3.10.10

ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΛΥΚΟΓΙΑΝΝΗ: Το χρεοκοπημένο κράτος

Από τη σύσταση του ελληνικoύ κράτους το 1830, τόσο ο κρατικός προϋπολογισμός όσο και το ισοζύγιο πληρωμών στηρίζονταν σε σαθρά θεμέλια. Το εμπορικό ισοζύγιο παρουσίαζε ανέκαθεν έλλειμμα: η μακροχρόνια αυτή αδυναμία αποτελούσε ένα από τα μόνιμα χαρακτηριστικά των εξωτερικών συναλλαγών της χώρας και ένα από τα βασικά διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας. Το μείγμα των μέτρων που κατά καιρούς έλαβαν οι εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις δεν απέτρεψαν την εξάρτηση από ένα μικρό φάσμα εξαγόμενων αγαθών.
Ακόμη και έως το 1938 ελάχιστα είχαν γίνει για την προώθηση μιας πιο εκλεπτυσμένης γκάμας εξαγωγών. Τη χρονιά εκείνη ο καπνός ανερχόταν στο 50,4% του συνόλου των εξαγωγών ως προς την αξία, ενώ η σταφίδα στο 14,4%: το μεγαλύτερο μερίδιο επί των συνολικών εξαγωγών της βιομηχανίας συνεισέφεραν τα κλωστοϋφαντουργικά είδη (με ένα ποσοστό ύψους 1,4%). Τα κύρια εξαγώγιμα αγαθά λοιπόν ήταν είδη ημιπολυτελείας για αγορές με υψηλό εισόδημα, όπως η Γερμανία, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Μεγάλη Βρετανία(1). Η υψηλή ελαστικότητα ζήτησης τέτοιων προϊόντων, άφηνε την Ελλάδα ιδιαιτέρως ευάλωτη σε κάθε μεταβολή του διεθνούς περιβάλλοντος.

Κατά το μεσοπόλεμο, οι σχετικά υψηλοί άδηλοι πόροι υπήρξαν το μοναδικό θετικό χαρακτηριστικό του ελληνικού ισοζυγίου πληρωμών, αποτέλεσμα του συνεχώς αυξανόμενου μεγέθους του εμπορικού στόλου καθώς και της σταδιακής ανόδου της χώρας ως διεθνούς τουριστικού προορισμού. Μία πρόσθετη πηγή εσόδων ήταν τα μεταναστευτικά εμβάσματα, που συνιστούσαν όμως ένα ευτυχές παρεπόμενο του μεταναστευτικού ρεύματος πριν το 1914. Το 1939 το ύψος των άδηλων πόρων συμποσούνταν σε πάνω από $31 εκ. ($17,1 εκ. από τα μεταναστευτικά εμβάσματα, $8,7 εκ. από τη ναυτιλία και $5,5 εκ. από τον τουρισμό), ποσό που ανερχόταν στο 26% του συνόλου των εισπράξεων(2).

Με δεδομένα τα μακροχρόνια ελλείμματα στο ισοζύγιο πληρωμών, η διασφάλιση της οικονομικής σταθερότητας στη χώρα οφειλόταν κατά κανόνα στην εισροή ξένου κεφαλαίου σε μορφή δανείων ή άμεσων επενδύσεων. Η διαθεσιμότητα τέτοιων πόρων βοηθούσε στη χρηματοδότηση των υψηλών ελλειμμάτων, ενώ οποιαδήποτε διακοπή στη ροή τους δημιουργούσε άμεσα προβλήματα. Έτσι, λοιπόν, όταν τα χρέη έπρεπε να εξοφληθούν, η συνήθης λύση ήταν είτε η σύναψη νέων δανείων είτε η αναστολή των πληρωμών. Η μερική βελτίωση της θέσης του ισοζυγίου πληρωμών στα τέλη του 1930 (με συνολικές εισπράξεις $119,3 εκ. σχεδόν ικανών να ισοσκελίσουν τις πληρωμές ύψους $120,4 εκ.) (3) πραγματοποιήθηκε εξαιτίας της αναστολής εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους και της στροφής προς την αυτάρκεια. Η έλλειψη βασικών προϋποθέσεων που θα επέτρεπαν στο ελληνικό κράτος να ανταποκριθεί στις συμβατικές δεσμεύσεις με δικά του μέσα, βρίσκει τη χώρα ευάλωτη στην απαρχή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και επιβεβαιώνει ότι ανεξάρτητα από την έκβασή του, η διαπραγματευτική της θέση στο διεθνές σύστημα θα παραμείνει ασθενής.

Η εξάρτηση από το ξένο κεφάλαιο ήταν επίσης συνέπεια των πολιτικών που οι εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις, από καταβολής του ελληνικού κράτους, εφάρμοσαν σε σχέση με τα δημόσια οικονομικά. Οι ελλειμματικοί κρατικοί προϋπολογισμοί ήταν σχεδόν μόνιμο πρόβλημα, ολοένα δε υψηλότερες δαπάνες αντιμετωπίζονταν συνήθως με εσωτερικά ή/και εξωτερικά δάνεια και την έκδοση από την κυβέρνηση εντελώς ακαλύπτου χαρτονομίσματος.(4)

Tην κατάσταση αυτή διευκόλυναν όχι μόνο η δημιουργική λογιστική αλλά και η ύπαρξη δύο προϋπολογισμών, ενός τακτικού και ενός εκτάκτου: τα έσοδα βασίζονταν «επί των βεβαιωμένων και όχι επί των εισπραττομένων», ενώ οι δαπάνες όπως χαρακτηριστικά παρατηρεί ο Aνδρέας Aνδρέαδης υπολογίζονταν χαμηλότερα από τις πραγματικές, ούτως ώστε, ιδίως αυτές του δημοσίου χρέους να παρουσιάζονται μικρότερες. Tο παράδειγμα των προϋπολογισμών των ετών 1883 και 1884 δεν συνιστά εξαίρεση στον κανόνα, όταν αναφέρθηκαν πλεονάσματα της τάξης των 121.961 δρχ. και 308.252 δρχ. αντιστοίχως, αν και το 1882 ο τότε πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης προέβλεπε έλλειμμα 11.814.527 εκ. δρχ. Οι πρακτικές αυτές είχαν ήδη αρχίσει από τα χρόνια της Επανάστασης του 1821: οι δημόσιοι λογαριασμοί, όχι μόνο «εκρατούντο ατάκτως», αλλά και «συχνότατα επλαστογραφούντο» για να καλυφθούν «ποικιλώταται καταχρήσεις». Έτσι, ένα φαινόμενο που κορυφώθηκε στις μέρες μας, τα επίσημα βιβλία του κράτους εμφανίζονταν αλλοιωμένα με «ψευδείς στατιστικές» και «παντοία δημοσιονομικά επινοήματα» και «λογιστικά στρατηγήματα» για να διασκεδαστεί, όσο το δυνατόν περισσότερο, το οικτρό οικονομικό σκηνικό της χώρας (5).

Παρά τα υψηλά ελλείμματα και την ταχεία αύξηση που αυτά προκαλούσαν στο δημόσιο χρέος, οι εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις προσέγγισαν ληθαργικά το ζήτημα της συγκρότησης ενός απλού, σταθερού και κοινωνικά δίκαιου φορολογικού συστήματος. Οι πρώτες μεταβολές, ιδίως η κατάργηση όσων φόρων είχαν δουλικό χαρακτήρα, επήλθαν ήδη από τη διοίκηση της Επανάστασης, γεγονός το οποίο οδήγησε σε σημαντικές φορολογικές ελαφρύνσεις. Διατηρήθηκε όμως η δεκάτη, καθώς τα ποσά τα οποία απέδιδε για το μονίμως άδειο δημόσιο ταμείο, ήταν ζωτικής σημασίας, αποσπώντας σε είδος το 10% της ακαθάριστης προσόδου της αγροτικής παραγωγής ή ακόμη και 25% όπως συνέβη με το δικαίωμα επικαρπίας που κατέβαλλαν οι καλλιεργητές των εθνικών γαιών έως τη διανομή των το 1871. Ωστόσο, μόνο με την κατάργηση της δεκάτης το 1880, έπειτα από συνεχείς αναβολές, και την αντικατάστασή της από το φόρο επί των αροτριόντων κτηνών, οι αγροτικές τάξεις βρέθηκαν σε καλύτερη θέση. Από τη δεκαετία του 1880 έως το 1918 η ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση της αγροτικής παραγωγής και του πληθυσμού της υπαίθρου συνεχίσθηκε απρόσκοπτα. Οι φορολογικές ελαφρύνσεις συμπληρώθηκαν κατά το μεσοπόλεμο, επεκτάθηκαν δε κατά τη διάρκεια της κατοχής και του εμφυλίου πολέμου: εξελίξεις οι οποίες επισημοποιήθηκαν με τη φορολογική μεταρρύθμιση του 1955, για να καταλήξουν βαθμηδόν στην πλήρη απαλλαγή των αγροτικών στρωμάτων από κάθε άμεσο φόρο. Έως και τη δεκαετία του 1990, η συμβολή του αγροτικού τομέα στα έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού δεν ξεπέρασε το 1% των συνολικών φορολογικών εισπράξεων(6).

Η απαλλαγή των παραγωγών της υπαίθρου από κάθε άμεσο φόρο δεν ήταν η μόνη παροχή του κράτους. Όλα τα καθεστώτα και όλες οι πολιτικές παρατάξεις, οι οποίες κυβέρνησαν τη χώρα από την ίδρυση της ΑΤΕ (Αγροτική Τράπεζα Ελλάδος) το 1929 έως και τον ύστερο 20ο αιώνα, διέγραψαν ένα μεγάλο αριθμό δανείων που οι αγρότες όφειλαν στο κράτος: η πιο πρόσφατη διαγραφή αγροτικών χρεών ύψους €1,1 δισ. έγινε το 2006. Tα τελευταία έτη, τον κρατικό προϋπολογισμό επιβάρυναν, μεταξύ άλλων, και οι συχνές αποζημιώσεις (διαπιστωμένες ή/και ανύπαρκτες) για καταστροφές της γεωργικής παραγωγής λόγω ακραίων καιρικών φαινομένων, η απαλλαγή από φόρους για καύσιμα, αγροτικά αυτοκίνητα και μηχανήματα, το σχεδόν μηδενικό κόστος χρήσης του νερού και της ηλεκτρικής ενέργειας, η παροχή συντάξεων μέσω του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΟΓΑ) δίχως την προηγούμενη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών και η επιδότηση των επιτοκίων χορηγήσεων της ΑΤΕ. Επιπροσθέτως, ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, εφαρμόζεται ευρεία πολιτική άμεσων ή έμμεσων επιδοτήσεων της αγροτικής παραγωγής: το καθεστώς αυτό δεν μεταβλήθηκε με την εφαρμογή της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) και των Ενιαίων Αποδεσμευμένων Ενισχύσεων (ΕΑΕ) στο πλαίσιο της ΕΕ. Το 2009, συνολικά, οι κρατικές ενισχύσεις προς τον αγροτικό τομέα συμπεριλαμβανομένων και των επιδοτήσεων από την ΕΕ έφτασαν τα €9,5 δισ., έναντι €8,5 δισ. το 2008 και €5,05 δισ. το 2000, με μέση ετήσια αύξηση 7,3% κατά την περίοδο 2000-09. Μάλιστα, το 2008, οι συνολικές κρατικές δαπάνες στον αγροτικό τομέα ανήλθαν στο 81% της ακαθάριστης αξίας της συνολικής παραγωγής του, η οποία άγγιξε τα €11,1 δισ.(7)

Επιπλέον, μετά την Ανεξαρτησία, το ελληνικό κράτος παραχώρησε στους αγρότες την κυριότητα της γης που απλώς κατείχαν και καλλιεργούσαν επί οθωμανικής κυριαρχίας. Tον Οκτώβριο του 1863, επτά έτη μετά την άφιξη του νέου ηγεμόνα των ελλήνων Γεωργίου Α΄, το ελληνικό κράτος ενήργησε και πάλι με γνώμονα το όφελος των αγροτών, διανέμοντας τις εθνικές γαίες έναντι ενός λογικού τιμήματος, το οποίο όμως σπανίως καταβαλλόταν, όπως άλλωστε συνέβη με το δικαίωμα επικαρπίας πριν από το 1871. Στο μεταξύ, η βάση της οικογενειακής τους ιδιοκτησίας διευρύνθηκε με παράνομες καταλήψεις δημοσίων, κοινοτικών, δημοτικών και εκκλησιαστικών ιδιοκτησιών, ενώ το ίδιο το ελληνικό κράτος ποτέ δεν έλαβε κάποιο συγκεκριμένο μέτρο ούτως ώστε είτε να θέσει τέρμα στις καταπατήσεις είτε να εισπράξει τις οφειλές των αγροτών από τις εξαγορές των εθνικών γαιών: απότοκο αναμφιβόλως των πελατειακών πρακτικών, της δωροληψίας αλλά και της έλλειψης δασολογίου και εθνικού κτηματολογίου, φαινόμενα τα οποία συνεχίζουν να ταλανίζουν τη χώρα έως και σήμερα. Συν τοις άλλοις, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, το ελληνικό κράτος έδωσε στους αγρότες και τις μεγάλες ιδιωτικές γαιοκτησίες (8).

Το ελληνικό φορολογικό σύστημα έτσι όπως είχε διαμορφωθεί έως τις αρχές του 20ου αιώνα ήταν ένα «ικρίωμα αντιφάσεων, αδικίας και ανισοτήτων» (9) . Σε γενικές γραμμές, η κατανομή των φορολογικών βαρών προσδιορίζονταν με ad hoc κριτήρια, και όχι με βάση τη φοροδοτική ικανότητα εκάστου φορολογουμένου προσώπου. Ασχέτως αν έγιναν προσπάθειες προκειμένου να βελτιωθεί ο φοροεισπρακτικός μηχανισμός και να περιοριστούν οι πολυετείς καθυστερήσεις οι οποίες παρατηρούνταν στις φοροεισπράξεις, οι άμεσοι φόροι γνώρισαν σταθερή μείωση μεταξύ των ετών 1833 και 1914. Πρακτικά, αυτό σήμαινε την υποφορολόγηση των ανωτέρων εισοδηματικών τάξεων και του αγροτικού πληθυσμού: τις καταναλωτικές τους ανάγκες οι τελευταίοι τις κάλυπταν κατά βάση με την αυτοκατανάλωση, τις ανταλλαγές σε είδος και το λαθρεμπόριο που ανθούσε στην ύπαιθρο, πρακτικές οι οποίες δεν επηρεάζονταν από τους εμμέσους φόρους.

Το 1860 οι εύποροι δεν υπόκεινταν σε κανένα άμεσο φόρο, εκτός από τους γαιοκτήμονες και μεγάλους κτηματίες. Παρόλο που από το 1870 οι ελληνικές κυβερνήσεις κατάφεραν να αποσπάσουν από τις ανώτερες εισοδηματικά τάξεις ένα, έστω και σχετικά μικρό, ποσοστό συνεισφοράς στα δημόσια έσοδα, φόρος εισοδήματος ουσιαστικά δεν υπήρχε στην Ελλάδα: το καθεστώς αυτό παρέμεινε αμετάβλητο έως το 1911, όταν καθιερώθηκε για πρώτη φορά ένας προοδευτικός φόρος επί του εισοδήματος. Αν και η πρώτη μεγάλη φορολογική μεταρρύθμιση του 20ου αιώνα έλαβε χώρα το 1919, που όμως δεν ολοκληρώθηκε και παρέμεινε μετέωρη για μακρύ χρονικό διάστημα, προοδευτικές κλίμακες με υψηλούς συντελεστές για τα μεγάλα εισοδήματα εμφανίστηκαν μόνο το 1955. Παράλληλα, όπως στα αγροτικά στρώματα, έτσι και στα ανώτερα, πρόσθετες παροχές, φοροαπαλλαγές, κίνητρα, επιδοτήσεις επιχειρήσεων, δασμολογική προστασία η οποία κάλυπτε όλο σχεδόν το φάσμα της εγχώριας βιομηχανίας, παντός είδους περιορισμοί στις εισαγωγές και ευνοϊκή πιστωτική πολιτική, αποτελούσαν κοινό τόπο από το 1850 έως ότου η χώρα εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) κατά τον ύστερο 20ο αιώνα. (10)

Τo παγιωμένο αυτό μοτίβο δεν μεταβλήθηκε με την αύξηση των πολεμικών δαπανών μετά το 1914, αλλά οι πρόσθετες επιβαρύνσεις χρηματοδοτούνταν κυρίως με την έκδοση νέου χρήματος. Σε γενικές γραμμές η δομή και η λειτουργία του φορολογικού συστήματος της χώρας παρέμεινε σχεδόν η ίδια. Αν και υπήρξαν κάποιες απόπειρες φορολόγησης των υψηλών κερδών, που σημείωσε κυρίως η ναυτιλία, τα άμεσα αποτελέσματα δεν ήταν εντυπωσιακά. Η πιο τολμηρή κίνηση προέκυψε το 1922, όταν η ελληνική κυβέρνηση σε μία απεγνωσμένη προσπάθεια αύξησης των δημοσίων εσόδων, ενέκρινε την έκδοση ενός αναγκαστικού δανείου προκειμένου να καλύψει τα αλυσιδωτά ελλείμματα. Μετά το 1922, η δημοκρατική κυβέρνηση εισήγαγε νέους φόρους επί της περιουσίας και επί των κερδών από τις εξαγωγές, και επέβαλε σημαντικούς εισαγωγικούς δασμούς. Τα επόμενα έτη ακολούθησαν νέες αυξήσεις στους δασμούς, ειδικά το 1926 (όταν ανακοινώθηκε η σύναψη δεύτερου αναγκαστικού δανείου) και στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Ακόμη και η έλευση της δικτατορίας του Μεταξά δεν επέφερε θεμελιακές αλλαγές στο φορολογικό σύστημα της χώρας. Αντιθέτως, η Ελλάδα υπέστη μία μεταβολή συναφή με αυτή του 19ου αιώνα, με αποτέλεσμα ένα μεγάλο μέρος της φορολογικής επιβάρυνσης την οποία αρχικά επωμίζονταν οι πληθυσμοί της υπαίθρου να μετατοπίζεται πλέον προς τα κατώτερα και μεσαία στρώματα των πόλεων, με τους εμμέσους φόρους ως κύρια πηγή εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού: η συμμετοχή των άμεσων φόρων, οι οποίοι αποτελούσαν το 21% του συνόλου των φορολογικών εσόδων του κράτους το 1915-19, έπεσε στο 17,6% το 1920-27 και στο 16,6% το 1928-36. (11)

Κατά τη μεταπολεμική περίοδο, η σχέση άμεσων-έμμεσων φόρων δεν βελτιώθηκε σημαντικά: το διάστημα 1950-65 που η Ελλάδα είχε υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, το ποσοστό συμμετοχής των άμεσων φόρων στα συνολικά έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού, όχι μόνο δεν αυξήθηκε αλλά αντιθέτως μειώθηκε, από 29,1% το 1951 στο 17,5% το 1965. Έτσι, ενώ στα ανεπτυγμένα κράτη η φορολογία εισοδήματος αποτελεί την κύρια πηγή εσόδων, το αντίστοιχο ποσοστό στην Ελλάδα το 1997 ήταν 22,9% έναντι 35,6% του μέσου όρου των χωρών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Νίκος Τάτσος, η συμβολή της άμεσης φορολογίας στα συνολικά έσοδα ήταν στα «ίδια περίπου επίπεδα ή αισθητά χαμηλότερα από ότι ήταν σε άλλες χώρες πριν από περίπου ένα αιώνα». Μάλιστα, συγκεκριμένες κατηγορίες επαγγελματικών τάξεων συνέχισαν να φορολογούνται με ειδικούς-προνομιακούς τρόπους και με μικρούς αναλογικούς συντελεστές, και όχι με βάση τη φοροδοτική τους ικανότητα: συνολικά, το 2008, τα αυτοτελώς φορολογηθέντα εισοδήματα (εισοδήματα 2007) ανήλθαν στα €16 δισ., ποσό το οποίο αντιστοιχεί στο 17% του συνόλου των δηλωθέντων εισοδημάτων. (12)

Στο μεταξύ, η υπερφορολόγηση των αστικών στρωμάτων χαμηλού εισοδήματος επεκτάθηκε και στους αμέσους φόρους, μέσω του φόρου μισθωτών υπηρεσιών, ο οποίος ενισχύθηκε από την πρακτική της παρακράτησης του φόρου στην πηγή δηλ. τη στιγμή που εισέπρατταν το εισόδημά τους. Βεβαίως, δίχως κάποιας μορφής «εξισορροπητικές αντιπαροχές» είτε με συγκεκριμένα μέτρα είτε με την επίδειξη ανοχής από το κράτος, όπως καίρια επισημαίνει ο Γεώργιος Δερτιλής, αυτό δεν θα μπορούσε να συντηρείται. Κατά συνέπεια, οι πελατειακές πρακτικές στο δημόσιο τομέα όχι μόνο δεν περιορίστηκαν, αλλά αντιθέτως συνεχίστηκαν έως και σήμερα. Επιπλέον, δύο κλασικές πληγές της παραοικονομίας που με περισσή γενναιοδωρία ανέχθηκε και συνεχίζει να ανέχεται το ελληνικό κράτος –τα έσοδα από τη δωροληψία και τα εισοδήματα από τη δεύτερη ή παράλληλη απασχόληση– παρότι αντιστάθμισαν τις χαμηλές αμοιβές της δημοσιοϋπαλληλίας παρέμειναν ωστόσο αφορολόγητα. Επίσης, από το 1950 και μετά, τα μικροαστικά στρώματα αποκομίζουν πολλαπλά οφέλη από τις καταπατήσεις δημόσιας και δασικής γης, τις αλλεπάληλες νομιμοποιήσεις της αυθαίρετης δόμησης και την ανυπαρξία μακροπρόθεσμου πολεοδομικού και χωροταξικού σχεδιασμού: πολιτική η οποία επέτρεπε στο ελληνικό κράτος την τήρηση σε ομηρία μέρους του πληθυσμού και ταυτοχρόνως την είσπραξη εκτάκτων εσόδων όποτε αυτό κρινόταν αναγκαίο. Συν τοις άλλοις, αξιοσημείωτο είναι το όφελος το οποίο προσποριζόταν εξαιτίας της εκτεταμένης φοροδιαφυγής/εισφοροδιαφυγής και αποσπούσε από το κράτος με πολλαπλά συντεχνιακά προνόμια ένα άλλο τμήμα των κατωτέρων αστικών στρωμάτων, δηλ. οι μικροεπαγγελματίες, οι τεχνίτες και οι μικροέμποροι.(13) Είναι ενδεικτικό ότι ακόμη και το 2009 οι ελεύθεροι επαγγελματίες εμφανίζονται να δηλώνουν μόλις το 4% του εισοδήματος φυσικών προσώπων, ενώ οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι το 74%! (14) Μισό και πλέον αιώνα από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, παρά τα διάφορα μέτρα, και τις δεκάδες επιτροπές και μελέτες για την αντιμετώπιση του φαινομένου της παραοικονομίας-φοροδιαφυγής, το μέγεθός της σε σύγκριση με άλλες χώρες παρέμεινε «εξαιρετικά υψηλό»: (15) κατά την άποψη του ΟΟΣΑ εκτιμάται στο 25% του ΑΕΠ. (16)

Μολονότι η δομή και η λειτουργία του φορολογικού συστήματος και ειδικότερα η μεταρρύθμισή του βρέθηκε στο επίκεντρο της πολιτικής κόντρας κατ’ επανάληψη, η Ελλάδα είχε διανύσει σχεδόν δύο αιώνες ανεξάρτητης ύπαρξης με ένα φορολογικό σύστημα ακατάλληλο να εξυπηρετήσει τις ανάγκες ενός σύγχρονου κράτους: μόνη μακροπρόθεσμη λύση αποτελεί ο ριζικός εκσυγχρονισμός του και η προσαρμογή του στις σύγχρονες συνθήκες και δεδομένα. Με βάση στοιχεία που πρόσφατα δημοσίευσε η Παγκόσμια Τράπεζα, η Ελλάδα ιεραρχείται ως ουραγός στις προσπάθειες μεταρρύθμισής του, υποχώρησε δε στη σχετική κατάταξη κατά 14 θέσεις (76η θέση από την 62η), με αποτέλεσμα να βρίσκεται χαμηλότερα από χώρες, όπως η Αργεντινή, η Εσθονία, οι Μαλδίβες, η Λιθουανία, ο Μαυρίκιος, το Ομάν, οι Σεϋχέλλες και η Μποτσουάνα! (17) Έτσι, παρά τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας κατά τη μεταπολεμική περίοδο, το ελληνικό φορολογικό σύστημα παρέμεινε «εξαιρετικά πολύπλοκο και δαιδαλώδες» και επηρεάσθηκε «άμεσα, τόσο ως προς τη δομή, όσο και ως προς τα έσοδα» από τον εκλογικό κύκλο: αν και τα συνολικά φορολογικά έσοδα του δημοσίου αυξήθηκαν από 15,9% του ΑΕΠ το 1948 σε 34,3% το 1995, εντούτοις η ανοδική αυτή τάση συχνά διεκόπη και πολλές φορές ανεστράφη, ιδίως κατά το διάστημα των βουλευτικών εκλογών 1981, 1985, 1989, 1993 και 1996. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι από το 1980 έως το 1999 είχαν ψηφιστεί στη Βουλή 51 φορολογικά νομοσχέδια, ενώ ο αριθμός των φορολογικών διατάξεων που συμπεριλήφθηκαν σε νομοθετήματα άλλου περιεχομένου παραμένει άγνωστος. Επιπροσθέτως, κατά την περίοδο 1996-98, οι σχετικές με φορολογικό ενδιαφέρον υπουργικές αποφάσεις και εγκύκλιοι ανήλθαν σε 666 και 1.012 αντιστοίχως.(18)

Οι χρόνιες αυτές αδυναμίες του φορολογικού συστήματος είχαν αποσταθεροποιητικές επιπτώσεις και αύξαναν αναπόφευκτα τον κίνδυνο της ξένης επέμβασης στην οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας. Κατά το 19ο αιώνα, για παράδειγμα, η υπερβολική εξάρτηση από το ξένο κεφάλαιο και η παντελής ανικανότητα που παρουσίαζε το ελληνικό κράτος να εξυπηρετήσει τις υποχρεώσεις προς τους ξένους δανειστές, σύμφωνα με τις συμβατικές δεσμεύσεις, κατέστησε τη σχέση του με τις τρεις προστάτιδες δυνάμεις (Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία και Ρωσία) προβληματική και έδωσε λαβή για πλειάδα διπλωματικών και μη επεμβάσεων. Αναμφιβόλως, πολλές από τις εντάσεις θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί εάν η διάθεση των δανειακών κεφαλαίων είχε γίνει με ορθολογιστικά κριτήρια και συγκεκριμένους στόχους. Ωστόσο, τα ξένα δάνεια συνήθως χρησιμοποιούνταν για να καλύπτουν τα τρέχοντα ελλείμματα και το δημόσιο χρέος παρά τη δημιουργία ενός αποτελεσματικού και λειτουργικού κράτους. Ο κύκλος κατά κανόνα ξεκινούσε με αλόγιστη σπατάλη, αναστολή των πληρωμών και τελικά οριστική τους παύση. Σε μερικές περιπτώσεις, η κήρυξη παύσης πληρωμών περνούσε δίχως συνέπειες, άλλοτε πάλι οδηγούσε σε περιορισμό των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας. (19)

O φαύλος αυτός κύκλος είχε ήδη αρχίσει από τα χρόνια της Επανάστασης του 1821. Μετά από αποτυχημένες προσπάθειες σύναψης δανείων με την Ισπανία και μία σειρά γερμανικών και ιταλικών κρατιδίων, οι επαναστατημένοι έλληνες έστρεψαν την προσοχή τους στο Λονδίνο. Το Φεβρουάριο του 1824 και του 1825, εξασφαλίστηκαν δάνεια –γνωστά υπό το όνομα Δάνεια της Ανεξαρτησίας– ονομαστικού κεφαλαίου £800 χιλ. και £2 εκ. αντιστοίχως, με τοκογλυφικούς ωστόσο όρους. Ατυχώς τα εισπραχθέντα ποσά δεν χρησιμοποιήθηκαν για τον κατά των Τούρκων αγώνα, αλλά κατασπαταλήθηκαν κυρίως από τις αντιμαχόμενες φατρίες. Η ανακήρυξη της Ανεξαρτησίας δεν συνοδεύτηκε από δημοσιονομική σταθερότητα, και το Μάιο του 1832, παρά την από το 1827 αναστολή παντός χρεολυσίου, συνομολογήθηκε η παροχή ομολογιακού δανείου 60.000.000 χρυσών φράγκων από τον τραπεζικό οίκο Rothschild, με την εγγύηση των τριών προστάτιδων δυνάμεων. Το δάνειο συνέπεσε με την ενθρόνιση του πρίγκηπα Όθωνα, και βοήθησε μεταξύ άλλων να καλύψει τις δαπάνες του νέου μονάρχη, όπως και άλλα πρόσθετα δάνεια που χορηγήθηκαν από τη Βαυαρία το 1835 και το 1836. Τελικώς, η βαυαρική αντιβασιλεία και το δάνειο σπατάλησε και νέα πτώχευση προκάλεσε το 1843. (20)

Στο μεταξύ, η εξυπηρέτηση των από το νέο δάνειο υποχρεώσεων πραγματοποιούνταν μόνο σποραδικά. Στα μέσα της δεκαετίας του 1840, η διαιώνιση της εκκρεμότητας προκάλεσε την άμεση αντίδραση των τριών προστάτιδων δυνάμεων, ιδιαιτέρως της Βρετανίας. Οι διαπραγματεύσεις, που απέβησαν άκαρπες, οδήγησαν σε μία σειρά θερμών επεισοδίων όπως ο αποκλεισμός του Πειραιά από τους Βρετανούς το 1850 και η στρατιωτική κατάληψή του από τους Αγγλογάλλους κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου. Παρά τις έντονες διαμαρτυρίες των ελλήνων, η ξένη παρέμβαση κλιμακώθηκε τα επόμενα έτη και το 1857 οι προστάτιδες δυνάμεις έστειλαν στην Αθήνα αντιπροσώπους προς διερεύνηση των οικονομικών του κράτους. Μάλιστα, το 1862 προτάθηκε να εκχωρηθούν στις προστάτιδες δυνάμεις τα τελωνειακά έσοδα της χώρας για να εξοφληθεί το χρέος: αυτό αποφεύχθηκε μόνο λόγω της πολιτικής αστάθειας η οποία είχε ως συνέπεια την εκθρόνιση του Όθωνα το ίδιο έτος. Εν τέλει, προκρίθηκε ένας συμβιβασμός το 1864, βάσει του οποίου το ένα τρίτο των εισπράξεων του τελωνείου της Σύρου θα εκταμιευόταν προς αποπληρωμή του χρέους. (21)

Μετά την πτώχευση του 1843 έως το 1879 το ελληνικό κράτος δεν είχε καμία πρόσβαση στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου: όλα τα δάνεια που συνήψε κατά τη δεκαπενταετία 1861-78 ήταν από την εγχώρια χρηματαγορά. (22) Αντιθέτως, η διαδεχθείσα αυτήν δωδεκαετία (1879-90) υπήρξε περίοδος νέων εξωτερικών δανείων συνολικού ονομαστικού κεφαλαίου 630 εκ. φράγκων, από τα οποία το καθαρό προϊόν δεν υπερέβη τα 459 εκ. φράγκα. Στα τέλη της δεκαετίας του 1880 η εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους απαιτούσε «πλέον του ημίσεος των προσόδων» του κράτους: ήταν δε τέτοια η κατάσταση που όσο και αν αυξάνονταν οι φόροι, η αύξησή τους υπολειπόταν της αύξησης του δημοσίου χρέους. Το 1893 όταν φάνηκε ότι η σύναψη νέων δανείων ήταν πλέον αδύνατη, η ελληνική κυβέρνηση κήρυξε παύση πληρωμών για μία ακόμη φορά. Σε κάθε περίπτωση, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Ανδρέας Ανδρεάδης, η Ελλάδα βρισκόταν «εν πτωχεύσει» ήδη από το Μάιο του 1886 και «μόνο το γόητρο του Χαριλάου Τρικούπη και η περί τους οικονομικούς συνδυασμούς δεξιότης του» είχαν απομακρύνει το «μοιραίον γεγονός». Σημειωτέον ότι η πτώχευση δεν είχε μόνο ως συνέπεια την αναστάτωση της δημόσιας και εθνικής οικονομίας, αλλά προκάλεσε, όπως άλλωστε κατά την τρέχουσα περίοδο, «παντοίας ύβρεις» και «δριμέων κατηγορητηρίων» εις βάρος της ελληνικής κυβέρνησης και των ελλήνων. (23)

Σε πρώτη φάση δεν εκδηλώθηκε άμεση αντίδραση από το εξωτερικό, ενώ οι προστάτιδες δυνάμεις ούτε πλοία έστειλαν ούτε κατέλαβαν δια της βίας εχέγγυα. Παρά τις διαμαρτυρίες των ξένων δανειστών, καμία σοβαρή ενέργεια δεν έγινε εις βάρος του ελληνικού κράτους, που πεισματικά αρνιόταν να κάνει οποιαδήποτε παραχώρηση, ώσπου η Ελλάδα ενεπλάκη σε ένα ατυχή πόλεμο με την Τουρκία για το ζήτημα της Κρήτης το 1897. Με τις σουλτανικές στρατιές να προελαύνουν ανενόχλητες, η κυβέρνηση της Αθήνας αναγκάστηκε να επιδιώξει και να εξασφαλίσει ξένη πίεση για να επιβληθεί ανακωχή. Ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος (ΔΟΕ) συνιστούσε το τίμημα που η Ελλάδα κατέβαλλε μετά την ελληνοτουρκική σύγκρουση το 1897, στον οποίο για την εξυπηρέτηση των εθνικών χρεών εκχωρήθηκαν τα έσοδα από τα έξι κρατικά μονοπώλια (αλατιού, πετρελαίου, σπίρτων, παιγνιόχαρτων, τσιγαρόχαρτου και ναξιακής σμυρίδας), τα τέλη χαρτοσήμου, ο φόρος κατανάλωσης καπνού και οι εισαγωγικοί δασμοί του Τελωνείου Πειραιά.

Σε γενικές γραμμές, παρά τη δυσμενή συγκυρία και την εχθρότητα με την οποία η διεθνής εποπτεία αντιμετωπιζόταν από την ελληνική κυβέρνηση και την κοινή γνώμη, η αυστηρή τήρηση των συμπεφωνημένων είχε και θετικές συνέπειες για την ελληνική οικονομία καθώς η πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα χαρακτηρίσθηκε από ένα σχετικό εξορθολογισμό των οικονομικών του κράτους, αν και τα όποια πιθανά κέρδη τελικώς εξουδετερώθηκαν πλήρως από το τεράστιο κόστος των βαλκανικών πολέμων (400 εκ. δρχ.). Αναμφιβόλως, η δυνατότητα του ελληνικού κράτους να αντέξει τέτοιες δαπάνες πήγαζε από τη –δίχως προηγούμενο– δημοσιονομική σταθερότητα που είχε επικρατήσει στη χώρα, καθώς και από την εκ νέου πρόσβαση στις διεθνείς χρηματαγορές, απότοκα και τα δύο της παρουσίας του ΔΟΕ. (24)

Κατά το μεσοπόλεμο, το οικείο αυτό παράδειγμα επαναλήφθηκε. Παρότι το ελληνικό κράτος δεν διευθέτησε τα πολεμικά του χρέη προς τη Βρετανία και τις ΗΠΑ έως το 1927, σεβαστά ποσά από ξένα κεφάλαια απορροφήθηκαν μετά το 1924. Συνολικά, κατά την περίοδο 1924-31, η Ελλάδα συνήψε δάνεια ονομαστικής αξίας £38 εκ. (25) Το νέο κύμα δανεισμού προκάλεσε προβλήματα παρόμοια με αυτά που ταλάνιζαν τη χώρα από την εποχή της Επανάστασης. Το 1930, 36% των κυβερνητικών δαπανών προοριζόταν για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους (εσωτερικού και εξωτερικού). (26) Από τη στιγμή που έγινε σαφές ότι δεν επρόκειτο να εισρεύσουν νέα δάνεια, η ελληνική κυβέρνηση προσπάθησε να αναδιαπραγματευτεί τους δανειακούς όρους και, όταν οι συζητήσεις σκάλωσαν, κήρυξε εκ νέου παύση πληρωμών το 1932. Έκτοτε διενεργήθηκαν περιστασιακές τοκοχρεολυτικές πληρωμές, ιδιαιτέρως μετά την εγκαθίδρυση του καθεστώτος Μεταξά, αλλά η Ελλάδα εισήλθε στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μη ανταποκρινόμενη στις συμβατικές της δεσμεύσεις. (27)

Αναμφιβόλως, αν η ιστορία δεν είχε ακολουθήσει το μονοπάτι που πήρε στα τέλη της δεκαετίας του 1930, κάποιος συμβιβασμός θα είχε επιτευχθεί με τους ξένους πιστωτές. Ωστόσο, η τελική εξέλιξη των γεγονότων επιβεβαίωσε ότι συντόμως η Ελλάδα θα γινόταν εξαρτημένη όσο ποτέ από τη ξένη βοήθεια –σε βαθμό που κανένας δεν μπορούσε να προβλέψει– για τη συντήρηση του πληθυσμού της, την αντιμετώπιση των δημοσιονομικών της ελλειμμάτων, την αποκατάσταση των καταστροφών και την ανάταξη της εθνικής της οικονομίας. Τον Οκτώβριο του 1944, το βρετανικό πρόγραμμα αρωγής προέβλεπε τη δωρεάν αποστολή αγαθών £27,7 εκ. Παράλληλα, η Μεγάλη Βρετανία, αφού διέγραψε το πολεμικό δάνειο του 1940-41 ύψους £46 εκ., προέβη σε σειρά πιστώσεων, όπως το δάνειο σταθεροποίησης του 1946 ύψους £10 εκ., και χρηματοδότησε κατά το διάστημα 1944-47 τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις με το ποσό των £30 εκ. (28) Το σύνολο των πάσης φύσεως αμερικανικών πόρων που δόθηκαν στην Ελλάδα από τον Οκτώβριο του 1944 έως και το Δεκέμβριο του 1962 ανήλθε σε $3,743 εκ., από τα οποία το μέγιστο μέρος, 94% περίπου, ήταν δωρεάν βοήθεια και το υπόλοιπο δανειακή συνδρομή. Εξάλλου, ένα 43% της αμερικανικής βοήθειας χορηγήθηκε υπό μορφή στρατιωτικού υλικού (πολεμικού και λοιπών εφοδίων), ενώ το 57% υπό μορφή οικονομικής βοήθειας. (29) Εκτός από τη συνδρομή σε κεφάλαια, είδη καταναλωτικά και εφόδια, αξιόλογη ήταν επίσης η τεχνική και εν γένει οργανωτική βοήθεια που έλαβε η χώρα δια μέσου διμερών και πολυμερών συνεισφορών, η συνολική αξία της οποίας από το 1947 έως το 1963 ανήλθε σε $33 εκ. (30) Επιπροσθέτως, η Ελλάδα πήρε μικρές πολεμικές αποζημιώσεις σε είδος από την Ιταλία, τη Γερμανία και τη Βουλγαρία.

Το προπολεμικό εξωτερικό δημόσιο χρέος παρέμεινε σε πλήρη αναστολή εξυπηρέτησης έως και το 1961. Στο μεταξύ, παρά την ουσιαστική, σχεδόν εξ ολοκλήρου ρύθμισή του, το δημόσιο χρέος (προπολεμικό και μεταπολεμικό) κατά το τέλος του 1965 υπερέβη τα $1.000 εκατ., έναντι $119 εκατ. το 1958 από τα οποία $5 εκατ. αντιπροσώπευαν χρέος προς το εξωτερικό. (31) Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 οι δαπάνες εξυπηρέτησης του εξωτερικού δημοσίου χρέους δεν ξεπερνούσαν το 10% των συνολικών εισπράξεων από εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, ενώ το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού ως ποσοστό του ΑΕΠ εκινείτο σε χαμηλά επίπεδα. Κατά τη δεκαετία του 1980, ωστόσο, ο υπερβολικά υψηλός ρυθμός αύξησης των ελλειμμάτων πήρε ανησυχητικές διαστάσεις, με αποτέλεσμα το ελληνικό κράτος να βαδίζει και πάλι «ευθέως» προς την «κατάρρευση και τη χρεοκοπία». Το υψηλότερο έλλειμμα οδήγησε σε μεγαλύτερο δανεισμό και σε υψηλότερες πληρωμές τοκοχρεολυσίων, και τελικώς ακόμη υψηλότερο έλλειμμα: το 1991 ο εξωτερικός δημόσιος δανεισμός αντιστοιχούσε πλέον στο 42% των συνολικών εισπράξεων από εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών. Κατά συνέπεια, η αύξηση του δημοσίου χρέους ή με άλλα λόγια το «σαράκι» της ελληνικής οικονομίας, όπως εύστοχα χαρακτηρίσθηκε από τον Γεώργιο Αγαπητό, ήταν κατακόρυφη: από 28,6% του ΑΕΠ (σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης) το 1980, στο 54,7% το 1985 και στο 111,6% το 1993. Το δημόσιο χρέος παρέμεινε σχεδόν σταθερό έως και το 1996, σε ποσοστό 110% του ΑΕΠ, με μικρές αποκλίσεις γύρω από αυτό, για να κατέλθει στο 105,1% το 1999 και, ακολούθως, στο 102,7% το 2000 στο πλαίσιο της προετοιμασίας εισόδου της χώρας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) και της ανάγκης εκπλήρωσης των πέντε βασικών κριτηρίων της συνθήκης του Μάαστριχτ ως προς το δημοσιονομικό έλλειμμα, το δημόσιο χρέος, τα τραπεζικά επιτόκια, τον πληθωρισμό και τη σταθερότητα του νομίσματος. (32)

Οι μακροοικονομικές αυτές ανισορροπίες και διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας έγιναν και πάλι εμφανείς με τρόπο έκδηλο εν μέσω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης κατά την τρέχουσα περίοδο, με σημεία αιχμής τα μεγάλα «δίδυμα» ελλείμματα (το δημοσιονομικό και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών) και χρέη (εσωτερικό και εξωτερικό). (33) Είναι ενδεικτικό ότι το συνολικό ταμειακό έλλειμμα για το 2009 εκτοξεύθηκε σε πρωτοφανή επίπεδα: €30,8 δισ. ή 12,8% του ΑΕΠ, από €17,1 δισ. ή 7,2% του ΑΕΠ το 2008. (34) Στοιχεία που, σε συνδυασμό με το υψηλό δημόσιο χρέος, εξαγρίωσαν τους εταίρους στην ευρωζώνη, ενώ οδήγησαν την υπαγωγή της χώρας σε αυστηρό καθεστώς δημοσιονομικής επιτήρησης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Μάλιστα, ήταν τέτοια η οργή τους που σε «έκθεση-κόλαφο» η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατηγόρησε την Ελλάδα ότι παρείχε αναξιόπιστα στατιστικά στοιχεία σχετικά με το έλλειμμα και το χρέος της, τους δε οργανισμούς που εμπλέκονται στη συλλογή και κατάρτιση αυτών ευάλωτους σε «πολιτικές παρεμβάσεις»: «χειραγωγοί των αριθμών» και «μάγειροι των μεγεθών» είναι μερικοί από τους χαρακτηρισμούς οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρο στις Βρυξέλλες για την ελληνική κυβέρνηση, τους αρμόδιους υπουργούς και την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος (ΕΣΥΕ).(35)

Πολλάκις, τόσο το ΔΝΤ και η Eurostat όσο και ανεξάρτητοι παρατηρητές επεσήμαναν την εκτεταμένη χρήση τέτοιων πρακτικών, αλλά ουδείς κυβερνητικός παράγων συγκινήθηκε να πράξει κάτι για να αντιμετωπίσει την κατάσταση με μεγαλύτερη αντικειμενικότητα. Τουναντίον, με «τεχνάσματα και σοφίσματα» όπως τα προμέτοχα, οι τιτλοποιήσεις (προεισπράξεις εσόδων) και τα ανταλλάξιμα ομόλογα, οι εκάστοτε οικονομικοί υπουργοί προεξοφλούσαν το μέλλον, αντλώντας πόρους από τις επόμενες γενιές προκειμένου η ελληνική κυβέρνηση να αποκτήσει ρευστότητα. Υπό την πίεση της Eurostat, ωστόσο, στα τέλη του 2002, το ελληνικό κράτος υποχρεώθηκε να αναθεωρήσει τους λογαριασμούς του, αποκαθιστώντας τη δημοσιονομική διαφάνεια και ισορροπία: η απόκλιση του πραγματικού δημοσίου χρέους από το εικονικό έφθασε τις 7,3 ποσοστιαίες μονάδες, δηλ. από 100% στο 107,3% του ΑΕΠ. Υπάρχουν εκτιμήσεις πως το πραγματικό δημόσιο χρέος ήταν γύρω στο 130% του ΑΕΠ.(36)

Τα μαγειρέματα των αριθμών δεν τελείωσαν με την άνοδο της ΝΔ στην εξουσία το Μάρτιο του 2004. Αντιθέτως, οι οικονομικοί συνδυασμοί συνεχίστηκαν αμείωτα με περαιτέρω ασκήσεις «δημιουργικής λογιστικής» όπως η πρόσφατη απόφαση για την έκδοση ομολόγων ύψους €4,6 δισ. που όμως τελικά δεν πραγματοποιήθηκε, για να καλύψει υποχρεώσεις παρελθόντων ετών του ελληνικού δημοσίου προς το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ (Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων/Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών), φορτώνοντας τον κρατικό προϋπολογισμό με νέα τεράστια ελλείμματα.(37) Ανάλογη πρακτική με εκείνες της «εκσυγχρονιστικής» περιόδου και τα ίδια δημοσιονομικά αποτελέσματα, και η αστρονομική ετήσια ζημιά του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος (ΟΣΕ), που ενώ κανονικά θα έπρεπε να προστίθεται το χρέος του ύψους €9 δισ. στο επίσημο δημόσιο χρέος της χώρας, καλυπτόταν από δάνεια που συνήψε ο χρεοκοπημένος αυτός οργανισμός με εγγύηση του ελληνικού δημοσίου.(38) Πρόσφατο παράδειγμα, επίσης, η απόφαση της Eurostat να αναθεωρήσει προς τα πάνω το έλλειμμα και το δημόσιο χρέος της Ελλάδας, λίγες μέρες μετά την πρωτοβουλία της ελληνικής κυβέρνησης τον Οκτώβριο του 2006 να προχωρήσει σε λογιστική αύξηση του ΑΕΠ κατά 25%, μέσω της «νομιμοποίησης» ενός μεγάλου μέρους της μαύρης οικονομίας.(39)

Σε κάθε περίπτωση, οι «δαιδαλώδεις πράξεις» διαχείρισης του δημοσίου χρέους και των δημοσίων οικονομικών με κομματικά, μικροπολιτικά και ψηφοθηρικά κριτήρια θα συντηρούν μια «νεφελώδη κατάσταση», με συνέπεια την επέκταση της κρατικής γραφειοκρατίας και τη συσσώρευση ελλειμμάτων και οφειλών, ενισχύοντας πρακτικές και νοοτροπίες που είναι πλέον εντελώς ξεπερασμένες από τις εξελίξεις. Εάν μάλιστα δεν είχαν μεσολαβήσει οι πρόσφατες σχετικές λογιστικές αναθεωρήσεις, το δημόσιο χρέος θα ήταν ακόμη υψηλότερο ως ποσοστό του ΑΕΠ: η ουσία είναι ότι από το 2004 έως το τέλος του 2009 το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης αυξήθηκε κατά περίπου €100 δισ., φθάνοντας στο χείλος της χρεοκοπίας. Το Δεκέμβριο του 2009, πλησίαζε το ύψος ρεκόρ των €298,5 δισ., ποσό που αντιστοιχεί στο 124,3% του ΑΕΠ. (40)


***


1. M. Mazower, Greece and the Inter-War Economic Crisis. Oxford: Clarendon Press, 1991, σ. 312. M.R. Jackson – J.R. Lampe, Balkan Economic History, 1550-1950: From Imperial Borderlands to Developing Nations. Bloomington: Indiana UP, 1982, σ. 165. Foreign Trade in Greece. London: UNRRA, Operational Analysis Papers, αρ. 14, 1946, σ. 4-5.
2. Foreign Trade in Greece, ό.π., 1946, σ. 6.
3. Στο ίδιο, σ. 6.
4. S. Lazaretou, «Macroeconomic policies and nominal exchange rate regimes: Greece in the interwar period», Journal of European Economic History, 25(3), 1996, σ. 647-70, 650. S. Lazaretou, «Monetary and fiscal policies in Greece: 1833-1914», Journal of European Economic History, 22(2), 1993, σ. 285-311. S. Lazaretou, «Government spending, monetary policies and exchange rate regime switches: The drachma in the Gold Standard period», Explorations in Economic History, 32(1), 1995, σ. 28-50, 31.
5. Α.Μ. Ανδρεάδου, Έργα. Αθήνα: Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, 1939, τόμ. β΄, σ. 299, 324-25, 362, 367-68, 381-82, 446-47. Βλ. και Λ.Θ. Xουμανίδης, Oικονομική Iστορία της Eλλάδος. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση, τόμ. β΄, 1990, σ. 291-92.
6. Γ.Β. Δερτιλής, Ιστορία του Ελληνικού Κράτους 1830-1920. Αθήνα: Εστία, 2005, τόμ. β΄, σ. 705, 710, 712, 724. Κ. Κωστής, «Δημόσια οικονομικά», στο Κ. Κωστής – Σ. Πετμεζάς (επιμ.), Η Ανάπτυξη της Ελληνικής Οικονομίας κατά τον 19ο Αιώνα (1830-1914). Αθήνα: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2006, σ. 307-12. Α. Συρμαλόγλου, Φορολογία ή Χρεοκοπία: H Φορολογική Πολιτική στη Βουλή των Ελλήνων 1862-1910. Αθήνα: Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις, 2007, σ. 193-210.
7. Δερτιλής, ό.π., 2005, τόμ. β΄, σ. 744-49. «Ο αγροτικός τομέας στην Ελλάδα: Επιδοτήσεις και παροχές αντί για αξιοποίηση των συγκριτικών μας πλεονεκτημάτων», Οικονομικό Δελτίο (Alpha Bank), 109, 2009, σ. 14-15.
8. Δερτιλής, ό.π., 2005, τόμ. β΄, σ. 744-49.
9. Ι. Ζωγράφου, Δημοσιονομικαί Μελέται. Αθήνα: 1925, τόμ. β΄, σ. 235.
10. Lazaretou, ό.π., 1995, σ. 31-32. Ι. Pepelasis Minoglou, «Political factors shaping the role of foreign finance: The case of Greece, 1832-1932», στο J Harris – J. Hunter – C. M. Lewis (επιμ.), The New Institutional Economics and Third World Development. London: Routledge, 1995, σ. 262-63. Δερτιλής, ό.π., 2005, τόμ. β΄, σ. 725-26, 729, 732, 749-53.
11. Lazaretou, ό.π., 1993, σ. 311. Lazaretou, ό.π., 1996, σ. 647-70, 650. Mazower, ό.π., 1991, σ. 56, 60-65, 90, 96, 207, 212. G. Harlaftis, A History of Greek-Owned Shipping: The Making of an International Tramp Fleet, 1830 to the Present Day. London: Routledge, 1996, σ. 185-86. Δερτιλής, ό.π., 2005, τόμ. β΄, σ. 755-58.
12. Ν. Τάτσος, Παραοικονομία και Φοροδιαφυγή στην Ελλάδα. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση και ΙΟΒΕ, 2001, σ. 279, 281-82. Ι.Κ.Σιωμόπουλος, «Μια άλλη ‘πληγή’: Η Φοροαποφυγή», Το Βήμα, 10.1.10, σ. 36. «Αυτοτελώς φορολογείται το 17% των εισοδημάτων», Η Καθημερινή, 30.12.09.
13. Δερτιλής, ό.π., 2005, τόμ. β΄, σ. 735-38, 755-58. Θ. Γεωργακόπουλος, «Η έμμεση φορολογία και η εναρμόνισή της με την Κοινότητα», στο Ν. Τάτσος (επιμ.), Τα Δημόσια Οικονομικά στην Ελλάδα. Αθήνα: Εκδόσεις Σμπίλιας, 1991, σ. 200-201.
14. Μ. Πίου, «Στα 30 δισ. ευρώ φθάνει η φοροδιαφυγή στην Ελλάδα», Ημερησία, 5/11/2009.
15. Τάτσος, ό.π., 2001, σ. 185.
16. Λ. Στεργίου, «Καμπανάκι ΟΟΣΑ για την παραοικονομία: Στα 65 δισ. ευρώ τον χρόνο», Η Καθημερινή, 4/8/2009.
17. «Ουραγός η Ελλάδα στις φορολογικές μεταρρυθμίσεις», Η Καθημερινή, 27/11/2009.
18. Τάτσος, ό.π., 2001, σ. 277-318.
19. Για μια λεπτομερή μελέτη του ζητήματος βλ. J. V. Kofas, Financial Relations οf Greece and the Great Powers, 1832-1862, New York: Columbia UP, 1981. J. A. Levandis, The Greek Foreign Debt and the Great Powers, 1821-1898, New York: Columbia UP, 1944.
20. Kofas, ό.π., 1981, κεφ. 1, 2. Levandis, ό.π., 1944, κεφ. 1, 2. Βλ. και 305-309, 332-335
21. Kofas, ό.π., 1981, κεφ. 2, 4. Levandis, ό.π., 1944, κεφ. 1, 2.
22. Δερτιλής, ό.π., 2005, τόμ. α΄, σ. 111. Βλ. και Ανδρεάδου, ό.π., 1939, τόμ. β΄, σ. 338.
23. Ανδρεάδου, ό.π., 1939, τόμ. β΄, σ. 413, 426, 436, 443, 445-46, 455, 459-60. Levandis, ό.π., 1944, κεφ. 3. R. E. Cameron, France and the Economic Development of Europe, 1800-1914: Conquests of Peace and Seeds of War. Princeton, NJ: Princeton UP, 1961, σ. 496-97.
24. Levandis, ό.π., 1944, κεφ. 3. Mazower, ό.π., 1991, σ. 60-65. H. Feis, Europe, the World’s Banker 1870-1914: An Account of European Foreign Investment and the Connection of World Finance with Diplomacy before the War. Clifton: Augustus M. Kelley, 1974, σ. 289-92. Ανδρεάδου, ό.π., 1939, σ. 562.
25. Α. Orde, British Policy and European Reconstruction after the First World War. Cambridge: Cambridge UP, 1990, σ. 284-88, 297-98. Mazower, ό.π., 1991, σ. 102-104, 106. G. J. Andreopoulos, «The International Financial Commission and Anglo-Greek relations (1928-1933)», Historical Journal, 31(2), 1988, σ. 343.
26. G. Politakis, Greek Policies of Recovery and Reconstruction, 1944-1952. Oxford: Ph.D., St. Catherine’s College, 1990, σ. 23-25.
27. Mazower, ό.π., 1991, σ. 189-98.
28. A. Lykogiannis, Britain and the Greek Economic Crisis 1944-1947: From Liberation to the Truman Doctrine. Columbia, MO: University of Missouri Press, 2002, σ. 56-57.
29. Θ.Σ. Καραβία, «Η βοήθεια των Ηνωμένων Πολιτειών προς την Ελλάδα κατά την περίοδον 1944-1962», Επιθεώρησις Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών, 3-4, 1964, σ. 6-7.
30. S. Pesmazoglou, «Technical and educational assistance to Greece: A case study of certain postwar realities and mythologies», Modern Greek Studies Yearbook, τόμ. 5, 1989, σ. 14.
31. «Ο ‘Οικονομικός’ υπογραμμίζει τον κίνδυνον: Δάνεια από το εξωτερικόν δια να εξοφλούμεν χρέη προς το εξωτερικόν: Το μεταπολεμικόν δημόσιον χρέος έφθασεν εις το ¼ του εθνικού εισοδήματος», Οικονομικός Ταχυδρόμος, αρ. 647, 8/9/1966.
32. Μαρτυρία του πρώην διοικητή της ΤτΕ Δημήτρη Χαλικιά, Οικονομικός Ταχυδρόμος, φ. 2 (2279), 8/1/1998, σ. 26. Π. Καζάκος, Ανάμεσα σε Κράτος και Αγορά: Οικονομία και Οικονομική Πολιτική στη Μεταπολεμική Ελλάδα, 1944-2000. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη, 2001, σ. 397, 429-32, 487. Γ. Αγαπητός, «Δημόσιος τομέας: To ‘σαράκι’ της ελληνικής οικονομίας», Οικονομικός Ταχυδρόμος, αρ. φ. 51 (2224), 1996, σ. 106. Ι.Δ. Καμάρα, «Το χρονικό διόγκωσης του δημόσιου χρέους, 1980-2005», Η Καθημερινή, 15/12/2005. Ι.Σ. Βαβούρας, Δημόσιο Χρέος: Θεωρία και Ελληνική Εμπειρία. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση, 1993, σ. 76, 94-95, 105. Β.Α. Πατσουράτη, Κρατικές Ενισχύσεις: Επιδοτήσεις - Επιχορηγήσεις - Μεταβατικές Πληρωμές. Αθήνα: ΙΟΒΕ, 1993, σ. 70-74.
33. Γ. Προβόπουλος, «Πως θα βγούμε από την κρίση», Κεφάλαιο, 24/12/2009, σ. 6.
34. «Στο 12,8% του ΑΕΠ το ταμειακό έλλειμμα του 2009, σύμφωνα με την ΤτΕ», Το Βήμα, 21/1/2010.
35. T. Barber, «Greece condemned for falsifying data», Financial Times, 12/1/2010. Bλ. και European Commission, Report on Greek Government Deficit and Debt Statistics, COM(2010) 1 final, 8/1/2010. «Απειλή κυρώσεων στην Ελλάδα για τα αναξιόπιστα στατιστικά στοιχεία», Η Καθημερινή, 13/1/2010. Ν. Μπακουνάκης, «Greek Statistics», Το Βήμα, 13/11/2009. Γ. Κύρτσος, «Δεν χρειάζεται εξεταστική/Γνωστές οι αποκαλύψεις», City Press, 17/2/2010.
36. Δ.Γ. Παπαδοκωστόπουλος, «Εγκλωβισμένη στο δημοσιονομικό έλλειμμα η κυβέρνηση», 1/4/2001. «Η πολιτική απάτη της τιτλοποίησης», 3/6/2001. «Η δημιουργική λογιστική άφησε τα ίχνη της», 25/11/2001. «Θα κλείσουν τα ‘διπλά βιβλία’ της οικονομικής πολιτικής;», 7/7/2002. «Αθόρυβος συμβιβασμός για το μέγεθος του ελλείμματος», 27/10/2002. «Στα 730 δισ. δραχμές. ο λογαριασμός για τα ‘αόρατα’ δάνεια», 19/1/2003. «Τη φενάκη της δημιουργικής λογιστικής αποκαλύπτει ο ισολογισμός του 2001», 6/4/2003. Κ. Καλλέργη, «Πλήρης ανατροπή της πορείας του δημοσίου χρέους της χώρας», 1/10/2002, Η Καθημερινή. Βλ. επίσης «Πέντε μονάδες πρόσθεσε στο δημόσιο χρέος η κατά Eurostat διαφάνεια», 4/7/2002. «Το τέλος του μύθου: Υπερχρεώμενη η οικονομία», Η Καθημερινή, 1/11/2002. Λ. Τόκας, «Εθνικολογιστικά στοιχεία: Τα ‘μαγειρέματα’ δίνουν και παίρνουν», Ριζοσπάστης, 5/11/2006.
37. «Ομόλογα 4,6 δισ. για τις οφειλές προς το ΙΚΑ», Τα Νέα, 2/9/2009. Ο Δήκτης, «Δημιουργική λογιστική στο παρά πέντε», Η Καθημερινή, 2/9/2009.
38. Γ. Κύρτσος, «Δεν χρειάζεται εξεταστική/Γνωστές οι αποκαλύψεις», City Press, 17/2/2010.
39. Γ. Αγγελή, «Δυσαρέσκεια από Κομισιόν», Ελευθεροτυπία, 1/10/2006.
40. Δ. Χιόνης, «Το δημόσιο χρέος και η διαχείρισή του», 17/2/2004 (http://www.e-logos.gr/articles). «Στα 298,5 δισ. ευρώ ανήλθε το δημόσιο χρέος το 2009», Το Βήμα, 20/2/2010. Ε. Αρλαπάνου και Γ. Δαράτος, «Στα 310,3 δισ. ευρώ ‘σκαρφάλωσε’ το χρέος», Ημερησία, 20/5/2010.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ