11.3.16

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ-ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Τα μνημονευμένα κι οι αμνημόνευτοι του Σαράντα

Για μια νύχτα γεμάτη γοητεία κάνουν λόγο οι Έλληνες που έζησαν το Σαράντα, όταν μιλάνε για την ιστορική νύχτα της 27ης με 28η Οκτωβρίου. Οι Έλληνες ζούσαν ακόμη μακριά από τον πόλεμο που θέριζε ανελέητα τα νιάτα της Ευρώπης. Οι ελπίδες, όμως, των Ελλήνων πως ίσως και να τα κατάφερναν να μείνουν ουδέτεροι ολοένα και λιγόστευαν, γιατί οι Ιταλοί του Μουσολίνι προκαλούσαν διαρκώς, προσπαθώντας να βρουν μια ελάχιστη αφορμή για να εισβάλουν στα εδάφη μας. Η Κηφισιά, όπου έμενε ο Ιωάννης Μεταξάς εκείνη τη νύχτα ήταν ένα όνειρο ομορφιάς και γαλήνης. Αλλά το σκηνικό άλλαξε μεμιάς όταν ο Ιταλός πρέσβης ζήτησε από τους Έλληνες να κάνουν τόπο για να περάσουν εχθροί μέσ’ από τη χώρα μας.
-Όχι! είπε ο Μεταξάς και μέσ’ από τα χείλη του εκφράστηκε όλος ο Ελληνισμός απ’ άκρη σ’ άκρη της Πατρίδας. Κι ήταν ένα ΟΧΙ που βγήκε μέσ’ από τα στήθη απλών και συνηθισμένων ανθρώπων κι έδειχνε πως ζωντάνεψε η μεγάλη αθάνατη ελληνική ψυχή.

Αυτό το αληθινό και μεγαλειώδες σκηνικό εκείνης της νύχτας του ’40 στέλνει δυνατό το μήνυμά του και σήμερα, 75 χρόνια μετά, ιδίως σήμερα στα χρόνια της κρίσης που ταλαιπωρεί τον λαό μας. Κι είναι το μήνυμα αυτό διπλό:
«Λοιπόν, εκεί που πορεύεται την καθημερινή του χαμοζωή ο λαός, απορροφημένος από τις έγνοιες της βιοπάλης, γλεντοκόπος από τη χαρά της νιότητας ή σκυθρωπός από τον αγώνα της άχαρης δουλειάς, διχασμένος από τα πάθη και τα ιδιωτικά συμφέροντα, ακούει άξαφνα την ιερή καμπάνα της φυλής να βαρά συναγερμό. Αυτιάζεται. Σταματά μεσοστρατίς και υψώνει με χτυποκάρδι τα μάτια προς την υψηλότατη κορφή. Η καρδιά γιομίζει αναγάλλια, τα μάτια βουρκώνουν. Βλέπουμε στην κορφή ν’ ανεμίζει χαιρετιστικά η μεγάλη σημαία του Γένους. Τη γνωρίζουμε τούτη τη σημαία. Την έχουμε δει να τρικυμίζεται μέσα στους κύκλους του χρόνου. Την είδαμε με τα μάτια των προγόνων που έχουν πεθάνει πριν από πολλά χρόνια. Την έχουμε στήσει εκεί ψηλά με τα ματωμένα μας χέρια. Από τούτη την κορυφογραμμή της 28ης του Οκτώβρη μπορούμε ν’ αγναντέψουμε την πορεία της φυλής μας. Έρχεται μια μέρα στη ζωή των εθνών που οι αιώνες ελέγχουν τα χαρτιά της ιστορικής των ταυτότητας. Τέτοια μέρα για την Ελλάδα είναι η μέρα της Σαλαμίνας, η μέρα του Μαραθώνα, η μέρα του τελευταίου Κωνσταντίνου, η μέρα της 25ης Μαρτίου. Τέτοια είναι και η μέρα της 28ης του Οκτώβρη. Αυτή τη μέρα δώσαμε ακόμη μια φορά εξετάσεις μπροστά στο Θεό και μπροστά στους ανθρώπους. Δείξαμε την ταυτότητά μας την εθνική και βρέθηκε εντάξει.»

ε αυτά τα σπουδαία λόγια μίλησε ο Στράτης Μυριβήλης το 1960 στη μεγάλη γιορτή της 28ης Οκτωβρίου στην Ακαδημία Αθηνών. Κι εμείς οι σημερινοί Έλληνες, που αυτή ακριβώς η χαμοζωή μας έχει γίνει μια χοάνη και μας καταπίνει, αναρωτιόμαστε ποια θα μπορούσε να ‘ναι η αιτία που θα μας έκανε να τινάξουμε από πάνω μας την καταχνιά που μας σκεπάζει και να πεταχτούμε ψηλότερα, εκεί που μας ταιριάζει και μας αξίζει. Αυτό είναι το ένα. Και το άλλο; Το άλλο είναι μια μεγάλη απορία: πώς γίνεται ένας μη δημοκρατικός αρχηγός κράτους να εκφράζει ολόσωστα τη θέληση του λαού του και οι σημερινοί μας ταγοί να δυσκολεύονται τόσο όχι μόνο να μας εκφράσουν, μα και να μας καταλάβουν κάπως. Έστω και λίγο.

Ένα ΟΧΙ, λοιπόν, άναψε τη φωτιά και ξεσηκώθηκαν όλοι: οι νέοι που ως τότε ήταν σκυμμένοι στα βιβλία, οι αγρότες που ετοίμαζαν τη φθινοπωρινή σπορά, δάσκαλοι, υπάλληλοι, εργάτες. Άντρες και γυναίκες και παιδιά. Κι εμείς εδώ στην Καστοριά, στα ριζά της Πίνδου, που μετατράπηκε σε θέατρο μαχών και πολέμου, βρεθήκαμε ξαφνικά στο επίκεντρο της δράσης. Στο δικό μας Επταχώρι περιποιούνται οι γυναίκες τον τραυματία Δαβάκη, στη δική μας Ζούζουλη, την παλιά κι όχι την καινούρια, θάβεται ο πρώτος νεκρός αξιωματικός του πολέμου, ο Αλέξανδρος Διάκος από τα Δωδεκάνησα. Κι ανήκουν κι οι δικές μας γυναίκες, από τα ψηλότερα μέρη της περιοχής μας, στις περίφημες κι ηρωικές γυναίκες της Πίνδου. Και στις συντοπίτισσες τις δικές μας αναφέρεται, λοιπόν, ο σπουδαίος μας ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος, όταν γράφει με τον έξοχό του τρόπο:

Κι οι μάνες τα κοφτά γκρεμνά 
σαν Παναγιές τ' ανέβαιναν.
Με την ευκή στον ώμο τους 
κατά το γιο πηγαίναν
και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος 
φορτωμένες
κι έλυνε τα τσεμπέρια τους 
κι έπαιρνε τα μαλλιά τους
κι έδερνε τα φουστάνια τους 
και τις σπαθοκοπούσε,
μ' αυτές αντροπατάγανε, 
ψηλά, πέτρα την πέτρα
κι ανηφορίζαν στη γραμμή, 
όσο που μες στα σύννεφα
χάνονταν ορθομέτωπες 
η μια πίσω απ' την άλλη.

Σε ένα πανηγύρι, λοιπόν, βρίσκεται ολόκληρη η Ελλάδα, μ’ έναν πολεμικό πυρετό περνάει τις μέρες και τις νύχτες της. Ακούραστα τα σώματα όλων αυτών που πολεμάνε με κάθε τρόπο -γιατί δεν πολεμάν οι άνθρωποι μόνο με τα όπλα-, ακούραστες κι οι ψυχές τους. Οι ψυχές σαν του γέρου Έλληνα που πρωταγωνιστεί στο παρακάτω περιστατικό που περιγράφει και πάλι ο Μυριβήλης:
«Είχε οργανωθεί κατά τη διάρκεια του Αγώνα Υπηρεσία Μεταγγίσεως Αίματος απ’ τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό. Ο κόσμος έκανε κάθε μέρα ουρά, για να δώσει το αίμα του για τους τραυματίες μας. Ήταν εκεί νέοι, κοπέλες, γυναίκες, μαθητές, παιδιά, που περίμεναν τη σειρά τους. Μια μέρα λοιπόν στη σειρά των αιμοδοτών που περίμεναν στεκόταν κι ένα γεροντάκι.-Εσύ, παππούλη, τι θέλεις εδώ; του είπε ενοχλημένος ο γιατρός. -Ήρθα κι εγώ, γιατρέ, να δώσω αίμα.Ο γιατρός τον κοίταξε με απορία, αλλά και συγκίνηση. Ο γέρος παρεξήγησε τον δισταγμό του και πρόσθεσε με πιο ζωηρή φωνή:-Μη με βλέπεις έτσι, γιατρέ! Είμαι γέρος, μα το αίμα μου είναι καθαρό και ακόμα ποτές δεν αρρώστησα. Είχα τρεις γιους. Σκοτώθηκαν και οι τρεις εκεί επάνω. Χαλάλι της Πατρίδας! Όμως μου είπαν πως οι δύο πήγαν από αιμορραγία. Λοιπόν είπα στη γυναίκα μου: θα ‘ναι κι άλλοι πατεράδες που μπορεί να χάσουν τα παλληκάρια τους γιατί δεν θα έχουν οι γιατροί αίμα να τους δώσουν. Να πάω να δώσω κι εγώ το δικό μου. -Άιντε, πήγαινε, γέρο, μου είπε, κι ας είναι για την ψυχή των παιδιών μας. Κι εγώ σηκώθηκα και ήρθα!»

Αυτά δεν είναι ιστορίες, λέει ο ίδιος ο Μυριβήλης. Είναι συναξάρια.

Μα ο δικός μας λαός μόνο στους καιρούς της σκλαβιάς συνήθιζε να συνάζεται και να λέει τους βίους των αγίων του. Στον καιρό της ειρήνης τα συναξάρια είναι μόνο για τους αφελείς και γι’ αυτούς που έχουν μείνει πολύ πίσω. Εμείς σήμερα έχουμε να ασχοληθούμε με άλλα θέματα, αυτά που απασχολούν την επικαιρότητα, τα συνήθως επουσιώδη και δευτερεύοντα -πού καιρός για τέτοιες συζητήσεις!... Κι όμως! Εκεί είναι η ουσία κι αυτά μας δίνουν την προς τα πάνω ώθηση που μας είναι πια εντελώς απαραίτητη.

Συναξάρι άγνωστο στους πολλούς κι η ιστορία του τότε Αρχιεπισκόπου, του εκ Τραπεζούντος Χρυσάνθου Φιλιππίδη, που θεωρείται ο πρώτος αντιστασιακός, καθώς στο διάγγελμά του την ημέρα της έκρηξης του πολέμου, ευλογεί τα όπλα των Ελλήνων, λέγοντάς τους να μη φοβούνται αυτούς που σκοτώνουν το σώμα, αλλά δεν μπορούν να σκοτώσουν την ψυχή και προτρέποντάς τους να προτιμήσουν τον ωραίο θάνατο από την άσχημη ζωή της δουλείας. Κι όταν οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα, ο Χρύσανθος αρνήθηκε να συμμετάσχει στην επιτροπή που θα υπέγραφε την παράδοση των Αθηνών, λέγοντας με θάρρος: «Ο Αρχηγός της Εκκλησίας δεν παραδίδει την πρωτεύουσαν της πατρίδος του εις ουδένα ξένον, αλλά ένα καθήκον έχει: Να φροντίσει για την απελευθέρωσή της»!!! Κι είναι το δεύτερο ΟΧΙ του η άρνησή του να τελέσει δοξολογία για την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα, λέγοντάς τους αυθόρμητα πως δοξολογία δεν ψάλλεται όταν υποδουλώνεται η πατρίδα- «η ώρα της Δοξολογίας θα είναι άλλη». Και ξαναλέει ΟΧΙ όταν αρνείται να ορκίσει την γερμανοπρόβλητη κυβέρνηση Τσολάκογλου, λέγοντας: «Δεν μπορώ να ορκίσω κυβέρνησιν προβληθείσαν υπό του εχθρού. Ημείς γνωρίζομεν ότι τας Κυβερνήσεις ορίζει ο λαός και ο Βασιλεύς. Εδώ τώρα ούτε ο λαός εψήφισε την Κυβέρνησιν ούτε ο Βασιλεύς την όρισε. Πώς μου ζητείτε να ορκίσω Κυβέρνησιν υποδειχθείσαν υπό του εχθρού, δια να είναι άβουλον όργανόν του;». Μετά απ’ όλα αυτά κι όταν οι Γερμανοί του αφαίρεσαν τον θρόνο, αυτός αποσύρθηκε στο σπίτι του και με τον ασύρματό του («τον ασύρματο του δεσπότη», όπως τον έλεγαν οι αντιστασιακοί αγωνιστές) έδινε σήματα πολύτιμα για τους Έλληνες, αλλά και τους συμμάχους που πολεμούσαν εναντίον του Άξονα.

Κι από τα έργα εθνικής περηφάνιας και αντίστασης του γενναίου Αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου σ’ ένα ακόμη άγνωστο συναξάρι: Έγραφε ο Δημήτρης Ντούλιας, πλωτάρχης του Πολεμικού Ναυτικού ε.α. (Ναυτική Ελλάς, Οκτώβριος 2011)πως το 1952 κι ενώ ήταν στο Ναυτικό, κάποια μέρα την ώρα που βασίλευε ο ήλιος ήρθε ένα άγημα για να γίνει η καθιερωμένη υποστολή της σημαίας. Μόλις η υποστολή τελείωσε, ο αξιωματικός πλησιάζει θυμωμένος έναν γεροδεμένο καστανά που βρισκόταν σε μια γωνιά της πλατείας (Κλαυθμώνος) και αρχίζει να τον ρωτάει με θυμό γιατί δε σηκώθηκε την ώρα της υποστολής. Τότε ο καστανάς έγινε κατακόκκινος και άρχισε να τρέμει και να κλαίει με λυγμούς. Συνήλθε όμως γρήγορα, σκούπισε τα δάκρυά του και με τη δύναμη των χεριών του στύλωσε το σώμα του γερά, έσπρωξε τον πάγκο με τα κάστανα μπροστά και με όλη την ψυχή του φώναξε στον νεαρό αξιωματικό:
«Πώς να σηκωθώ, κύριε; Τα έδωσα στην Πατρίδα μου και τα δύο». Και, σηκώνοντας τα μπατζάκια του παντελονιού του έδειξε τα δυο του πόδια που ήταν κομμένα πάνω από τα γόνατα. Και ξανάρχισε να κλαίει, μαζί με τον κόσμο που συγκλονισμένος παρακολουθούσε το περιστατικό και χειροκροτούσε. Και είναι αλήθεια πως περισσότερο απ’ όλους έκλαιγε ο νεαρός αξιωματικός.

Αμνημόνευτοι οι ήρωες που μόλις προαναφέραμε. Αμνημόνευτοι από την επίσημη Ιστορία και γι’ αυτό άγνωστοι στους πολλούς. Αλλά οι βίοι τους συναξάρια που έχουν να μας διδάξουν πάρα πολλά. Κι είναι αλήθεια πως, αφού είχαμε χάσει τον δρόμο μας για αρκετά χρόνια, τελευταία όλο και περισσότερο μεγαλώνει η ανάγκη να γνωρίσουμε αυτές τις άγνωστες περιπτώσεις ηρώων που έχουν πολλά να μας πούνε και να μας διδάξουν. Γιατί τις έχει ανάγκη τις διδαχές ο κάθε άνθρωπος κι όχι μονάχα τα παιδιά.

Αλλά να κλείσουμε σιγά σιγά με την περίπτωση ενός πολύ αγαπημένου μας ήρωα βιβλίου, με τον Τρελαντώνη, που όλοι ξέρουμε πως είναι υπαρκτό πρόσωπο, λίγοι όμως ξέρουν κάτι ηρωικό που έκανε στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής.
Είναι ο Αντώνης Μπενάκης (1873-1954), «ο ευπατρίδης, ο διανοούμενος, ο ανθρωπιστής» και εθνικός μας ευεργέτης, που, καθώς ήταν πλούσιος, προπολεμικά είχε τον δικό του ράφτη στην Αγγλία, που του έραβε τα πρωινά, απογευματινά και βραδινά του κουστούμια. Αλλ’ όταν με τη γερμανική εισβολή, το 1941, κατέρρευσε το ελληνικό μέτωπο στην Αλβανία κι άρχισαν να καταφθάνουν στην Αθήνα ατέλειωτο πλήθος Ελλήνων στρατιωτών, έχοντας διανύσει με τα πόδια εκατοντάδες χιλιόμετρα, ήταν κουρελιασμένοι, πληγιασμένοι, ψειριασμένοι, βρόμικοι, εξουθενωμένοι. Τότε ο Αντώνης Μπενάκης βγήκε στην πόρτα του Μουσείου του και μοίρασε όλα του τα κουστούμια σε αυτούς τους στρατιώτες. Κι από εκείνη την ημέρα, στα τριάμισι χρόνια της γερμανικής κατοχής που ακολούθησε, ο Αντώνης Μπενάκης φορούσε κάθε μέρα, πρωί, απόγευμα, βράδυ, το ίδιο ένα και μοναδικό κουστούμι (Χρ. Γιανναράς, Καθημερινή, 7/10/2012).

Γιατί, όπως λέει κι ο Μανόλης Αναγνωστάκης, «Με όλη τη δραματικότητά της η Κατοχή ήταν και μια εποχή έξαρσης, ανάτασης, ελπίδας. Τα ανθρωπάκια έγιναν ξαφνικά Άνθρωποι, ο μικρός κι ανώνυμος τεντώθηκε στα όρια του μεγαλείου». Γιατί στην Κατοχή έγινε «μια έκρηξη πνευματικής παρουσίας κι εθνικής παρρησίας». Και είναι η δική μας εποχή, εποχή πνευματικής αναιμίας, που χρειάζεται απεγνωσμένα πολύ να της συμβεί μια τέτοιου είδους έκρηξη, καθώς η κρίση είναι λιγότερο οικονομική και περισσό τερο πνευματική και μόνο αν ανεβούμε πνευματικά μπορούμε να σωθούμε…
Καθώς μία είναι η αλήθεια, πως μονάχα εμείς οι ίδιοι μπορούμε να καταφέρουμε αυτό που λέει ο Γ. Σεφέρης: να ξανακάνουμε τον τόπο μας, που είναι τώρα εφιάλτης, ξανά Ελλάδα.


Το κείμενο είναι ομιλία που ακούστηκε στις 28 Οκτωβρίου 2015 στο Μαυροχώρι. 
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 29 Οκτωβρίου 2015, αρ. φύλλου 809




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ