27.7.20

ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ: Μια φορά κι έναν καιρό...



Το κείμενο που ακολουθεί είναι η ομιλία του κ. Σπυρίδωνος Αναγνώστου στην παρουσίαση του καστοριανού παραμυθιού "Μια φορά κι έναν καιρό ήταν και κάπου ήταν" (εκδόσεις Καλυψώ) της Μερόπης Σωτηροπούλου-Μάγγελ, που πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2019 στο Βασιλικό Θέατρο Θεσσαλονίκης, από τον σύλλογο Καστοριανών Θεσσαλονίκης "Το Κέλετρον".

* * *


ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΜΑΡΤΙΑΤΙΚΗ ΒΡΑΔΙΑ με χειμωνιάτικο καιρό, όταν στην αίθουσα του δημοτικού συμβουλίου Καστοριάς είχε γίνει η παρουσίαση του παραμυθιού της Μερόπης Σωτηροπούλου Μάγγελ με τίτλο «Μια φορά κι έναν καιρό ήταν και κάπου ήταν...».

Τότε, φορέσαμε όλοι την παιδική ψυχή μας και μπήκαμε στο χώρο του παραμυθιού, δρασκελίζοντας το κατώφλι του χρόνου, αλλάζοντας εποχή. Η αίθουσα του δημαρχείου έμοιαζε με καστοριανό σπίτι, με τη σοφή γιαγιά που παραδείχνει στα εγγόνια της, τις ιστορίες της τοπικής παράδοσης.

Η θεατροποίηση του παραμυθιού οδήγησε τους θεατές εκεί που ζούσαν οι πρωταγωνιστές, ο λύκος ο κυρ-Νικόλας και η Μάρω η αλεπού. Εκεί που με ανθρώπινη λαλιά, τα ζώα αυτά μας ταξίδεψαν στις ούλτσες και τις αβγατές του Ντολτσού, στους παραδοσιακούς γάμους με τα βγελιά και τα κεράσματα ανάμεσα στα αρχοντικά και τις βυζαντινές εκκλησιές της πόλης μας.

Η ντόπια μουσική και οι στίχοι, έντυσαν με αρχοντιά το σενάριο του παραμυθιού και όλοι σταθήκαμε δίπλα σε ένα πραγματικά παραμυθένιο σκηνικό παρακολουθώντας την ιδέα της Μερόπης, η οποία ξαναπλάθοντας το χώρο και ανασταίνοντας το χρόνο, μας οδήγησε σ’ ένα κόσμο ονείρου.

Το τοπίο ξαναζωγραφίστηκε και ταξιδέψαμε σε εποχές λησμονημένες, όταν τα ζιμπίλια φύτρωναν μες στους Καστοριανούς μπαξέδες, όταν ο γάμος είχε πάντα βγελιά και τα καράβια λικνίζονταν στην λίμνη.

Τότε που η γιαγιά της Μερόπης φουκαλνούσε τις στράτες με τις γειτόνισσες και κερνούσε μπιμπλιά και σαλιάρους. Τότε που ο μικρόκοσμος της γειτονιάς του καλού καιρού ήταν γιομάτος καλημέρες και ανοιχτά παράθυρα και τα γέλια των παιδιών σκορπισμένα στα παιχνίδια του δρόμου.

Τον μπαξέ της καρδιάς της γέμιζε λοιπόν η ζωγράφος, με όλα αυτά τα μικρά και όμορφα που οι παλιοί Καστοριανοί είχαν να δώσουν. Άλλος με το παραμύθι, άλλη με το κέντημα, η γιαγιά με τις ιστορίες για τα στοιχειά και τις μάγισσες, ο παππούς με τον Καραγκιόζη.

Όπως αναφέρει και η ίδια στον πρόλογο του παραμυθιού της «ο κόσμος αυτός ζει μέσα μου και κάθε τόσο, ξετρυπώνει στη δουλειά μου, όλο και με κάποιο καινούριο μα με το ίδιο παλιό πρόσωπο, κάτι σαν χαμογελαστό ξωτικό από κάποιο παλιό καλό παραμύθι». Και πόσο δίκαιο και σωστό το παραπάνω…

Μια που για όλους μας, ο κόσμος των παιδικών μας χρόνων είναι ανεπανάληπτος, είναι χαραγμένος στο μυαλό και την ψυχή μας, σαν χαμογελαστό ξωτικό, σαν παλιό παραμύθι. Οι μνήμες οι παιδικές, μας συντροφεύουν για πάντα και είναι ανεξίτηλες και γοητευτικές.

Έτσι σε έναν κόσμο που τα στοιχειά ζούνε κοντά στους ανθρώπους και τα ξωτικά περπατούν στις ρεματιές, ήρθε ο κυρ Νικόλας παρέα με το ταίρι του την κυρα-Μάρω, να παντρευτούν στην Παναγιά την Μαυριώτισσα, με φίνους τεσκερέδες και δυο τακούμια βγελιά. Η Μάρω με κοντέσι, φέσι, χρυσή ζώνη και μηλόγουνα και ο κυρ Νικόλας με το αντερί του το καλό, το ριγωτό ζουνάρι, τις κάλτσες του τις κεντητές και τ' ακριβά γαϊτάνια.

Μπαίνουμε λοιπόν σε έναν κόσμο, σ’ ένα χώρο και χρόνο, που μας δίνει όχι μόνο μια ιστορία αλλά πολλά περισσότερα....




Σημειώνονται στοιχεία μιας ολόκληρης εποχής, ενδυματολογικές επιλογές, συνήθειες της καθημερινότητας, έθιμα, αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά της πόλης και φυσικά η ντοπιολαλιά με το σημαντικό γλωσσάρι.

Λέξεις της Καστοριάς με ασυνήθιστες καταλήξεις και περίεργη προφορά. Λέξεις από μικροί που τις ακούγαμε και τις άρθρωναν οι μεγαλύτεροι, τυπώθηκαν μέσα μας, επιστρέφοντας ξανά και ξανά, αλλά όλο και πιο σπάνια πια.

Έρχονται μαζί με τον μύθο να μας ταξιδέψουν και αυτές, στις αβγατές του Ντολτσού, στα Πετσιά, στο μπάση και το μουτουπάκι, σε μια εξαιρετική προσπάθεια να διασωθεί μαζί με τον μύθο και η γλωσσική παράδοση της πόλης.

Με την Μερόπη, φουκαλνάμε τις στράτες, σφαλνάμε το στόμα μας, ραχνίζουμε τους τοίχους, γνωρίζουμε την κακω-Φάσα που κατεβάζει το φεγγάρι στο πηγάδι και δε φοβάται τα αερικά και τους Τούρκους.

Το παραμύθι «ήταν και κάπου ήταν» λειτουργεί σαν μια ανάσα χαράς, φέρνοντας μας πίσω στα περασμένα, δίνοντας μας την ευκαιρία να γευτούμε από το κιούπι της παράδοσης, τη γλύκα του και να βεβαιώσουμε για την αυθεντική συνταγή και την Καστοριανή του προέλευση.

Επίσης άξιο αναφοράς είναι ότι η Μερόπη γράφει και εικονογραφεί η ίδια το παραμύθι. Οι παραστάσεις διαδέχονται η μια την άλλη, σημειώνοντας τις κύριες σκηνές του μύθου. Δημιουργείται μια πραγματικά μαγική ατμόσφαιρα με τις εικόνες οι οποίες δεν γνωρίζουν τοπικό περιορισμό και μιλούν άμεσα όχι μόνο στους ντόπιους αλλά και στους ξένους.

Η εικόνα λειτουργεί συμπληρωματικά αλλά και αυτόνομα και τα ζώα του παραμυθιού η Μάρω η αλεπού και ο Νικόλας ο λύκος, μας διηγούνται με τις κινήσεις και τους μορφασμούς τους, μια όμορφη ιστορία η οποία… δεν έχει ηθικό δίδαγμα.

«Και όταν η νύχτα ρίχνει τα πέπλα της εκεί στα σοκάκια του Ντολτσού, ανάμεσα σε αρχοντικά και κισσούς, ίσως ακούσετε την κυρα-Μάρω να τραγουδά ακόμη: «Ο ήλιος βασιλεύει κι η μέρα σώνεται και η πονήρω η Μάρω δε συμαζώνεται...».

Το παραμύθι της Μερόπης, το Καστοριανό παραμύθι με το λόγο και τις ζωγραφιές του, μας αφήνει μαζί με την γλύκα του μελιού που καταβρόχθισε η Μάρω η αλεπού και μια γεύση νοσταλγίας για την παλιά Καστοριά.

Μια Καστοριά που η ζωγράφος την μεταμόρφωσε πολλές φορές με το πινέλο και τα χρώματα της. Μια Καστοριά όπου η πηγαία αγάπη του δημιουργού, της δίνει χρώμα διαφορετικό και την ξαναγεννά.

Μια Καστοριά που ευτυχώς υπάρχουν άνθρωποι για να της δίνουν πνοή και ζωή και διασώζουν τη μνήμη που μοσχοβολά ζιμπίλια μέσα από Καστοριανούς μπαξέδες.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 19 Δεκεμβρίου 2019, αρ. φύλλου 1014


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ