12.11.16

ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΤΡΩΝΟΥ ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ: Η Μέλλουσα Κρίση


ΟΔΟΣ 12.5.2016 | 835

Δεν ήταν η πρώτη φορά που είχα βρεθεί στην εκκλησία της Μαυριώτισσας, προσκαλεσμένη είτε σε γάμο, ή σε βαφτίσια. Πρώτη μου όμως, φορά έτυχε να καθίσω στο νάρθηκα του ναού, ένα ζεστό καλοκαιρινό απόγευμα, περιμένοντας, όπως όλοι οι καλεσμένοι, την άφιξη της νύφης• συνηθίζεται, βέβαια, η νύφη να καθυστερεί κάπως να εμφανιστεί, και έτσι, εμείς οι πρώτοι αφιχθέντες, φροντίσαμε να βρούμε κάποιο άδειο στασίδι για να γλιτώσουμε από την ταλαιπωρία της ορθοστασίας.

Μη έχοντας κανέναν γνωστό δίπλα μου για να πιάσουμε κουβέντα και να σχολιάσουμε τις κομψές παρουσίες των φιλενάδων της νύφης, άρχισα να χαζεύω τις τοιχογραφίες στην ανατολική πλευρά, ακριβώς απέναντί μου. Αδιάφορα και αφηρημένα στην αρχή, όλο και με μεγαλύτερη περιέργεια και ένταση στη συνέχεια. Ποτέ πριν δεν είχα προσέξει τι ακριβώς παρίσταναν οι τοιχογραφίες αυτές. Ό,τι μπόρεσα να διακρίνω, αν και σε πολλά σημεία ήταν αρκετά κατεστραμμένες, μου έκοψε την ανάσα: δύο άγγελοι, με κατάλευκους χιτώνες να λογχίζουν κατατρομαγμένους ιερωμένους, με αλλοιωμένα από τον πόνο χαρακτηριστικά και ένα αλλόκοτο πλάσμα -δαίμονας;- έχει αρπάξει τον έναν από την κάτασπρη γενειάδα του• άλλος άγγελος, λίγο ψηλότερα, κρατά δύο κατάστικτα γυμνά κορμιά, δεμένα στα πόδια και τα χέρια αλλά και μεταξύ τους, τόσο στο λαιμό όσο και στην κοιλιακή χώρα και τα μεταφέρει -πού; Στην άλλη άκρη της ίδιας σκηνής, έντρομες φιγούρες, με αδαμιαία περιβολή και με τη φρίκη αποτυπωμένη στο πρόσωπο, παρακολουθούν τη μεταφορά των δύστυχων μορφών από τον ιπτάμενο άγγελο. Οι σκηνές αυτές με απορρόφησαν ολοκληρωτικά. Δεν θυμάμαι τίποτε άλλο από το μυστήριο του γάμου. Πότε έφτασε η νύφη, πότε τέλειωσε η όλη τελετή, δεν κατάλαβα. Είχε αδειάσει όλη η εκκλησία, όταν κάποια γνωστή με σκούντηξε και μου είπε ότι ήταν ώρα να βγούμε έξω και να ασπαστούμε τους νεόνυμφους. Την ακολούθησα ανόρεχτα, δεν είχα φυσικά άλλη επιλογή, γι’αυτόν το λόγο βρισκόμουν άλλωστε εκεί. Το μυαλό μου, ωστόσο, εξακολουθούσε να στριφογυρίζει στις εφιαλτικές εικόνες των άμοιρων θνητών της τοιχογραφίας.

Την επόμενη μέρα φρόντισα να προμηθευτώ έναν ειδικό οδηγό της μονής και να διαβάσω όλα τα σχετικά. Αυτά που είχα δει, δεν ήταν άλλο από σκηνές της Μέλλουσας Κρίσης. Εντύπωση μου έκανε ότι όχι μόνο η τεχνοτροπία διέφερε από τις άλλες, παρακείμενες απεικονίσεις. Τα χρώματα επίσης ήταν τελείως διαφορετικά. Με τον οδηγό υπό μάλης, πήρα το δρόμο για το ναό. Να δω ήθελα άλλη μια φορά, με κάθε λεπτομέρεια και χωρίς να αποσπά κανείς την προσοχή μου -λες πάντως και είχε καταφέρει κάποιος να το πράξει την ώρα του γάμου- όλη τη φρίκη που απεικόνιζε ο ζωγράφος. Πρόσεξα αρχικά την “Ετοιμασία”, ακριβώς πάνω από την ξυλόγλυπτη θύρα που οδηγούσε στο καθολικό της Παναγίας: τον Αδάμ και την Εύα, γονατισμένους και ευπρεπώς ενδεδυμένους, μπροστά στο Θυσιαστήριο, με το Σταυρό του Πάθους πάνω απ’ τα κεφάλια τους και τους αγγέλους εκατέρωθέν τους. Γιατί τους πρωτόπλαστους, κάτω απ’το σταυρό; Τι να σκεφτόταν άραγε ο ζωγράφος, πριν από χίλια χρόνια, όταν τους απεικόνιζε; Αυτοί έφταιγαν για τη Σταύρωση του Χριστού; Ή εκπροσωπούσαν όλο το ανθρώπινο γένος; Ακριβώς στη βάση του σταυρού, η εικόνα μιας περιστεράς, με φωτοστέφανο όμως, άρα το Άγιον Πνεύμα, το οποίο λιβανίζουν οι άγγελοι. Γιατί το τοποθετεί τόσο χαμηλά; Να φωτίσει, έστω και τώρα, πριν την Τελική Κρίση, τους υπαίτιους για την αποπομπή από τον Παράδεισο όλου του κόσμου, αλλά ίσως και κυρίως, και τη δική του;




Κάτι σαν λίμνη ή ποταμός, -Αχ, ναι! Ο ποταμός της κολάσεως, ακριβώς πάνω από το μέσον της “Ετοιμασίας”, κατεβαίνει και περικλείει όλη την τοιχογραφία της Τελικής Κρίσης. Παραδίπλα, άλλος άγγελος. Τι μνησίκακος, Θεέ μου! Με τρίαινα τρυπάει αμαρτωλούς, και στον πύρινο ποταμό της κολάσεως τους σπρώχνει. Αυτός, σε σκούρο κεραμιδί χρώμα, γέρνει τόσο πολύ το κεφάλι, που μοιάζει σαν να το κρατά στην παλάμη του. Τόσο ανελέητα εκδικητικοί, οι άγγελοι του αγιογράφου... Να και τα γυμνά, μυώδη σώματα συγκεκριμένων πια, αμαρτωλών: του συκοφάντη, κρεμασμένου ανάποδα και με τα χέρια μάλλον δεμένα πισθάγκωνα, στη μέση του τοκιστή απαγχονισμένου με το σχοινί, από το οποίο κρέμεται το πουγκί του. Επίσης κρεμασμένος ανάποδα ο παρακανπαιστής, (αυτός που κλέβει στο ζύγι, διαβάζω), με το ζυγό να γέρνει προς τη μια μεριά του λαιμού του. Να υποφέρει, ώσπου να βγει η ψυχή του. Γιατί τόσο πλατύστερνοι; Δείγμα καλοζωίας ίσως, που ο ίδιος ποτέ του δεν γεύτηκε;
Κέρινο το χρώμα στα πτώματα των αμαρτωλών που προβάλλουν κρεμασμένοι. Δεν τους έμεινε σταγόνα αίματος. Κόκκινο προς το κεραμιδί εκείνο των ζωντανών ακόμη, έτοιμων να τιμωρηθούν με την καταπόντισή τους στην κόλαση. Στην ίδια απόχρωση τα κύματα του ποταμού -κοχλάζοντα θα έλεγες- ο οποίος χάσκει κάτω από τα πόδια τους. Καμιά σχέση με τα ζεστά, βασιλικά χρώματα των άλλων τοιχογραφιών, εκείνων που αναφέρονται στην Παναγία και τους αγίους.


Τι προσπαθεί να καταφέρει ο αγιογράφος με τη Μέλλουσα Κρίση; Να εξευμενίσει το Θεό και τους αγγέλους; Να απεικονίσει το δέος που τον κατέχει μπροστά στη σκέψη και μόνο της Κόλασης; Και γιατί τόσο μένος απέναντι σε συγκεκριμένες ομάδες; Όπως των κακόμοιρων γυναικών, που κατέληξαν πόρνες; Και από τους “κακούς”, γιατί ξεχώρισε τους τρεις, τον τοκιστή, το συκοφάντη και τον παρακανπαιστή; Οικονομία χώρου, ή άχτι προσωπικό; Λες να ζήτησε δανεικά και να μην είχε να πληρώσει τους υπέρογκους τόκους; Ή να τον έκλεψαν στο ζύγι, όταν αγόραζε τα χρώματα για τη δουλειά του; Μήπως κάποιος τον συκοφάντησε στον ηγούμενο άλλης μονής και κατέληξε τόσο μακριά από το σπίτι του; Οι πόρνες; Για ποιο λόγο ήθελε να τιμωρηθούν τόσο σκληρά; Γιατί βάζει τα φίδια να τις έχουν σφιχταγκαλιάσει; Κι αν τα ερπετά υπονοούν δικά του μπλεξίματα και το άδοξο τέλος μιας περιπέτειάς του σε πορνείο; Οι στίχοι του Ρίλκε από την “Δευτέρα Παρουσία” ξεπετάγονται μπρος μου, σαν σε όνειρο:

«Όλοι σαν μέσα από λουτρό
θα αναστηθούν 
απ’ τους σαθρούς τους τάφους
μια κι όλοι τους πιστεύουν 
την καλήν αντάμωση 
και τρομερή είν’η πίστη τους 
κι ανήλεη συνάμα.
 Ω, Παντεπόπτη, δες πώς φοβάμαι!»

Και οι τιμωρημένοι της τοιχογραφίας; Κι αυτοί θ’αναστηθούν; Πολλές σκέψεις και εικασίες μου τριβελίζουν το μυαλό και άκρη δεν βρίσκω. Σκέφτομαι: ένας αγιογράφος μοναχός, πριν από χίλια χρόνια, διακοσμεί όλη την εκκλησία με τη γνωστή τότε τεχνοτροπία, με τα σκούρα, επιβλητικά χρώματα και σοβαρές μορφές αγγέλων και αγίων, και όταν φτάνει στην κόλαση, είναι λες κι έχεις μπροστά σου εικόνες εξπρεσιονιστών ζωγράφων της εποχής μας. Να, η κραυγή του Munch, να οι προσωπογραφίες του Egon Schiele και του Otto Dix...

Απευθύνομαι σε έναν ιερωμένο για να με βοηθήσει και να δώσει μια κάποια λύση στις απορίες μου. Με κοιτάζει βλοσυρός και κουνάει επιτιμητικά το κεφάλι. «Τέκνον μου, αμαρτάνεις αυτή τη στιγμή. Δεν είναι δυνατόν να θέλεις να κρίνεις τον άγιο αυτόν άνθρωπο, που διακόσμησε τόσο περίλαμπρα το ναό της Παναγίας. Φρόντισε να εξομολογηθείς και να κοινωνήσεις το συντομότερο!»

 -«Ω, Παντεπόπτη, γνωρίζεις την άγρια εικόνα,
που μέσα στο σκοτάδι μου τρέμοντας στιχουργώ...»

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 12 Μαΐου 2015, αρ. φύλλου 835



2 σχόλια:

  1. Ανώνυμος12/11/16

    Από τα καλύτερα διηγήματα που μας έδωσε η κα Πατρώνου. Παρακαταθήκη για τις μέλλουσες γενεές....

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ανώνυμος12/11/16

    "Ω, Παντεπόπτη, δες πώς φοβάμαι!"

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ