5.6.23

ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΤΡΩΝΟΥ ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ: Κινητή τηλεφωνία


ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς

Δύο πράγματα αρνιόμουν πεισματικά: να πουλήσω το μερτικό μου στα πατρικά χωράφια και να χρησιμοποιήσω κινητό τηλέφωνο.
Για το πρώτο, μέχρι τώρα, δεν είχα δεχτεί πιέσεις από κανένα, παρά μόνο ερωτήσεις για τις προθέσεις μου. Τα δυο μου αδέλφια, που έμεναν τα τελευταία χρόνια στο χωριό, δεν αντιμετώπιζαν οικονομικό πρόβλημα. Τα νοίκιαζαν σε κάποιον καλλιεργητή για ένα συμβολικό ποσό, μόνο και μόνο για να παραμείνουν δικά μας στα χαρτιά. Θα τα κληροδοτούσαμε στα παιδιά μας, είχαμε συμφωνήσει, για να έχουν κάτι από τους παππούδες.
Για κινητό τηλέφωνο, όμως, οι πιέσεις τόσο από τον άντρα μου όσο και από τα παιδιά μου, δεν είχαν τέλος. «Για ώρα ανάγκης», έλεγαν, λες και οι ανάγκες πριν από τα κινητά δεν ήταν οι ίδιες! Άλλωστε, πού πήγαινα; Ψώνια, σπίτι και άντε και καμιά επίσκεψη σε φίλους στη χάση και στη φέξη. Δεν το ήθελα. Τελεία και παύλα!
Όταν μου τηλεφώνησε ο μεγάλος μου αδελφός και μου ζήτησε να συναντηθούμε το συντομότερο όλοι για ένα σημαντικό θέμα, δεν μου περνούσε από το μυαλό τι θα μπορούσε να είναι αυτό το τόσο «σημαντικό», αλλά αφού το συζήτησα και με τον άντρα μου, αποφάσισα να μάθω πρώτα τον λόγο συνάντησης και μετά να αποφασίσω για τα περαιτέρω. Έμαθα, λοιπόν, ότι του είχαν κάνει μία πολύ σοβαρή πρόταση –προσφορά– για τα χωράφια μας. Να τα παραχωρήσουμε για τη δημιουργία φωτοβολταϊκού πάρκου! Άφωνη έμεινα. Η μίσθωση θα ήταν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Η γη θα παρέμενε δική μας και το οικονομικό όφελος μεγάλο.
Δεν λες εύκολα όχι σε μια τέτοια προσφορά. Θα πήγαινα με το υπεραστικό λεωφορείο στην πιο κοντινή πόλη και εκεί θα με περίμενε ο αδελφός με το δικό του αμάξι για να συνεχίσουμε μέχρι το χωριό. Δεν δέχτηκα να με πάει ο άντρας μου με το δικό του αμάξι και δεν ήθελα κανέναν μαζί μου. Θεώρησα πως κατά την διάρκεια της διαδρομής –κάπου τρεις ώρες δρόμος– θα είχα την ευκαιρία να σκεφτώ την πρόταση καλύτερα, χωρίς γνώμες τρίτων.
Επέλεξα ένα βραδινό δρομολόγιο για ακόμη μεγαλύτερη αυτοσυγκέντρωση. Έκλεισα θέση μπροστά-μπροστά, ακριβώς πίσω από τον οδηγό. Δίπλα μου κάθισε μία νεαρή φοιτήτρια. Άλλωστε, όλοι σχεδόν οι επιβάτες φοιτητές ήταν, με μόνη εξαίρεση δύο ηλικιωμένα ζευγάρια. Επέστρεφαν τώρα οι νέοι, μετά από σύντομη επίσκεψη στους δικούς τους, στην πόλη όπου σπούδαζαν. Εκτός από τη μουσική, βαριά λαϊκά του οδηγού, δεν άκουγες τον παραμικρό ψίθυρο. Απ’ ό,τι φαίνεται η νεολαία το είχε ρίξει στον ύπνο.
Όχι και η διπλανή μου κοπέλα· ανήσυχη έμοιαζε χωρίς να ενοχλεί κιόλας. Δεν είχαμε προφτάσει να βγούμε από την πόλη, όταν χτύπησε το κινητό της. Διακριτικός ήχος. Το άνοιξε αμέσως και, θέλοντας και μη, παρακολούθησα τη συνομιλία. Κατάλαβα ότι επρόκειτο για κάποιον φίλο –πιθανότατα συμφοιτητή– που της πρότεινε βραδινή έξοδο. Αρνήθηκε εκείνη ευγενικά στην αρχή. Πολύ κουρασμένη ήταν, έπρεπε και να μαγειρέψει· ας μην ξεχνάει ο συνομιλητής, ότι ήταν εργαζόμενη.
Δεν πέρασαν ούτε δύο λεπτά. Τώρα το τηλεφώνημα έγινε από την κουρασμένη νέα σε κάποια φίλη, υποθέτω. Της εξιστόρησε όλη τη συνομιλία με τον προηγούμενο συνομιλητή και της εξήγησε τους λόγους που αρνήθηκε την πρόσκληση. «Μα αν, παρ’ όλα αυτά, ενδιαφέρεται όλη η παρέα, δεν θα είχα αντίρρηση να έλθω κι εγώ, για πολύ λίγο, όμως...».
Τα τηλεφωνήματα έπαιρναν και έδιναν συνεχώς. Αδύνατον να συγκεντρωθώ στις σκέψεις μου. Αδύνατον και να χαλαρώσω. Να μην αναφέρω την περιέργειά μου αν τελικά η συνταξιδιώτισσα θα έβγαινε με την παρέα ή όχι. Ο κύκλος επαφών διευρυνόταν συνεχώς. Πότε με συμφοιτητές, πότε με συμφοιτήτριες.
Κάπου, στο τέλος περίπου της διαδρομής, πήρε εκ νέου τηλέφωνο στην πρώτη συνομιλήτρια, την Έλενα. «Λοιπόν, Έλενα, κανονίστηκε. Θα συναντηθούμε στο πάρκο μόλις φτάσει το λεωφορείο. Στο χωριό του Άι-Βασίλη. Σε παρακαλώ, όμως, ψάξε στη ντουλάπα μου και φέρε μαζί σου το μαύρο μου παλτό. Τι; δεν είναι εκεί; Ε, τότε φέρε το κόκκινο μπουφάν. Ναι εκείνο με την κουκούλα και επίσης το κασκόλ μου, θα το βρεις στο δεύτερο συρτάρι. Ναι, Ναι! Είμαι πολύ λεπτά ντυμένη, και φοβάμαι μην κρυολογήσω. Μου είπαν πως έσφιξε το κρύο εκεί. Τι είπες; Σφουγγαρίζεις την κουζίνα; Έλα τώρα καλή μου, θα το κάνω εγώ αύριο το πρωί. Ναι, αν επιμένεις, το Άζαξ είναι στο πάτωμα, δίπλα στο ψυγείο. Πόσο; Βάλε ένα καπάκι στον κουβά».
Δεν κρατήθηκα τότε και γυρίζοντας προς το μέρος της ψιθυρίζω: «Μισό καπάκι φτάνει!». «Μισό καπάκι φτάνει»! Επαναλαμβάνει εκείνη, και κουνώντας τα χείλη, μου λέει: «Ευχαριστώ!»
Τη μισή σχολή ξεσήκωσε η κουρασμένη φοιτήτρια. Όταν πια κατεβήκαμε από το λεωφορείο, είχες την εντύπωση ότι γινόταν φοιτητική διαδήλωση! –«Τι σου κάνουν τα κινητά τηλέφωνα! Να φανταστείτε, ότι δεν είχα καμιά όρεξη για έξοδο απόψε... Ευχαριστώ, πάντως, πολύ, για το μισό καπάκι! Και καλές γιορτές να έχετε!»
Ήταν το τελευταίο σχόλιό της πριν με καληνυχτίσει ευγενικά. Της ευχήθηκα καλή διασκέδαση και Καλά Χριστούγεννα και αποφάσισα να αγοράσω κινητό, μόλις επιστρέψω σπίτι. Μπορεί να μου έφτιαχνε το κέφι όταν δεν είχα όρεξη για τίποτα. Εκείνο που δεν σκέφτηκα ήταν να της ζητήσω τον αριθμό τηλεφώνου της...
Ίσως και να με βοηθούσε να πάρω τη σωστή απόφαση για τα χωράφια μου. Τόση, μα τόση πειθώ!


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 22 Δεκεμβρίου 2022, αρ. φύλλου 1154.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ