9.4.24

ΔΙΟΝΥΣΗ ΜΑΡΙΝΟΥ: Η αταξίδευτη μοίρα των ανθρώπων


ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς

Θλίψη σαν κάρβουνο αναμμένο, πένθος που τυλίγει όπως η αράχνη τα σώματα και τις ψυχές, θάνατος που σαν κισσός ανεβαίνει πάνω στις ζωές των ανθρώπων και τις πνίγει. Ο Ηλίας Λ. Παπαμόσχος είτε στα διηγήματά του είτε σε βιβλία μεγαλύτερης φόρμας προσεγγίζει τις ιστορίες του από την πλευρά της φθοράς.

Είναι η βιοτή που το λάδι της σώνεται, είναι ο χρόνος που κουρσεύεται καθημερινά, είναι οι μνήμες που μοιάζουν ανήμερες στα μυαλά των ηρώων του και τους τρώνε τα τοιχώματα.

Κι όμως, παρά τη φαινομενικά στενεμένη προοπτική των ιστοριών του, παρά την πιθανότητα να σκεφτεί κανείς πως όλα τούτα οδηγούν σε κάτι προδιαγεγραμμένο (καίτοι η λύπη είναι ξεχωριστή σε κάθε άνθρωπο, σε αντίθεση με τη χαρά που φοράει ίδιο ρούχο παντού), οι ιστορίες του Παπαμόσχου ξεφεύγουν από την ομοιοτυπία της λύπης.


Aσκητισμός

Αναμφίβολα είναι ο τρόπος που καταγράφει τις ιστορίες του. Είναι ο «ασκητισμός» του στη γραφή και μια δική του –καθαρά δική του– ικανότητα να συνενώνει την ποιητική ματιά του πάνω σε κάτι που είναι προορισμένο να μην γίνει ποίημα, αλλά πεζό.

Ίσως είναι από τους λίγους σημερινούς Έλληνες πεζογράφους που δυνητικά θα μπορούσαν να είναι και ποιητές. Ενδεχομένως είναι, απλώς δεν έχει αποπειραθεί να διαβεί τον Ρουβίκωνα. Τω όντι, όλα τα βιβλία του Παπαμόσχουυ, συμπεριλαμβανομένου και του πρόσφατου, είναι πεζά. Πεζά, όμως, με τον τρόπο τους.

Στην Ανάληψη (εκδ. Πατάκη) αποφασίζει να διηγηθεί μια ιστορία που έχει στοιχειώσει τον γενέθλιο τόπο του, την Καστοριά. Πρόκειται για ένα ναυάγιο που συνέβη το 1929 στη λίμνη της Καστοριάς με θύματα και πολλές οικογένειες να ζουν με το βάρος της απώλειας των οικείων τους. Ο Παπαμόσχος παίρνει αυτή την πραγματική ιστορία ως πρόπλασμα, την «ντύνει» με επινοημένους ήρωες, την αναπτύσσει όπως εκείνος ορίζει (και όχι η πραγματικότητα) και την ολοκληρώνει με έναν τελετουργικό τρόπο. Διότι και ο πόνος αποζητάει την τελετουργία του.

Ανήμερα της Αναλήψεως, 13 Ιουνίου 1929, το καινούργιο καραβάκι του Ηλία Κακλαμάνου αναμένεται να κάνει το παρθενικό του ταξίδι εν χορδαίς και οργάνω (συγκεκριμένα υπό τους ήχους της όπερας «Φίγκαρο» που είναι η αγαπημένη του) με προορισμό το Δισπηλιό, το επονομαζόμενο και Νησί.

Η είδηση σκορπάει ενθουσιασμό στους ντόπιους. Όλοι θέλουν να μπουν στο νεότευκτο πλοιάριο. Για τον Κακλαμάνο, έναν αυτοδημιούργητο προύχοντα, είναι ένας φόρος τιμής. Το ταχύπλοό του το έχει ονομάσει «Περιστέρω», στη μνήμη της αδικοχαμένη του γυναίκας. Πλέον, ζει με τα παιδιά του, τη μητέρα του και τον πόνο της απώλειας που σαλεύει μέσα του και τον μπατάρει διαρκώς.


Η βεντάλια των ιστοριών

Κι όμως, τούτο το μυθιστόρημα δεν είναι ούτε το ανδραγάθημα του Κακλαμάνου, ούτε η δύστηνη μοίρα του. Σαφώς, όλα τούτα υπάρχουν, ωστόσο ο Παπαμόσχος ανοίγει την βεντάλια των ιστοριών και με μικρά κεφάλαια μάς παρουσιάζει κι άλλα πράγματα που παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ιστορία. Είναι οι χαμένοι της κακιάς ώρας, αλλά και όσοι έμειναν πίσω να κουβαλούν τον γόο τους.

Η πολυπρόσωπη αφήγηση δεν χάνεται στα αβαθή. Αντίθετα, όλοι οι ήρωες (η Αγνή, ο Αλέξης, ο Λεωνίδας, ο Χαράλαμπος, η Κλεονίκη, η Ουρανία, ο Θανάσης και κάμποσοι άλλοι) αποκτούν σώμα και φωνή. Φευ, κάποιοι θα χάσουν την σάρκινη υπόστασή τους, θα τους καταπιεί ο βυθός και κάποιοι άλλοι θα συνεχίσουν να ζουν τις αβίωτες μέρες τους.

Είναι ολοφάνερο πως η απόφαση του Παπαμόσχου δεν ήταν να μας «προσφέρει» μια περιπετειώδη αφήγηση για το πώς έγινε το ναυάγιο, τι συνέβη κατά τη διάρκεια του τραγικού συμβάντος και πώς, λεπτό το λεπτό, με τρόπο δραματικό, το πλοιάριο άρχισε να γέρνει και να ξεφορτώνει τους ανθρώπους στα νερά.

Η σκηνή του ναυαγίου υπάρχει σε ένα μικρό κεφάλαιο και όσα γνωρίζουμε για το πώς συνέβη και ποιοι πραγματικά έφταιξαν διευθετούνται σε κάποιες ισχνές πληροφορίες. Η «Περιστέρω» υπερφορτώθηκε και τελικά δεν άντεξε.

Ίσως σε κάποιο άλλο μυθιστόρημα, όλες αυτές οι λεπτομέρειες να ήταν αναγκαίες και χρήσιμες. Όμως, στην «Ανάληψη» το ζητούμενο είναι η διαχείριση της απώλειας και του αδόκητου χαμού.

Ανάμεσα στο λαγαρό «πριν από το ναυάγιο» και το θρηνητικό «μετά το ναυάγιο», υπάρχει ένα ιντερλούδιο που φέρνει στο νου αρχαία τραγωδία, στο οποίο κάποιοι ήρωες, λίγες ώρες πριν από το πρώτο ταξίδι της Περιστέρως, βλέπουν κάποιο περίεργα όνειρα ή διακρίνουν σημάδια μιας επερχόμενης τραγωδίας. Δεν καταφέρνουν, όμως, να την αποτρέψουν, καθώς η ειμαρμένη έχει καθαρογράψει τι θα συμβεί.

Αυτοί που χάθηκαν ήταν άνθρωποι με όνειρα και ελπίδες. Ενα κορίτσι ετοιμαζόταν να παντρευτεί, ένα άλλο σε λίγους μήνες θα γεννούσε, ένας άλλος ονειρευόταν να πάει στην Αμερική ελπίζοντας σε μια καλύτερη ζωή. Αντρες, γυναίκες, παιδιά και αγέννητα χάθηκαν από προσώπου λίμνης. Συνολικά επτά νεκροί καταγράφηκαν στο ναυάγιο.

Κι αυτοί που έμειναν πίσω; Ο Παπαμόσχος στρέφει την προσοχή του με εντατικό τρόπο στο μετέπειτα. Διότι αυτός είναι ο κύριος πυρήνας του μυθιστορήματος. Το πώς κουβαλάς ένα βουνό χαμού στην πλάτη σου.


Ο βουβός πόνος

Δεν υπάρχουν δραματικές κορυφώσεις, δεν υπάρχουν έντονα δράματα ή σκηνές παραφροσύνης. Ο πόνος φιδοσέρνεται, το γλίστρημα της λογικής συμβαίνει με ύπουλο τρόπο, ακόμη και η εκδίκηση θα έρθει ως ένα ξάφνιασμα της στιγμής (καίτοι δείχνει προμελετημένη).

Ο Παπαμόσχος, σε όλη την έκταση του μυθιστορήματος, δεν ξεχνάει πως ο πόνος απαιτεί τον μέγιστο σεβασμό και του συμπεριφέρεται αναλόγως.

Δεν αναλίσκεται σε φωνασκίες ή σκηνές τραβηγμένες από τα «μαλλιά» του δράματος. Ούτε μια στιγμή δεν αφήνει να του ξεφύγει το υλικό του. Ειδικά στα σημεία που «καίει».

Η Ανάληψη σε ρουφάει όπως τα νερά της λίμνης τους χαμένους. Κάθε σκηνή κρύβει μια λεπτομέρεια που δεν φαίνεται αρχικά σημαίνουσα κι όμως.

Κάθε πρόσωπο λέει τη δική του ιστορία και όλες μαζί φτιάχνουν μια χορωδία (εκκλησιαστική, αλλά και χορός αρχαίας τραγωδίας) απαντοχής που έγινε λύπη. Αυτή είναι, εν πολλοίς, η μοίρα των ανθρώπινων.

Ο Παπαμόσχος συνεχίζει και μ' αυτό το βιβλίο τον προσωπικό του δρόμο αναπτύσσοντας πάντα το καταγεγραμμένο ύφος του, από το οποίο δεν έχει λόγο να αποχωρήσει.


Απόσπασμα από το βιβλίο

«Στο Νησί τα όργανα σώπασαν, οι πουλητάδες μάζεψαν την πραμάτεια τους, οι επισκέπτες βουβοί, περίλυποι επέστρεψαν. Το ένιωσε ως χρέος η πόλη όλη να ακολουθήσει το ξόδι. Οι δρόμοι γύρω από τον Άγιο Θεολόγο γέμισαν. Ο παπα-Σγούρης προσπαθούσε να κρατά σταθερή τη φωνή καθώς έψελνε τα ιδιόμελα του Ιωάννη του Δαμασκηνού: “Ως άνθος μαραίνεται, και ως όναρ παρέρχεται, και διαλύεται πας άνθρωπος”. Του φαινόταν σαν όνειρο ο σαραντισμός του Ραφαήλ, ένιωθε ακόμη τα χείλη της Αγνής στο χέρι του, δυο άνθη μαραμένα. Βλέμματα μια σηκώνονταν και μια γκρεμίζονταν ολόγυρα».


Αναδημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ από το Βookpress στις 7 Δεκεμβρίου 2023, αρ. φύλλου 1202.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ