      Ο κ. Πάνος Τσολάκης, όμως, γιατί μεταφράζει άλλα αντ' άλλων; Είναι [........] ορθό αυτό; Έτσι κάνουν [........];

      Διαγραφή
  2. Αναγνώστης12/8/17

    Εσείς π.χ., κ. Μπαϊρακτάρη, πείτε μας πώς βρέθηκαν οι παππούδες σας στην Καστοριά; Πότε κι από πού ήρθαν, αφού δεν ζούσαν Έλληνες εδώ πριν από 100 χρόνια;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Αναγνώστης12/8/17

    Όσο για την δική μας, ελληνικότατη Κλεισούρα, ρουμάνικη τη λέει ο Γερμανός κι ας βγάλει καθένας τα συμπεράσματά του...

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ