29.10.10

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Τα παιδιά του Σαράντα μέσ’ από φωτογραφίες τους…

Μία εικόνα χίλιες λέξεις. Αυτό ισχύει πάντα, ισχύει όμως θαρρώ περισσότερο τέτοιες μέρες, που καλούμαστε να ξαναθυμηθούμε τα γεγονότα που γιορτάζουμε∙ τέτοιες μέρες που οι δάσκαλοι στα σχολειά έρχονται και πάλι αντιμέτωποι με το υλικό τους και καλούνται να διαλέξουν πού θα επικεντρώσουν, πού θα προσπαθήσουν να οδηγήσουν το νου και την καρδιά των μαθητών τους, ώστε να μην ξαναϋπάρξει μαθητής που ν’ απαντήσει λάθος στην ερώτηση τη σχετική με το τι γιορτάζουμε.
Στα παιδιά του πολέμου του Σαράντα διάλεξα να εστιάσουμε στο Σχολείο μας φέτος∙ σ’ αυτά τα πλάσματα της αθωότητας που, δίχως καθόλου να φταίνε, την πληρώνουν περισσότερο απ’ όλους. Γιατί είναι τα πιο αδύναμα και τα τρυφερότερα όντα και αυτά χτυπάει κατάσαρκα ο εχθρός πόλεμος, αυτά εξολοθρεύει ευκολότερα.



Μέσ’ από φωτογραφίες τους, λοιπόν, λέγεται η ιστορία τους. Και μέσ’ από την ιστορία των παιδιών η ιστορία ολόκληρης της ανθρωπότητας.
Πρώτες φωτογραφίες αυτές των πρώτων ωρών μετά την κήρυξη του πολέμου, λίγες ώρες μετά που ειπώθηκε το ΟΧΙ. Συνήθως την προσοχή μας κερδίζει το χαμόγελο στα χείλη αυτών που φεύγουν για να πολεμήσουν στο μέτωπο. Όμως, εκείνη τη στιγμή που οι στρατιώτες μας επιβιβάζονται αφύσικα χαρούμενοι στα τρένα, υπάρχουν απρόσμενα πολλά παιδιά που τους ξεπροβοδίζουν. Τα έχετε προσέξει ποτέ; Τα είδατε πώς κοιτάζουν; «Τα μικρά αγόρια παρακολουθούν με απορία στα προσωπάκια τους, αλλά χωρίς φόβο και δάκρυα, την αποχώρηση των ανδρών.» Το βλέπω και προσπαθώ να εξηγήσω την απορία: Μάλλον τα μπερδεύει το γεγονός πως η φασαρία και τα χαμόγελα τα κάνουν να πιστεύουν πως κάποιο πανηγύρι γίνεται, μονάχα, να, δεν μπορούν να καταλάβουν τι λογής πανηγύρι είναι αυτό, αφού δε βλέπουν πουθενά να πουλιούνται ούτε μαλλί της γριάς ούτε μηλαράκια τυλιγμένα σε καραμέλα κόκκινη…

Ατόφια, όμως, χαρά κι ολοφάνερη βλέπει κανείς στη φωτογραφία των παιδιών της Αθήνας, όταν καταφτάνουν στην πλατεία Συντάγματος οι Βρετανοί, οι σύμμαχοι. Ήρθαν να βοηθήσουν κι εμείς έτσι κι αλλιώς έχουμε κάνει την ανθρωπότητα όλη να καταλάβει πως οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες. Φαντάσου τώρα με συμμάχους στο πλευρό μας τι έχει να γίνει…
Μονάχα αυτή η φωτογραφία με τη μικρούλα στην αγκαλιά του στρατιώτη (μπαμπά της; θείου της; ποιος ξέρει;) δείχνει περισσότερα πράγματα από τον ηρωισμό. Δείχνει τη νοσταλγία, τον πόνο και πόθο του στρατιώτη να είναι κοντά στους π’ αγαπάει. Το δείχνει το τρυφερό του αγκάλιασμα. Μακάρι να μην υπήρχε ο πόλεμος! Αλλά υπάρχει…
Ακολουθεί η γεμάτη με κοριτσίστικα πρόσωπα φωτογραφία: νεαρές κοπέλες φτιάχνουν μάλλινα για τους στρατιώτες. Βλέπεις, οι Έλληνες ήταν πάντα λίγοι, δεν υπήρχε η πολυτέλεια κάποιοι να κάθονται, να μη συμμετέχουν. Εδώ τα Ελληνόπουλα συμμετέχουν και αυτά, με την ορμή της μικρής τους ηλικίας, με την αφοβιά της, με την ευρηματικότητά τους και με το χιούμορ τους (αυτό το χιούμορ που δεν εγκαταλείπει το λαό μας ούτε στις δυσκολότερές του ώρες, σαν τώρα καληώρα…), στη μεγάλη υπόθεση της αντίστασης κατά του κατακτητή και ας έχει ξεκαθαρίσει τους σκληρότατους όρους του. Αρκεί να διαβάσει κανείς το βιβλίο του Δ. Ψαθά «Αντίσταση» για να καταλάβει τον ηρωισμό των μικρών σε ηλικία Ελλήνων, των πιτσιρίκων, όπως τους λέει ο συγγραφέας…

Μα υπάρχει και η άλλη όψη, αυτή που πιστεύω πως φέρνει πρώτα στο νου του όποιος καλείται να θυμηθεί τα παιδιά του Σαράντα. Είναι τα σκελετωμένα κορμιά των παιδιών της πεινασμένης Αθήνας. Πράγματι αυτοί οι σκελετοί κυριαρχούν στις παιδικές φωτογραφίες της εποχής. Παιδιά που, πριν μετατραπούν σε σκελετούς, τα βλέπουμε έξω από τα φτωχικά καλύβια όπου μένουν ή, ακόμα χειρότερα, να κατοικούν με την οικογένειά τους στο δρόμο, αφού τα σπίτια τους ανατινάχτηκαν από τους κατακτητές, τα βλέπουμε ως βιοπαλαιστές να πουλάνε την όποια πραμάτεια τους για να ζήσουν, αλλά και χειρότερα ακόμα να αναζητούν τροφή μέσα στα σκουπίδια, τα βλέπουμε στην ουρά στο συσσίτιο να περιμένουν για το φαγάκι που εξουδετερώνει το θάνατο (Προσωρινά; Μόνιμα; Κανείς δεν ξέρει ακόμα…). «Ο λιμός έπληξε κυρίως τους αδύναμους και τους μικρούς» διαβάζουμε κάτω από τη φωτογραφία της σημαντικότατης Ελληνίδας φωτογράφου Βούλας Παπαϊωάννου, χάρη στην ευαισθησία της οποίας γνωρίζουμε μέσα από φοβερά ντοκουμέντα ως ποιο σημείο εξαθλίωσης έφτασαν εξαιτίας του πολέμου τα περήφανα Ελληνόπουλα της εποχής εκείνης της όχι και πολύ μακρινής, αφού έχουν περάσει μονάχα 70 χρόνια από τότε… Είναι εκείνες οι φωτογραφίες που κάνουν τα σημερινά παιδιά, που ούτε να διανοηθούν ή να υποψιαστούν μπορούν, να αναρωτιούνται και να ρωτάνε πώς λέμε ότι είναι πεινασμένα αυτά τα παιδιά που οι κοιλίτσες τους είναι τόσο φουσκωμένες…

Μια ακόμη φωτογραφία με παιδιά που μεταφέρουν με καροτσάκι λιγοστά τρόφιμα στην Αθήνα μας θυμίζει το διήγημα της Ρίτας Μπούμη-Παπά «Στις σκάρες της Ομόνοιας», όπου διαβάζουμε: «Ένα καροτσάκι φτιαγμένο από κάσες που το σπρώχναν κάτι ξυπόλητοι, μισόγδυτοι και πεινασμένοι άγγελοι. Τα παιδιά. Μ’ ένα τέτοιο καρότσι πολέμαγαν το θάνατο τα πιτσιρίκια. Και καμιά φορά μάλιστα τον νικούσαν!...», ενώ οι προηγούμενες μας θυμίζουν την ιστορία της Λιλίκας Νάκου «Ελενίτσα» με πρωταγωνίστρια ένα αγγελούδι που έφτασε ένα παγωμένο βράδυ στη Ριζάρειο μαζί με τον αδερφό της, με μάτια μισόκλειστα από την εξάντληση και την πείνα, αλλά οι υπεύθυνοι, λόγω έλλειψης χώρου, κράτησαν μόνο τη μικρούλα. Όταν οι γιατροί κατάλαβαν πως δε θα τα βγάλει πέρα και θέλησαν να πραγματοποιήσουν την τελευταία της χάρη, εκείνη τους ζήτησε το πιο δύσκολο πράγμα που θα μπορούσε: «πατατίτσες τηγανιτές». Με πολλές δυσκολίες βρέθηκαν οι πατάτες και, μόλις τις έδωσαν στο κοριτσάκι, αυτό, κρατώντας τες σφιχτά, άφησε την τελευταία του πνοή, χωρίς να προλάβει να τις αγγίξει με τα χείλη του.

Τέλος υπάρχουν και οι φωτογραφίες των «επώνυμων» παιδιών: της διάσημης για το ημερολόγιό της –του πιο πολυδιαβασμένου βιβλίου στον κόσμο μετά τη Βίβλο- Άννας Φρανκ, αλλά και της Γαλλίδας «Άννας Φρανκ» Ελέν Μπερ∙ η τελευταία φωτογραφία του 9χρονου Πολωνού Ένιο Ζιτομίρσκι, που πέθανε σε ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης το 1943 και εκπροσωπεί όλα τα παιδιά που χάθηκαν στα φριχτά στρατόπεδα συγκέντρωσης τότε, αλλά και του δικού μας Αργύρη Σφουντούρη, που στα τέσσερά του χρόνια έχασε την οικογένειά του, μα επέζησε του ολοκαυτώματος στο Δίστομο και η ιστορία του έγινε το θέμα της ταινίας «Ένα τραγούδι για τον Αργύρη». Επίσης, η φωτογραφία της (αγαπημένης μου, αν μου επιτρέπετε) ηρωίδας της Αντίστασης Ηρώς Κωνσταντοπούλου, του 20χρονου (δε θα μπορούσαμε να τον θεωρήσουμε παιδί;) Κωνσταντίνου Κουκίδη, που έπεσε από το βράχο της Ακρόπολης αγκαλιά με την ελληνική σημαία, λίγο πριν ανεβάσουν οι Γερμανοί τη δική τους στον Ιερό Βράχο και η φωτογραφία του πιο μικρού δεκανέα του Σαράντα: είναι ο Αναστάσιος Χαραλαμπόπουλος του Αλεξάνδρου, ετών 13, που «διωρίσθη δεκανεύς», αφού είχε φτάσει, ως λαθρεπιβάτης στο τρένο, στο μέτωπο, για να πολεμήσει με τον πατέρα του και μπήκε με τους Έλληνες της πρώτης γραμμής στην Κορυτσά, και αφού δικό του κατόρθωμα ήταν η σύλληψη ενός Ιταλού κατασκόπου.

Κλείνοντας, ίσως και να περιττολογούσα αν εξηγούσα πως, στην μπερδεμένη εποχή μας, αυτά τα παιδιά θα μπορούσαν να ‘ναι τα καλύτερα παραδείγματα για τα σημερινά παιδιά, που εμείς οι μεγάλοι θαρρείς και βάζουμε τα δυνατά μας να αποπροσανατολίσουμε. Και γι’ αυτό σαστίζουμε ολοφάνερα όταν ακούμε φωνές σαν της 12χρονης Σούζαν Σουζούκι από τον Καναδά, που, μιλώντας σε διεθνή διάσκεψη για το περιβάλλον, αφού μίλησε για τον παραλογισμό να δίνονται τόσα χρήματα σε εξοπλισμούς αντί στα παιδιά του κόσμου που πεινάνε, είπε με την ολοκάθαρη και δυνατή φωνή της:
«Στο σχολείο, ακόμα και στο νηπιαγωγείο, μας διδάσκετε πώς να συμπεριφερόμαστε στη ζωή. Μας διδάσκετε να μη μαλώνουμε, να τα βρίσκουμε μεταξύ μας, να σεβόμαστε τους άλλους. Ξεχνάτε αυτό που μας λέτε εσείς οι ίδιοι: “Είσαι ό,τι κάνεις. Όχι ό,τι λες”».

Μα είμαι σίγουρη πως δεν είναι καθόλου περιττό να προσθέσω πως, ακόμη και αν το Σαράντα αποτελεί μιαν ολόλαμπρη σελίδα της ιστορίας του Έθνους μας, η αγωνία, ο φόβος, τα δάκρυα και ο πόνος που βίωσαν οι άνθρωποι της εποχής εκείνης και ιδίως τα παιδιά της θα είναι πάντοτε παρόντα και θα βαραίνουν πάντοτε ολόκληρη την ανθρωπότητα. Ή, όπως, πολύ καλύτερα το λέει σήμερα ένα από τα παιδιά που προαναφέραμε, ο Αργύρης Σφουντούρης:
«Η ταυτότητά μου είναι ο πόνος. Και ο πόνος δεν με έκανε να κλαίω μέρα-νύχτα, αλλά να κοιτάξω πώς να μπορώ να προσφέρω κάτι, ώστε να μην επαναληφθεί σε άλλες γενιές. Να μην υπάρξουν άλλα παιδιά με ταυτότητα τον πόνο, αλλά την αγάπη, την ευτυχία, την ειρήνη, την ελπίδα. Όλα αυτά για μένα προσωπικά ήταν και είναι λίγο πολύ ουτοπίες. Θέλω για τους άλλους να γίνουν πραγματικότητα».

Αφιερώνεται σε όλους τους μεγάλους που, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, κρατούν τις τύχες των παιδιών του κόσμου στα χέρια τους και που πρέπει μέρα-νύχτα να αναλογίζονται τις ευθύνες τους απέναντί τους και να μην ησυχάζουν…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ