11.12.20

ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΤΡΩΝΟΥ ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ: Η διπλή ζωή της μικρής Ζωής


ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς
ΟΔΟΣ 28.5.2020 | 1032


ΝΤΡΕΠΟΜΟΥΝ που ζήλευα τόσο πολύ τη φίλη μου. Την ζήλευα, όχι γιατί ήταν ομορφότερη ή πιο έξυπνη από μένα, αλλά για τους απίθανους γονείς της και τα καταπληκτικά της αδέλφια. Ζήλευα επίσης που τις ελεύθερες ώρες τους τις περνούσαν όλοι μαζί. Μαζί σε εκδρομές, μαζί σε εκδηλώσεις, μαζί και στο σπίτι, όταν συμμαζεύονταν τα βράδια. Στο δικό μου σπίτι ήμασταν βέβαια κι εμείς όλοι μαζί, δηλαδή οι γονείς, οι παππούδες και ο μικρότερός μου αδελφός. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που αποφάσισαν οι δικοί μου να αφήσουν το χωριό και τα κτήματα στη δούλεψη άλλων και να εγκατασταθούν στην πόλη. Για το καλό των παιδιών, έλεγαν. Να μάθουν γράμματα, να μάθουν γλώσσες, να ασχοληθούν με αθλήματα... Άνοιξαν μία επιχείρηση με ντόπια, παραδοσιακά προϊόντα και δούλευαν όλη μέρα. Εκτός από τη γιαγιά. Αυτή είχε αναλάβει τη διαχείριση του σπιτιού και τη δική μας επίβλεψη. Γύριζαν αργά το βράδυ κουρασμένοι· ένα οικογενειακό δείπνο, όπου η συζήτηση περιστρεφόταν στη δουλειά της μέρας. Προτού πάμε για ύπνο, ρωτούσαν και μας τα παιδιά, πώς πέρασε η μέρα μας. Ένα φιλί στοργικό και στους δύο και αποσυρόμασταν για ύπνο.

Δεν έβλεπα τίποτα παράξενο στον τρόπο ζωής της οικογένειάς μου, μέχρι που γνώρισα τη φίλη που ανέφερα. Στο ίδιο θρανίο καθόμασταν. Και πολύ κοντά ήταν τα σπίτια μας· δύο οικοδομές μας χώριζαν. Εκείνη με πλησίασε πρώτη στο διάλειμμα· με ρώτησε για την οικογένειά μου και με προσκάλεσε να πάω στο σπίτι της μετά το σχολείο, τη μέρα που σχολούσαμε μια ώρα νωρίτερα. Δίστασα, γιατί φοβόμουν μήπως με κατσαδιάσει η γιαγιά, η οποία έδειχνε μια υπερβολική προστασία απέναντί μας, από την ώρα που είχαμε εγκατασταθεί στην πόλη, αλλά την ακολούθησα. Το σπίτι της φίλης δεν ήταν “πλουσιόσπιτο”. Απλά επιπλωμένο, με τα απαραίτητα μόνο. Η διαφορά, όμως, ήταν έντονη στον τρόπο συμπεριφοράς μεταξύ γονέων και παιδιών, και των παιδιών μεταξύ τους. Τίποτα και κανένας δεν σταματούσε να μιλάει ή να δραστηριοποιείται σε κάτι όλη την ώρα. Ο πατέρας, απ’ότι μου είχε αναφέρει η φίλη, είχε ένα γυμναστήριο στο κέντρο, το οποίο λειτουργούσε από τις πρωινές ώρες μέχρι αργά το βράδυ. Όσο για τη μητέρα, ιατρική επισκέπτρια, μου είπε· σε ταξίδια όλη την εβδομάδα εκτός Σαββατοκύριακου. Επαγγέλματα που μου έκαναν εντύπωση από την πρώτη στιγμή. 

Με δέχτηκαν με ανοιχτή αγκαλιά και χωρίς επιφυλάξεις, αλλά και χωρίς αδιάκριτες ερωτήσεις. Τα αδέλφια της, μεγαλύτερα από την ίδια, ήδη μαθητές λυκείου. Αυτούς γνώρισα πρώτα. Η σειρά του πάτερ φαμίλια, έπειτα. Τη μητέρα θα περνούσε μία ολόκληρη εβδομάδα προτού να έχω τη χαρά να της συστηθώ. Πρόσχαρη, γελαστή, αθλητικός τύπος, άνετη με τα παιδιά της, το ίδιο άνετη και με μένα. Μου πρότεινε από την πρώτη μας κιόλας συνάντηση, αν ήθελα βέβαια, να με παίρνουν μαζί στις εξορμήσεις τους στην ύπαιθρο και στα κοντινά πανηγύρια. Οι γονείς μου επιφυλακτικοί. Κάπου-κάπου, ναι. Όχι, όμως, σε μόνιμη βάση. Δυσαρεστήθηκα· δεν τόλμησα, ωστόσο, να αντιμιλήσω. Αποφάσισα όμως, να τους ακολουθώ παντού, να γίνω μέλος της ωραίας οικογένειας, έστω και με τη φαντασία μου. Το τέταρτο παιδί τους. 

Άρχισα τότε, τη διπλή ζωή μου: την κανονική και την άλλη, τη νυχτερινή. Αποσυρόμουν για ύπνο νωρίτερα απ’ότι πριν, προσποιούμενη κούραση από το διάβασμα, τις ξένες γλώσσες και το βόλεϊ και, απομονωμένη στον δικό μου χώρο, ζούσα μια δεύτερη ζωή· με άλλη οικογένεια. Με άλλους γονείς, με άλλα αδέλφια. Ώσπου, μαγεμένη από όσα ζούσα καθημερινά στη φαντασία μου, με έπαιρνε ο ύπνος. Πόσο θα ήθελα να συνεχιζόταν αυτή μου η δραστηριότητα και στα όνειρά μου! Δυστυχώς, τα όνειρα πλάθουν τον δικό τους κόσμο και δεν υπακούν στις δικές μας επιθυμίες. Έτσι, το πρωί ξυπνούσα δύσθυμη από την απότομη προσγείωση στην πραγματικότητα. 

Ο μικρότερος αδελφός μου, πολύ συνεσταλμένος, με είχε συνοδεύσει στο σπίτι της φίλης δύο φορές. Το περιβάλλον δεν του άρεσε καθόλου. Όταν μάλιστα ο πατέρας τού πρότεινε να τον παίρνει στο γυμναστήριό του, γιατί έβλεπε ότι η σωματική του διάπλαση ήταν ιδανική για να εξελιχθεί σε πολλά υποσχόμενο γυμναστή, αρνήθηκε με πείσμα, πράγμα που με στενοχώρησε πολύ. Σε μένα δεν είχε κάνει τέτοια πρόταση, προς μεγάλη μου λύπη. «Απορώ, πώς ζουν όλοι αυτοί με τέτοια τρέλα!», ήταν το σχόλιό του στους γονείς μας. «Και δεν καταλαβαίνω τι τους βρίσκει η Ζωή και όλο την παλαβομάρα του σπιτιού τους ονειρεύεται με ανοιχτά τα μάτια...». Κοκκίνισα ολόκληρη. Πώς στο καλό είχε αντιληφθεί το πιτσιρίκι τη διπλή μου ζωή; Η μητέρα, εκείνο το βράδυ, ήρθε στο δωμάτιό μου και προσπάθησε να μάθει κάτι περισσότερο γι’αυτό που ξεφούρνισε ο μικρός αδελφός. Φυσικά και δεν ομολόγησα τίποτα για τις ονειροφαντασίες μου. Της είπα μόνο, ότι έβρισκα τη ζωή στο σπίτι της φίλης μου πολύ πιο ενδιαφέρουσα από εκείνη στο δικό μας. Μου υποσχέθηκε ότι θα φρόντιζε να γυρίζει πιο νωρίς και να ασχολείται περισσότερες ώρες μαζί μας. Η υπόσχεση αυτή, μάλλον με δυσαρέστησε. Θα μου στερούσε ώρες από τα βραδινά μου ονειροπολήματα, τη διπλή μου ζωή. Δεν σχολίασα, πάντως, την απόφασή της.

Τα νέα διαδόθηκαν αστραπιαία: ο πατέρας της φίλης μου πιάστηκε να ασελγεί σε έναν συμμαθητή του αδελφού μου, τον οποίο επίσης είχε πείσει να τον εκπαιδεύσει στο γυμναστήριό του. Δεν ήταν η μόνη περίπτωση κακοποίησης ανηλίκου, μάθαμε. Η φίλη μου άλλαξε σχολείο, το ίδιο και τα μεγαλύτερα αδέλφια της. Άλλαξαν και γειτονιά. Δεν την ξαναείδα ποτέ. Σταμάτησα να ζω διπλή ζωή. Καθόμουν τώρα ευχαρίστως τα βράδια με τη μητέρα μου και συζητούσαμε για όλα τα καθημερινά στο σχολείο και σε όλες τις άλλες δραστηριότητές μου. Απαγόρευσε δε στον μικρό μου αδελφό να με πειράζει για τον ωραίο κόσμο που έπλαθα με την οικογένεια της φίλης μου και ήθελα να τον κάνω δικό μου... 


Φωτογραφία: Ερμής και Γανυμίδης, αττικός ερυθρόμορφος αμφορέας του  470 π.Χ.  Μουσείο Ερμιτάζ, Α. Πετρούπολη Ρωσσίας.



Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 28 Μαΐου 2020, αρ. φύλλου 1032


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ