12.10.10

Λογοτεχνικό αφιέρωμα στον Μακεδονικό Αγώνα

Επιμέλεια: ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ

Ο Κώττας στην Αθήνα

Ένα βράδυ του Ιανουαρίου 1904 ένα αμάξι διάβηκε την πύλη των ανακτόρων του διαδόχου. Από μέσα κατέβηκαν δυο άνθρωποι. Ο ένας ήταν ο Στέφανος Δραγούμης. Ο άλλος είχε εμφάνιση παράξενη… Ορεσίβιος πρέπει να ήταν, γεννημένος στα βουνά της βορεινής Ελλάδας.
Όπως κατέβηκε από τ’ αμάξι, σαν να τα ‘χασε λιγάκι. Κοιτούσε ολόγυρά του σαστισμένος. Μα ο Δραγούμης τον επανέφερε στην τάξη:
-Ακολούθα με. Και μη τα χάνεις. Να του μιλήσεις ελευθέρως.

Ο άνθρωπος των βουνών κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. Όχι, δεν πρόκειται να τα χάσει. Ξέρει καλά τι έχει να πει. Και θα το ειπεί. Μπρος ο Δραγούμης, πίσω ο άλλος, δρασκέλισαν την πόρτα του παλατιού. Στην είσοδο βρήκαν τον υπασπιστή:
-Ο Υψηλότατος σας περιμένει, τους είπε.
Στο μεγάλο γραφείο ο διάδοχος Κωνσταντίνος υποδέχτηκε όρθιος το Δραγούμη και το σύντροφό του.
-Καλώς τους, είπε.
-Υποβάλλω τα σέβη μου στην Υψηλότητά σας, αποκρίθηκε ο Δραγούμης. Και έχω την τιμήν να σας παρουσιάσω τον καπετάν Κώτα, kδια τον οποίον σας ομίλησα.
-Ώστε, εσύ είσαι ο καπετάν Κώτας; Χαίρω πολύ που σε γνωρίζω.
Ο Κώτας πολύ συγκινημένος έσφιξε το χέρι του διαδόχου.
-Γνωρίζω τα κατορθώματά σου. Είσαι αγνός και γενναίος Έλλην. Όπως μου είπε ο Δραγούμης, έχεις να μου πεις ενδιαφέροντα πράγματα. Ας καθήσουμε…
-Υψηλότατε, είπε ο Δραγούμης, φρονώ ότι ο καλός μου φίλος θα έπρεπε να σας διηγηθεί όλην την ιστορίαν του. Η αφήγησίς του θα σας κατατοπίσει επί της εν Μακεδονία καταστάσεως καλύτερον και από την πλέον εμπεριστατωμένην έκθεσιν.
-Συμφωνώ, παραδέχτηκε ο διάδοχος.
-Μόνον οφείλει η Υψηλότης σας να συγχωρήσει τα άθλια ελληνικά του θαυμασίου τούτου Έλληνος. Είναι σλαβόφωνος. Την ελληνικήν την εδιδάχθη τελευταίως. Οι εχθροί μας ευρίσκουν επιχειρήματα ότι μεγάλαι μάζαι Ελλήνων της Μακεδονίας δεν ομιλούν την ελληνικήν. Και δεν τους θεωρούν Έλληνας.
-Τι ανοησία! είπε ο διάδοχος γελώντας. Η γλώσσα ουδεμίαν έχει σχέσιν με την εθνικήν συνείδησιν. Επειδή η μητρική γλώσσα του Μιαούλη, του Σαχτούρη…ήτο αλβανική, τούτο σημαίνει ότι οι θεμελιώσαντες την ελευθέραν Ελλάδα ήσαν Αλβανοί και ουχί Έλληνες; Μα υπάρχουν αγνότεροι ΄Ελληνες από τους αλβανόφωνους της Ύδρας;
Ο Κώτας με λόγια απλά και μετρημένα αφηγήθηκε τους πρώτους αγώνες που διεξήγαγε ο ίδιος και εξηγεί τους λόγους που τον ανάγκασαν να ‘ρθει στην Αθήνα, για να ζητήσει την ενίσχυση του Μακεδονικού Αγώνα.
-Έτσι ήρθα στην Αθήνα. Βρήκα τον κύριο Δραγούμη απ’ εδώ, του είπα ό,τι είχα να του ειπώ. Αυτός με άκουσε με προσοχή και μου είπε: «Πρέπει να τα πεις στο διάδοχο». Και να, που τα λέω και στην Υψηλότητά σου. Εσένα που θα βασιλέψεις μια μέρα στη Μακεδονία μας. Εσύ θα τη λευθερώσεις με το σπαθί σου! Μα, ίσαμε να ‘ρθει εκείνη η άγια ώρα, τι θ’ απογίνουμε εκεί πάνω; Έτσι θ’ αφήσουμε τους κομιτατζήδες να μας σκοτώνουν, να μας κρουν (χτυπούν), να μας βάζουν φωτιά στα σπίτια μας, τα γεννήματά μας, ν’ ατιμάζουν τις γυναίκες μας; Είναι δίκιο αυτό; Αυτά είχα να πω στην Υψηλότητά σου. Διάδοχος της Ελλάδας είσαι-πες βασιλιάς. Βαστάει η καρδιά σου να παρατήσεις τους Έλληνες της Μακεδονίας στο έλεος των Βουλγάρων;
Ο διάδοχος άκουσε με μεγάλη προσοχή και συγκίνηση. Τέλος είπε:
-…Εάν αποστείλωμεν εις Μακεδονίαν σώματα ανταρτών υπό ικανούς αρχηγούς, οπλισμόν, εφόδια χρήματα κλπ., οι Μακεδόνες θα εγερθούν και θα μας βοηθήσουν να τους βοηθήσωμεν;…
-Άκου, Υψηλότατε, αποκρίθηκε ο Κώτας… Κρατήσαμε δίχως να πάρουμε βοήθεια από την Ελλάδα ούτ’ ένα ντουφέκι ούτ’ ένα μετζίτι! Και μου λες πως δεν θα σηκωθούν οι Μακεδόνες, αν έρθουν σώματα οργανωμένα, με ικανούς αρχηγούς, ντουφέκια, χρήματα;
Ο Κωνσταντίνος γύρισε και κοίταξε το Δραγούμη:
-Εσείς, ποια είναι η γνώμη σας, κύριε Δραγούμη;
-Ότι δια του στόματος του γενναίου και απλοϊκού τούτου Έλληνος ομιλεί η πλέον ακράδαντος λογική.

Μ. Καραγάτσης «Μακεδονομάχοι»



***



Φτάνοντας στην Καστοριά των Μακεδονομάχων


Πρωί. Το πούσι κατεβαίνει απ’ το Βίτσι, χύνεται ανάλαφρο πάνω στην απέραντη λίμνη της Καστοριάς. Η γη γύρω-γύρω στη λίμνη γράφεται αμυδρά, μια υποψία συγκεκριμένων πραγμάτων: το χώμα, τα δέντρα, οι άνθρωποι. Όλα έχουν πάρει το ύφος της αβεβαιότητας, παραπέμπουν σε μια τέχνη που χρησιμοποιεί τα αντικείμενα και τα ανάγει σε φόρμες, που εξιδανικεύει με την αφαίρεση που υποβάλλει.
Καθώς ο ξένος, ο ταξιδιώτης της Καστοριάς, εγκαταλείπεται και υποκύπτει στη δύναμη αυτής της μαγείας είναι δύσκολο να συμβιβάσει ό,τι βλέπει, ό,τι αισθάνεται, με το σκληρό παρελθόν αυτού του τόπου. Και, όμως! Αυτό το σκληρό, το δυνατό παρελθόν ήρθε να αναζητήσει. Σ’ αυτή εδώ τη λίμνη, σ’ αυτά τα επιβλητικά βουνά, πίσω από αυτά τα βουνά, στα άγρια δάση με τις οξιές και τις καστανιές, πολεμήσανε με την ψυχή και με το σώμα, έχοντας να κάνουν κάθε μέρα, κάθε νύχτα, με το αίμα και με το ένστικτο, αγωνιστήκανε σπουδαίοι άντρες. Αναφέρομαι στο μακεδονικό αγώνα των αρχών του αιώνα∙ στο δεσπότη Καστοριάς Γερμανό Καραβαγγέλη, στον Παύλο Μελά, στον Ίωνα Δραγούμη.
Αναζητώντας τα ίχνη τους φτάσαμε εδώ, στην Καστοριά. Θα τα ακολουθήσουμε αυτά τα ίχνη, εξήντα ένα χρόνια ακριβώς απ’ το θάνατο του Παύλου Μελά. Ήταν και οι τρεις τους απ’ τους πιο καθαρούς, απ’ τους πιο αφιλόκερδους, απ’ τους πιστούς οραματιστές μιας Ελλάδας που έπρεπε να περιλάβει, ελευθερώνοντάς το, όλο το υπόδουλο Γένος, αλλά, ταυτόχρονα, να κάνη και καλύτερους τους Έλληνες. Άφησαν ένα παράδειγμα βίου που στην άθλια εποχή τη δική μας πρέπει να το προβάλλουμε συνεχώς για να μας βοηθά.
Τριγυρίζω στις όχθες της λίμνης, στην έρημη πλατεία της Μητρόπολης, όπου το άγαλμα του Παύλου Μελά, στον τάφο του, στην κρύπτη, μέσα στο μισοσκότεινο βυζαντινό εκκλησάκι των Ταξιαρχών, όπου αναπαύονται τα οστά του. Η μοίρα δεν ρυθμίζει πάντα σωστά την κίνηση των ανθρώπων, κάνοντας να συναντηθούν και να συνυπάρξουν στην ώρα που πρέπει αυτοί που πρέπει. Εδώ με το Γερμανό Καραβαγγέλη, με τον Παύλο Μελά και με τον Ίωνα Δραγούμη η μοίρα δούλεψε σωστά. Τα τρία πρόσωπα συναντήθηκαν στην Μακεδονία, στην πιο κρίσιμη ώρα που τα χρειαζόταν. Όταν κινδύνευε, με τους εξαθλιωμένους, φοβισμένους, τραβηγμένους στο καβούκι τους Έλληνες των Αθηνών μετά το 1897. Με το Βουλγαρικό Κομιτάτο και την Εξαρχία, που τρομοκρατούσε τους Έλληνες της Μακεδονίας.
Εκείνη την ώρα ο Ίωνας Δραγούμης είδε για πρώτη φορά στην Καστοριά τον Αιγαιοπελαγίτη Δεσπότη, τον Γερμανό Καραβαγγέλη, που λειτουργούσε έχοντας πάνω στην Αγία Τράπεζα το πιστόλι του.
Γράφει:
«…Ήταν νύχτα-έτος 1901-που έφθασαν οι δυο ταξιδιώτες στους στενούς δρόμους της Καστοριάς. Τα εμπορικά είχαν κλείσει και οι Καστοριανοί ήταν στα σπίτια τους. Βροντούσε δυνατά στο λιθόστρωτο το ποδοβολητό των αλόγων. Οι ταξιδιώτες ξεπέζεψαν και μπήκαν σ’ ένα σπίτι. Αργότερα πήγαν στην Μητρόπολη. Απ’ το σκοτάδι βρέθηκαν σε μια κάμαρα μεγάλη, φωτεινή. Ο Αλέξης είδε, τέλος, το Δεσπότη, που τόσο ήθελε να τον δη. Ήταν ψηλός, στεκόταν όρθιος και, όταν περπατούσε, ήταν σαν να πήγαινε να σώσει την ανθρωποσύνη. Τέτοια μάτια είχε που τραβούσαν και καθένας που τον έβλεπε του ερχόταν να τον ακολουθήσει.
Ο Δεσπότης μίλησε και ήταν όμορφη η φωνή του σαν να ξεμυστηρεύονταν:
-Είναι τίποτα στον κόσμο που να είναι δύσκολο; Ή μήπως μοιάζω εκεινών που λέγουν και δεν κάνουν;»
έτσι την πρώτη λαμπρή μαρτυρία για την προσωπικότητα του Δεσπότη-παλληκαριού. Έχουμε και μια άλλη του προλογίζοντος τα Απομνημονεύματα του Γερμανού Καραβαγγέλη.
Τον θυμάται που τον είδε σαν ήταν παιδί, στο χωριό του, το Βογατσικό της Μακεδονίας, στις αρχές του αιώνα μας. Εκείνη τη μέρα είχαν φτάσει στο Βογατσικό τρεις Έλληνες Μητροπολίτες. Καβάσηδες-σωματοφύλακες-οπλισμένοι και Τούρκοι ζαπτιέδες τους συνόδευαν. Ο λαός και οι ιερείς του χωριού τους περίμεναν με τα εξαπτέρυγα, οι καμπάνες χτυπούσαν. Στον εσπερινό οι τρεις Δεσποτάδες έψαλαν το «Φως ιλαρόν». Οι δυο ήταν νέοι με ολόμαυρα γένια-ο Καραβαγγέλης μόλις 34 χρονών- και ο άλλος με κάτασπρα γένια και αγγελική φωνή. Άκουε, θαμπωμένο, το παιδί της Μακεδονίας την υπερκόσμια μυσταγωγία και στη φαντασία του οι τρεις Δεσποτάδες γίνονταν οι Τρεις Ιεράρχες που κατέβηκαν απ’ τη μεγάλη παλιά εικόνα της εκκλησίας τους.
-Κάθε μέρα χύνεται το αίμα το ελληνικό, είπε ο Καραβαγγέλης στον Έλληνα πρόξενο που, εκτελώντας εντολή της Κυβέρνησής του, τον εμπόδιζε να κινηθεί. Κάθε μέρα οι ορθόδοξοι αποσκιρτούν. Οι άλλοι σκοτώνουν. Το κομιτάτο τους δυναμώνει. Θα μείνω, λοιπόν, με τα χέρια δεμένα; Τότε χάθηκε η Μακεδονία.
Ο Δεσπότης ζώστηκε τα φυσεκλίκια του, πήγε να βρει στο χωριό του τον βουλγαρόφωνο οπλαρχηγό τον Κώτα, παλληκάρι και δεινό σκοπευτή. Συναντήθηκαν τα μεσάνυχτα. Όλη τη νύχτα μιλούσαν οι δυο τους. Του έλεγε ο Δεσπότης:
-Εσείς είστε Έλληνες απ’ την εποχή του Μέγ’ Αλέξαντρου. Και πέρασαν οι Σλάβοι και σας εξεσλάβισαν. Η μορφή σας είναι ελληνική και η γη που πατούμε είναι ελληνική. Το μαρτυρούνε τα αγάλματα που είναι κρυμμένα μέσα της. Και αυτά είναι ελληνικά και τα νομίσματα που βρίσκουμε είναι ελληνικά κι οι επιγραφές είναι ελληνικές. Έπειτα η εκκλησία μας και τα Πατριαρχεία επρωτοστάτησαν πάντα στην ελευθερία.
Του είπε κι άλλα πολλά για τα εγκλήματα του Κομιτάτου. Κατά τα χαράματα τον είχε καταφέρει:
-Από σήμερα, του είπε, θα είσαι μαζί μας, θα είσαι ο πρώτος. Θα σε στείλω κάτω να γνωρίσεις τους Έλληνες Βασιλείς. Και τα παιδιά σου θα τα στείλω στην Ελλάδα να σπουδάσουν.
Αντιστοιχία: Γράφει την ίδια εποχή ο Ίωνας Δραγούμης: «Σκέπτομαι, ξανοίγω και ανθοβολώ άμα νοιώθω τον Ελληνισμό. Σ’ όποια γωνιά του Ελληνισμού και αν βρεθώ θα πασχίζω πάντα να δυναμώνω, να ξυπνώ, να ζωντανεύω την ψυχή του και ας γίνει ό,τι γίνει. Ξυπνώ κάθε ύπνο, κεντρίζω κάθε βαρεμό, συνδαυλίζω κάθε στάχτη, ξεσκεπάζω κάθε σπίθα κρυμμένη και ανάβω κάθε φωτιά σβησμένη, βγάζω κάθε πνοή κουρασμένη και παίζω κάθε χορδή σιωπηλή. Ξυπνώ, ξυπνώ, ξυπνώ…»
Και ο Παύλος Μελάς της ίδιας εποχής: Καθώς το μισοσκόταδο της βυζαντινής εκκλησίας των Ταξιαρχών της Καστοριάς κυττάζω την πλάκα του τάφου του, πολεμώντας να ξεχωρίσω την επιγραφή, αναθυμούμαι το τελευταίο γράμμα του, το τελευταίο πριν σκοτωθεί στη Στάτιστα:
«Θέλω και πρέπει να μείνω εδώ. Αλλ’ ο πολυτάραχος και σχεδόν άγριος βίος μου με κάμνει να νοσταλγώ τον ήσυχον και γλυκύν οικογενειακόν βίον. Και εδώ έχω τας ικανοποιήσεις μου και εκεί την ευτυχίαν μου. Αλλ’ εδώ με κρατεί επί πλέον το καθήκον και προ πάντων αι υποχρεώσεις ας ανέλαβα. Αισθάνομαι ότι θυσιάζομαι, αλλά τουλάχιστον θα κατορθώσω τίποτε;»
Το ανάλαφρο πούσι ολοένα και αραιώνει πάνω απ’ τη λίμνη της Καστοριάς. Πήραμε τον παρόχθιο δρομίσκο που βγάζει έξω απ’ την πολιτεία, φτάσαμε στο έρημο μοναστήρι της Μαυρώτισσας. Ψυχή ανθρώπινη! Σαν να ήταν όλα άλλου κόσμου, αόρατου: η λίμνη, το μοναστήρι, οι θαυμαστές τοιχογραφίες των βυζαντινών καιρών με τους αγίους που οι Τούρκοι τους έχουν βγάλει τα μάτια.
Ανατρέχουμε πάλι στις σελίδες του Ίωνα Δραγούμη:
«…Έξω, στην πόρτα του περιβολιού, προτού χαράξει η μέρα, αποχαιρέτησαν το Δεσπότη (της Καστοριάς) και, επειδή ο Αλέξης του φίλησε το χέρι σφιχτά, αυτός τον εφίλησε στο μέτωπο. Κατέβηκαν τα βράχια στο σκοτάδι με το βαρκάρη μπροστά για να τους δείξει το δρόμο και όταν έφτασαν στη λίμνη κάτω κουκουλώθηκαν στις γούνες τις καστοριανές και σβολιάστηκαν στον πάτο της βάρκας για την παγωνιά.
Δυο άνθρωποι κάθησαν στα κουπιά και τραβούσαν γρήγορα. Περνούσε η βάρκα στα βαθιά νερά, στην ακρογιαλιά του πέτρινου λόφου της Καστοριάς και τα νερά έμοιαζαν λιωμένα μέταλλα. Ένα ερημικό μονοπάτι ακολουθούσε άκρη-άκρη το γιαλό και πήγαινε στο Μοναστήρι της Μαυρώτισσας. Στο πλάγι στέκονταν απότομα τα βράχια του λόφου∙ πού και πού, στη γραμμή του μονοπατιού, σαν φάντασμα κανένα δέντρο λιγνό και ψηλό ξεπρόβαλλε. Η χειμωνιάτικη συννεφιασμένη χαραυγή όλα τα έδειχνε σταχτερά και μόνο τα νερά έλαμπαν. Στη λίμνη τη νεκρή λάμνουν οι δυο αμίλητοι και κανένας δεν ακούεται άλλος από την απαλή τη λύπη των κουπιών που χαϊδεύουν τα νερά. Σ’ ένα άνοιγμα από μέσα από τα σύννεφα χαράζει κατάχλωμη η μέρα και ο βοριάς χτυπάει αλύπητα. Είχε αφήσει την ακρογιαλιά η βάρκα και πήγαινε κατεπάνω στον άνεμο, κατάισα κατά το Μαύροβο.
-Χάθηκε το κάστρο πίσω από το βουνό, είπε κάποιος.
Και ο Αλέξης θυμήθηκε μια ιστορία που του είχε πει ένας Καστοριανός: Στην Καστοριά εξόριζαν τους πρίγκιπες οι αυτοκράτορες. Μια πριγκίπισσα εξορισμένη ζούσε κει με το παιδί της. Έξαφνα μια μέρα έφτασε τοι μήνυμα στην Καστοριά πως τούρκεψε η Πόλη. Αγκαλιάζει το παιδάκι της και από το Κάστρο επάνω πέφτει στη λίμνη μαζί του και πνίγεται».
Αυτά συλλογιζόμουν φτάνοντας στην Καστοριά του Καραβαγγέλη και του Ίωνα Δραγούμη και του Παύλου Μελά.

Ηλίας Βενέζης «Έξοδος»



***



«ΕΥΡΥΔΙΚΑ,ΣΙΡΡΑ ΕΥΚΛΕΙΑΙ»

…Αλκέτας, Βερενίκη, Δρύκαλος, Εύξεινος, Θεόδωρος, Ηρακλείδης, Κλεαγόρας, Λέανδρος, Μένανδρος, Νικόστρατος, Ξενοκράτης, Πευκόλαος…
Αν ήμουν δάσκαλε εκεί, μαζί σου, θα συλλάβιζα ξανά και ξανά, αργά και χαμηλόφωνα τα μεγαλόπρεπα ονόματα αρχαίων Μακεδόνων πολιτών…Και θα στάλαζα στην ψυχή μου δράμι το δράμι η ελληνικότητα του τόπου, μέσα από τις επιγραφές ταπεινών συντριμμάτων επιτύμβιων στηλών του 5ου π.Χ. αιώνα.
Αν ήμουν εκεί, καθηγητά Ανδρόνικε, θα καθόμουν συγκλονισμένη πάνω στα νεοσκαμμένα χώματα της Μεγάλης Τούμπας ν’ αναπνεύσω την ευεργετική υγρασία της πατρότητας του τόπου βιώνοντας μια ατελεύτητη περίοδο ξηρασίας, διεκδικήσεων και ιστορικών διαστρεβλώσεων.
Αν ήμουν εκεί τις μεγάλες ώρες της αρχαιολογικής σκαπάνης θα σε ρώταγα, δάσκαλε:
-Πώς είναι δυνατόν αυτό το κομμάτι του Ελληνισμού που κατόρθωσε ν’ απλώσει Ελληνική Παιδεία σε όρια σχεδόν οικουμενικά, να υποχρεώθηκε στην πορεία των αιώνων ν’ αποβάλει τον εθνικό του χαρακτήρα, να χάσει τη γλώσσα του και τα ελληνικότατα ονόματά του και τώρα να διεκδικεί την «κλεμμένη» ιστορία του;
Αν ήμουν εκεί (εγώ, που όπως διατείνονται, δεν ξέρω από πού κρατά η σκούφια μου γενεαλογικά, αλλά που μιλώ την Ελληνική ως μητρική μου γλώσσα) αυθόρμητα θ’ άρχιζα ένα ετυμολογικό και πραγματολογικό παιχνίδι ανάλυσης ονομάτων κι επιγραφών.
Κι αν ήμουν εκεί, Ευρυδίκη του Σίρρα μητέρα του Φιλίππου του Β’, όταν αφιέρωνες μετά από τις νικηφόρες μάχες του συζύγου σου Αμύντα του Γ’, στη θεά Εύκλεια το περίτεχνο άγαλμά της, θα σου έλεγα πόσο πιο σημαντική από μια πολεμική νίκη της εποχής σου είναι για μας τους αμφιλεγόμενους Έλληνες οι χαρακιές της επιγραφής σου με γράμματα σπάνιας επιμέλειας: «ΕΥΡΙΔΙΚΑ ΣΙΡΡΑ ΕΥΚΛΕΙΑΙ»

Αγγέλα Μάλμου

Από το λογοτεχνικό ημερολόγιο της 
Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς 2009 με τίτλο «Αν ήμουν…»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ