31.7.20

Marilena Nik: Αποζαρινός δραπέτης



Α Ν Ε Μ Ο Λ Ο Γ Ι Ο

Τύλιξε με το χοντρό μαύρο σάλι το κεφάλι της και κρατώντας στο χέρι το πρόσφορο και το βαθύ πιάτο με το στάρι, βγήκε στη κατηφοριά για τους Αγίους Αναργύρους. Ο αποζαρινός είχε αρχίσει να δείχνει τα δόντια του, το χτεσινοβραδυνό χιόνι είχε παγώσει και η λίμνη ήταν γκρίζα κι άγρια. Βαρύς χειμώνας ο φετινός. Θα ήθελαν κι άλλα ξύλα για το τζάκι. Μπαίνοντας στην εκκλησία, σήκωσε τη μαύρη χοντρή μακριά φούστα της, μαύρα ήταν και τα χειμωνιάτικα μεσοφόρια της, κι άνοιξε το πουγγί για να δώσει στον παπά, όταν ερχόταν, το κατιτίς της για να διαβάσει τα ονόματα. Τόσα ονόματα, λιγόστεψαν αυτοί εδώ κάτω και ‘κει ψηλά περίμεναν πολλοί ν’ ακούσουν τ’ όνομά τους.

Κάθησε στο στασίδι της, σταύρωσε τα χέρια της για να προσευχηθεί τώρα που ήταν ακόμα μόνη, πριν έρθουν οι άλλες. Πόσο της άρεσε αυτή η σιωπή και το φως των κεριών να τρεμοπαίζει φωτίζοντας τις τοιχογραφίες κι έξω να φυσάει ο αποζαρινός. Να γαληνέψει λίγο η ψυχή της, να τους μιλήσει με την ησυχία της, να τους νοιώσει σιμά της. Το γιο της, τον άντρα της, τους γονείς, τους πήρε ο πόλεμος κι έμεινε με τις δυο κόρες της να τους πενθεί. Μαυροφορέθηκαν κι έκλεισαν την πόρτα τους.

Μόλις τελείωσε η λειτουργία, βγήκαν οι κυρές έξω στο προαύλιο κι άρχισαν να μοιράζουν το στάρι τους στα παιδάκια που τις περίμεναν. Μελανιασμένα τα χέρια και τα χείλη τους κι η πείνα να γουργουρίζει. Φτώχεια. Η συζήτηση μεταξύ τους δεν ήταν άλλη από το φόνο του κυρ-Ναούμ, του έμπορα, του μαυραγορίτη καλύτερα, από τον Μπότη το γιο του γυμνασιάρχη. Κουβέντα δεν του πήραν γιατί τον σκότωσε. Γειτόνοι ήσαν. Έκοβαν κι έραβαν οι γλώσσες τους, οι καλύτερες μοδίστρες. Άκουγε χωρίς να μιλά, το σπίτι του γυμνασιάρχη το γνώριζε πολύ καλά. Πριν τον πόλεμο έραβε τη γυναίκα του. Αρχόντισσα ήταν και είναι ακόμα μέσα στη θλίψη της από τις αβέβαιες πληροφορίες για τη ζωή του άντρα της. Η κόρη τους η Ντότα σαν μπουμπούκι που μοσχοβολάει την καλοσυνάτη ψυχή της. Τί να είχε συμβεί κι έφτασε αυτό το παληκάρι στο σκοτωμό;

Φτάνοντας στο σπίτι της, είδε να έρχονται απ’το Τσαρσί πέντε χωροφυλάκοι. Κοντοστάθηκε και τους ρώτησε τι τρέχει... δραπέτευσε ο φονιάς. Έψαξαν στην αυλή της και της είπαν, αν τον δει, να τον καταδώσει. Αυτή να καταδώσει; Στους χωροφύλακες; Δεν θα ‘ναι απ’τα μέρη τους και δεν γνωρίζουν την οικογένεια της. Την ιστορία της. Ανέβηκε τη σκάλα και μπαίνοντας στο δωμάτιο, ένοιωσε τη ζεστασιά απ’το τζάκι, έβγαλε το σάλι και το πανωφόρι της και κάθισε στο παραγώνι. Οι κόρες είχαν επιστρέψει απ’ το γουναράδικο που δούλευαν, ευτυχώς τις προσέλαβαν και τις δύο διότι αυτή με το ράψιμο δεν είχε δουλειά. Λίγα διορθώματα και μεταποιήσεις. Είχαν μαζέψει κάστανα και τα χάραζαν για να τα ψήσουν. Ήξεραν ήδη ότι ο Μπότης δραπέτευσε, γνωριζόντουσαν από παιδιά.

Κι άρχισαν να ‘ρχονται οι θύμησες... «θυμάσαι τότε που ο Νίκος μας βούτηξε στην παγωμένη λίμνη να πιάσει το σταυρό; Βούτηξε και ο Μπότης μαζί του;»... «στα καρναβάλια είχαν ντυθεί κυράδες με γούνες και καπέλα με φτερά, είχαν βάψει και τα χείλια τους»... την είδε την σπίθα στα μάτια της μικρής της κόρης, τα δάκρυα που έρχονταν... η Μαρούλα με τον Μπότη; Παιδιάστικοι έρωτες, σκέφτηκε κι ηρέμησε.

Μετά τις χαρούμενες αναμνήσεις άρχισαν πάλι να αναμοχλεύουν τις μαύρες και στενάχωρες. Τον πόλεμο και τον ήχο του που έφτανε μέχρι εδώ στην πόλη τους. Τις βόμβες των ιταλικών αεροπλάνων και την πείνα. Ο άντρα της με το γιο τους κι ο γυμνασιάρχης στο βουνό, αντάρτες. Τον εμφύλιο. Εκεί πάντα σταματούσαν τη κουβέντα τους, τα μάτια τους σκούραιναν, τα χέρια σταυρώνονταν και τα χείλη έκλειναν. Έτρωγαν αμίλητες τα ψημένα κάστανα και μόνο ο ήχος από τα τσόφλια που καθάριζαν ακουγόταν, «χρατς, χρατς». Σηκώθηκε κι έριξε ξύλα στο τζάκι, βράδυαζε.

Ξύπνησε από την ησυχία, απέραντη ησυχία, ο αποζαρινός είχε κοπάσει. Βγήκε απ΄τα ζεστά σκεπάσματα και πήγε στο παραθύρι. Το μισοφέγγαρο φαινόταν μέσα στα λίγα σύννεφα. Μια πλάβα έσχιζε τα νερά της λίμνης. Το φεγγάρι κρύφτηκε, σκοτάδι. Έσφιξε το σάλι της και πήγε σιγανά στο δωμάτιο των κοριτσιών. Η μεγάλη της κόρη όρθια στο παράθυρο. Το κρεβάτι της μικρής άδειο. Στάθηκε δίπλα της κι εκείνη την αγκάλιασε. Ευχόταν «καλό κατευόδιο», κοιτώντας τη μαύρη κουκίδα που έπλεε προς το Μαύροβο. Πότε θα την ξαναέβλεπε; Ήθελε τόσα να μάθει αλλά όχι τώρα κι αύριο μέρα ήταν.


Στη Χρυσούλα για τον αποζαρινό της άνεμο



Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 23 Ιανουαρίου 2020, αρ. φύλλου 1018.
Η αναγνώστρια της ΟΔΟΥ εξέφρασε την επιθυμία να υπογράψει με ψευδώνυμο.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ