20.3.16

ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΤΡΩΝΟΥ ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ: Τα παλούκια




Η Αναστασία νιόπαντρη, με άντρα και δυο αδέλφια που πολεμούσαν στην Αλβανία, έμενε στα πεθερικά της. Η ίδια, όλο και κάποιο χρόνο έκλεβε απ’ τις δουλειές στο σπίτι και στο χωραφάκι και πεταγόταν στο ξωκλήσι κεριά ν’ανάψει και για τους τρεις, να παρακαλέσει την κυρά την Παναγιά να φροντίσει για το γρήγορο γυρισμό των στρατευμένων. Έκανε μια στάση στο δικό της γυρισμό απ’το χωράφι, στων γονιών το σπίτι• ν’ αλλάξει δυο κουβέντες με τη μάνα, να μοιραστούν τον καημό και τις ανησυχίες τους.

Κάποια μέρα μάθανε ότι το αλβανικό είχε καταρρεύσει. Οι άντρες επέστρεφαν σε μαύρα χάλια, κατάκοποι, νηστικοί και παγωμένοι από τα βουνά της Πίνδου. Πολλά άκουγαν στο χωριό για την κατάστασή τους, αλλά κανένας δεν είχε φανεί ακόμη. Ο κόσμος, φοβισμένος και αμίλητος, φρόντιζε να αποθηκεύει όσες μπορούσε περισσότερες προμήθειες σε γεννήματα, να προσέχει και να νοιάζεται για τα ζωντανά του, γιατί όλοι τα μελλούμενα έτρεμαν.

Έφτασαν κάποτε οι πρώτοι στρατιώτες· τους περίμεναν στην κεντρική πλατεία του χωριού οι Γερμανοί κατακτητές, όπου τους υποχρέωσαν να καταθέσουν τον οπλισμό, πριν τους επιτρέψουν να ανταμώσουν τους δικούς τους. Της Αναστασίας, ούτε ο άντρας φάνηκε ούτε τ’αδέλφια. Κάτι ακούστηκε για τα τελευταία, πως τόσκασαν απ’τη γραμμή και όδευαν μέσα απ` τα βουνά για το χωριό. Όσο για τον άντρα της, έλεγαν πως μεταφέρθηκε με σοβαρά κρυοπαγήματα σε κεντρικό νοσοκομείο. Φήμες όλα, τίποτα σίγουρο. Παραφύλαγε τώρα η Αναστασία, όταν ανέβαινε για το χωραφάκι, μήπως και πάρει το μάτι της κρυμμένα μες στις θημωνιές τής πάρα πάνω ράχης τα δυο αδέλφια της. Κι αργοπορούσε πάντοτε να επιστρέψει σπίτι· μια γιατί ξέχασε το τσαπί, μια γιατί την έπιασε ζαλάδα... Το σούρουπο περίμενε. Ήξερε, ότι μόνο μέσα στη σκοτεινιά θα αποτολμούσαν να κατέβουν στο χωριό και οι δύο. Δεν έπεσε έξω στους υπολογισμούς της. Τους είδε από μακρυά να σέρνονται ανάμεσα στα χαμόκλαδα και να κατεβαίνουν σιγά-σιγά προς το χωράφι. Άρχισε ν’ ανηφορίζει στη ραχούλα και μέσα σε λίγα λεπτά άνοιγαν αγκαλιές στα βουβά, βούρκωναν μάτια κι αυλάκωναν τις αποστεωμένες παρειές των παλικαριών. Πήρε η αδελφή το δρόμο για το σπίτι πριν πέσει το σκοτάδι, το άφησε να συντροφέψει τους ταλαίπωρους, μην και τους εντοπίσει μάτι αδιάκριτο και δεν φτάσουν με τα όπλα κάτω απ’τη χλαίνη στο πατρικό τους. Η υποδοχή απ’τα πεθερικά μόνο θερμή δεν ήταν. «Που γυρίζεις τέτοια ώρα, δεν φοβάσαι τίποτα και κανέναν, νυφαδιά;», άρχισε η πεθερά, «και κουβαλάς και το σπόρο του γιου μας μες στα σκοτάδια και στα τσακίδια!», συμπλήρωσε ο πεθερός. Τι να πει; Πέταξε ένα: «στης μάνας καθυστέρησα, την περίμενα να γιομίσει απ’το ποτάμι τα γκιούμια με νερό, είχε σωθεί όλο, ντιπ για ντιπ δεν είχε απομείνει...». Στραβομουτσούνιασαν εκείνοι, κάτι ψιθύρισαν μεταξύ τους και δεν δόθηκε συνέχεια.

Καλά-καλά δεν είχε φέξει, την τσάπα στον ώμο η Αναστασία, «πάω ν’ανοίξω τ’αυλάκια στον πάνω μπαξέ», φώναξε από την πόρτα. Ο μπαξές ήταν το πατρικό· ν’ανταμώσει τα αδέλφια ήθελε, κάτι ίσως να ήξεραν εκείνοι για τον καλό της. Με το που έφτασε στο πεζούλι της εξώπορτας, φωνές ακούστηκαν από μέσα, φωνές άγριες και απειλητικές. Βίγλισε από το παραπόρτι, και τι να δει; Δυο Γερμανοί με στολή και ένας διερμηνέας, είχαν βάλει στη μέση τα δυο αδέλφια. Ή παρέδιναν αμέσως τα όπλα, ή τους τουφέκιζαν στην πλατεία. Πιο πέρα η μάνα έντρομη και κοκαλωμένη, ο πατέρας ακινητοποιημένος στην άκρη της κάμαρης, βουβός και κάτωχρος, ίδιο πετσί ξηραμένο. Ούτε λεπτό δεν χάνει η Αναστασία: σκαρφαλώνει από το παραπόρτι στην πίσω αποθηκούλα -πού αλλού θα είχαν κρύψει τα απαγορευμένα;- χώνει τα όπλα σε δυο τσουβάλια που κρέμονταν από τις γκρεντιές, τα παίρνει παραμάσχαλα, αγκαλιά και ένα μεγάλο γκιούμι και βγαίνει καμαρωτή-καμαρωτή στη σάλα, κοιτάζει γύρω της περίεργα, καλημερίζει κιόλας τους πρωινούς επισκέπτες και μια και δυο, ανοίγει την εξώθυρα και βγαίνει.

Το ποτάμι δεν ήταν δα και πέντε λεπτά δρόμος! Όταν, κάπου δυο ώρες αργότερα έφτασε στο σπίτι, οι ξένοι επιδρομείς δεν είχαν αφήσει τίποτα όρθιο, αλλά και τίποτα δεν είχαν καταφέρει να βρουν. Αποθέτει η γκαστρωμένη το γκιούμι και τα αδειανά τσουβάλια στο χωμάτινο δάπεδο δίπλα στην πόρτα, γυρίζει στη μάνα της και λέει:  «τα παλακούτιετε ι πούστσι να ρέκατα!», και έπιασε με βαθύ αναστεναγμό τη φουσκωμένη της κοιλιά. Ρώτησαν οι Γερμανοί το διερμηνέα να μάθουν τι είπε η κατάκοπη γυναίκα. «Κάτι στα ντόπια, μάλλον θα κουράστηκε απ’το κουβάλημα και διαμαρτύρεται» απάντησε αυτός, και αφού έριξαν μια συμπονετική ματιά στην κακομοίρα την Αναστασία, εγκατέλειψαν όλο αγανάκτηση για τη λάθος πληροφορία του καταδότη, το σπίτι...Τα ντόπια της Αναστασίας έλεγαν: «τα παλούκια τα αμόλησα στο ποτάμι!».



Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 29 Οκτωβρίου 2015, αρ. φύλλου 809

Φωτογραφία: Λεπτομέρεια χαρακτικού του William Miller (1796 –1882) γνωστός ως "Grecian Williams", σε σχέδιο του Hugh William Williams (1773–1829), που απεικονίζει τμήμα της «Οζολίας Λοκρίδας [της Στερεάς Ελλάδας], με προσανατολισμό την Ναύπακτο», 1829. Συλλογή Αικατερίνης Λασκαρίδη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ