24.4.24

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ-ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Χριστούγεννα στους πιο πρόσφατους απελευθερωτικούς αγώνες του Γένους μας


ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς


Ομαδικό το κατόρθωμα που συνέβη το χειμώνα του 1907 στο Λέχοβο. Μας το περιγράφει ο Λεχοβίτης συγγραφέας Παντελής Οικονόμου στο πολύ σπουδαίο βιβλίο του "Παιδιά ήρωες του Μακεδονικού Αγώνα":

«Τα κάλαντα του 1907 τα σώματα του καπετάν Αρκούδα και του Ηλία Κούντουρα, επιστρέφοντας από την Αθήνα, έφτασαν στο Λέχοβο. Το χιόνι, σε αρκετό ύψος, είχε σκεπάσει τα πάντα και το κρύο ήταν τσουχτερό. Βολεύτηκαν όπως-όπως στα σπίτια και ξεκουράζονταν.
Ξαφνικά όμως το χωριό βρέθηκε περικυκλωμένο από τούρκικο λόχο στρατού. Η κατάσταση ήταν κρίσιμη για το χωριό και για τους αντάρτες, γιατί μερικά από τα σπίτια που τους φιλοξενούσαν δεν είχαν κρυψώνες. Η επιτροπή κινήθηκε δραστήρια και με τα πολλά πήρε την άδεια να γυρίσουν τα παιδιά στα σπίτια για τα κάλαντα, σύμφωνα με το έθιμο. Με αυτό τον τρόπο, τα παιδιά ψάλλοντας τα κάλαντα από σπίτι σε σπίτι έπαιρναν στην παρέα τους αντάρτες και τους πήγαιναν στα σπίτια που είχαν κρυψώνες. Ως τα χαράματα όλα είχαν τακτοποιηθεί. Πρώτη φορά οι νοικοκυρές στο Λέχοβο έβλεπαν κολιντάρηδες με γένια, όπλα και φυσεκλίκια. Η έρευνα που έγινε το πρωί ήταν άκαρπη».

-Οι αντάρτες των σωμάτων Βολάνη και Βρόντα γιορτάζουν τα Χριστούγεννα του 1906 μέσα σε μια στάνη, κοντά στα πρόβατα, νηστικοί και κατατρεγμένοι (από το βιβλίο του καθηγητή μου στη Γλωσσολογία Γ. Αργυριάδη «Η διηγηματογραφία του Γεωργίου Χρ. Μόδη», Θεσ/νίκη 1988): Κι είναι εκεί ανάμεσα στις ευχές «Χρόνια πολλά και του χρόνου όλοι στα σπίτια μας!» που: «Καθένας ανάφερνε αναμνήσεις που σχετίζονταν με τα Χριστούγεννα, την πατρίδα του και τον εαυτό του και τις διηγόταν απλά και συγκινητικά. Οι συμπληγάδες της ψυχής μας ανοίχθηκαν και άφησαν ελεύθερο διάβα σε πράγματα που ήσαν στους αντίποδες της αποστολής και της ζωής μας. Κι επειδή υπήρχαν εκεί αντιπρόσωποι απ’ όλα τα τμήματα του Ελληνισμού, η συνομιλία είχε χαρακτήρα από πανελλήνια λαογραφική έκθεση. 

Όταν ήλθε η σειρά μου, τους μίλησα για τα Χριστούγεννα του Μοναστηριού και ιδίως για τη νύκτα με τα κάλαντα. Τους είπα πως αυτή τη νύκτα οι μαθητές των ελληνικών, βουλγαρικών και ρουμανικών σχολείων γυρίζαμε στους δρόμους, με τραγούδια, μουσικές, κηριά, ενετικά φανάρια, πολύφωτα άστρα και σπήλαια. Πως όλοι εφιλοτιμιόμαστε να ξεπεράσουμε τα άλλα σχολεία στην ένταση των φωνών, το πλήθος των φαναριών, το μέγεθος και την πολυχρωμία των άστρων και των σπηλαίων. Και τέλος πως στην πρώτη συνάντηση με τα βουλγαρικά ή ρουμανικά σχολεία, άστρα και σπήλαια κατρακυλούσαν καταγής και με τα κοντάρια των ετσακίζονταν φανάρια και κεφαλές…». 

Γ. Μόδη, Χριστούγεννα, βιβλίο "Στα μακεδονικά βουνά, Μακεδονικές ιστορίες"


-«Παραμονή Χριστουγέννων, το 1907 στη Στρώμνιτσα» (σήμερα πόλη των Σκοπίων). Κλαίει η κυρα-Χρυσάνθη Καραμανώλη φτιάχνοντας τον μπακλαβά των Χριστουγέννων, κλαίει γιατί σκέφτεται τους αντάρτες. Ο γιος της Βασίλης παίρνει τον μπακλαβά, τον παχύτερο γάλο τηγανισμένο με φρέσκο βούτυρο και πατάτες και μαζί με τον τσομπάνο Γιοβάνη τα πηγαίνουν στους Μακεδονομάχους, αλλά στον δρόμο, βλέποντας να πλησιάζουν Τούρκοι, κρύβουν τα φαγητά, για να μην προδώσουν τους αγωνιστές, αλλά, γλιτώνοντας κι επιστρέφοντας για να τα πάρουν, τα έχει φάει λύκος. 

Γ. Μόδη, Ο μπακλαβάς,βιβλίο "Μακεδονικές ιστορίες-Υποσχέσεις ανεκπλήρωτες"


-Ανήμερα την Πρωτοχρονιά του 1907 αντάρτες και χωρικοί χορεύουν και γλεντούν στην πλατεία της Γραδέσνιτσας Μοριχόβου για τη γιορτή του Βασίλη Παπά (καπετάν Βρόντα). Όμως το γλέντι τους διακόπτεται από την εμφάνιση τουρκικού στρατιωτικού αποσπάσματος και όλοι τους φεύγουν προς τα βουνά. 

«Αμέσως άρχισε και ο χορός. Τον πρώτο καλαματιανό έσυραν οι καπεταναίοι. Μόλις αυτοί τελείωσαν, αληθινή χορευτική φρενίτιδα κατέλαβε όλο το πλήρωμα της πλατείας, αντάρτες, χωρικούς, γυναίκες. Στη μια άκρη οι Ρουμελιώτες, Μωραΐτες και εν γένει οι αντάρτες της Στερεάς Ελλάδας με τους Μακεδόνες εχόρευαν τον βαρύ σκοπό του «λεβέντες του Καρπενησιού» ή του «Κάτω στου βάλτου τα χωριά». Αντικρύ τους φτεροπόδαροι οι Κρητικοί είχαν παραδοθεί ένα σώμα και μια ψυχή στους γοργούς ρυθμούς του πεντοζάλη, που μοιάζει περισσότερο με αθλητική άσκηση παρά με χορό. Τα πολλά ασημικά, οι αρμάδες των φυσιγγιών και ο οπλισμός των συνώδευαν τους θυελλώδεις παλμούς του πυρριχίου με τη ρυθμική υπόκρουσή των, ενώ τα πόδια των κτυπούσαν δυνατά και ταυτόχρονα τη γη ή έπεφταν παταγώδεις πάνω στο πετσί των μακρών υποδημάτων οι παλάμες των χορευτών.
Στο μέσο όλη η Γραδέσνιστα άνδρες, γυναίκες και παιδιά σκιρτούσαν ολόγυρα από κουαρτέτο από τέσσαρες γκάιντες. Η γενική χαρά είχε δώσει ζωή και στους βαρείς και πένθιμους χορούς των και έκανε φαιδρούς τους ανυπόφορους κλαυθηρισμούς της γκάιντας. Ένας ψαρογένης παπάς που διαδέχθηκε στο ιερατικό αξίωμα τον πρεσβύτερο αδελφό του, θύμα βουλγάρικης μαχαίρας, που κι αυτός είχε διαδεχθή στο ίδιο αξίωμα τον πατέρα των, θύμα βουλγάρικης σφαίρας, ξεσκούφωτος στο κέντρο κρατούσε με τις παλάμες τον χρόνο ή κερνούσε όλους ρακή».

Γ. Μόδη, Πρωτοχρονιά, ό.π.

Δυο στοιχεία ακόμα: 

Η Γραδέσνιτσα, που «Μικρή Αθήνα του Βορρά» την αποκαλούσαν οι Μακεδονομάχοι, καταλαβαίνετε για ποιον λόγο, σήμερα ανήκει στα Σκόπια. Μεγάλη εντύπωση μου έκανε ένα στοιχείο που σημειώνει στην ιστορία αυτή ο Γ. Μόδης: πως «Το βουλγαρικό κομιτάτο είχε προγράψη τα ασημένια νομίσματα που φορούσαν σε ηχηρές γιρλάντες στη ζώνη και το στήθος και την κεφαλή και τα πολόπυκνα και πολύχρωμα κεντήματα που εσκέπαζαν τις χειρίδες, το στήθος και τον ποδόγυρο του χιτώνα των. Ποιος ο λόγος της καταδίκης αυτής; Άγνωστο. Για να εξαλείψουν τα τελευταία ελληνικά ίχνη στις σλαυόφωνες χωρικές, ελέγαμε εμείς, για τους οποίους τα στολίδια αυτά υπήρχαν και στους χρόνους του Μ. Αλεξάνδρου. Για να ελευθερώσουν τις χωρικές από τη σκλαβιά του κεντήματος, τον κυριώτερο συντελεστή της αμαθείας των, έλεγαν οι Βούλγαροι, για τους οποίους η απελευθέρωση της Μακεδονίας έπρεπε ν’ αρχίση απ’ την προγραφή των Ελλήνων προκρίτων και των γυναικείων κοσμημάτων. Οπωσδήποτε η καταδικαστική απόφαση είχε εκδοθή και οι Βούλγαροι την εκτελούσαν με αδυσώπητη αυστηρότητα. Οι ανυπόταχτες εδέχονταν πρόστιμα ή ξυλιές. Άλλες για τιμωρία έχαναν τις πλεξούδες των. Μερικές ευτυχέστερες έχασαν και τη ζωή τους. Το Μορίχοβο αριθμούσε δύο νεομάρτυρες της αφοσιώσεώς των στο πάτριο καθεστώς της γυναικείας στολής» [...] 

-Ανήμερα τα Φώτα του 1907 διεξάγεται πεισματώδης και αιματηρή μάχη στην Μπέσιστα Μοριχόβου μεταξύ Τούρκων στρατιωτών και των σωμάτων Βολάνη και Βρόντα. (Γεωργίου Μόδη, Ματωμένα Φώτα, ό.π.) Βλέπετε, ο αγώνας για τη λευτεριά δεν έχει αργίες. 
-Πατριαρχικοί και εξαρχικοί συγκρούονται κατά την περιφορά του σταυρού στις γειτονιές του Μοναστηρίου την ημέρα των Θεοφανείων του 1905 

Γ. Μόδη, Σταυρός των Φώτων, βιβλίο Μακ. Ιστορίες, Υποσχέσεις ανεκπλήρωτες.

Η ιστορία, όμως, αυτή του Γ.Μόδη είναι γεμάτη από πανέμορφες εικόνες, που προκαλούν ιδιαίτερη συγκίνηση σε όποιον έχει επισκεφτεί το πολύπαθο Μοναστήρι, που κέντρο του Μακεδονικού Αγώνα υπήρξε, μα συνέβη να μην ελευθερωθεί μαζί με την υπόλοιπη Μακεδονία. 

«Ήταν πολύ βαρύς ο χειμώνας του 1904-1905 στο Μοναστήρι [...]. Παρ’ όλο το σιβηρικό κρύο κόσμος και κοσμάκης, άνδρες, γυναίκες, παιδιά είχαν απ’ την αυγή πιάσει θέσεις στις όχθες του (Υδραγόρα) ποταμού, για να απολαύση το μεγαλόπρεπο αληθινά θέαμα [...]. Η “κατάδυσις του σταυρού” γινόταν απ’ την κεντρικώτερη και επίσημη γέφυρα μπροστά στο Διοικητήριο όπου είχε το γραφείο του ο Βαλής Μοναστηρίου [...]. Είχε παραχωρηθή από παληά στο βασιλικό γένος των «Ουρούμ» το εξαιρετικό προνόμιο να ρίχνη τον σταυρό σε μια περιοχή που μπορούσε να χαρακτηρισθή μουσουλμανική και αριστοκρατική [...]. 

Για τα Φώτα και την πομπώδη τελετή τους έκαμαν τη μεγάλη συγκατάβαση ίσως για να ξέρουν και αυτοί αν η χρονιά θα τους έφερνε υγεία και καλωσύνη [...]. Το μεγάλο και επίσημο γιοφύρι όπου ο Έλληνας μητροπολίτης θα έκαμνε την ιεροτελεστία είχε στολισθή με πρασινάδες που είχαν φέρει απ’ την Έδεσσα, ολίγους σταυρούς και μερικά εικονίσματα. Είχε κατασκευασθή και κάτι σαν εξέδρα απ’ την οποία θα έριχνε ο μητροπολίτης τον σταυρό [...]. Η όλη τελετή τελείωσε και ο Μητροπολίτης ξεκίνησε για την εκκλησία του Αγ. Δημητρίου με την μουσική, τα εξαπτέρυγα, τους προξένους, τους προκρίτους, με πολύ λίγο όμως τώρα κόσμο. 
Όλοι έφυγαν για τα σπίτια τους. Κάτω μονάχα στην κοίτη πολλοί έτρεχαν να γεμίσουν τα μπουκάλια, παγούρια και σταμνιά με το αγιασμένο νερό του λάκκου απ’ τον σταυρό και τους δύτες… Μεταξύ τους ήταν και αρκετοί Τούρκοι [...]

Υπήρχε στο Μοναστήρι τα Φώτα και ένας άλλος “σταυρός” χριστιανικώτερος. Ο σταυρός των συνοικιών. Κάθε συνοικία δηλ. είχε μιαν ειδική οργάνωση που μάζευε χρήματα για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Την ημέρα των Φώτων συγκεντρώνονταν σ’ ένα απ’ τα σπίτια, έψελναν όλοι μαζί το “Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου, Κύριε” και τ’ άλλα τροπάρια, έτρωγαν γλυκά, έπιναν ούζο ή κρασί ανάλογα με την ώρα και καθώριζαν την κατανομή και διάθεση των χρημάτων τους. Φιλανθρωπία με φαγοπότι και ψαλμωδίες μα θετική και αποτελεσματική». 


Χριστούγεννα στο Μέτωπο 
(24-25 Δεκεμβρίου 1940)
Τράπεζα Ιδεών, Ιστορικά (Διαδίκτυο) 

■ Εβέσντα, 24 Δεκεμβρίου 1940: Η εκκλησία ήτο ένας σταύλος και η θεία λειτουργία εγένετο σαν παραμονή Χριστουγέννων εντός του σταύλου. Η Αγία Τράπεζα, αποτελείτο από μίαν κάσσαν, τα δε κηροπήγια, ήσαν μία λάμπα εκστρατείας, δύο κηρία και ένα λυχνάρι. Η δε πρόθεσις από ένα τραπεζάκι και ένα κερί. Η θεία λειτουργία ήτο σύντομος, καλλίφωνοι δε ψάλται (στρατιώται) έψαλον. Μετά το τέλος της θείας λειτουργίας, εκοινώνησα, αξιωθείς προς τούτο των Αχράντων Μυστηρίων. Μετά το τέλος της θείας λειτουργίας και πριν ακόμα μεταλάβουν οι άνδρες όλοι, ένας στρατιώτης, νομίσας ότι ετελείωσεν η θεία λειτουργία ή, δεν θα εγνώριζεν ότι θα ετελείτο εις τον σταύλον λειτουργία, έφερεν, δύο ημιόνους δια να τους βάλει εις τον σταύλον. Αλλά κατόπιν συστάσεως, ανέμενεν έξω του σταύλου, προσωρινώς, μέχρις ότου τελειώσει το έργον του ιερέως.

■ Ύψωμα Μάλι Σπατ, 24 Δεκεμβρίου 1940: Ο τραγικός σύντροφος της βραδυάς, Έφεδρος Ανθυπολοχαγός Γιάννης Δούβρης, η λεπτή κι ευγενικιά αυτή φυσιογνωμία, κάνει τις ίδιες σκέψεις. Μέσα στον πυρετό που τον καίει, δυο μέρες τώρα, νοιώθει την ψυχολογική κατάστασι, στην οποία βρίσκομαι. Θέλει κι αυτός να ξεσπάσει. Με την αδύνατη και γλυκειά φωνή του αρχίζει να ψέλνει το τροπάρι «Η Γέννησίς Σου Χριστέ». Με βραχνιασμένη φωνή τον ακολουθώ. Το ψέλνουμε τρεις φορές κι’ έπειτα άλλες τρεις το «Η Παρθένος σήμερον». Κλαίω και ψέλνω μαζί. Τα καυτερά δάκρυα διατρέχουν το πρόσωπό μου κι’ αισθάνομαι το ζεστό μονοπάτι που ακολουθούν επάνω σ’ αυτό.Σε κάποια στιγμή ακούμε ψαλμωδία.Οι στρατιώτες θαμένοι κάτω από τα χιονισμένα αντίσκηνα, αρχίζουν να ψέλνουν ομαδικά και η φωνή τους, η τραγική αυτή επίκλησις προς τον Ουράνιο Πατέρα, ανακατεύεται με τον αέρα και τη βροχή και διασκορπίζεται ανάμεσα στα άξενα και άγονα Αλβανικά βουνά…

■ Πιτσάρι, 25 Δεκεμβρίου 1940: Εξακολουθεί να ρίχνη χαλάζι και να πέφτουν άφθονες κανονιές. Σήμερα μετά μεγάλης μου χαράς για δώρο Χριστουγέννων επήρα τα πρώτα γράμματα, 28 τον αριθμόν, όλα δηλαδή τα καθυστερούμενα. Εκάθισα και τα εδιάβασα όλα και αμέσως σας έγραψα. Από τον λόχο μας έδωσαν μισή κουραμάνα και ολίγον τυρί. Εις την καλύβα όμως εβράσαμε το άλλο αρνί και εφάγαμε όλοι μαζί. Έτσι πάνε και τα Χριστούγεννα.

Πηγή: Ευαγγελίας Γεωργ. Κουτσοδόντη, Το ημερολόγιο ενός στρατιώτου, σελ. 53. Ντίνου Π. Μαγγιοράκου, Το ξεκίνημα της νίκης, Ημερολόγιο από τον πόλεμο 40-41, εκδ. "Ανατολή" Αθήναι 1946, σελ. 81.Στέλιου Ι. Τζιρόπουλου, Ημερολόγιον από τον πόλεμο του 1940, σελ. 55, Μνήμες πολέμου 1897-1974, Γενικό Επιτελείο Στρατού, διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Αθήνα 2012.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 21 Δεκεμβρίου 2023, αρ. φύλλου 1204.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ